fbpx
Kimberly Brubaker Bradley: «Μας μεγάλωσαν λύκοι»

Kimberly Brubaker Bradley: «Μας μεγάλωσαν λύκοι»

Θα μιλήσουμε για ένα βιβλίο ενδιαφέρον και ασυνήθιστα ευαίσθητο σε ό,τι αφορά ουσιαστικά προβλήματα εφήβων και νέων, στο οποίο αν και περιέχονται σελίδες διάχυτης θλίψης, εντέλει βλέπουμε ότι η αγάπη γνωρίζει πώς να κυκλοφορεί ανάμεσά τους και κάποτε όλα λούζονται στο φως της ελπίδας. Πρόκειται για μυθιστόρημα που μιλά για καημούς παιδιών και νέων και για πληγές που μοιάζουν κακοφορμισμένες και ανεπούλωτες, μα –ως εκ θαύματος– μπορούν να ιαθούν. Το θαύμα ονομάζεται, όπως είπαμε, αγάπη και είναι πάντοτε αποδεκτό και σεβαστό. «Η αγάπη πύργους καταλεί και κάστρα ρίχνει κάτω...» έλεγε παλαιότερα ο λαός μας.

Αλλά εδώ θα αναφερθώ σε μια σημαντική διαπίστωση: Η Αμερικανίδα συγγραφέας Κίμπερλι Μπρουμπέικερ Μπράντλεϊ (Ιντιάνα, 1967) στα έργα της στέκει πάντοτε φύλακας άγγελος, πνεύμα αγαθό πλάι στα δοκιμαζόμενα, και λόγω δυσμενών συγκυριών –οικογενειακών συνήθως–, πάσχοντα παιδιά. Αλλά δεν πάσχουν μόνο στα μυθιστορήματα τα παιδιά· στην πραγματικότητα ο πόνος, σε πολλά από αυτά, είναι συχνός, κάποτε και μόνιμος, σύντροφος. Δυστυχώς... Έτσι, δεν θα ξεχάσω το μυθιστόρημά της Ο πόλεμος που έσωσε τη ζωή μου (βραβείο Newbery Honor 2021, Publishers Weekly Best Books of 2015, ανάμεσα σε άλλες διακρίσεις – στα ελληνικά επίσης από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος). Ιστορία με πολύ πόνο αλλά και με ελπίδα και αξιοπρέπεια περισσή, και ακτινοβόλα αγάπη. Και ας είναι ο τίτλος του μερικώς παράξενος: Ασφαλώς καταγγέλλεται ο πόλεμος, αλλά εξυμνείται η ελπίδα και η απαντοχή. Και η συμμετοχή, ασφαλώς, που είναι το στήριγμα της αντοχής.

Έχουμε εδώ, λοιπόν, στο μυθιστόρημα Μας μεγάλωσαν λύκοι, δύο αδελφούλες, τη δεκάχρονη Ντέλα και τη μεγαλύτερη αδελφή της, δεκαέξι ετών αυτή, Σούκι το όνομά της. Μόνες. Γεμάτες τραύματα καρδιάς. Σε άλλου είδους πόλεμο αυτές. Και πώς να τον αντέξουν. Τρυφερές, γέρνουν η μία στην άλλη σαν δυο κλαδάκια λιανά στο φύσημα του βοριά. Η μητέρα, νέα, πλην ράκος, στη φυλακή. Οι ουσίες! Τα κορίτσια δεν έχουν πατέρα. Ή μάλλον έχουν. Δύο διαφορετικούς. Και άγνωστους. Με εξαρτημένη μητέρα, με δήθεν προστάτη έναν άθλιο, τσακισμένο και ανήθικο άνδρα, τον Κλίφτον, παλαιό εραστή της αξιοθρήνητης μάνας, ο οποίος σκοπεύοντας στην ερωτική εκμετάλλευση των κοριτσιών, είχε παρουσιαστεί στις κοινωνικές υπηρεσίες ως ο μοναδικός συγγενής τους, εξ ου και οι υπεύθυνοι τις παρέδωσαν σ’ αυτόν· εκείνες προσπαθούν να ορθοποδήσουν βαστώντας η μια το ακριβό χέρι της άλλης... Πλην φαίνεται πως δεν αρκούσε αυτό καθώς, ουσιαστικώς, τα ταλαιπωρημένα κορίτσια είχαν βρεθεί υπό την κηδεμονία ενός τέρατος. Ήδη τη μεγαλύτερη την είχε κακοποιήσει σεξουαλικώς, γεγονός που η μικρούλα Ντέλα το αγνοούσε. Α, την πρόσεχε η Σούκι την αδελφούλα της· σα μανούλα την προστάτευε. Όταν όμως διαπίστωσε ότι ο «κηδεμόνας» άπλωσε άγρια τα χέρια και στην Ντέλα, σφιχταγκαλιάστηκαν και έφυγαν τρέχοντας σαν κυνηγημένες  όταν εκείνος, ο βιαστής, απουσίαζε σε δρομολόγιο με μία νταλίκα. Ελλείψει συγγενών ή στενών φίλων, απευθύνθηκαν στην αστυνομία.

