fbpx
Γιάννης Η. Παππάς: «Θαμπές ζωές»

Γιάννης Η. Παππάς: «Θαμπές ζωές»

Οι Θαμπές ζωές του Γιάννη Η. Παππά αποτελούνται από 33 πεζογραφήματα, που ακτινογραφούν και παρουσιάζουν μια άλλη εποχή σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Ο συγγραφέας θυμάται και καταγράφει καταστάσεις βιωματικές, αλλά και έμμεσες μνήμες, σε ύφος προφορικού λόγου με την πολυφωνία του ιδιωματικού λόγου των χωριών της Άρτας. Ο λόγος του είναι άμεσος, μιλάει στον αναγνώστη τόσο τον ενήλικα με ανάλογες μνήμες από άλλες περιφέρειες της Ελλάδας, όσο και στον νεότερο, που τον πληροφορεί για έναν κόσμο και μια κοινωνία δρώσα μεταπολεμική, έχοντας ως όριο θα έλεγα τη μεταπολίτευση. Η αστυφιλία, η έγχρωμη τηλεόραση, τα κινητά τηλέφωνα και γενικά η τεχνολογία εισβάλλουν στην επαρχία και η ζωή αλλάζει και μεταλλάσσεται τόσο, ώστε αυτά που αναπαρίστανται με τη γραφή του συγγραφέα να μοιάζουν μακρινά, αν και μας χωρίζουν από αυτά λίγες δεκαετίες. Η ζωή στα χωριά της Άρτας δίνεται με ενάργεια και λόγο λιτό και άμεσο από τον συγγραφέα, που παρακολουθεί τις ζωές αντρόγυνων, τις μύχιες σκέψεις ζευγαριών, το πώς πορεύονται πολλές φτωχές οικογένειες, εξηγώντας έτσι πολλά ανθρώπινα πάθη και παθήματα. Αφηγείται μικροϊστορίες ανθρώπων καθημερινών ή ιδιόρρυθμων, από τις οποίες φωτίζεται η ευρύτερη κοινωνική και οικονομική κατάσταση της ελληνικής περιφέρειας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου κυριαρχούν η φτώχεια, τα εμφύλια πάθη, συμπεριφορές ανοίκειες, όλα μέσα σε ένα πλέγμα ηθών και εθίμων, με τα πρέπει και δεν πρέπει των μικρών κλειστών κοινωνιών, όπου συχνά θύτης και θύμα είναι η γυναίκα.

Η γραφή του Γιάννη H. Παππά είναι εύστοχη και ευθύβολη, σκάβει και αποκαλύπτει πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε καιρούς δύσκολους. Μας κάνει κοινωνούς ή μας θυμίζει εκείνη την εποχή, που οι άνθρωποι του μόχθου ζητούσαν να αλλάξουν τη ζωή τους προς το καλύτερο με το όποιο τίμημα, είτε φεύγοντας μετανάστες στην Αμερική, την Αυστραλία και την Ευρώπη, είτε μετακινούμενοι σε αστικά κέντρα για μια καλύτερη ζωή και εύρεση εργασίας, κυρίως στην Αθήνα.

Παρατηρούμε ότι η μία μικροϊστορία προεκτείνει την άλλη και ουσιαστικά αποτελούν ένα πολύχρωμο κοινωνικό χαλί, με διαφορετικές εστιάσεις σε πρόσωπα και καταστάσεις, σε νοοτροπίες ανθρώπων υπαρκτών του χτες που μοιάζει τόσο μακρινό. Ο συγγραφέας κινείται σαν τον κινηματογραφιστή, πάντα με φόντο τον γενέθλιο τόπο του, την Άρτα, η οποία αποτελεί τόπο λογοτεχνικό και αξιακό, με όλο το πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων, που οικοδομήθηκαν σε διάδραση με τις ευρύτερες οικονομικές, ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Πρόκειται για ανθρωπογεωγραφικά πεζογραφήματα ουσίας όχι φολκλορικά, που μιλούν για ανθρώπους οι οποίοι έδρασαν σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Οι κείμενοι ήρωες με τις μικροϊστορίες τους είναι δέσμιοι της ελληνικής οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου τους ως δράστες και συχνά επιφαινόμενα εκείνης της βαθιάς κοινωνικοοικονομικής δομής της ελληνικής επαρχίας με τα αδιέξοδά της.

