fbpx
Kimberly Brubaker Bradley: «Ο πόλεμος που έσωσε τη ζωή μου»

Kimberly Brubaker Bradley: «Ο πόλεμος που έσωσε τη ζωή μου»

«Η ζωή εν τάφω» μέσα σε ένα σκοτεινό, πάμφτωχο διαμέρισμα σε γειτονιά του Λονδίνου, όπου κατοικούν άνθρωποι της βιοπάλης. Το διαμέρισμα αποτελείται από ένα δωμάτιο και σ’ αυτό στοιβάζονται η μητέρα και τα δυο παιδιά της, η δεκάχρονη Έιντα και ο εξάχρονος Τζέιμι. Το σπιτικό αυτό βρίσκεται στον τρίτο όροφο του κτιρίου· στο ισόγειο στεγάζεται η παμπ στην οποία τα βράδια εργάζεται η μαμά. Αργά επιστρέφει και αργά ξυπνά. Την ευθύνη του αγοριού αλλά και του νοικοκυριού την έχει, κυρίως, η Έιντα. Δύσκολη υπόθεση. Και παρότι είναι υπεύθυνο παιδί, έξυπνο, με δύναμη ψυχής, έχει –εκ γενετής– μια αναπηρία. Για να μετακινηθεί, μπουσουλά ή σέρνεται, ή αρπάζεται από οτιδήποτε. Είχε γεννηθεί με στρεβλοποδία. Δυσπλασία που την τυραννά. Καθημερινώς. Όχι μόνον γιατί το δεξί της πόδι είναι μικρό και στραβό, ο αστράγαλος δεν λειτουργεί, πονά, αλλά και διότι η κακή και ανόητη μάνα της –χρόνια νεκρός από ατύχημα ο στοργικός πατέρας– δεν αποδέχτηκε ποτέ την αναπηρία της. Ντρέπεται γι’ αυτήν· δεν το ήθελε το παιδί, δεν το προστάτευσε. Με τον καιρό, το μίσησε. Έπειτα, το κλειδαμπάρωσε.

Και έτσι, η Έιντα ζει τα πάθη της σ’ αυτή τη σκοτεινή τρύπα. «Εν σμικρώ κατοικεί» το παιδί αυτό το εκλεκτό, που του ταίριαζαν σχολεία και πάρκα, εξοχές. Το φως του ήλιου. Τα τερετίσματα των πουλιών. Αντ’ αυτών στηρίζεται, κατά την απουσία της μητέρας της, στο περβάζι του παραθύρου και κοιτά αχόρταγα το στενό δρομάκι. Τα παιδιά, οι νοικοκυρές, οι μικροπωλητές, οι άνδρες που γυρνούν το σούρουπο από τις αποβάθρες, τα σκυλιά, ο παγοπώλης, τα παιχνίδια· ένας κόσμος απαγορευμένος, αλλά τόσο ελκυστικός και αναγκαίος για την κοπελίτσα, από τον οποίο η μάνα της την είχε αποκλείσει.

Μια μέρα που δοκίμασε να συρθεί μέχρι τις σκάλες και το έμαθε η μάνα-τύραννος, τη χτύπησε τόσο πολύ ώστε οι ώμοι του κοριτσιού πόνεσαν, ενώ την είχε απειλήσει λέγοντάς της ότι την επόμενη φορά που θα επιχειρούσε κάτι τέτοιο θα της έκλεινε το παράθυρο με σανίδες. «Σκέτο τέρας είσαι μ’ αυτό το απαίσιο πόδι! Θαρρείς πως θέλω να βλέπει ο κόσμος τις πομπές μου;» ούρλιαζε. Όταν θύμωνε και δεν ήξερε πού να ξεσπάσει, έκλεινε την Έιντα στο μικροσκοπικό ντουλάπι κάτω από τον νεροχύτη. Για μια ολόκληρη νύχτα. Εκείνη κουλουριαζόταν στο σκοτάδι, στην υγρασία, στη βρόμα και στις κατσαρίδες που ανέβαιναν επάνω της. Τι παιδεμοί παιδιού!

