fbpx
Λευτέρης Μπούρος: «Drifter #1: Το χέρι του νεκρού»

Λευτέρης Μπούρος: «Drifter #1: Το χέρι του νεκρού»

Τα μαύρα οχτάρια και οι μαύροι άσοι δηλώνουν την παρουσία τους από το εξώφυλλο του βιβλίου του Λευτέρη Μπούρου Drifter #1: Το χέρι του νεκρού, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Bell. Θα πρέπει όμως να είσαι φίλος του πόκερ για να γνωρίζεις τη σχέση τους με τον τίτλο. Αν δεν είσαι, θα πρέπει να προχωρήσεις στο μυθιστόρημα, πριν σου αποκαλύψει τη σχέση ο συγγραφέας.

Σαν ένα παιχνίδι πόκερ, με μπλόφες, άλλαγμα χαρτιών, κρυμμένα φύλλα, μπαλαντέρ, τύχη, εξελίσσεται η ιστορία γύρω από ένα μπαράκι, το «Drifter», που αλλάζει χέρια, ενώ το πλούσιο πρώην αφεντικό του βασικού ήρωα βρίσκεται με μια σφαίρα στο κεφάλι.

Ο Λευτέρης Μπούρος αποδεικνύει ότι το καλοκαιρινό σύγχρονο αθηναϊκό τοπίο λειτουργεί ιδιαίτερα καλά για το στήσιμο μιας αστυνομικής ιστορίας και δεν είναι απαραίτητο ούτε το μισοσκόταδο, ούτε το κρύο, για να σε κάνει να ανατριχιάσεις. Μια Αθήνα που πνίγεται στη ζέστη, ενώ ο ήρωας πνίγεται στα χρέη, είναι εξίσου ενδιαφέρον σκηνικό.

Ο Ραούλ, στην επιστροφή στην αποθήκη όπου δουλεύει, θα ανακαλύψει το πτώμα του αφεντικού. «Το ανοιχτό παράθυρο πίσω από το κεφάλι του νεκρού και οι δύο πράσινες μύγες που είχαν μπει από εκεί, ξεκινώντας ένα υπέροχο τσιμπούσι στον ανοιχτό κρόταφό του, είναι στοιχεία που ούτε ο πιο ψύχραιμος παρατηρητής δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει». Και ο Ραούλ δεν είναι ψύχραιμος, καθώς τον σέρνουν για ανάκριση στην αστυνομία.

Δυνατό χαρτί του Λευτέρη Μπούρου, μια και μιλάμε για πόκερ, οι περιγραφές. Βάζει τον αναγνώστη του μέσα στην ιστορία, νιώθει ότι ο ίδιος περιφέρεται «σε μια Αθήνα που με αργούς ρυθμούς αποχαιρετά το καλοκαίρι», νομίζει ότι κοιτάζει τους ήρωες στα μάτια καθώς μοιράζουν τα χαρτιά τους. Ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι τα αστυνομικά μυθιστορήματα μπορούν να είναι λογοτεχνία, και όχι απλώς μια διεκπεραιωτική περιγραφή μιας ιστορίας με σεξ και βία. Όχι ότι από το βιβλίο του λείπουν το σεξ και η βία, αλλά είναι με τέχνη δοσμένα.

Το μυστήριο του φόνου θα κληθεί να λύσει ο Στράτος, τρεις μήνες απολυμένος από την αποθήκη με ιδιοκτήτη το θύμα, που δέχεται διαρκώς τηλεφωνήματα από τον ιδιοκτήτη του άθλιου διαμερίσματός του για τα νοίκια και τους λογαριασμούς που χρωστάει. «Η πολυκατοικία που έμενα ήταν για γκρέμισμα, κι αυτό το έβλεπε και πρωτοετής πολιτικός μηχανικός: σοβάδες πέφταν με την πρώτη βροχή, η ταράτσα είχε ένα ράγισμα σαν παρθενική χαρακιά σε βασιλόπιττα, τα κουφώματα ήταν από ξύλο, τα φώτα στον διάδρομο δεν δούλευαν…»

Κι ένα απόγευμα, λίγο πριν βάλει το κλειδί στην πόρτα, «μια γυναικεία φωνή, που ερχόταν από ένα καταραμένο παρελθόν, με έκανε να κοκαλώσω». Η φωνή της Ξένιας, της πρώην του, η οποία τον άφησε για το αφεντικό του, που στη συνέχεια τον απέλυσε. Η Ξένια, που φοβάται για τη ζωή της μετά τη δολοφονία του αρραβωνιαστικού της. «Το φόρεμά της, μαύρο και ανοιχτό στα στήθη και στα μπούτια, ήταν ένα με τη μαυρίλα του τοίχου απέναντί μου, τα χείλη και τα νύχια της κατακόκκινα, σαν τη φωτιά, σαν την κόλαση, κατακόκκινα και μυστηριώδη σαν απόκρυφα καλόγριας».

 Μια Αθήνα που πνίγεται στη ζέστη, ενώ ο ήρωας πνίγεται στα χρέη, είναι εξίσου ενδιαφέρον σκηνικό.

