«Ο στρατιώτης που δεν ήθελε τον πόλεμο (Ταμούρα Γιοσικάζου)» του Πέτρου Γκάτζια
Κάτω από τον καυτό ήλιο
στρατιώτες φτιάχνουν αεροδρόμια
ιδρωμένοι και αμίλητοι.
Η κατασκευή προχωρά μέρα με την ημέρα.
Σήμερα ήρθε για επιθεώρηση και ο υπασπιστής.
Καθόμαστε στην παραλία, σκουπίζοντας ιδρώτα από το πρόσωπό μας
και ατενίζουμε τη θάλασσα, περιμένοντας γράμματα από την πατρίδα.
Στα κλαδιά, πάνω στις καρύδες,
τραγουδούν παραδεισένια πουλιά.
Ώρα με την ώρα, ξημερώνει.
Ο Ταμούρα Γιοσικάζου δεν είχε κλείσει ακόμη τα 27 όταν έγραφε αυτούς τους στίχους, σε μια ανάπαυλα από το πεδίο της μάχης, στον Ειρηνικό. Οι λίγες αυτές γραμμές, μαζί με περιγραφές, ακόμη και αντίγραφα επιστολών του προς την οικογένεια και τους φίλους του, βρέθηκαν σε ένα προσεγμένο τετράδιο, σε ένα ημερολόγιο που κρατούσε σχολαστικά μέχρι τον θάνατό του το 1944.
Η περίπτωσή του δεν είναι η μόνη. Πολλοί Ιάπωνες στρατιώτες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κρατούσαν ημερολόγια τηρώντας και τιμώντας, αρκετοί απ’ αυτούς, μια προαιώνια λογοτεχνική παράδοση.
Οι καταγραφές εδώ αφορούν την περίοδο μεταξύ Απριλίου και Δεκεμβρίου του 1943. Ο στρατιώτης Ταμούρα Γιοσικάζου είναι σίγουρο ότι κατατάχθηκε αναγκαστικά, όπως χιλιάδες άλλοι. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν οι δικοί του άνθρωποι, η φύση στα μέρη όπου βρισκόταν και βέβαια η λογοτεχνία, όπου όμως δεν πρόλαβε να εξελίξει τη γραφή του.
Είναι απ’ αυτές τις περιπτώσεις που σε κάνουν να αναρωτιέσαι τι θα συνέβαινε εάν κατάφερνε να επιζήσει, να επιστρέψει στην πατρίδα του και να συνεχίσει να γράφει. Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Το ημερολόγιό του το πήρε από το πτώμα του ο Αυστραλός στρατιώτης που τον σκότωσε, ο οποίος βέβαια δεν τον γνώριζε.
Χρόνια αργότερα, αυτό το ημερολόγιο, αφού θα έχει πρώτα εξεταστεί από τις αυστραλιανές μυστικές υπηρεσίες και θα έχει αποχαρακτηριστεί, θα φτάσει στην οικογένειά του χωρίς άλλα προσωπικά του αντικείμενα.
Σύμφωνα με τις περιγραφές, ο Ταμούρα ήταν ψηλός για την εποχή του και καλοφτιαγμένος. Γράφει πως είχε εντυπωσιαστεί από τους ντόπιους στη Νέα Γουινέα: «Μιλούν γρήγορα σε μια ξένη γλώσσα. Οι στρατιώτες τούς ακούν με πραγματική θέληση να τους καταλάβουν. […] Τους καταλάβαμε. Ήρθαν να ανταλλάξουν προϊόντα. Σε μικρές τσάντες από σχοινί, κουβαλούν ο καθένας από περίπου 20 μπανάνες και παπάγιες, για να τις ανταλλάξουν με ό,τι έχουν οι στρατιώτες...»
Και δεν διαφέρει από κανέναν άνθρωπο με ευαισθησίες, όταν αφήνει τους στίχους να κυλήσουν στο χαρτί:
Κάθομαι κάτω από τον ίσκιο μιας καρύδας
ατενίζοντας τον ουρανό, πάνω από τα κύματα του ωκεανού
έχοντας στον νου την πατρίδα, από εδώ, τη Νέα Γουινέα.
Μ’ αυτόν τον καύσωνα είναι πολύ δύσκολο να καταλάβεις
πόσο μακριά είναι αυτό το μέρος από το σπίτι...