fbpx
Μάτα Καστρησίου: «Χαλόου, κοσμοναύτη»

Μάτα Καστρησίου: «Χαλόου, κοσμοναύτη»

Η Μάτα Καστρησίου είναι μια νεαρή συγγραφέας, που αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στον χάρτη της λογοτεχνικής μας γεωφυσιολογίας. Ήδη από το πρώτο της βιβλίο είχα επισημάνει ότι η περίπτωσή της θ’ απασχολήσει την ελληνική γραμματεία. Και πράγματι, τα Απορριμματοφόρα των έξι (το πρώτο της βιβλίο με διηγήματα) βρέθηκε στη βραχεία λίστα του Κρατικού Βραβείου στην κατηγορία των Πρωτοεμφανιζομένων, ενώ το νέο εγχείρημά της, το μυθιστόρημα με τίτλο Χαλόου, κοσμοναύτη, αποτελεί αναμφίβολα μια φιλόδοξη και ιδιαίτερα απαιτητική προσπάθεια που, κατά τη γνώμη μου, θα ξεχωρίσει. Και όχι μόνο γιατί πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, που κατά κανόνα διεκδικεί μεγαλύτερο μερίδιο, ως είδος, στις ευρείες βιβλιοφιλικές κοινότητες, αλλά –κυρίως– γιατί η Μάτα Καστρησίου, αρνούμενη να εγκαταλείψει την ποιητικότητα του βλέμματός της –κι ας έχουμε να κάνουμε με μια πιο μακροσκελή μυθοπλασία– μας παραδίδει ένα αναμφίβολα ιδιότυπο και ταυτοχρόνως συναρπαστικό αφήγημα.

Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: Πρόκειται κατ’ αρχάς για μια σπονδυλωτή αφήγηση, υπό το πρίσμα τριών διαφορετικών (κι ενός «λανθάνοντος» τετάρτου) αφηγητών. Του πρώην κοσμοναύτη Μιρόσλαβ, της γυναίκας του, Βάντα, κι ενός μικρού κοριτσιού με το όνομα Ντάρια. Πίσω από τις αφηγήσεις τους, καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου, παραμονεύει μια γυναίκα-φάλαινα, που μοιάζει άστεγη –ή και όχι– και πάντοτε απολύτως εναρμονισμένη με το καθεστώς-τοπίο της Πολωνίας, ωσάν απλή παράμετρος –θα μπορούσαμε να πούμε και μουρμουρητό– σε όσα διαδραματίζονται, τόσο στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία όσο και ειδικά στην ιστορία μας.

Μιλώντας εξ ονόματός τους, σε α’ πρόσωπο δηλαδή, η συγγραφέας καταφέρνει να αποδώσει στον καθέναν τους τη φωνή που του αναλογεί, τόσο πειστικά που ξεχνάμε σχεδόν τη μυθοπλαστική σύμβαση και νομίζουμε ότι έχουμε να κάνουμε με αυτοβιογραφικές μαρτυρίες. Επιπλέον, αρνείται ν’ απαλείψει οποιαδήποτε κοινωνικοπολιτική παράμετρο της ιστορικής περιόδου που επιλέγει ως καμβά της μυθοπλασίας της, αντιθέτως προσπαθεί –και κατά τη γνώμη μου καταφέρνει– να τις αναδείξει, παρότι εστιάζει τον φακό της σε μια κομβική προσωπική συνθήκη (και για να μην παρεξηγούμεθα, εννοώ των ηρώων της), ώστε εντέλει ν’ αναδείξει την αμηχανία και το δέος του ανθρώπου εν γένει, απέναντι σε ό,τι τον υπερβαίνει (ρεαλιστικό είτε μεταφυσικό, ευανάγνωστο είτε δυσανάγνωστο, ευάρεστο ή και δυσάρεστο), και που πασχίζει να συγκεράσει αλλά και να ξεχωρίσει αυτό που τον αποτελεί μ’ εκείνο απ’ το οποίο αποτελείται.

Το πιο «εξωφρενικό» σ’ αυτή τη μυθοπλασία είναι ότι η Μάτα Καστρησίου δεν τα έχει ζήσει όλ’ αυτά και, μάλιστα, τα περισσότερα από αυτά ούτε καν ως ιστορική συγκυρία. Κι όμως, τόσο οι ήρωές της όσο και το αφηγηματικό τοπίο που έχει σκηνογραφήσει για να τους φιλοξενήσει δεν είναι μόνο απολύτως συμβατό ανάμεσά τους, αλλά αποτελεί και τον κοινό τόπο που μας υποδέχεται, μαζί τους, στην ιστορία της.