Η Ξένια, πρώην στρίπερ, την οποία έχει αποφασίσει ότι θα μισεί, η οποία όμως κατέχει ακόμα τον τρόπο να τον παρασύρει στο κρεβάτι και να τον πείσει ότι πρέπει να τη βοηθήσει, παρότι είναι αποφασισμένος να μη μαλακώσει με λίγα ψωροδάκρυα. «“Σου λέω αλήθεια, Στράτο”, είπε, πριν η σιωπή μου μας πνίξει. “Κάτι απαίσιο συνέβη”. Τι πιο απαίσιο από την παρουσία της στη ζωή μου; Τι χειρότερο από τη γνωριμία μας; Τ’ ορκίζομαι, είχα μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή που τη γνώρισα… Πέντε κορίτσια είχα παρατήσει για πάρτη της. Πέντε κορίτσια, μια σχολή στα Γιάννενα, μια ζωή σαν λογιστής, όλα είχαν μείνει στο βρόντο, είχα πάει πίσω για μήνες που έγιναν χρόνια, κι ύστερα επταετία ολόκληρη». Κι όμως, θα αποφασίσει να τη βοηθήσει, να γίνει ο άντρας που θα μπορέσει να στηριχτεί πάνω του, γιατί και αυτή δεν έχει περάσει εύκολα.

Και το «Drifter» πάντα παρόν, το μπαράκι που κέρδισε από τον τζόγο ο φίλος του ο Φούσκας, το μπαράκι στο υπόγειο του οποίου λειτουργούσε παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη.

Η ιστορία πηγαινοέρχεται δίνοντας στοιχεία από το παρελθόν, από όταν το θύμα ζούσε, ενώ ο Στράτος φαίνεται κολλημένος με τον θάνατο του πατέρα του σε τροχαίο, όπου κανένας δεν τιμωρήθηκε, και παγιδευμένος να μισεί τον αδελφό του, που σταμάτησε να ψάχνει τι έγινε.

Η αστυνομία ψάχνει συγχρόνως για τον δολοφόνο, χωρίς όμως να μπορεί να πείσει τον αναγνώστη ότι πρόκειται για αστυνομικούς προσηλωμένους στο καθήκον. Περιγραφές για ξύλο και καταπάτηση δικαιωμάτων θα μπορούσαν να θεωρηθούν υπερβολικές, εκτός τόπου και χρόνου για την Αθήνα του σήμερα, αν δεν έβρισκε κανείς ανάλογες περιγραφές από θύματα αστυνομικής βίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όχι στα επίσημα μέσα ενημέρωσης, τα οποία τόσο ο συγγραφέας όσο και ο ήρωάς του φαίνεται να εμπιστεύονται όσο και την αστυνομία, όσο και τους πολιτικούς, όσο και τους επιχειρηματίες που σχετίζονται μαζί τους.

Οι ανακρίσεις γίνονται με τις παλιές παραδοσιακές μεθόδους. «Το πρόσωπό του έσκασε στην ξύλινη επιφάνεια με δύναμη. Μια τρομερή μέγγενη είχε γραπώσει το σβέρκο του. Μια έκρηξη πόνου επικεντρώθηκε στη μύτη του, και ένα μούδιασμα που ξεκίνησε από εκεί εξαπλώθηκε σε όλο του το κορμί… τον γράπωσε από το λαιμό, του έριξε μια γρήγορη γροθιά στο νεφρό».

Και όσο η ιστορία προχωράει, τόσο περισσότερο γίνεται φανερό ότι ίσως θύμα να είναι και ο Στράτος. Κάποιος του την έχει φέρει άσχημα. «Η αθωότητά μου ήταν δεδομένη –δεν είχα πυροβολήσει– αλλά ο υπέρμετρος ενθουσιασμός lmbourosεκείνων των ένστολων κι εκείνο το συνεχόμενο “τον πιάσαμε, τον έχουμε, τελείωσε” που έλεγαν στους ασυρμάτους με έκαναν να φοβάμαι ότι δε θα ξέμπλεκα εύκολα από αυτή την ιστορία…. Το τσιγάρο χώθηκε δίπλα από την πληγή του κάτω χείλους μου, ο αναπτήρας έκανε μία από τις δουλειές του κι εγώ έμεινα να καπνίζω και να σκέφτομαι… Το μυαλό μου έστηνε σενάρια με αιματοβαμμένα φινάλε».

Το φινάλε δεν είναι τελικά τόσο αιματοβαμμένο. Ο καθένας βρίσκει τους δικούς του τρόπους να επιβιώσει. Και η ιστορία τελειώνει αφήνοντας ακόμα ορισμένα ερωτηματικά. Ερωτηματικά που δεν ενοχλεί τον αναγνώστη η μη απάντησή τους. Ερωτηματικά τα οποία ίσως απαντηθούν στο επόμενο βιβλίο της σειράς που θα εκτυλιχτεί στο «Drifter».

 

Drifter #1: Το χέρι του νεκρού
Λευτέρης Μπούρος
Bell / Χαρλένικ Ελλάς
352 σελ.
ISBN 978-960-507-137-0
Τιμή €9,90
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Απόστολος Στραγαλινός: «Το πρωί που θα φύγουμε»

Ο Απόστολος Στραγαλινός είναι γνωστός ως ένας από τους καλύτερους μεταφραστές γερμανικών λογοτεχνικών κειμένων. Ανάμεσα στους συγγραφείς που έργα τους έχει μεταφέρει στη γλώσσα μας συγκαταλέγονται...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Λευτέρης Γιαννακουδάκης: «Τα φαντάσματα του Δεκέμβρη»

Με αφορμή τη δολοφονία του δεκαεξάχρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008 από αστυνομικά πυρά, με φόντο τα γεγονότα που εξελίχθηκαν στη συνέχεια, με την πόλη να φλέγεται και με ένα σκηνικό...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Συλλογικό έργο (επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης): «Κύπρος, 1974-2024»

Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι Γ. Σεφέρης,«Οι γάτες τ’ Άι-Νικόλα» Αναμφίβολα, το βιβλίο Κύπρος, 1974-2024: Πενήντα χρόνια μετά την εισβολή (Ελληνοεκδοτική, 2024), με την επιμέλεια του ακάματου λογοτέχνη Ελπιδοφόρου...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.