Πιο αναλυτικά, παρατηρούμε ότι στο πρώτο αφήγημα ο τίτλος βγαίνει από το περιεχόμενο της αφηγούμενης ιστορίας που έχει πρόλογο, αρχή, μέση και τέλος. Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνεται η φτώχεια, η ζωή μιας οικογένειας, που με αφορμή τον γάμο δυο ερωτευμένων, γύρω στο 1955, από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, φωτίζεται ο χαρακτήρας του πεθερού ή αφορεσμένου, που, σύμφωνα με τη λαϊκή θυμοσοφία, είχε κάμει τόσα κρίματα που δεν έλιωσε το νεκρό σώμα του, «ο αφορεσμένος δεν είχε λιώσει» (σελ.12). Έτσι, ο φτωχός γαμπρός έστω και ετεροχρονισμένα έβγαλε το άχτι του, με εικόνες φρίκης και λόγο ιδιωματικό, που αναδεικνύουν το πάθος του. Το σχόλιο που κλείνει το αφήγημα ισοδυναμεί με μαύρο χιούμορ: «Να βρήκε τουλάχιστον εκεί την ησυχία του και να ’γινε πια χωματάκι;» (σελ.12).

Το δεύτερο αφήγημα αναφέρεται στην παραπλανημένη Βασίλω από τον δάσκαλο του χωριού, που αναγκάστηκε ως φτωχιά και «χαλασμένη» να παντρευτεί έναν καλοστεκούμενο οικονομικά, αλλά λειψό στο μυαλό. Έζησε τη ζωή της, αλλά κοίταξε και τον άντρα της όταν αρρώστησε, ο οποίος της αποκαλύπτει λίγο πριν πεθάνει πως γνώριζε ότι τα παιδιά δεν ήταν δικά του. Και η Βασίλω κλείνει το αφήγημα λέγοντας ότι πολύ θα ήθελε να ήταν δικά του, οπότε είναι δυσδιάκριτα τα όρια για το ποιος είναι το θύμα και ποιος ο θύτης. Πρόκειται για οικογενειακή μικροϊστορία, όπου την τύχη της Βασίλως καθορίζουν τα ήθη και έθιμα της κλειστής κοινωνίας, αλλά τα ξεπερνάει μετά τον γάμο της, καθώς ο έρωτας ταυτίζεται με τη ζωή. Ανάλογη είναι και η μικροϊστορία της Νίτσας, επίσης από φτωχή οικογένεια, που παντρεύτηκε τον μαρμαρά από την Αθήνα ενώ αγαπάει τον Βασίλη στο χωριό της. Δίνεται η δύσκολη ζωή στην Αθήνα, το παιδί, ο σύζυγος που νοιάζεται μόνο για τη δουλειά και την παραμελεί, οπότε ο κουμπάρος παίρνει τη θέση του, ίσως και με την ανοχή του. Αναδεικνύεται η πορεία της οικογένειας, το χτίσιμο με πολλά βάσανα του αυθαίρετου σπιτιού τους, στη συνέχεια, το χτίσιμο σπιτιών για τα παιδιά τους, όνειρο τότε κάθε οικογένειας, με στίγμα κοινωνικό για όλους εκείνους που παιδεύονταν για ένα σπίτι με τον φόβο της αστυνομίας, ενώ οι πλούσιοι χτίζανε βίλες στη Μύκονο χωρίς να τους ενοχλεί κανείς.