Έπειτα από ορισμένες νόμιμες διαδικασίες, τα κορίτσια τακτοποιήθηκαν σε ανάδοχη μητέρα, Φρανσίν το όνομά της, γυναίκα έντιμη, ολιγόλογη, που τα σεβάστηκε. Τον ένιωθαν τον σεβασμό της, η ζωή τους κάπως σαν να έδειξε στις αδελφούλες το φωτεινό πρόσωπό της πλάι στην άγνωστη μέχρι τότε κυρία, μες στο μικρό νοικοκυρεμένο σπιτάκι. Ησύχασαν. Η Σούκι εργαζόταν φιλότιμα, παρακολουθούσε και ορισμένα μαθήματα, έχοντας στον νου πάντα την αδελφούλα της που πήγαινε στην Τετάρτη δημοτικού, λιγάκι απείθαρχη η μικρούλα, ενώ αν κάτι δεν της άρεσε ή την πλήγωνε το ονόμαζε χιόνια  ή χιόνι  ή χιονονιφάδα. «Κάποτε ένα αγόρι πήγε να με γλείψει τάχα για να δει αν είμαι νόστιμη κι εγώ τον κλότσησα στα χιόνια». «Μην ανέχεσαι χιόνια από κανέναν», την είχε συμβουλέψει η μεγαλύτερη αδελφή. Σημειωτέον, αφηγήτρια της ιστορίας είναι η Ντέλα. Δεν είναι αφελής, οι δυσκολίες μες στις οποίες βρέθηκαν από την τρυφερή ηλικία τις ωρίμασαν και τις δυο κοπέλες. Έγνοια της κάθε μιας η ασφάλεια και η γαλήνη της άλλης. Με τη μητέρα τους δεν είχαν επικοινωνία, είναι καιρό στη φυλακή με συχνά επεισόδια, τρομακτικά. Λησμόνησαν και το πρόσωπό της σχεδόν. Η μνήμη εξασθενεί για λόγους προστασίας. Εξάλλου, οι φυλακές βρίσκονταν σε άλλη Πολιτεία...

Μια μέρα στο σχολείο η δασκάλα, η κυρία Νταβόντε, είπε στα παιδιά της τάξης να ζωγραφίσουν το οικογενειακό τους δέντρο. Η Ντέλα παρέδωσε έναν λύκο:

...Ζωγράφισα μια λύκαινα με βλέμμα σκοτεινό και γλυκό, αλλά το στόμα της ανοιχτό, με τους κυνόδοντες να φαίνονται... Η κυρία Νταβόντε πέρασε μπροστά από το θρανίο μου και είπε: «Ντέλα, τι κάνεις; Δεν είναι αυτή η εργασία». «Αυτή η λύκαινα είναι το οικογενειακό μου δέντρο», είπα. Της έριξα ένα βλέμμα. Η κυρία Νταβόντε δεν ξέρει όλη μου την ιστορία, αλλά ξέρει πολύ μεγάλο μέρος της...