Η «μητέρα» δεν φερόταν στον Τζέιμι τόσο απάνθρωπα. Εξάλλου, το φθινόπωρο θα πήγαινε σχολείο και η Έιντα θα έχανε τον μόνο άνθρωπο που αγαπούσε, το μοναδικό πλάσμα που της επέστρεφε αυτή την πολύτιμη αγάπη. Του τραγουδούσε, τον κοίμιζε, του μάθαινε παιχνίδια, μαζί χάζευαν τον κόσμο από το παράθυρο. Εάν ο Τζέιμι έφευγε από κοντά της, η ζωή θα γινόταν για την Έιντα κόλαση σωστή· όχι βέβαια πως και τότε δεν ήταν… Η ίδια ήταν αναλφάβητη. Της μάνας απόφαση. Δεν ήξερε τη γεύση και την όψη των φρούτων, των γλυκών, των κουλουριών, δεν είχε τίποτα δικό της, μια φίλη να της χαμογελάσει, να πιαστούν από το χέρι. Αλλά αυτή η κατ’ όνομα μόνον μάνα δεν γνώριζε το παιδί της. Και ούτε μπορούσε να φαντασθεί τι λογής και πόσες δυνάμεις έκλεινε μέσα του.

Τις μέρες που ο Τζέιμι ετοιμαζόταν για το σχολείο και κατέβαινε στους δρόμους, η Έιντα κατάφερε μια σημαντική νίκη: έπειτα από εξαντλητικές προσπάθειες, στην κυριολεξία αιματηρές, διότι η κοπέλα μάτωνε πέφτοντας, έμαθε να περπατά. Όχι τέλεια, βέβαια, και τα βήματά της ήταν μετρημένα, ωστόσο αυτό ήταν ένα κατόρθωμα. Ένα θρόισμα ευτυχίας. «Ίσως τότε η μαμά να μου χαμογελούσε…» σκεφτόταν αρπάζοντας την καρέκλα για να σταθεροποιήσει τα βήματά της.

Η Έιντα, η οποία είναι και η αφηγήτρια της καταπληκτικής αυτής ιστορίας, εξομολογείται: «Το κράτησα μυστικό, φυσικά», μας λέει, ενώ οι προσπάθειες συνεχίζονται – και οι πόνοι, επίσης…

Ότι τελειώνει ο Αύγουστος, μια σκοτεινιά κατακάθεται στους δρόμους και στις κατοικίες των ανθρώπων από νωρίς, καθώς όλα γύρω εγκυμονούν πολλά δεινά για τον κόσμο· ο πόλεμος βρίσκεται πλέον ante portas. Οι γερμανικές δυνάμεις δεν έφθασαν ξάφνου στις όχθες του γερο-Τάμεση, όπως αποκαλούν οι Άγγλοι τον ποταμό τους, παρά αρχικώς εισέβαλαν στην Πολωνία, την 1η Σεπτεμβρίου του 1939. Αμεσότατα, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον τους. Επρόκειτο για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος υπήρξε η πιο θανατηφόρα σύγκρουση στην ανθρώπινη ιστορία. Ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκειά του είναι συγκλονιστικός: υπολογίζεται σε 50 έως 85 εκατομμύρια απώλειες ατόμων όλων των ηλικιών – νέων, το πλείστον. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι νεκροί του Ολοκαυτώματος (περισσότερες από 11 εκατομμύρια ψυχές).

 Ας υποστηρίζουν ορισμένοι πως δεν αλλάζουν οι άνθρωποι. Η ζωή είναι που αλλάζει γνώμη και πορεία και, αθόρυβα και διακριτικά, τους αποκαλύπτει κρυμμένες και φυλαγμένες χαρές, αγάπες μέχρι χθες άγνωστες, συντρόφους που βαστούν στα χέρια τους τα δώρα των Μάγων – την υπόσχεση της ευτυχίας.

Στο Λονδίνο, όπου η βρετανική αντίσταση απέναντι στους ναζί ευθύς εξαρχής θα κρατηθεί ζωντανή, και στα μεγάλα αστικά κέντρα γενικώς, έπειτα από απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής Πολέμου, τα παιδιά φεύγουν ομαδικώς για την επαρχία, όπου παραδίδονται στα χέρια ανάδοχων οικογενειών, φυσικά για λόγους ασφαλείας.

Από τη γειτονιά της Έιντα και του Τζέιμι αναχωρούν όλα σχεδόν τα παιδιά μηδέ εξαιρουμένου του Τζέιμι. Την ταλαίπωρη Έιντα η μητέρα της αποφασίζει να μην τη στείλει· στο παιδί είπε άκαρδα: «Εσένα ποιος να σε θέλει; Κανείς».

Η Έιντα, όμως, με τη βοήθεια του αδελφού της και ενός γειτονόπουλου, το σκάει· τα παιδιά τη βοηθούν και ύστερα από ταξίδι με ένα κατάφορτο τρένο, έφθασαν στο χωριό και εκεί η κυρία, η υπεύθυνη για των παιδιών την εγκατάσταση, τα παρέδωσε σε μια γυναίκα μοναχική και λιγομίλητη· και ελαφρώς απρόθυμη. Τη μις Σούζαν Σμιθ.