Αφηγείται μικροϊστορίες ανθρώπων καθημερινών ή ιδιόρρυθμων, από τις οποίες φωτίζεται η ευρύτερη κοινωνική και οικονομική κατάσταση της ελληνικής περιφέρειας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου κυριαρχούν η φτώχεια, τα εμφύλια πάθη, συμπεριφορές ανοίκειες, όλα μέσα σε ένα πλέγμα ηθών και εθίμων, με τα πρέπει και δεν πρέπει των μικρών κλειστών κοινωνιών, όπου συχνά θύτης και θύμα είναι η γυναίκα.

Από την οπτική του εφήβου δίνεται το αφήγημα «Τσόντα, Μάχο», ως μόνη και σπάνια διασκέδαση, με αφορμή την είδηση για τον θάνατο του Μάχου που είχε τον κινηματογράφο «Ρεξ» στην κεντρική πλατεία της Άρτας. Μνήμες από το χωριό και τα παιδικά παιχνίδια έχει το αφήγημα με τίτλο «Η δερμάτινη μπάλα» του ποδοσφαίρου για όποιον συμπλήρωνε όλες τις κάρτες με τους ποδοσφαιριστές. Στον συγγραφέα και αφηγητή έλειπε μία, έτσι το παιδικό όνειρο δεν ολοκληρώθηκε τότε, αλλά στην ενήλικη ζωή του, όταν συνάντησε τους ίδιους τους «ήρωες» των παιδικών του χρόνων και πήρε τις κάρτες τους. Και τότε αγόρασε πλέον τη δερμάτινη μπάλα για τον γιο του, διότι δεν υπήρχε πλέον το ποδοσφαιρικό καρτοπαιχνίδι. Έτσι, το παιδικό κενό αναπληρώθηκε επάξια. Και το επόμενο αφήγημα αναφέρεται σε μνήμες από τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα και τις στερήσεις που, όπως σχολιάζει, έγιναν ίσως το ψυχοκίνητρο να προσφέρουν ως γονείς τα πάντα στα παιδιά τους και αναρωτιέται μήπως έτσι βλάπτουν αντί να ωφελούν τα παιδιά τους, π.χ. μήπως «τα κάνουμε μαμούχαλα και πλήρως εξαρτώμενα, μαθαίνοντάς τα να μην παίρνουν πρωτοβουλίες» (σελ.41). Εξαιρετικό είναι και το βιωματικό αφήγημα «Οι φρακασάνες», που, πέρα από τη σχέση αυτών των σύκων με τον ερωτισμό της νιότης του, ο συγγραφέας μάς δίνει και πρόσθετες πληροφορίες, αρμονικά δεμένες με το βίωμα.

Επίσης, παρατηρούμε ότι με νοσταλγία θυμάται και τις καλοσύνες του χωριού του, με τις μυρωδιές του, με τις πέργκολες για ίσκιο, οι οποίες αντικαταστάθηκαν από τα ερκοντίσιον που κλείνουν τους ανθρώπους στα σπίτια σαν τα ποντίκια, με τα πολύχρηστα τζάκια, που στην πόλη έγιναν τζάκια-διακόσμηση. Ως κατακλείδα έρχεται το σχόλιο του συγγραφέα για τον πολιτισμό: «Πολιτισμός, σου λέει ο άλλος. Τέτοιον “πολιτισμό” να τον βράσω» (σελ.50). Εικόνες αγροτικές αναδεικνύουν και τα αφηγήματα: «Η ουρά της αλεπούς», με την επικήρυξή της και τον τρόπο που τις παγίδευε ο μπαρμπα-Μήτσος, «Η μελικοκκιά», με το τραγούδι της και το κουκούτσι που γινόταν παιδικό παιχνίδι, αλλά και με την κακο-Κώσταινα που κυνηγούσε τα παιδιά που της τρυγούσαν τη μελικοκκιά. Ακόμα, η ιστορία του «Γερμανού» αναδεικνύει την πορεία πολλών μη προνομιούχων νέων της επαρχιακής Ελλάδας, που επί χούντας ξενιτεύτηκαν, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν στα ξένα, όπως ο «Γερμανός» με την Χίλντα από το Μόναχο, ο οποίος όμως πάντα επέστρεφε στην Ελλάδα, καθώς δεν κατάφερε ποτέ να γίνει Γερμανός (σελ.64).