Ήδη από τις πρώτες γραμμές του βιβλίου, η Πολωνία της δεκαετίας του ’70 αναβιώνει αυτούσια, μέσα από μια δεξιοτεχνική εικονοποιία. Κι εδώ εντοπίζεται το κύριο χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει την αφηγηματική τεχνική της Μάτας Καστρησίου. Ήδη απ’ το πρώτο της βιβλίο ήταν ολοφάνερο ότι έχουμε να κάνουμε με μια συγγραφέα με απαράμιλλη ικανότητα να σε τοποθετεί, από την πρώτη κιόλας γραμμή, στη θέση του «αυτόπτη μάρτυρα», αλλά ιδιαίτερα σ’ αυτό το μυθιστόρημα δεν μπορείς εκ των υστέρων να πεις με βεβαιότητα αν όλο αυτό που «έζησες» ήταν κάτι που διάβασες ή ονειρεύτηκες ή ήταν μια ολότελα αληθινή δική σου ανάμνηση. Ίσως γι’ αυτό και οι χώροι, τα τοπία, που συμπεριλαμβάνονται στη διήγησή της, καταχωρίζονται στη συνείδησή μας, εντέλει, ως άλλοι χαρακτήρες, ικανοί να καταλύσουν ή και να κυριαρχήσουν πάνω στους ήρωες και την ίδια την αφήγηση. Η Μάτα Καστρησίου ανήκει στους συγγραφείς (κι ομολογώ, δεν μου έρχονται πολλοί στον νου αυθόρμητα) που πρώτα, θαρρείς, σκηνοθετούν κι έπειτα γράφουν. Δεν θα μου έκανε, ως εκ τούτου, καμιά εντύπωση αν το Χαλόου, κοσμοναύτη γυριζόταν κινηματογραφική ταινία, αν κι αμφιβάλλω ότι θα βρισκόταν ο ιδανικός σκηνοθέτης που ν’ αποδώσει εύστοχα και ουσιαστικά, αν όχι όλες, τις περισσότερες από τις πάμπολλες πτυχώσεις που ξεδιπλώνονται, σε εύρος και σε βάθος, κατά τη διάρκεια του βιβλίου.

Η όλη αφήγηση είναι δομημένη ως «σκυταλοδρομία». Ξεκινάμε από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 μέσ’ από την αφήγηση της Βάντα. (Παρεμπιπτόντως, Βάντα ονομάζεται επίσης ένας αστεροειδής που ανακαλύφθηκε το 1925 – θα το βρείτε στις σημειώσεις. Θέλω να πω, τίποτα μέσα σ’ όλο αυτό το μυθιστόρημα δεν είναι τυχαίο – κι ας μοιάζει έτσι.) Μέσ’ από την περιδιάβαση της Βάντα, λοιπόν, στην ιδιωτική συνθήκη της ζωής της, περιδιαβαίνουμε κι εμείς κάθε δρόμο της Βαρσοβίας, κάθε στενό, ενώ μετράμε τον χρόνο με το κρύο που περονιάζει το δέρμα μας. Ο Σταζ, «ο άνθρωπος που πληρωνόταν για να στέκει στην ουρά» στις χώρες του Ανατολικού μπλοκ τότε, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας δικός μας Σταζ στην Αθήνα του 2020, που θα περίμενε για λογαριασμό μας σ’ ένα νοσοκομείο ή μια δημόσια υπηρεσία. Εν πάση περιπτώσει, η ραδιοφωνική παραγωγός Βάντα –κι απ’ ό,τι φαίνεται επιτυχημένη, όσο το καθεστώς το επιτρέπει– μέσ’ απ’ τις γριφώδεις εκφωνήσεις της –και μόνο– φαίνεται να καταφέρνει ν’ αποδώσει το συναίσθημα στο βίωμα, ενώ κουβαλά διαρκώς ένα αφόρητο βάρος που δεν της ανήκει· όχι τουλάχιστον αποκλειστικά. Η παρουσία-απουσία του μη ακόμα ονοματιζόμενου (κι ελάχιστα ορατού) Μιρόσλαβ καθορίζει εμφανώς τη ζωή και την αντίληψή της.

