fbpx
Βασίλης Γκουρογιάννης: «Αναψηλάφηση»

Βασίλης Γκουρογιάννης: «Αναψηλάφηση»

Ένα ακόμη συγκλονιστικό μυθιστόρημα καταθέτει ο δοκιμασμένος πεζογράφος και δικηγόρος Βασίλης Γκουρογιάννης, αυτή τη φορά έχοντας ως στόχο τρία βασικά σημεία της σύγχρονης Ιστορίας μας, τρία σημεία που πρέπει όλοι μας, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, πολιτικής τοποθέτησης αλλά και κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου, να αξιολογήσουμε. Κατ’ αρχάς η δικτατορία, η Χούντα των συνταγματαρχών, τα κολαστήρια, η Μπουμπουλίνας, η ΕΑΤ-ΕΣΑ, τα βασανιστήρια, η φάλαγγα και τα υπόλοιπα, που πολλοί συμπατριώτες μας, φοιτητές, εργαζόμενοι, οικοδόμοι, υπάλληλοι, ο φτωχός δηλαδή λαός, αυτός που αγωνιζόταν για δημοκρατία και ελευθερία, υπέστη. Ήταν απίστευτη η αγριότητα, η βαρβαρότητα, η έλλειψη κάθε κανόνα υπεράσπισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου (και μέσα στο μυθιστόρημα όλα γίνονται ακόμη πιο ακραία, με τη ρητορική μάλιστα δεινότητα των βασανιστών, τρομάρα τους, αυτοί που δεν μπορούσαν να βάλουν μια φράση δίπλα στην άλλη), ο κυνισμός, ο βανδαλισμός, ο χαφιεδισμός (πράγματα δηλαδή που παρατηρήθηκαν σε όλες τις δικτατορίες, σε ολόκληρο τον πλανήτη), που περνά από μπροστά μας το φάσμα του πόνου, του πανικού, της ψύχωσης, της αγωνίας για το άτομο και τους δικούς του ο καθένας, της απίθανης ενοχοποίησης της σεξουαλικότητας (όλοι οι βασανιστές εστίαζαν στα γεννητικά όργανα και των αγοριών και των κοριτσιών σε μια προσπάθεια να σπάσουν το ηθικό τους, μέσα από το πολυτιμότερο πράγμα με το οποίο η φύση προίκισε τον άνθρωπο, ενώ πολλά από τα θύματα έμειναν ανάπηρα ερωτικά για όλη την υπόλοιπη ζωή τους) και, τέλος, των λοιπών κακώσεων σε κεφάλι, κάτω άκρα, αλλά και χέρια – ο ήρωας του Γκουρογιάννη έχει παράλυτο το δεξί του χέρι, χωρίς ούτε ο ίδιος ούτε εμείς να γνωρίζουμε το πώς αυτό συνέβη, αν ήταν δηλαδή χτύπημα εσατζή ή, όπως αργότερα του είπαν οι γιατροί, νευρολογικού αποτελέσματος.

Το δεύτερο σημείο όπου ο Γκουρογιάννης εστιάζει είναι το σήμερα, η πολιτική και η οικονομική κατάπτωση, το φαλιμέντο του κράτους, η έκπτωση των ιδεών, οι αγωνιστές του Πολυτεχνείου και της Νομικής σε πόστα-κλειδιά του κρατικού μηχανισμού, το σύστημα των εργολαβιών, τα κόκκινα δάνεια, οι πλειστηριασμοί, η απώλεια ακόμα και της πρώτης κατοικίας, οι επαίτες, οι ανέστιοι, οι άστεγοι, η ομοιογένεια των πολιτικών κομμάτων και, τέλος, τα Εξάρχεια, αυτή η σύγχρονη μάστιγα με τις μολότοφ και τον καθημερινό πόλεμο με τα ΜΑΤ (πολλοί από τους πολιούς αριστερούς της περιόδου της Χούντας ζητούν πλέον την κάθαρση και την καταστολή του φαινομένου ακόμη και με μεθόδους αστυνομικής παρέκκλισης –όπως δηλαδή έπαθαν και οι ίδιοι– προκειμένου να σταματήσει αυτή η κοινωνική γάγγραινα, η οποία και δεν οδηγεί πουθενά και σε πολλές περιπτώσεις είναι αντίθετη με την επαναστατική τακτική) άφησαν στον ήρωα του μυθιστορήματος, που ζει πενήντα χρόνια εξόριστος στη Βαρκελώνη της Ισπανίας, τη γεύση μιας τέλεια κατεστραμμένης χώρας, μιας χώρας σε εμπαιγμό, μιας χώρας όπου τίποτα δεν λειτουργεί καλά, παρά τις απίστευτες ψευτιές που κατά καιρούς εκστομίζονται ένθεν και ένθεν. Εκείνο όμως που τον κάνει ακόμη πιο έξαλλο είναι η παλινδρόμηση της γλώσσας, της ελληνικής, την οποία όλοι οι λαοί της Ευρώπης χρησιμοποιούν ακόμη και αν δεν το ξέρουν, της γλώσσας με τα «σας πάω», «του τα ’χωσα», «τα πήρα στο κρανίο», «σας έχω» και ούτω καθεξής, που καταλήγει, με τη δημοφιλέστερη βρισιά σε όλες τις εκφάνσεις, να είναι ένα όργανο εντελώς παραμορφωμένο, άνυδρο, ιντερνετικό, άγευστο, δυστυχώς σύγχρονο των ημερών μας, αλλά και του μέλλοντος, αφού δεν υπάρχει αχτίδα από πουθενά – δάσκαλοι, εκπαιδευτικοί, καθηγητές, γονείς, που θα μπορούσαν να αλλάξουν τη διαμορφωθείσα κατάσταση.

