fbpx
Γιώργος Μανιώτης:  «Αχ, και να ’ξερα γράμματα»

Γιώργος Μανιώτης: «Αχ, και να ’ξερα γράμματα»

Βιογραφία, αυτοβιογραφία, ιστοριογραφία, κοινωνιολογική ή ψυχολογική μελέτη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το μυθιστόρημα Αχ, και να ’ξερα γράμματα του Γιώργου Μανιώτη, αφιερωμένο στη φτωχή, επαρχιώτικη και αστική, μίζερη ελληνική κοινωνία του αιώνα που έληξε και της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε.

Μια γυναίκα, με πρωτοπρόσωπη χειμαρρώδη αφήγηση, καταγράφει πόντο πόντο τη ζωή της μέσα στον οικογενειακό, συγγενικό και φιλικό κύκλο με τις ελάχιστες μικροχαρές και τις άπειρες αναποδιές και δυσκολίες. Η ανάγκη καταγραφής των γεγονότων που σημάδεψαν τη ζωή της και ο καημός, που σαν επωδός επανέρχεται, Αχ, και να ’ξερα γράμματα, μοιάζει οντολογικής κατηγορίας, απόρροια μιας πνευματικής και ψυχικής καταπίεσης που έχει υποστεί, τόσης που η καταγραφή να κατακυρώνει την παρουσία της στη ζωή και να τη δικαιώνει, σαν τα «έξι πρόσωπα» του Πιραντέλο που «ζητούν συγγραφέα».

Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, το νέο μυθιστόρημα του Γιώργου Μανιώτη συνιστά την ανεπίσημη Ιστορία των τελευταίων εκατό χρόνων της σύγχρονης Ελλάδας. Αφηγήτρια η προσχηματική «μάνα». Μάνα, κόρη, σύζυγος, μητέρα, που αρχίζει από τη δική της μάνα, από τον δικό της πατέρα, περνάει στο σύζυγο και φτάνει στο γιο, διατρέχοντας τρεις γενιές. Η αφήγηση επικεντρωμένη στη μονάδα, το ένα, απλώνεται στο σύνολο για να γυρίσει και πάλι στη μονάδα, αλλιώς, με μια παλίνδρομη κίνηση, από το προσωπικό στο γενικό και πάλι πίσω στο προσωπικό, καταγράφει το έπος του ανώνυμου Έλληνα ή του άγνωστου στρατιώτη, για να θυμίσουμε κι έναν παλαιότερο τίτλο του συγγραφέα.

Τα άλλα πρόσωπα παρουσιάζονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, μίζερα, κακότροπα, κακόψυχα, ιδιοτελή, ύποπτα και, γενικώς, έτσι όπως η ανάγκη, η ανέχεια και η άγνοια διαμόρφωσε.

Η «μάνα» αναφέρεται αρχικά στα οικογενειακά και ιστορικά γεγονότα. Οι γονείς, η ξενιτιά, η Αμερική, η επιστροφή στην Ελλάδα, ο πόλεμος, οι μεν και οι δε, η Αντίσταση, η ανάκαμψη, ο γάμος, η επιχείρηση, ο γιος, η οικονομική κρίση, η άνοδος και η πτώση της ανώνυμης ηρωίδας, η οποία αγωνίζεται να επιζήσει, με μια ζωώδη, ενστικτώδη αντίσταση στα δεινά, κέντρο και στήριγμα της οικογενειακής εστίας, με τη μικροφιλοσοφία της, θυμίζοντάς μας τη «Μάνα κουράγιο» του Μπρεχτ. Συν τω χρόνω κουρασμένη, αργότερα παροπλισμένη, άρρωστη, τέλος πεθαμένη και μετα-πεθαμένη, που όμως δεν καταθέτει τα όπλα.

Η αφήγηση στηρίζεται στην κατασκευασμένη αφελή, αλλά χωρίς μορφοσυντακτικά λάθη, παραληρηματική εξιστόρηση, η οποία συχνά επανέρχεται στα ίδια και στα ίδια σαν να υποδηλώνει αυτή η επανάληψη όχι ένα χαρακτηριστικό της αγράμματης αφηγήτριας, αλλά επισήμανση του προβλήματος που παραμένει στο προσκήνιο. Δηλωτικό της επανάληψης και το επανερχόμενο μοτίβο, που είναι και ο τίτλος, Αχ, και να ’ξερα γράμματα, υπαρξιακή ανάγκη καταγραφής των γεγονότων από επίσημο ιστορικό. Αυτή η ανάγκη μοιάζει αδήριτη, είναι ο αποχρών λόγος ύπαρξης της αφηγήτριας, να μιλήσει για να ακουστεί και να καταγραφεί οπωσδήποτε και η ανεπίσημη ιστορία του ανθρώπου, του άγνωστου, του ασήμαντου, αυτού που σηκώνει και όλο το βάρος της όποιας συμφοράς. Με αυτό τον τρόπο, όλη η ζωή παρουσιάζεται κοιταγμένη στον μικροκοινωνιολογικό άξονα που δεν αποτελεί παρά τη σμίκρυνση του μεγαλύτερου προβλήματος της χώρας. Σαν να είναι «μάνα» η ίδια η Ελλάδα, αυτή που «μας έχει κρατήσει ζωντανούς», η «γη η μητέρα των θεών».