Η κατοικία της ήταν απλή, πνιγμένη στο πράσινο, σπίτι με τη δική του μυστική ζωή· έξω από το σπίτι, μες στους ανθισμένους θάμνους και τα μυρωμένα δρομάκια, πηγαινοερχόταν ένα κατάξανθο αλογάκι. Ένα πόνι. Ένα βλέμμα χρειάστηκε για να του χαρίσει η Έιντα την καρδιά της.

«Εγώ δεν έχω ιδέα για το πώς φροντίζει κανείς δυο παιδιά…» είπε αργότερα η μις Σμιθ. Η Έιντα ανασήκωσε τους ώμους της· μήπως η ίδια είχε δεχτεί ποτέ φροντίδες; Ή μήπως είχαν άλλα ρούχα μαζί τους για να αλλάξουν. Η γυναίκα βρήκε ρούχα καθαρά, μπλούζες να αλλάξουν, έδεσε το πόδι της Έιντα που μάτωνε, χτένισε τ’ αδέλφια, τα έπλυνε, χόρτασε την πείνα τους.

«Σχολείο δεν πας;» κοίταξε το κορίτσι η μις Σούζαν Σμιθ. «Όχι, βέβαια, με τέτοιο πόδι…» είπε ο Τζέιμι χωρίς κακία, απλώς φέρνοντας στη μνήμη τα άθλια λόγια μιας άθλιας γυναίκας. Και η μις Σμιθ ξεφυσώντας: «Το πόδι της είναι πολύ μακριά από το μυαλό της».

Τα κοίμισε σαν βασιλόπουλα. Τα πρόσεξε σαν μάνα, κι ας μην ήξερε από χάδια και φιλιά. «Μις», ρώτησε η Έιντα με μισόκλειστα μάτια «ποιανού είναι το πόνι;». «Τον λένε Μπάτερ», της απάντησε. «Μου τον χάρισε η Μπέκι». Η μέρα ξημέρωσε λαμπερή. Πουλιά και μοσκοβολιές και ο Μπάτερ. Το πόνι την πλησίασε, έγειρε το κεφάλι, οσφράνθηκε τα χέρια της. Τον αγκάλιασε. Της μύρισε ζεστό, γλυκό βούτυρο. Ο παράδεισος.

Δεν γνώριζαν τίποτε αυτά από τον πόλεμο που μαινόταν μακριά τους και που απειλούσε την πατρίδα· έναν πόλεμο ήξερε η Έιντα, αλλά αυτός ήταν καθημερινός και μες στο δωματιάκι του Λονδίνου. Για τον Χίτλερ δεν είχε ακριβείς πληροφορίες αλλά, εάν της δίνονταν, θα σκεφτόταν πως είχε αφήσει πίσω της το πανομοιότυπό του.

Ωστόσο, δεν αφέθηκε στη γλύκα του τοπίου, στο θείο φως, έπειτα από αιώνες σκοτεινιάς και μούχλας. Η μις Σμιθ ήταν ο πρώτος άνθρωπος που τη φρόντισε σε όλη –τη μικρούλα– ζωή της και το σπίτι της η πρώτη ζεστή, στοργική φωλιά όπου έγειρε να αναπαύσει τα πονεμένα, πληγιασμένα πόδια της· το μαλακό στρώμα ήταν η αγκαλιά μιας μάνας που δεν είχε. Της φαινόταν απίστευτο. Αδύνατο. Της φαινόταν λάθος ή όνειρο κι είχε τον φόβο μην ξυπνήσει.

Γι’ αυτό και έκλεισε την καρδούλα της, τη φυλάκισε όπως είχε φυλακίσει την ίδια η «μάνα» της, την έδεσε χειροπόδαρα λόγω του φόβου της αγάπης.

«Έλα». Μου άπλωσε το χέρι της. «Έχει περάσει η ώρα. Πρέπει να πάμε στον γιατρό και να κάνουμε μερικά ψώνια».

«Δεν χρειάζομαι βοήθεια», της είπα.