Ακολουθούν πολλές μικροϊστορίες, που φωτίζουν διαφορετικές οπτικές της τότε ζωής. Μία αναφέρεται στη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο της Κορέας το 1950-53, μέσα από την ευτράπελη αφήγηση του μπαρμπα-Τόλια, άλλη παρουσιάζει το πορτρέτο του Πασχάλη του καυλιάρη και άλλη, στο διήγημα «Ο “Δεκατριάρης”», αυτού που αναζητάει την τύχη του στο δεκατριάρι του ΠΡΟ-ΠΟ. Ακολουθεί η μικροϊστορία μιας φτωχής κοπέλας που βγαίνει στη δουλειά από τα δεκατέσσερα, την οποία εκμεταλλεύεται ο Σπύρος, του οποίου προσέχει την κόρη, και η οποία γίνεται «Μήδεια» σκοτώνοντας το παιδί του Σπύρου, που το αγαπάει σα δικό της, για να τον εκδικηθεί για τα τόσα μαρτύρια που της είχε κάνει και κυρίως διότι την αποκαλεί και από πάνω «παλιογυναίκα», αυτός που την έσυρε στην καταστροφή. Πολιτικό στίγμα έχει το αφήγημα «Μια νύχτα μ’ έναν τραμπούκο», με σαφή αναφορά στους Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη, τους δολοφόνους του βουλευτή της Αριστεράς Γρ. Λαμπράκη, που αθωώθηκαν από τη χούντα. Ο Γκοτζαμάνης τιμωρήθηκε από μια παρέα αριστερών φοιτητών που τυχαία τον συνάντησαν σε μια ταβέρνα και έζησε μόνος και περιφρονημένος από πολλούς ως τον θάνατό του.

Έγκλημα τιμής θα χαρακτήριζα το αφήγημα «Όχι μπροστά στο παιδί», όπου ο πρώην σύζυγος σκοτώνει τη Βούλα, διότι «βγάζει τα μάτια της» μπροστά στο κορίτσι του, στο παιδί του, αυτό δεν το αντέχει και οπλίζει το χέρι του. Έγκλημα τιμής γίνεται στην Αθήνα από τον σύζυγο της Λίτσας από την Αιτωλοακαρνανία που τη σκότωσε διότι, όταν εκείνος εργαζόταν, εκείνη τον απατούσε. Τη συγχώρεσε χάρη στα παιδιά του παλαιότερα στο χωριό που ακούστηκε, οπότε έφυγαν για την Αθήνα, αλλά η κατάσταση συνεχίστηκε και εκεί, οπότε τη σκότωσε με το μαχαίρι. Ως επίλογος, σχόλιο, και πάλι ο αφηγητής βάζει στο στόμα του συζύγου να λέει ότι εκείνη: «Τα ’θελε και τα ’παθε. Για τα παιδιά μου στεναχωριέμαι» (σελ.97). Έτσι και τα δύο αφηγήματα αναδεικνύουν τα αδιέξοδα σε μια οικογένεια, με εστίαση στην απιστία της συζύγου, σύνηθες αίτιο, αλλά δεν ακούγεται κάτι ανάλογο για την απιστία του συζύγου, θα πρόσθετα εγώ, ώστε να μην υπάρχει υπόνοια σεξιστικής οπτικής. Ακολουθούν η ιστορία ενός τραβεστί που απόμεινε μόνος με το σκυλί του, όπως λέει, κάνοντας απολογισμό ζωής και ταξιδεύοντάς μας από την ορεινή Άρτα στη Θεσσαλονίκη. Σύνηθες θέμα είναι και ο έρωτας μαθήτριας για τον καθηγητή, η οποία όταν τελειώνει το λύκειο τον επισκέπτεται με μια φίλη της. Δίνεται το επόμενο ραντεβού, διότι το κορίτσι ζητάει τον χρόνο του, επειδή δεν είχε κοιμηθεί άλλη φορά με άντρα. Αλλά έρχεται η ανατροπή, καθώς στήνει τον καθηγητή, δεν πάει στο ραντεβού, παρά την ψυχολογική προετοιμασία του πρώτου και στη συνέχεια τον αποφεύγει, δίνοντάς του ίσως κάποιο μάθημα.