Να σας υπενθυμίσω ότι μιλάμε για την εποχή όπου οι άνθρωποι, απογοητευμένοι απ’ ό,τι προηγήθηκε στο ιστορικό παρελθόν και άκρως δύσπιστοι απέναντι στο μέλλον, προσβλέπουν, μ’ ενθουσιασμό, στο Διάστημα, στο Σύμπαν. Η προσσελήνωση του Άρμστρονγκ, μερικά χρόνια νωρίτερα, είχε γίνει αυτό που θα λέγαμε σήμερα viral. (Εκατομμύρια θεατές ανά τον κόσμο την παρακολούθησαν, παρότι οι τηλεοπτικοί δέκτες ήταν σχετικά ελάχιστοι την εποχή εκείνη.) Μιλάμε, ακόμα, για τη μακρά περίοδο που σηματοδότησε τη σύγχρονη δυτική –και συνεπακόλουθα παγκόσμια– ιστορία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και που ονομάστηκε συμβολικά «Ψυχρός Πόλεμος».

Και τι είναι αυτό που μας διακινεί ώστε να καταλήγουμε, σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια, στο λίγο μας; Και το πολύ μας, που το ζήσαμε, χωρίς αμφιβολία, τι το κάνουμε;

Εκείνη την περίοδο, η εμφανέστατη πολιτική αντιπαλότητα ανάμεσα στην Αμερική και την (τότε) Σοβιετική Ένωση –χτεσινούς εξ ανάγκης συμμάχους– έπρεπε να εκτονωθεί σ’ ένα πεδίο δημοσίως προβαλλόμενο μεν, βαθιά ελπιδοφόρο δε και απολύτως μακρινό από τη φρίκη του πολέμου που προηγήθηκε. Κανένας πολίτης, νικητής ή ηττημένος, δεν θα υποστήριζε μιαν ακόμα αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο πανίσχυρους αντιπάλους, στη βάση της καταστροφής και της ερείπωσης. Για τους απλούς πολίτες, μάλιστα, υποψιάζομαι ότι η μάχη για την κυριαρχία –ή την πρωτιά, όπως θέλετε πείτε το– του Διαστήματος, ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις, υπήρξε απλώς μια εξαιρετικά αποδοτική υπόθεση σ’ ό,τι αφορά την επαναμάγευση της ζωής, μέσ’ από το πρίσμα του Διαστήματος. Και πράγματι, ανεξαρτήτως προθέσεων, κατάφεραν και οι δυο να σπείρουν μία νέα προσδοκία για ένα ευάρεστο μέλλον. Σιγά σιγά οι διάττοντες αστέρες άρχισαν ν’ αποκτούν υπόσταση στην καθημερινότητα, ως σύμβολα ή και αλληγορίες, και βάζω στοίχημα πως, αν ρωτούσες κάποιον τυχαίο περαστικό –σε όποια χώρα του κόσμου– εκείνη την περίοδο, θα σου έλεγε, με λόγια δικά του, ότι κάτι, ελάχιστο έστω, προσδοκούσε απ’ το Σύμπαν.

Η ματαίωση αυτής της προσδοκίας, ωστόσο, συντελείται ήδη στο πρώτο μέρος του βιβλίου, καθώς η Βάντα, διαμελισμένη ανάμεσα στην απογοήτευση και την ενοχή, ηττημένη κατά κράτος, εγκαταλείπει οριστικά τον αποτυχημένο –στα μάτια της και τα δικά του– Μιρόσλαβ, τον καταθλιπτικό πρώην κοσμοναύτη σύζυγο-φάντασμα, προκειμένου να διασωθεί και ίσως κάποτε να ξαναεπιθυμήσει κάτι. Εγκαταλείπει, επίσης, την αφήγηση.

