fbpx
Μαρία Σκιαδαρέση: «Όσα δεν έζησαν»

Μαρία Σκιαδαρέση: «Όσα δεν έζησαν»

Με τέσσερα διηγήματα αφιερωμένα και στοχευμένα σε πολιτικούς πρόσφυγες και μετανάστες, που ζουν ή ήρθαν στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, η Μαρία Σκιαδαρέση, βάζοντας αρκετή δόση συναισθήματος (χωρίς να της ξεφεύγει ο έλεγχος που θα μπορούσε να την εκτροχιάσει) μας θέτει ενώπιον των ευθυνών μας, μας προετοιμάζει κατάλληλα, μας δίνει τη δυνατότητα να σκεφτούμε το τι θα πράτταμε εμείς σε ανάλογη περίπτωση και, εν κατακλείδι, μας προβληματίζει ευχάριστα, όχι τόσο για το περιεχόμενο των μύθων, όσο για την εκπληκτική εκφραστική της αφήγηση. Πράγματι (και ας αρχίσουμε από αυτό), η γραφή της Σκιαδαρέση είναι τόσο απλή, επίπεδη και ισοπεδωτική, που παράγει ένας είδος ρεαλισμού (άλλωστε και οι τέσσερις ιστορίες μπορεί αληθινά να έχουν συμβεί), ο οποίος και γίνεται κατανοητός από όλους, χωρίς εξάρσεις, κορυφώσεις ή εκκωφαντικές φωνές (και σε αυτό ασφαλώς συμπεριλαμβάνεται η έξοδος του πρώτου και του τέταρτου αφηγήματος, όπου συντελείται η ακραία ανατροπή). Η Σκιαδαρέση θέλει να εντυπωσιάσει όχι με λεκτικά σχήματα, όχι με σχήματα λόγου, όχι με γλώσσα σημαντική αλλά με τη συγγραφική της πειθώ, με τη δύναμη του λόγου της, με τη λιτή αφομοιωμένη αφαίρεση (αν και τα κομμάτια δεν είναι και τόσο σύντομα, το αντίθετο θα έλεγα), με την πραγματικά συγκλονιστική της προσωπική ματιά πάνω στα γεγονότα που όλοι μας προσλαμβάνουμε καθημερινά ερχόμενοι σε επαφή με τους ξένους, όλους αυτούς που είτε διάλεξαν, είτε από τύχη βρέθηκαν στην πατρίδα μας ζώντας και δουλεύοντας εδώ. Το θέμα των ξένων, λοιπόν, βάζει στο τραπέζι η Μαρία Σκιαδαρέση, ώστε όλοι να αναρωτηθούμε το πόσο προοδευτικοί είμαστε στις σύγχρονες στιγμές, όπου πολλοί συμπατριώτες μας κάνουν σημαία ακροδεξιά προστάγματα για απέλαση, για φθηνή εργασία, ακόμη και για ασθένειες (ακούστηκε και αυτό), που αυτοί, οι στην πλειονότητά τους αδύναμοι άνθρωποι, ίσως κυριολεκτικά εν αγνοία τους μπορούν να προκαλούν. Και χωρίς υπερβολή συντασσόμαστε χωρίς ιδιαίτερη σκέψη μαζί της, φιλοξενούμε τον ξένο που σώθηκε από φυλακές, πολέμους και εμφυλίους, μοιραζόμαστε το φαγητό και τα ρούχα και τα παπούτσια μαζί του, παλεύουμε για τη δυνατότητά του να υπάρξει, τον συντροφεύουμε, τον προστατεύουμε από τους ναζιστές και τους νεοφασίστες, τον δεχόμαστε όπως είναι αδιαφορώντας για το χρώμα του σώματος και, όπως η κυρία Ζωή, μαθαίνουμε γράμματα στο παιδί του, προκειμένου κανένα παιδί πρόσφυγα ή μετανάστη να μη μείνει χωρίς σχολείο, χωρίς μόρφωση, χωρίς εκπαίδευση, χωρίς παιδεία, ώστε όταν μεγαλώσει να αποτελεί το καμάρι όχι μόνο των γονιών του, αλλά και της Ελλάδας.