«Μη γίνεσαι γελοία», μου είπε και με τράβηξε να σηκωθώ. Προσπάθησα να την απομακρύνω, όμως το πόδι μου με πονούσε τόσο πολύ, που τελικά την άφησα να με βοηθήσει να ξαναμπώ στο σπίτι…

Ο γιατρός που την κοίταξε καλά, έφριξε. «Στρεβλοποδία», είπε, «που θα μπορούσε να μην ήταν σοβαρή, εάν τη φρόντιζαν από τη βρεφική ηλικία. Τώρα θα χρειαστεί εγχείρηση από ειδικό συνάδελφο. Και επίσης, τα παιδιά θέλουν ήλιο και καλή τροφή. Είναι σοβαρά υποσιτισμένα. Η κοπέλα παρουσιάζει αρχές ραχίτιδας. Πονάς πολύ;» ρώτησε. Και η Έιντα, που εκείνη την ώρα πονούσε αφόρητα: «Εντάξει», είπε. Μα δεν ήταν τα πράγματα καθόλου εντάξει. Ήταν απαραίτητη η συγκατάνευση της μητέρας, αλλά αυτή δεν εννοούσε να απαντήσει στις συνεχείς εκκλήσεις της μις Σμιθ.

Παρουσιάστηκε κάποτε αργά, πολύ αργά, στο σπίτι όπου πλέον βασίλευε η ευτυχία, η γνώση και ο σεβασμός ανάμεσα στα παιδιά και στη μις Σούζαν Σμιθ· εκεί όπου κυριαρχούσε μια αίσθηση πληρότητας και γλυκύτητας, που κανείς μέχρι τότε δεν είχε νιώσει· η ασυνείδητη γυναίκα παρουσιάστηκε όχι για τα παιδιά, παρά για τα λεφτά.

Τέλος, τον αναγνώστη –κάθε ηλικίας– καθηλώνει και ιδιαιτέρως χαροποιεί η αγωνιστικότητα της Έιντα, της υπέροχης ηρωίδας του μυθιστορήματος.

Ως να εμφανισθεί όμως είχαν μεσολαβήσει πολλά, γεγονότα άλλοτε συνταρακτικά, άλλοτε τραγικά και κάποτε ειρηνικά και ευεργετικά, ευλογημένα από Θεό και από ανθρώπους. Και πρώτο και κύριο, το αναμενόμενο: η μις Σμιθ πλησίασε σιγά μα σταθερά, με ανοιχτή καρδιά και ευρύτητα σκέψης τα παιδιά, τα αγάπησε όπως θα αγαπούσε τα δικά της, εάν η ζωή την ευεργετούσε ή αν ως νέα τα ονειρευόταν. Δεν τα επιθυμούσε όμως· μα να, δίχως να το περιμένει, απόκτησε παιδιά της καρδιάς, πλάσματα που αφού πρώτα τα ευσπλαχνίστηκε, έπειτα τα αγάπησε και άνοιξε ριγώντας και τα δυο της χέρια κι εκείνα πήγαν και χώθηκαν στην αγκαλιά της· στον ζεστό κόρφο της οι ανάσες τους ενώθηκαν, ξαστέρωσαν τα μάτια τους και πια ο κόσμος τους ομόρφυνε, πλάτυνε, έγινε υποσχετικός και δίκαιος. Ας υποστηρίζουν ορισμένοι πως δεν αλλάζουν οι άνθρωποι. Η ζωή είναι που αλλάζει γνώμη και πορεία και, αθόρυβα και διακριτικά, τους αποκαλύπτει κρυμμένες και φυλαγμένες χαρές, αγάπες μέχρι χθες άγνωστες, συντρόφους που βαστούν στα χέρια τους τα δώρα των Μάγων – την υπόσχεση της ευτυχίας. Τότε και οι άνθρωποι αλλάζουν: δίνουν και παίρνουν χαρές, ανταλλάσσουν όνειρα και επιθυμίες, προσδοκούν, περιμένουν, αγρυπνούν, αγαπούν.

Ο πόλεμος εδραιωνόταν, απλωνόταν στις πολιτείες του κόσμου. Άνθρωποι χάνονταν, παιδιά θυσιάζονταν, ορφάνια και πείνα, απελπισία και θρήνος. Χώρες ανήμπορες, λέξεις ανείπωτες. Η συντριβή. Μα και η αντίσταση. Και η ζωή.

Στο χωριό όπου είχαν βρει σπίτι, αγάπη και καταφυγή τα δυο αδέλφια, για ένα διάστημα βασίλευε η γαλήνη· και η ελπίδα. Τότε και άνθισε σαν λουλούδι μέσα από το παγωμένο χώμα η Έιντα. Το πόδι της πήγαινε καλύτερα, ίππευε, μάθαινε γράμματα, ραπτική, αγαπήθηκε, έκανε φίλους, σε σοβαρές καταστάσεις έδειξε οξύνοια και θάρρος, η ζωή γελούσε, ο Τζέιμι γελούσε, γελούσαν και τα όμορφα βιβλία της μις Σμιθ, και παρότι όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί, περνούσαν τις νύχτες τους στο καταφύγιο, δεν άλλαξε τίποτε ανάμεσά τους. Η αγάπη, η ευγένεια, ο αλτρουισμός, τους είχαν πλέξει δίχτυ γερό, προστατευτικό.