Είναι τέτοια η δραματικότητα που επιφέρει παραθέτοντας την ιστορία ο Γκουρογιάννης, είναι τέτοια η βαναυσότητα των χουντικών και των εκτελεστικών τους οργάνων, είναι τόσο κραυγαλέες οι εικόνες που εμφανίζονται μπροστά μας, που ειλικρινά ομολογώ πως αγριεύτηκα. Ανατρίχιασα, θορυβήθηκα, αισθανόμενος διαβάζοντας πως ήμουν εγώ ο άνθρωπος που βασανίζεται (ιδίως στα γεγονότα της Μπουμπουλίνας και στο στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου η νοσοκόμα προσπαθεί να διαπιστώσει αν η στυτική λειτουργία του κρατούμενου έπαθε κανένα κακό – όσο και αν ο ίδιος έχει πλέον την εύνοια του μετέπειτα δικτάτορα Ιωαννίδη λόγω της μεσολάβησης της μητέρας του). Η τόσο τραγική, για πολλούς ήρωες της περιόδου όπως ο Παναγούλης, ο Μουστακλής, ο Κοροβέσης, η Αρσένη κ.ά. κατάληξη, ασφαλώς και σύμφωνα πάλι με τον συγγραφέα, θέτει ένα επιπλέον ερώτημα και αυτό δεν είναι άλλο από το πόσοι σημερινοί θα μπορούσαν να υποστούν τέτοια βασανιστήρια χωρίς να υποκύψουν, χωρίς να ενδώσουν, χωρίς να προδώσουν, χωρίς να ρουφιανέψουν, όπως εκείνοι οι οποίοι έκαναν τους βασανιστές τους να λένε πως εμείς βασανιζόμασταν περισσότερο από αυτούς που βασανίζαμε. Ουσιαστικά και τυπικά, ουδείς. Γιατί ακόμη και όσοι έσπασαν και όσοι κελάηδησαν και όσοι λούφαξαν, αφήνοντας άλλους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα, και όσοι κατέδωσαν – όλους αυτούς δεν θα μπορούσε κανείς να τους κατηγορήσει για κάτι, αφού μέχρις εκεί έφταναν οι δυνάμεις τους, ενώ το σίγουρο είναι πως, μη γνωρίζοντας τις αντοχές τους, μπήκαν στον αγώνα έτοιμοι να προσφέρουν τον μικρό τους οβολό στην ελευθερία και στη δημοκρατία, η οποία και ήρθε και μέσω αυτών και με τη δεδομένη αναπηρία που κουβαλούσαν έκτοτε.

vgkouroΗ Αναψηλάφηση, η οποία είναι ανορθόγραφα γραμμένη στην τσάντα του αρχιβασανιστή της ΕΣΑ προς το τελείωμα της ζωής του, και την οποία ο ήρωας βλέπει καθαρά, κάποτε θα υλοποιηθεί, θα γίνει πράξη, θα πάρει οντότητα, θα τρομάξει πολλούς, άλλοι θα χάσουν τον ύπνο τους αν και περιστοιχίζονται από δεκάδες μυστικούς, το βιβλίο όμως θα μείνει για πολλά χρόνια στη μνήμη μας ως μια τεράστια απόδειξη ότι οι καλοί συγγραφείς δεν ξεχνάνε, δεν νερουλιάζουν με φτηνές ερωτικές περιπέτειες, δεν υποχωρούν. Οι καλοί συγγραφείς έχουν πάντα στο πίσω μέρος της κεφαλής τους την εμμονή ότι τίποτα δεν τελείωσε σε αυτή τη χώρα, ότι τίποτα δεν βρήκε το αντίκρισμά του (ακόμη και αν οι πρωταίτιοι χουντικοί μπήκαν ισόβια στις φυλακές και σήμερα δεν έχει μείνει εν ζωή σχεδόν κανένας), ότι τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την ανδρεία, με την παλικαριά, με τον ηρωισμό, όχι μόνο των επώνυμων, όχι μόνων των κορυφαίων αλλά και όσων δεν άντεξαν και λύγισαν, που ενεπλάκησαν, χωρίς να ενδιαφέρονται για αξιώματα και θέσεις, για καρέκλες και φιλοφρονήσεις, για πλούτη και χρήματα, για υποκρισίες και αυτοεξευτελισμούς.

 

Αναψηλάφηση
Βασίλης Γκουρογιάννης
Μεταίχμιο
424 σελ.
ISBN 978-618-03-1802-9
Τιμή €17,70
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ελένη Καραγιάννη: «Το κόκκινο τάπερ»

Όταν έφτασε στα χέρια μου αυτή η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Ελένης Καραγιάννη ήμουν βέβαιη, διαβάζοντας τον τίτλο, ότι θα ήταν γεμάτη αγάπη όπως ένα μαμαδίστικο «κόκκινο τάπερ» και δεν γελάστηκα....

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Γιώργος Αγγελίδης: «Σκοτεινή κληρονομιά»

Η Σκοτεινή κληρονομιά του Γιώργου Αγγελίδη αποτελεί μια ενδιαφέρουσα αφήγηση, που συνδυάζει με δεξιοτεχνία τη φαντασία και το κοινωνικό δράμα. Ο συγγραφέας, μετά την «Τριλογία του φεγγαριού», αποφασίζει να...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Χρυσοξένη Προκοπάκη: «Αβαρής»

Το τελευταίο πεζογραφικό βιβλίο της Χρυσοξένης Προκοπάκη έρχεται για να διευρύνει τα όρια του αφηγηματικού λόγου και τον κάνει να εναγκαλισθεί μεθόδους και τεχνικές του θεάτρου και, συγκεκριμένα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.