Ανθρώπινη και τρυφερή είναι η μικροϊστορία της τυχαίας συνάντησης του αφηγητή και πρωτοπρόσωπου ήρωα με τον Μήτσο τον χασικλή του στρατού ύστερα από πολλά χρόνια. Με τον στρατό έχει σχέση και το αφήγημα «Ο δόκιμος και η θείτσα», με το ανοιχτό, όπως λέμε στη λογοτεχνία, τέλος αυτής της σχέσης, που αφήνει τον κάθε αναγνώστη να την ολοκληρώσει κατά το δοκούν. Ερωτική ιστορία με σύγχρονη γεύση έχει και η τελευταία συνάντηση του Δημήτρη και της Αφροδίτης, που ο παλιός δεσμός χαλάρωσε, αλλά έσμιξαν μόνο για ένα βράδυ έρωτα. Ειρωνικός είναι ο τίτλος του αφηγήματος «Δύο απ’ όλα», όπου άλλο εννοεί αυτός που δίνει την παραγγελία και άλλο αυτός που την παίρνει.

Το αφήγημα «Λίγο πριν απ’ την αυγή» θεωρώ ότι είναι απ’ τα καλύτερα της συλλογής. Δίνεται υποβλητικά μέσα από τη σκέψη για το πόσο πολύτιμη είναι η ζωή, με αναφορά σε όσα άρεσαν στη νεαρή ηρωίδα, όπως η μουσική του Μπετόβεν. Η ανωνυμία της την κάνει οικουμενικό παράδειγμα ηρωίδας, που θυσιάζεται για τα ιδανικά της, για τις αξίες της. Το αφήγημα κινείται διαδοχικά στο τότε και το τώρα, στην τότε δράση στον Προυσό, άλλοτε στην Αθήνα επί Κατοχής και στο τώρα, λίγο πριν από την εκτέλεση, καθώς είναι φυλακισμένη μαζί με άλλους συντρόφους της κομμουνιστές στα χρόνια του Εμφυλίου. Το παρελθόν και το παρόν εναλλάσσονται και καταγράφουν το τότε και τη δράση της ηρωίδας με τις σκέψεις του τώρα για το μέλλον που δεν θα γευτεί, δεν θα γίνει μάνα, δεν θα σπουδάσει στη Νομική που της άρεσε τόσο. Αλλά της είναι αδύνατον να υπογράψει δήλωση μετανοίας, αρνούμενη τους αγώνες της κατά των κατακτητών και των δωσιλόγων. Λυπάται για τον πατέρα της που υπέγραψε δήλωση μετανοίας και ως μελλοθάνατη θυμάται στίχους του Λαμαρτίνου στο ποίημα «Η λίμνη» και στίχους του Σολωμού, «μάγεμα η φύσις κι όνειρο», που εγκιβωτίζονται με την πολυφωνία τους φορτίζοντας πολιτιστικά και αξιακά το κείμενο. Η ηρωίδα παρουσιάζει τις σκέψεις της, πρόκειται για φωνήεσσα σκέψη, όπου λέγονται όσα θα επιθυμούσε να ζήσει και όσα έπραξε, πολιτικοποιημένη, από τα δεκαπέντε της για την Ελλάδα ως απολογισμός ζωής. Με αναδρομή στο παρελθόν μιλάει για τους δασκάλους παππούδες της και για τα όνειρά της. Η αφήγηση επανέρχεται στο τώρα, στις σκέψεις της λίγο πριν την αυγή που θα την πάρουν για εκτέλεση. Οι σύντροφοι τη χαιρετούν και με τρόπο τής βάζουν στις τσέπες παραγγελίες για τους δικούς τους στον άλλο κόσμο (λαϊκές αντιλήψεις). Έτσι, παραστατικά δίνονται οι τελευταίες στιγμές της, που παραπέμπουν grosso modo στο θεατρικό έργο του Ν. Καζαντζάκη Κωμωδία. Τραγωδία μονόπρακτη, όπου αναδεικνύονται οι σκέψεις ενός μελλοθάνατου.