Για καλή ή και κακή της τύχη, τη σκυτάλη παίρνει, σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, η Ντάρια, ένα δαιμόνιο κορίτσι εννιά χρονών γεμάτο απορίες και απύθμενη θέληση για ζωή, που μπορεί μεν να μεγαλώνει ανάμεσα σε σύνθετα προβλήματα αλλά, μ’ έναν δικό της τρόπο, καταφέρνει να τα ερμηνεύσει ή, έστω, διαχειριστεί. Γεννήθηκε, όπως μας λέει η ίδια, «την ημέρα που το Κόμμα είχε επιτέλους αποφασίσει να πάει να μιλήσει με το Συνδικάτο». Μιλάμε πια για το 1989, χρονιά που το πολωνικό κράτος δέχτηκε οριστικά να νομιμοποιήσει το συνδικάτο Αλληλεγγύη του Λεχ Βαλέσα. Η εννιάχρονη ανιψιά του Μιρόσλαβ σκάβει στο παρελθόν και το παρόν με γνήσια περιέργεια όσο και ενδιαφέρον κι ανακαλύπτει σιγά σιγά την ταυτότητα του συγκατοίκου τους και θείου της. Κι είναι στ’ αλήθεια εκείνη που κρατά στα χέρια της τη λύτρωση, τόσο των ηρώων του βιβλίου όσο και των αναγνωστών – θα ’λεγα, μάλιστα, της ανθρωποσύνης εν γένει. Γιατί η παιδική, οξυδερκής ματιά της πάνω στα τεκταινόμενα της καθημερινότητας και ό,τι (ακόμα και επουσιώδες) υποπίπτει στην αντίληψή της, εξουδετερώνει το αρνητικό πρόσημο από τις ατυχείς στιγμές της ζωής, ενώ στρέφεται μ’ αυθεντικό ενθουσιασμό στο μέλλον και την Ου-τοπία.

Την τρίτη και τελευταία σκυτάλη παίρνει φαινομενικά ο Μιρόσλαβ, αλλ’ όμως, εκτός από μερικές σελίδες, την οπτική του διηγείται η άδηλη αφηγήτρια «γυναίκα-λύπη-φάλαινα». Μία γυναίκα που, όπως προείπα, παραμονεύει διαρκώς, ως λάιτ μοτίφ, πίσω απ’ όλα όσα εξιστορούνται και η οποία αναλαμβάνει, εντέλει, για λογαριασμό του τη δική του αφήγηση, αφού εκείνος, αποσυρμένος, κατ’ αρχάς και κατ’ αρχήν, απ’ τη ζωή, έχει παραδώσει, μεταξύ άλλων, και τον λόγο του. Μιλάμε πια για το 2021. Ωστόσο, αν κι έχουν περάσει τόσα χρόνια, το πολωνικό τοπίο δεν ξεχνά κι οι αναμνήσεις του μοιάζουν με τις ρυτίδες που κάθε άνθρωπος φέρει όσο περνούν τα χρόνια, γιατί η μνήμη εγγράφεται στα πρόσωπα και τα σώματα.

Το κομβικό ιστορικό επίκεντρο της αφήγησης εντοπίζεται στο πρώτο μέρος του βιβλίου, στην κρίσιμη δεκαετία του ’70, όπου όλα είναι πιθανά, εντός κι εκτός πλανητικής επικράτειας και τίποτα δεν έχει ξεθωριάσει ακόμα οριστικά, ούτε ως όραμα ούτε ως υποψία υπέρβασης. Όλα βαίνουν καλύτερα από πριν και κανένας δεν είναι διατεθειμένος να ζήσει, εκ νέου, το ελάχιστο –εντέλει– διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Θα μπορούσα να σας πω χιλιάδες πράγματα για ό,τι ακολούθησε, αλλά δεν θέλω καθόλου να σας αποσπάσω από το κλίμα της εποχής. Εξάλλου, μας τα δίνουν ολοκάθαρα οι ήρωες της Μάτας Καστρησίου, είτε ως συνεχιστές της παγκόσμιας ιστορίας (Μιρόσλαβ, Βάντα) είτε ως νέες «σπορές» (Ντάρια). Ασφαλώς και υποκρύπτεται μια πολιτική θέση πίσω από την αφήγηση της συγγραφέως. Και πώς αλλιώς; Όμως δεν πρόκειται για μιαν απόφανση, παρά για τη διατύπωση ενός ισχυρότατου ερωτήματος: Ποιοι είμαστε; Και τι είναι αυτό που μας διακινεί ώστε να καταλήγουμε, σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια, στο λίγο μας; Και το πολύ μας, που το ζήσαμε, χωρίς αμφιβολία, τι το κάνουμε;

Ερώτημα που μας οδηγεί απευθείας στον κεντρικό ήρωα Μιρόσλαβ, αιτία κι αφορμή, εντέλει, όλου του βιβλίου. Ποιος είναι ο γριφώδης υποκινητής όλων των αφηγήσεων; Και αν στ’ αλήθεια είναι τόσο αδιάφορος, γιατί ένα ολόκληρο βιβλίο περιστρέφεται γύρω του;