Ας δούμε τώρα με δύο-τρεις αράδες, προσέχοντας να μην αποκαλύψουμε σημαντικές και καθαρά αδιαμεσολάβητες στιγμές, προσέχοντας επίσης να μη διαταράξουμε τη μαγεία των διηγημάτων, τους μύθους, που όπως προανέφερα όλοι ασχολούνται με πρόσφυγες και μετανάστες. Στο πρώτο, ένας Τούρκος κουρδικής καταγωγής ύστερα από πολλές αντιξοότητες και περιπέτειες φτάνει στην Ελλάδα, όπου με κάποιες διασυνδέσεις βρίσκει δουλειά σε ένα ξενοδοχείο. Η πανέμορφη κόρη του ξενοδόχου τον βάζει στο κρεβάτι της με εντελώς ηδονιστική και σεξιστική πρόθεση. Οι μέρες κυλάνε, οι συνευρέσεις τους αραιώνουν, ώσπου λαμβάνει χώρα ένα επεισόδιο με απρόβλεπτη και οδυνηρή για τον ίδιο κατάληξη. Στο δεύτερο, μια μουσουλμάνα της Θράκης παρότι μένει χήρα καταφέρνει να σπουδάσει τον γιο της γιατρό στη Γερμανία. Ο γιατρός παντρεύεται εκεί μια Τουρκάλα και μαζί αποφασίζουν να επιστρέψουν στην πατρίδα, καθώς βρίσκει θέση διευθυντή στο νοσοκομείο της Ξάνθης. Έπειτα από πολλές αντεγκλήσεις πεθεράς και νύφης πουλιέται το πατρικό σπίτι και η μάνα εγκαθίσταται σε ένα ρετιρέ στη γειτονική πόλη, εκεί δηλαδή όπου εργάζεται ο γιος της. Η αντίδρασή της στον νέο τρόπο ζωής που οι νέοι υποστηρίζουν με κάθε τρόπο είναι καθοριστική, φτάνοντάς τη μέχρι τα άκρα, μέχρι το τέλος. Στο τρίτο, με τον τίτλο «Όσα δεν έζησε», μια μεσόκοπη γυναίκα, χωρισμένη, ξαναπαντρεμένη, με δυο παιδιά, πέφτει θύμα της γοητείας ενός Ιρανού φίλου της κόρης της, που ως δικηγόρος έχει αναλάβει να διεκπεραιώνει ζητήματα που αφορούν τους ξένους. Ενώ στο –καλύτερο, κατά τη γνώμη μου– τέταρτο διήγημα, μια οικογένεια –άντρας, γυναίκα, παιδί– Σομαλών καταφθάνει στην Ελλάδα, όπου και βρίσκει την απόλυτη προστασία μιας γηραιάς κυρίας, η οποία όχι απλώς τους περιθάλπει αλλά, πολύ περισσότερο, τους έχει σαν παιδιά της. Ένα μοιραίο τσιγάρο που ο άντρας καπνίζει στην ταράτσα της πολυκατοικίας λίγο πριν πάει για ύπνο είναι το σημείο από το οποίο ξεκινά μια απρόσμενη για τον ίδιο δυσάρεστη κατάσταση, ανατρέποντας όλους τους νόμους της λογικής. Σε αυτό το κομμάτι η Σκιαδαρέση μάς αποσαφηνίζει πως κανείς ξένος δεν πρόκειται ποτέ να βρει το δίκιο του σε αυτή τη χώρα, επιπροσθέτως όταν οι ενδείξεις είναι καταλυτικές εναντίον του.

skiadaresi marΑξίζουν πράγματι συγχαρητήρια στην καλή πεζογράφο Μαρία Σκιαδαρέση για την ανατροφοδότηση του θέματος των μεταναστών, καθώς όλο και πάει να ξεχαστεί, καθώς μένουμε στα σπίτια μας χωρίς τη διαδικασία συνύπαρξης, καθώς όλο και λιγότερες ειδήσεις μάς έρχονται απ’ τα κλειστά κολαστήρια όπου κρατούνται χιλιάδες απ’ αυτούς, καθώς μόνο αν πράξουν κάτι τρομερό γίνονται πρώτο θέμα στα αξιοθρήνητα τηλεοπτικά κανάλια, καθώς οι άνθρωποι που τους περιθάλπουν δεν έχουν την παραμικρή διάθεση να κοινοποιήσουν τις προθέσεις τους, καθώς μια με το ένα μια με το άλλο, μας διαφεύγει πως δίπλα μας ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες άνθρωποι, που μόνο στο κέντρο της πόλης μπορούν να αναζητήσουν μέσα απ’ την παρανομία ένα πιάτο φαΐ. Και της αξίζουν συγχαρητήρια επιπλέον για το γεγονός ότι αφήνει να διαφανεί με τον πιο προσήκοντα τρόπο η αγάπη της, η μέριμνά της, η φιλοξενία της, η αμέριστη συμπαράστασή της, η φιλία της, η με κάθε μέσο ανησυχία της για ό,τι κακό μπορεί να συμβεί σε αυτούς τους κατατρεγμένους, που ψάχνοντας ένα καλύτερο μέλλον, μακριά από πολέμους και εμφυλίους, βρέθηκαν εδώ, σε μια χώρα με κρίση οικονομική και όχι μόνο, με γνώμονα όλων να δρομολογήσουν μια ζωή χωρίς απάτες και παρανομίες, χωρίς κλεψιές και λεηλασίες, και κυρίως με το κεφάλι ψηλά, όπως έμαθαν στις τόσο ιστορικές πατρίδες τους, απ’ τις οποίες ξεκίνησαν αυτό το ταξίδι στην κατ’ ευφημισμόν πολιτισμένη Δύση.

 

Όσα δεν έζησαν
Μαρία Σκιαδαρέση
Εκδόσεις Πατάκη
121 σελ.
ISBN 978-960-16-8150-4
Τιμή €7,90
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ελένη Καραγιάννη: «Το κόκκινο τάπερ»

Όταν έφτασε στα χέρια μου αυτή η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Ελένης Καραγιάννη ήμουν βέβαιη, διαβάζοντας τον τίτλο, ότι θα ήταν γεμάτη αγάπη όπως ένα μαμαδίστικο «κόκκινο τάπερ» και δεν γελάστηκα....

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Γιώργος Αγγελίδης: «Σκοτεινή κληρονομιά»

Η Σκοτεινή κληρονομιά του Γιώργου Αγγελίδη αποτελεί μια ενδιαφέρουσα αφήγηση, που συνδυάζει με δεξιοτεχνία τη φαντασία και το κοινωνικό δράμα. Ο συγγραφέας, μετά την «Τριλογία του φεγγαριού», αποφασίζει να...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Χρυσοξένη Προκοπάκη: «Αβαρής»

Το τελευταίο πεζογραφικό βιβλίο της Χρυσοξένης Προκοπάκη έρχεται για να διευρύνει τα όρια του αφηγηματικού λόγου και τον κάνει να εναγκαλισθεί μεθόδους και τεχνικές του θεάτρου και, συγκεκριμένα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.