Παρατηρούμε ότι η μία μικροϊστορία προεκτείνει την άλλη και ουσιαστικά αποτελούν ένα πολύχρωμο κοινωνικό χαλί, με διαφορετικές εστιάσεις σε πρόσωπα και καταστάσεις, σε νοοτροπίες ανθρώπων υπαρκτών του χτες που μοιάζει τόσο μακρινό.

Από αυτά τα πεζογραφήματα δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ένα άλλο σημαντικό θέμα, όπως είναι η μετανάστευση στη δεκαετία του 1990, όπου η Ελλάδα γίνεται πόλος έλξης μεταναστών από τις βαλκανικές χώρες. Εδώ θίγεται το θέμα της μετανάστευσης στην Ελλάδα των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών και των Αλβανών κατά το 1990, με όλες τις προσδοκίες και διαψεύσεις, με τη σκληρή δουλειά και την απόφαση ότι πίσω μόνο πεθαμένοι θα επέστρεφαν. Η παιδική ψυχολογία του φτωχού Αποστόλη αναδεικνύεται με το αφήγημα «Τα μπλε παπούτσια», όπως και η οικονομική δυσπραγία του σερβιτόρου, που αναγκάζεται να ζει με τους γονείς του, διότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα. Η φιλοζωία επίσης είναι παρούσα με τον τρόπο του συγγραφέα στο αφήγημα «Οι φίλοι μας τα ζώα».

Πολύ καλό έως συγκλονιστικό είναι το διήγημα με τίτλο «Χιτώνιο», όπου γίνεται λόγος για τη φυγή των αριστερών οικογενειών με τα παιδιά τους από την ορεινή Ήπειρο για την Αλβανία, για τη Γιουγκοσλαβία και την Ουγγαρία, φοβούμενοι, ως κομμουνιστές, την εκδίκηση των νικητών. Το διήγημα αρχίζει με αφορμή την επίσκεψη του συγγραφέα στην Ουγγαρία για να μιλήσει προς τιμήν του Ηπειρώτη συγγραφέα Δ. Χατζή, όπου συνομιλεί με Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες και ακούει από πρώτο χέρι τη δική τους ιστορία. Η συνομιλία με τη δασκάλα Αρετή μάς μεταφέρει στις πλαγιές της Μουργκάνας, στη φυγή, στην εξαθλίωση και τη φτώχεια, αλλά και στη φιλόξενη Ουγγαρία και τις χώρες που δέχτηκαν τα μικρά Ελληνόπουλα. Εκεί άρχισε η κανονική ζωή τους, η επικοινωνία με τον πολιτισμό και η μόρφωσή τους. Ανάμεσά τους ήταν και ένα Ελληνόπουλο που δεν αποχωριζόταν το χιτώνιο του παππού του που έπεσε στον Γράμμο, με την τρύπα στην τσέπη. Πρόκειται για το χιτώνιο μνήμη, απ’ όπου προήλθε και ο τίτλος του αφηγήματος. Ο άλλος τίτλος «Ποιος θα μου δώσει πίσω τα παιδικά μου χρόνια;» συνάγεται από τα λόγια της Αρετής, η οποία αναφερόμενη στις τότε περιπέτειές της διατυπώνει αυτό το εναγώνιο ερώτημα, στο οποίο απαντά ο συγγραφέας, ότι ο μόνος που μπορεί να τη δικαιώσει είναι η Ιστορία.