Και θα ξέρει, επίσης, για την προστατευτικότητα του λύκου. Αυτή η λύκαινα με το γλυκό, σκοτεινό βλέμμα, την άγρυπνη στάση, είναι η προστάτρια της Ντέλας. Ο φύλακας άγγελός της. Η αδελφή της. Η Σούκι Γκρέις Πόμπερτς:

Πίτσιποπ, πίτσιποπ.
Σ’ αγαπώ.
Σ’ αγαπώ το πρωί και το απόγευμα,
Σ’ αγαπώ το βράδυ, κάτω απ’ το φεγγάρι.
Σ’ αγαπώ...

τραγουδά η δεκαεξάχρονη λύκαινά της. Θολή ανάμνηση από μια μάνα που πλέον χάθηκε στους σκοτεινούς ορίζοντες. Και που κάποτε γελούσε ευτυχισμένη με τα μωρά της.

Σε όλους τους λαούς οι λύκοι κατέχουν ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα ζώα. Ενώ η σχέση του λύκου με τον άνθρωπο είναι παμπάλαια. Στην αρχαία Ελλάδα θεωρείτο το ιερό ζώο των φωτεινών θεών, του Απόλλωνα και του Ήλιου. Οι λύκοι στις αγέλες προστατεύουν τους ανήμπορους, τους ηλικιωμένους, τα βρέφη. Για τον προστάτη, ανοιχτομάτη λύκο έμαθε κάποτε η Ντέλα και τον παρομοίωσε με τη Σούκι: «Σ’ αγαπώ το πρωί και το απόγευμα...» τραγουδά και την κοιτά σαν εικόνισμα. Έπειτα, σφίγγει την παλάμη της και παραδίνεται στον γλυκομάτη ύπνο...

Έγραψε με αγάπη και σύνεση το τόσο συγκινητικό και ρεαλιστικό αυτό βιβλίο, στο οποίο καταθέτει τους συλλογισμούς και την εμπειρία της για τη ζωή όπως τη βιώνουν οι νέοι συχνά.

Εντούτοις, η Σούκι ταράζεται από εφιάλτες. Συχνά τρέμει όταν κοιμάται. Η κακοποίηση άφησε πληγές που δεν επουλώνονται. Κάποιες στιγμές, ουρλιάζει.

«Η μαμά της Τίνα λέει ότι τη Σούκι κι εμένα μας μεγάλωσαν λύκοι, πως είμαστε αδέξιες σαν τους λύκους. Όμως μου αρέσει η ιδέα να μας μεγάλωναν λύκοι. Φαντάσου πόσο ασφαλής θα ήσουν, πόσο ζεστός... Η αδελφή μου τα έβαζε με τους πάντες και νικούσε. Η Σούκι είναι η δική μου λύκαινα», σκέπτεται η Ντέλα.

Την ημέρα που η ανάδοχη μητέρα τις καλωσόρισε στο σπίτι της, εμφανίστηκαν δίχως αποσκευές· στην ερώτηση της Φρανσίν –το όνομα της κυρίας που θα είχε την ευθύνη τους πλέον– πού άφησαν τα πράγματά τους: «Ο Κλίφτον έκαψε τα πράγματά μας» απάντησε η Σούκι. «Έτσι είπε η αστυνομία».

Μέρες δίχως χαρά και νύχτες χωρίς λησμονιά. Και:

...το πρόσωπό της αδυνάτιζε ολοένα και γινόταν πιο σκληρό και εξακολουθούσε να ξυπνά τρέμοντας. Ανησυχούσα για τη Σούκι. Αλλά μάλλον όχι αρκετά... Ο Κλίφτον έκανε κακό στη Σούκι για χρόνια...

Έως ότου, νύχτα ήταν, 2.48 η ώρα. Δεν έκλαιγε. Πάνω στο τραπέζι ήταν ένα μαχαίρι.

