fbpx
Δημήτρης Σωτάκης: «Ο μεγάλος υπηρέτης»

Δημήτρης Σωτάκης: «Ο μεγάλος υπηρέτης»

Εκείνο που πραγματικά μου αρέσει στην πεζογραφία του συγγραφέα Δημήτρη Σωτάκη είναι το σπάσιμο όλων των ορίων (ανθρώπινων, κοινωνικών, πολιτισμικών, ηθικών), η διάλυση όλων των συντροφικών πλαισίων, η κατακρήμνιση των συμβάσεων, με δυο λόγια η πλήρης αποδόμηση όλων εκείνων των στοιχείων βάσει των οποίων τα άτομα μεταξύ τους μπορούν να συμβιώνουν, να πορεύονται, να δημιουργούν και να ονειρεύονται. Μετά λοιπόν την καθ’ ολοκληρία μεταφορά (λέω ενδεικτικά) επίπλων και αντικειμένων σε ένα διαμέρισμα, στο οποίο πλέον είναι αδύνατη η παραμικρή κίνηση, μετά τον κανιβαλισμό και την ανθρωποφαγία, μετά την ανάσταση του ποπ ειδώλου κ.λπ., στο συγκεκριμένο βιβλίο ο εξαίρετος λογοτέχνης Δημήτρης Σωτάκης ασχολείται με την ολική εκχώρηση των δραστηριοτήτων, των αισθημάτων, των πράξεων, της κινητής και ακίνητης περιουσίας, τέλος, του ίδιου του εαυτού του ήρωα σε κάποιο άλλο πρόσωπο (του υπηρέτη του, εν προκειμένω) έχοντας μια πτωτική πορεία, η οποία ξεκινά και τελειώνει εκεί που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί. Δεν είναι απλώς ο μύθος του «υπηρέτη» πρωτόγνωρος, προφανής και πρωτοεμφανιζόμενος, δεν είναι η όλη του δομή μόνο ένα καλοσχεδιασμένο υλικό τέχνης, δεν είναι η πλοκή απλώς μια φανταστική ιστορία στην οποία ίσως θα μπορούσαμε και να μη δώσουμε τεράστια σημασία, αλλά το αντίθετο, εδώ συντελείται μια κατακλυσμιαία και γκροτέσκα κατάσταση, η οποία όχι μόνο έχει ενδιαφέρον, όχι απλώς συγκλονίζει αλλά, πολύ περισσότερο, μας θέτει ενώπιον των ευθυνών που ο καθένας πρέπει να αναλαμβάνει, για να ολοκληρώσει αυτή τη ζωτική διαδικασία, που κρατά λίγο –για πάρα πολλούς, σχεδόν καθόλου– έτσι ώστε να είμαστε σχεδόν υπό την ηγεμονία της διάθεσης. Για μια ακόμη φορά ο Σωτάκης ξεπερνά, όχι βαδίζοντας αλλά με μεγάλη ταχύτητα, τα όρια της ανθρώπινης φύσης, αφού ένας ψυχωσικός αντιήρωας κατατρύχεται από άγχη και καταθλιπτικά συμπτώματα, ένας τρελός δηλαδή, ο οποίος θα έπρεπε να παρακολουθείται από ειδικό γιατρό, εκχωρεί όλα του τα δικαιώματα –αφού ο ίδιος αδυνατεί να τα υπερασπιστεί– σε κάποιον ο οποίος μπαίνει όχι μόνο στα ρούχα του, αλλά και στο ίδιο του το πετσί.