Χρονολογικός δείκτης, χαρακτηριστικό στα αφηγηματικά κείμενα που δίνει και αληθοφάνεια στο έργο, δεν υπάρχει. Ωστόσο, η αληθοφάνεια παρέχεται από τα ίδια τα γεγονότα, που είναι και τα χρονικά ορόσημα. Ο χώρος, επίσης, δεν κατονομάζεται, πρόκειται για την πόλη ή το χωριό. Σημαντικό χαρακτηριστικό είναι και η ανωνυμία των προσώπων, τα οποία φαίνονται μέσα από τις σχέσεις: σύζυγος, πατέρας, αδελφός, μάνα, κόρη, πεθερά, γειτόνισσα, εξαδέλφη, γιος – και τα οποία, βεβαίως, αποτελούν και το πιο πρόσφορο αναλώσιμο υλικό της κοινωνίας. Η εξέλιξη εμφαίνεται μέσα από τους οικονομικούς όρους, όπως είναι η άνεση της οικογένειας να αποκτήσει ραπτομηχανή, ραδιόφωνο, πικάπ, ψυγείο με πάγο και εν συνεχεία άλλα της αστικής ανάκαμψης αξεσουάρ.

Μεγάλο κεφάλαιο στο μυθιστόρημα έχει το παιδί, ο ευτραφής γιος που ζωγραφίζει τέρατα, παρεκκλίνων, όσον αφορά τη γενικότερη συμπεριφορά, εχθρικός και επιθετικός, περιθωριοποιημένος και απομονωμένος, αλλά επιτυχημένος στον τομέα του. Αυτός αποτελεί τον άλλο πόλο της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής, δείγμα μιας άλλης κατηγορίας ανθρώπου και τρόπου σκέπτεσθαι. Κάποτε η «μάνα» θα καταλάβει τι ζωγραφίζει ο γιος της: «Αυτά ζωγραφίζει ο γιος μου. Τα τέρατα που κάνει είμαστε εμείς, οι άνθρωποι».

Σ’ ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου η «μάνα» έχει πεθάνει. Συνεχίζει, ωστόσο, να περιφέρεται ανάμεσα στους ζωντανούς, να μιλάει και, από το χώρο της μετάστασής της, σαν να μη βρίσκει ησυχία η ψυχή της (ομηρικής κληρονομιάς αντίληψη) να βλέπει, να κατανοεί ότι δεν μπορεί να αλλάξει τη φύση των ανθρώπων, να ολοκληρώνει την εικόνα της για την κοινωνία –«μια ματαιοπονία… που οι ειδικοί την ονομάζουν ‘‘οικονομική κρίση’’ και ‘‘χρεοκοπία’’»–, να ερμηνεύει και να θρηνεί τραγικά: «Δεν κλαίω για μας, για το παιδί μου κλαίω. Αλλά είμαι φάντασμα και δεν ακούγονται οι κραυγές μου». Απομυθοποιητικά: «Ποια μουσική και ποια τραγούδια, ποια πανεπιστήμια και ποια γράμματα, ποια ταξίδια, ποια μουσεία; Όλα αχρείαστα και περιττά, αφού χαλάνε τη ζωή». Καβαφικά: «Για συναυλίες και βιβλία και πίνακες ζωγραφικής θα κάτσουμε να μιλάμε τώρα» (για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα, «Στα 200 π.X.»). [[1]] Και κυνικά: «Πρέπει να γίνετε ανταγωνιστικοί όπως οι δούλοι στις γαλέρες, πρέπει να κάνετε αυτό που σας λέμε γιατί μόνο έτσι θα σώσουμε τις βιομηχανίες μας». Κυνισμός ανάλογος με εκείνον των Αθηναίων πολιτικών προς τους αδύναμους Μηλίους, όπου οι άνθρωποι «αναγκασμένοι από ένα φυσικό νόμο επιβάλλουν πάντα την εξουσία τους όπου είναι πιο δυνατοί», ή του Ρωμαίου ναυάρχου στους κωπηλάτες, στην ταινία Μπεν Χουρ, «όσο τραβάτε κουπί θα είστε ζωντανοί».

Απαισιόδοξη μοιάζει η διαπίστωση «όλοι πιασμένοι μέσα του [στο δίχτυ] βαδίζουν στην καταστροφή τους», που μας θυμίζει το στίχο του Γιώργου Σεφέρη «Το χρυσό δίχτυ,/ όπου τα πράγματα σπαρταρούν/ σαν ψάρια» («Αγιάναπα, Α’»). Αισιόδοξη όμως, στο μέτρο που οι περιστάσεις επιτρέπουν, η προτροπή: «Πρέπει να γραφτεί ένα βιβλίο, γιατί ο κόσμος έχει μεγάλη λαχτάρα να ζήσει. Πρέπει να γραφτεί ακόμα ένα βιβλίο».

Με την παραπάνω φράση ο Γιώργος Μανιώτης, αφού επισήμανε τα δραματικά, κοιτάζει στο μέλλον. Προβληματισμένος, αλλά όχι παντελώς απαισιόδοξος: όσο υπάρχει το «παιδί» και όσο γράφονται βιβλία, υπάρχει ελπίδα.

Αχ, και να ’ξερα γράμματα
Γιώργος Μανιώτης
Ψυχογιός
374 σελ.
Τιμή € 16,60



[[1]] Παρόμοια και ο Κώστας Ταχτσής στο Τρίτο στεφάνι με τη φράση «Και μη μ’ αρχίζεις τώρα τη φαγούρα πως δεν έχουμε τα μέσα» παρωδεί τον Καβάφη: «Και πού οι Έλληνες και πού τα Ελληνικά» (βλ. Νάνος Βαλαωρίτης, Μοντερνισμός, πρωτοπορία και Πάλι, σελ. 157).


 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.