«ΣΟΥΚΙ!» ούρλιαξα. Βύθισε το μαχαίρι. «Χιόνι, χιόνι, χιόνι». Συγγνώμη, έγνεψα στην αδελφή μου όταν έφτασαν οι διασώστες. Η Σούκι δεν είχε πει λέξη. Δεν κουνήθηκε.

Το τίμημα που πληρώναμε για να μένουμε με τον Κλίφτον ήταν η Σούκι. Οι άυπνες νύχτες της. Ο τρόμος...

«Σε παρακαλώ, μη φύγεις» της είπα στο νοσοκομείο όπου τη μεταφέραμε. «Δεν θέλω» μου απάντησε. Και το εννοούσε, πράγματι.

Ώσπου έφτασαν οι μέρες οπού ο Κλίφτον τιμωρήθηκε. Χάθηκε, ταπεινώθηκε. Ρήμαξε κι εκείνος και το σπίτι του. «Η Σούκι έγειρε το κεφάλι της στο δικό μου. Θα πω σε όλους στο δικαστήριο τι ακριβώς μας έκανε...» Έτσι και έγινε. Και η ζωή, με το πρόσωπο της Φρανσίν, τους υποσχόταν εκείνα που είχαν στερηθεί. «Είστε τυχερές. Έχετε η μία την άλλη...» είπε στα κορίτσια με απαλή, μητρική φωνή. Και γνώρισαν και αγάπησαν τους λύκους του Γελοουστόουν. Η λευκή λύκαινα είχε σηκώσει τη μουσούδα της προς τον ουρανό και αλυχτούσε. Ήταν ο πιο όμορφος ήχος!

ki brubaker bradley23Η εξαιρετική συγγραφέας Κίμπερλι Μπρουμπέικερ Μπράντλεϊ, που έγραψε με αγάπη και σύνεση το τόσο συγκινητικό και ρεαλιστικό αυτό βιβλίο, στο οποίο καταθέτει τους συλλογισμούς και την εμπειρία της για τη ζωή όπως τη βιώνουν οι νέοι συχνά, παραθέτει και ένα σημαντικό σημείωμα, όπου εξομολογείται μια ανάλογη εμπειρία που τη σημάδεψε αλλά και την έβγαλε νικήτρια. Η ωραία μετάφραση οφείλεται στη Βάσια Τζανακάρη.

Ηλικία: Άνω των 12 ετών

 

Μας μεγάλωσαν λύκοι
Kimberly Brubaker Bradley
μετάφραση: Βάσια Τζανακάρη
Εκδόσεις Παπαδόπουλος
240 σελ.
ISBN 978-960-484-774-7
Τιμή €13,99
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΝΕΑΝΙΚΑ - ΕΦΗΒΙΚΑ
Kiran Millwood Hargrave: «H Τζούλια και ο καρχαρίας»

Εμένα με λένε Τζούλια. Και θα σας διηγηθώ την ιστορία από εκείνο το καλοκαίρι που πέρασα σε έναν φάρο. Το καλοκαίρι που σχεδόν έχασα τη μαμά μου και βρήκα έναν καρχαρία πιο παλιό κι από τα αιωνόβια δέντρα... Απλά,...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΝΕΑΝΙΚΑ - ΕΦΗΒΙΚΑ
Στέλλα Στεργίου – Γεωργία Ζάχαρη: «Άλκη Ζέη: Κοντά στις ράγιες»

Μία πολύ επιτυχημένη μεταφορά σε graphic novel ενός από τα πιο αγαπημένα μυθιστορήματα της μεγάλης Ελληνίδας συγγραφέα, της Άλκης Ζέη, η οποία απεβίωσε το 2020, υπογράφουν δύο νέες γυναίκες...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΝΕΑΝΙΚΑ - ΕΦΗΒΙΚΑ
Θοδωρής Κούκιας: «Τετράγωνα κύματα, ιπτάμενες μέδουσες»

Συναρπάζει νεαρούς αλλά και μεγαλύτερους αναγνώστες το βιβλίο του Θοδωρή Κούκια Τετράγωνα κύματα, ιπτάμενες μέδουσες, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος, για αναγνώστες από 15 ετών. Η ιστορία του...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.