Ακολουθεί το τελευταίο διήγημα στο οποίο δίνεται η ζωή και ο θρύλος γύρω από τον λήσταρχο Γκαντάρα, με εγκιβωτισμένα τα σχετικά τραγούδια, με μνεία στο πώς έγινε λήσταρχος, ποιοι άλλοι κυριαρχούσαν στα 1920-23, στις λησταρχομάδες της Ελασσόνας και των Γρεβενών και στον θάνατο του ξακουστού ληστή Θωμά Γκαντάρα. Με το διήγημα αυτό φωτίζεται μια άλλη πλευρά της ζωής της υπαίθρου, στην αρχή του αιώνα και στον μεσοπόλεμο, που ο απόηχός τους φτάνει σ’ εμάς μέσα από τα τραγούδια, καθώς η δράση τους έγινε θρύλος, γιατί οι σκληροί αυτοί άνθρωποι βοηθούσαν τους αδύναμους και τους φτωχούς.

pappasΣυνοψίζοντας, παρατηρούμε ότι όλα τα αφηγήματα δίνονται σε γλώσσα απλή και ρέουσα, σε μια αφήγηση που είναι κοντά στον προφορικό λόγο, τόσο που συχνά δίνεται η εντύπωση ότι ο συγγραφέας μιλάει στον αναγνώστη και ακροατή του για όλα όσα έχουν σχέση με τον τόπο καταγωγής του, αλλά και ευρύτερα με τον ελλαδικό χώρο, καθώς ο τόπος διευρύνεται και ο χρόνος πηγαίνει από το τώρα στο κοντινό ή στο πιο μακρινό παρελθόν. Είναι πεζογραφήματα που διαβάζονται με ευχαρίστηση, που φωτίζουν πτυχές της ζωής στην Ελλάδα, όχι σε πρώτο πλάνο προβάλλοντας σημαντικά πρόσωπα, αλλά καθημερινούς ανθρώπους, τους αφανείς δράστες της ζωής, με τις «θαμπές», όπως εύστοχα γράφει ο συγγραφέας, ζωές τους και τις μικροϊστορίες τους, που φωτίζουν τη νεότερη ιστορική πραγματικότητα στην Ελλάδα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εξής.

Αξίζει να προστεθεί ότι οι Εκδόσεις Καστανιώτη αποτυπώνουν εύστοχα τον τίτλο με την φωτογραφία του εξωφύλλου και έχουν δώσει ένα βιβλίο σε μια προσεγμένη, συνολικά, έκδοση.

 

Θαμπές ζωές
Γιάννης Η. Παππάς
Εκδόσεις Καστανιώτη
200 σελ.
ISBN 978-960-03-6316-6
Τιμή €14,84
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Λευτέρης Γιαννακουδάκης: «Τα φαντάσματα του Δεκέμβρη»

Με αφορμή τη δολοφονία του δεκαεξάχρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008 από αστυνομικά πυρά, με φόντο τα γεγονότα που εξελίχθηκαν στη συνέχεια, με την πόλη να φλέγεται και με ένα σκηνικό...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Συλλογικό έργο (επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης): «Κύπρος, 1974-2024»

Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι Γ. Σεφέρης,«Οι γάτες τ’ Άι-Νικόλα» Αναμφίβολα, το βιβλίο Κύπρος, 1974-2024: Πενήντα χρόνια μετά την εισβολή (Ελληνοεκδοτική, 2024), με την επιμέλεια του ακάματου λογοτέχνη Ελπιδοφόρου...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Κώστια Κοντολέων: «Η Ίμα στη Ville d’Avray»

Η βαριά πόρτα ανοίγει και κλείνει, οριστικά πια πίσω της. Τα βρεμένα πεζοδρόμια έπαψαν να αντανακλούν μικρές ή μεγάλες σκιές, οι ομπρέλες μάσκες προσώπων και προσωπείων κρύβουν ταυτότητες ίσως και...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.