Όσον αφορά τον μύθο του βιβλίου, εδώ η κριτική πρέπει να σηκώσει τα χέρια ψηλά, καθώς δεν της επιτρέπεται να πει το παραμικρό – το μόνο που ίσως της επιτρέπεται είναι η σιωπή. Και τούτο γιατί αληθινά οτιδήποτε και αν φανερώσει, το βιβλίο θα χάσει τη μαγεία του και την εμβληματική του εικόνα. Εκείνο που μπορούμε να πούμε είναι το γεγονός πως προκαλεί αίσθηση το ότι, ενώ έχει στείλει τον υπηρέτη στο πρώτο (αλλά και στα επόμενα) ραντεβού με την κοπέλα που άρχισε να ερωτεύεται, ενώ τον στέλνει επίσης στα επαγγελματικά του ραντεβού (όπου ο υπηρέτης τα καταφέρνει καλύτερα από τον ίδιο), ενώ εγκαταλείπει το σπίτι του προκειμένου να ζήσει το παράταιρο ζευγάρι, ενώ διατάσσεται να φύγει και από το μικρό του στούντιο προκειμένου η κοπέλα να το κάνει επαγγελματική στέγη, κι ενώ αναγκάζεται να δραπετεύσει και από εκεί και να ζήσει (όσο ζήσει) ως άστεγος, ανέστιος και άφραγκος, δηλαδή στον δρόμο, ο αφηγητής χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο, νομίζοντας πως όλα πάνε καλά χάρις στη δική του εμμονή, ευλυγισία και διορατικότητα. Ο άρρωστος πρωταγωνιστής είναι παράλληλα ένας καταστροφικός κομπάρσος, ένας τύπος που βλέπει τη ζωή του να κυλά σαν νερό μέσα από τα δάχτυλα, μια περσόνα που αδυνατεί να αντιληφθεί πως από ό,τι πιστεύει ότι κέρδισε τίποτα δεν οφείλεται στον ίδιο αλλά σε κάποιον άλλο, που ίσως του μοιάζει, ίσως ευφυέστερο, ίσως με περισσότερα προσόντα, σίγουρα όμως ένα υποκατάστατο της προσωπικής του συνείδησης. Όλα αυτά με προφανή ψυχαναλυτική θεώρηση (η οποία αναγωγικά δημιουργεί διάφορες παραισθήσεις στις οποίες υποπίπτει), με φοβερή αυτοαναφορικότητα, η οποία ξεπροβάλλει σχεδόν αβίαστα, εν κατακλείδι με εκπληκτική διερεύνηση μιας, ειδικού τομέα, προσωπικότητας, που παρασύρεται προς την έξοδο αφού έχει διανύσει ένα διάστημα της ζωής του με δράσεις πνευματικής αλλά και σωματικής υποχώρησης, με έλλειψη σχέσεων ερωτικών ή ερευνητικών. Και θα ήταν ίσως ένα βιβλίο στο οποίο θα κυριαρχούσε έστω μια ρεαλιστική παράγραφος, που θα συμμετείχαμε ίσως και εμείς με δικές μας παραστάσεις, που θα έμπαινε ένας κανόνας στη ζωή και στην ψυχή του και παράλληλα στις δικές μας, όμως τα πράγματα δεν εξελίσσονται έτσι, καθώς αναγνωστικά μπαίνουμε σε μια μπανιέρα με κρύο νερό, παρακολουθώντας μια ιστορία εντελώς –πλην της συμβολικότητας– φανταστική, μια ιστορία που η κοινωνία δεν θα αντιγράψει ποτέ, μια ιστορία που η ψευδαίσθησή της είναι δραματικού περιεχομένου αλλά και αποτίμησης για το τι θα επακολουθήσει, για το τι θα συμβεί παρακάτω, ώσπου να αναλάβει ένα τέλος, ίσως αναμενόμενο, ίσως τραγικό, σίγουρα όμως λυτρωτικό.

Πράγματι, εδώ έχουμε κυριολεκτικώς έναν αφηγηματικό χείμαρρο, μια χιονοστιβάδα που καταπίνει τα πάντα στο πέρασμά της, μια αληθινή θάλασσα όπου μέσα της ζουν πολλές και διαφορετικές, αλλά και αφύσικες, υποψίες.