Ώσπου, μια μέρα που επέστρεφε με το πόνι η Έιντα, την είδε. Τη μητέρα της. Στεκόταν έξω από το σπίτι. Εκείνη δεν την αναγνώρισε. Είχε λάβει ένα κυβερνητικό έγγραφο όπου της όριζαν να πληρώνει ορισμένα –ελάχιστα– χρήματα για τη φιλοξενία των παιδιών της στην ανάδοχη μητέρα και είχε εκραγεί. Είχε εκραγεί και με τις προετοιμασίες για την εγχείρηση της Έιντα. Δεν συμφωνούσε. Βεβαίως, η μις Σούζαν δεν ήθελε χρήματα. Μόνο σεβασμό απαίτησε. Που δεν τον είδε.

«Τι διάολο είναι όλα αυτά;» είχε ρωτήσει εκείνη. «Ποια νομίζεις ότι είσαι, μου λες; […] Να μου ’ρχεσαι ως εδώ πάνω στο πόνι!» έβαλε φωνή δυνατή. «Θαρρείς κι έγινες πριγκίπισσα! […] Έλα, σήκω. Πάμε σπίτι». Τα πήρε μαζί της…

Βιβλίο πλήρες αισθημάτων, αλλά και σωστής και ακριβούς θέασης της κοινωνίας των ανθρώπων. Ιστορία αντιπολεμική, ανασταίνει για τα μεγάλα παιδιά και τους εφήβους ένα από τα μέγιστα δράματα της ανθρωπότητας, όπως είναι ο πόλεμος. Ζωντανεύει, έστω και εν ολίγοις, την οδύνη και το πένθος που είναι οι ένοπλες συρράξεις ανάμεσα σε κράτη ή σε ομάδες. Ιστορία περηφάνιας, επίσης, και ιστορία αγάπης ανιδιοτελούς. Τέλος, τον αναγνώστη –κάθε ηλικίας– καθηλώνει και ιδιαιτέρως χαροποιεί η αγωνιστικότητα της Έιντα, της υπέροχης ηρωίδας του μυθιστορήματος.

bradleyΟπωσδήποτε να σταθούμε στην πολύ καλή μετάφραση της Στέλλας Κάσδαγλη.

Ο πόλεμος που έσωσε τη ζωή μου είναι το δέκατο έβδομο βιβλίο της συγγραφέως Kimberly Brubaker Bradley (1967, Ιντιάνα, ΗΠΑ). Ας σημειωθεί ότι το παρόν μυθιστόρημα έχει λάβει πολλές έγκυρες διεθνείς διακρίσεις.

 

Ο πόλεμος που έσωσε τη ζωή μου
Kimberly Brubaker Bradley
μετάφραση: Στέλλα Κάσδαγλη
Εκδόσεις Παπαδόπουλος
286 σελ.
ISBN 978-960-569-651-1
Τιμή €13,99
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΝΕΑΝΙΚΑ - ΕΦΗΒΙΚΑ
Kiran Millwood Hargrave: «H Τζούλια και ο καρχαρίας»

Εμένα με λένε Τζούλια. Και θα σας διηγηθώ την ιστορία από εκείνο το καλοκαίρι που πέρασα σε έναν φάρο. Το καλοκαίρι που σχεδόν έχασα τη μαμά μου και βρήκα έναν καρχαρία πιο παλιό κι από τα αιωνόβια δέντρα... Απλά,...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΝΕΑΝΙΚΑ - ΕΦΗΒΙΚΑ
Στέλλα Στεργίου – Γεωργία Ζάχαρη: «Άλκη Ζέη: Κοντά στις ράγιες»

Μία πολύ επιτυχημένη μεταφορά σε graphic novel ενός από τα πιο αγαπημένα μυθιστορήματα της μεγάλης Ελληνίδας συγγραφέα, της Άλκης Ζέη, η οποία απεβίωσε το 2020, υπογράφουν δύο νέες γυναίκες...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΝΕΑΝΙΚΑ - ΕΦΗΒΙΚΑ
Θοδωρής Κούκιας: «Τετράγωνα κύματα, ιπτάμενες μέδουσες»

Συναρπάζει νεαρούς αλλά και μεγαλύτερους αναγνώστες το βιβλίο του Θοδωρή Κούκια Τετράγωνα κύματα, ιπτάμενες μέδουσες, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος, για αναγνώστες από 15 ετών. Η ιστορία του...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.