Κατά τη γνώμη μου, ο Μιρόσλαβ υπάρχει για να φωτίσει εκείνους που υποτίθεται ότι τελούν υπό τη σκιά του. Αν κάτι τον καθιστά τραγικό χαρακτήρα, είναι κυρίως η δυνητική του ταυτότητα, ότι δηλαδή παρά τις προσδοκίες όλων δεν κατάφερε τελικά ν’ αξιώσει για λογαριασμό τους μια φιλοξενία στο παρόν μα μήτε και στο μέλλον του πλανήτη. Μόνο που, ο ίδιος, δεν φταίει στ’ αλήθεια για αυτή την απομάγευση του κόσμου, που εναποτέθηκε στα χέρια του και «διατάχτηκε» να επιδώσει εξακολούθως τους κοντινούς του ανθρώπους κ.ο.κ. Η δε γυναίκα του, Βάντα (η τραγικότερη, κατά τη γνώμη μου, ηρωίδα του βιβλίου), είναι πιθανότατα η μοναδική που αντιλαμβάνεται, ως ολότητα, αυτό το πολύπλοκο δίκτυο ενοχής και διαπραγμάτευσης με την πραγματικότητα αλλά, ακριβώς για αυτόν τον λόγο, είναι και η μόνη που δεν μπορεί να το διαχειριστεί επιτυχώς. Οπότε και ολοένα λιγοστεύει, αφήνοντας ανοιχτό τον δρόμο στη φυγή. Φαινομενικά τη δική της, κυρίως όμως του Μιρόσλαβ. Κι έπεται η δική μας –των αναγνωστών, εννοώ– ενδεχομένως και της ανθρωπότητας εν γένει, ενώ εκείνη μοιάζει ακόμα να υπογραμμίζει διακείμενα στις σημειώσεις.

Την ιστορία κλείνει, οριστικά, ο ίδιος ο Μιρόσλαβ με μια επιστολή που απευθύνει στην (πρώην) γυναίκα του, Βάντα, και με μια προτροπή:

Τελευταία εικόνα για νεαρούς αναγνώστες: Υπάρχει πράγματι το ενδεχόμενο να μην ξαναγαπήσετε ποτέ ξανά έτσι, τόσο, όπως, τότε, όπως, τώρα.

Ωστόσο θα ζήσετε.

mkastrsioΤελευταία εικόνα, πράγματι; Γιατί, όποια και να ’ναι η διερμηνεία του καθενός σας, πέρα και πίσω από τις σελίδες αυτού του βιβλίου, αν το διαβάσετε στ’ αλήθεια συναισθητικά, μία γυναίκα-φάλαινα θα διανύει στο διηνεκές όλη την απόσταση που μας χωρίζει από το παρελθόν ως το μέλλον, από τη γη ως τ’ άστρα κι από τη λύπη ως την ευτυχία. Κι αν βυθιστεί, εντέλει, στα νερά της Βαλτικής θα είναι για ν’ αναδυθεί, ενδεχομένως αύριο κιόλας, στα όνειρά μας και –γιατί όχι– στις αφηγήσεις μας που έπονται.

 

Χαλόου, κοσμοναύτη
Μάτα Καστρησίου
Απόπειρα
373 σελ.
ISBN 978-960-537-277-4
Τιμή €16,96
001 patakis eshop

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ελένη Καραγιάννη: «Το κόκκινο τάπερ»

Όταν έφτασε στα χέρια μου αυτή η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Ελένης Καραγιάννη ήμουν βέβαιη, διαβάζοντας τον τίτλο, ότι θα ήταν γεμάτη αγάπη όπως ένα μαμαδίστικο «κόκκινο τάπερ» και δεν γελάστηκα....

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Γιώργος Αγγελίδης: «Σκοτεινή κληρονομιά»

Η Σκοτεινή κληρονομιά του Γιώργου Αγγελίδη αποτελεί μια ενδιαφέρουσα αφήγηση, που συνδυάζει με δεξιοτεχνία τη φαντασία και το κοινωνικό δράμα. Ο συγγραφέας, μετά την «Τριλογία του φεγγαριού», αποφασίζει να...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Χρυσοξένη Προκοπάκη: «Αβαρής»

Το τελευταίο πεζογραφικό βιβλίο της Χρυσοξένης Προκοπάκη έρχεται για να διευρύνει τα όρια του αφηγηματικού λόγου και τον κάνει να εναγκαλισθεί μεθόδους και τεχνικές του θεάτρου και, συγκεκριμένα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.