Ένα άλλο στοιχείο στο οποίο θα μπορούσαμε να αναφερθούμε χωρίς να χαλάσουμε τις εκπλήξεις που το βιβλίο Ο μεγάλος υπηρέτης κρύβει είναι ο τρόπος γραφής. Πράγματι, εδώ έχουμε κυριολεκτικώς έναν αφηγηματικό χείμαρρο, μια χιονοστιβάδα που καταπίνει τα πάντα στο πέρασμά της, μια αληθινή θάλασσα όπου μέσα της ζουν πολλές και διαφορετικές, αλλά και αφύσικες, υποψίες. Ο Σωτάκης γράφει σχεδόν παραληρηματικά, με απίστευτα μεγάλες περιόδους, με ελάχιστους διαλόγους, οι οποίοι στην ουσία χρησιμεύουν ως ανάσα στον ήδη υπερφορτωμένο μύθο, με μια μέθοδο ψυχαναλυτικής πρόθεσης, αφού ο ήρωάς του βιώνει μια αγχώδη, καταθλιπτική, σχιζοφρενική ίσως κατάσταση. Από αυτή την άποψη, αναγνωστικά θα έπρεπε φυσιολογικά να δυσκολευόμαστε να προσλάβουμε όλα τα μηνύματα, αυτό όμως δεν συμβαίνει, αλλά το αντίθετο, ό,τι εγγράφεται μέσα μας παραμένει στέρεο (χώρια που νομίζω πως όπως συμβαίνει και με τα προηγούμενα βιβλία του θα συμβεί και με αυτό, δηλαδή δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσουμε τουλάχιστον την ιστορία), άρα αυτή η μεγίστη ικανότητά του, που μόνο οι εξαιρετικοί πεζογράφοι κατέχουν, να μπαίνει στο μυαλό όσων συμμετέχουν και όσων ταυτίζονται, για πάντα ή έστω για το καθοριστικό εξάμηνο που κάποιος μπορεί να αποθηκεύσει μέσα του ένα έργο τέχνης ολοκληρωμένο και στη συνέχεια αποσπασματικά για όσο του επιτρέπουν τα επόμενα διαβάσματά του.

Το γεγονός ότι ο Δημήτρης Σωτάκης, ως πεζογράφος, είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση και φωνή για τα ελληνικά γράμματα είναι δεδομένο και δεν χρειάζεται να το επισημαίνουμε διαρκώς. Το γεγονός ότι ο ίδιος έχει αποκτήσει ένα ικανό κοινό, το οποίο τον παρακολουθεί συνεχώς και σε κάθε του εμφάνιση κάνοντας έτσι αλλεπάλληλες εκδόσεις, και αυτό είναι δεδομένο και προφανές. Το γεγονός ότι σε κάθε νέο βιβλίο του επεξεργάζεται ένα καινούργιο θέμα, το οποίο δεν άπτεται της πραγματικότητας (παρά μόνο συμβολικά) αλλά της άκρατης φαντασίας την οποία και διαθέτει, δεν είναι επίσης κάτι το πρωτοφανές. Το γεγονός όμως ότι ο συγγραφέας μάς βάζει σε τέτοια ανισόπεδα περάσματα, τα οποία dsotaksπρέπει να διαβούμε για να φτάσουμε στη μέθεξη μιας δημιουργίας πέρα από όρια και άκρα, καθιστά εμφανή τη θέση πως η λογοτεχνία οφείλει να δανείζεται σημεία, σημάδια αλλά και στοιχεία της καθημερινότητάς μας, της μικρότητάς μας, της σχέσης μας με το πιθανό, οφείλει όμως παράλληλα όλα αυτά να τα εκτοξεύει, να τα υπερθεματίζει, να τα διογκώνει, ώστε στο τέλος, βγαίνοντας από μια μεθυστική ατμόσφαιρα, στην οποία μας υποβάλλει, να αισθανόμαστε ότι ο χρόνος δεν πήγε χαμένος, ότι όση ενέργεια ξοδέψαμε ήταν ανταποδοτική.

 

Ο μεγάλος υπηρέτης
Δημήτρης Σωτάκης
Κέδρος
349 σελ.
ISBN 978-960-04-5046-0
Τιμή €14,40
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Λευτέρης Γιαννακουδάκης: «Τα φαντάσματα του Δεκέμβρη»

Με αφορμή τη δολοφονία του δεκαεξάχρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008 από αστυνομικά πυρά, με φόντο τα γεγονότα που εξελίχθηκαν στη συνέχεια, με την πόλη να φλέγεται και με ένα σκηνικό...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Συλλογικό έργο (επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης): «Κύπρος, 1974-2024»

Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι Γ. Σεφέρης,«Οι γάτες τ’ Άι-Νικόλα» Αναμφίβολα, το βιβλίο Κύπρος, 1974-2024: Πενήντα χρόνια μετά την εισβολή (Ελληνοεκδοτική, 2024), με την επιμέλεια του ακάματου λογοτέχνη Ελπιδοφόρου...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Κώστια Κοντολέων: «Η Ίμα στη Ville d’Avray»

Η βαριά πόρτα ανοίγει και κλείνει, οριστικά πια πίσω της. Τα βρεμένα πεζοδρόμια έπαψαν να αντανακλούν μικρές ή μεγάλες σκιές, οι ομπρέλες μάσκες προσώπων και προσωπείων κρύβουν ταυτότητες ίσως και...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.