«Ο φίλος του Στίβενσον, θαυμαστής του Μπρουκ (Χένρι Τζέιμς)» του Πέτρου Γκάτζια
Εκείνο το απόγευμα της 1ης Δεκεμβρίου του 1915, ο Χένρι Τζέιμς κατέρρεε ύστερα από εγκεφαλικό στο σπίτι του στο Λονδίνο. Οι γιατροί στην αρχή έλεγαν ότι δεν θα συνερχόταν ποτέ, όμως η κατάστασή του τις εβδομάδες που ακολούθησαν έδειχνε να έχει σταθεροποιηθεί. Κάποιες ημέρες είχε όρεξη για κουβέντα, κάποιες άλλες καλούσε τη γραμματέα του και της υπαγόρευε επιστολές, υποδυόμενος τον Ναπολέοντα. Μερικές φορές κουνούσε το χέρι του αδιόρατα, όπως ήταν ξαπλωμένος, σαν να έγραφε κάτι. Η χήρα του αδερφού του εγκατέλειψε τα πάντα προκειμένου να είναι στο προσκεφάλι του, όπως και πολλοί στενοί φίλοι του.
Ωστόσο, ήταν πλέον 73 ετών, με πολλά προβλήματα υγείας, καρδιοπαθής και με ιστορικό κατάθλιψης. Τον Φεβρουάριο του 1916 όλα είχαν τελειώσει για αυτόν τον γραφιά, ο οποίος όσο ζούσε είχε αποκτήσει τη φήμη του δύσκολου συγγραφέα, που απευθυνόταν σε έξυπνους αναγνώστες.
«Βλέπω παντού φαντάσματα...» είχε πει κάποτε ο ίδιος ο Χένρι Τζέιμς, ο οποίος κυριάρχησε και κυριαρχεί ακόμη στα γράμματα –ειδικά μετά τον θάνατό του– «στοιχειώνοντας» άλλους συγγραφείς, αλλά και κριτικούς.
Είχε μια παράξενη, στενή φιλική σχέση με τον «παραμυθά» Ρ.Λ. Στίβενσον, αλλά το τελευταίο δοκίμιό του προτού πεθάνει αφορούσε τον ποιητή Ρούπερτ Μπρουκ. Έγραψε μάλιστα σε κοινό τους φίλο ότι η απώλεια του Βρετανού ποιητή ήταν «ό,τι πιο ηλίθιο μπορούσε να συμβεί στον κόσμο».
Ο εγγονός του Ιρλανδού εμιγκρέ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1843, αλλά πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε ταξίδια στην Ευρώπη μαζί με την οικογένειά του, αποκτώντας την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Τα παιδιά σ’ αυτή την οικογένεια, όπως έλεγε ο ίδιος, ανατράφηκαν με τη λογική να γίνουν κάτι στη ζωή τους και μάλλον εκείνος, παρά τα προσωπικά του προβλήματα, τα κατάφερε.
Άλλωστε, όπως είχε και ο Έλιοτ γι’ αυτόν: «Είχε ένα μυαλό υπέροχο, που καμία ιδέα δεν μπορούσε να το παραβιάσει». Ή αλλιώς, όπως σχολίαζε συχνά κάποιος κριτικός στα χρόνια της παντοδυναμίας του: «Ο Χένρι Τζέιμς είναι η χελώνα που κερδίζει τον αγώνα...»