fbpx
«Τι είναι η ποίηση» του Μ. Γ. Μερακλή

«Τι είναι η ποίηση» του Μ. Γ. Μερακλή

Είναι αμέτρητες οι φορές, όπου οι ασχολούμενοι θεωρητικά με την ποίηση (ποιητές και μη) επιχειρούν να της δώσουν (και δίνουν) έναν ορισμό. Και πιστεύω πως αυτό θα γίνεται πάντα, δεδομένου ότι η ποίηση (η λογοτεχνία εν γένει) δεν συνιστά κάποιο φυσικό στοιχείο ή φαινόμενο, ώστε να είναι δυνατό να εξετάζεται στα εργαστήρια των θετικών επιστημόνων και να προσδιορίζεται με ακρίβεια, όπως συμβαίνει, ας πούμε, με το φως, το δέντρο, τη νύχτα κ.λπ.

Είναι δηλαδή φανερό ότι την ποίηση, την ουσία της, πρέπει να την αναζητούμε κανονικά μέσα μας, στον (ρευστό εν πολλοίς) εσωτερικό κόσμο των συναισθημάτων και των στοχασμών μας, με όποιον τρόπο, και όχι στον εξωτερικό, φυσικό κόσμο, ο οποίος απλώς αντανακλάται στον εσωτερικό μας κόσμο. Τελικά η ποίηση είναι κάτι απροσδιόριστο, μολονότι υπάρχει, αν όχι σε όλους τους ανθρώπους, σε πολλούς (και θα υπάρχει).

Οπωσδήποτε έχω καταλήξει στη γενικήν άποψη ότι η ποίηση υφίσταται και έξω από την προσδιοριζόμενη –με μορφολογικά, υφολογικά και άλλα δεδομένα– περιοχή της. Κι αυτό το διατυπώνω με την ακόλουθη διαζευκτική παρατήρηση: Η Λογοτεχνία δεν είναι μόνο Λογοτεχνία· και Λογοτεχνία δεν είναι μόνο η Λογοτεχνία. Δηλαδή, απλούστερα, η Λογοτεχνία δεν περιέχει μόνο λογοτεχνικά στοιχεία αφενός και, αφετέρου, μη λογοτεχνικά κείμενα δυνητικά περιέχουν και λογοτεχνικά στοιχεία.

Στην πρώτη περίπτωση αυτής της διάταξης έχω αναφέρει κι άλλοτε ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το παίρνω από την πολύ γνωστή επιστολή του Ένγκελς προς τη συγγραφέα M. Harkness (1888) με αφορμή το μυθιστόρημά της A City Girl. Χαρακτηρίζει εκεί ο Ένγκελς τον Μπαλζάκ «δάσκαλο του ρεαλισμού σε μεγάλην απόσταση από όλους τους Ζολάδες, τωρινούς και όσους θα έλθουν». Και συνεχίζει λέγοντας ότι το έργο του Η ανθρώπινη κωμωδία είναι μια «θαυμαστά ρεαλιστική ιστορία της γαλλικής κοινωνίας καθώς, με τον τρόπο χρονικού, περιγράφει από χρονιά σε χρονιά, από το 1816 έως το 1848, τις σταδιακές ρωγμές που προκαλούσε η ανερχόμενη αστική τάξη (Bourgeoisie) προς την κοινωνία των ευγενών, η οποία μετά το 1815 ανασυντασσόταν και, όσο μπορούσε, αποκαθιστούσε τον τρόπο ζωής της παλαιάς γαλλικής τάξης των ευγενών».

Ο Ένγκελς δήλωνε ότι για όλην αυτή τη διαδικασία έμαθε περισσότερα απ’ όσα πήρε απ’ «όλους τους επαγγελματίες ιστορικούς, οικονομολόγους, στατιστικολόγους». Κι αυτό, μολονότι ο Μπαλζάκ ήταν νομιμόφρων και το μεγάλο του έργο αποτελεί «ένα σταθερό μοιρολόι για την ασυγκράτητη πτώση του καλού κόσμου – όλες του οι συμπάθειες ανήκαν στην τάξη που ήταν καταδικασμένη». Αυτή την αντινομία ανάμεσα στο συναίσθημα και στην απόφαση να πει ο Μπαλζάκ την πραγματικήν αλήθεια θεωρεί ο Ένγκελς «θρίαμβο του ρεαλισμού».

Όλ’ αυτά ήλθαν στον νου μου καθώς αναζητούσα κάτι στα Απομνημονεύματα Πολεμικά του Χριστόφορου Περραιβού (δημοσιευμένα στη σειρά Απομνημονευμάτων των Αγωνιστών, του Γεώργιου Τσουκαλά, τ.2, σ.61), κι έπεσε η ματιά μου στην αναφορά ενός γλεντιού στον καιρό της τουρκοκρατίας, και συγκεκριμένα στη συμφιλίωση Σουλιωτών και Τουρκαλβανών (Γκέκηδων) υπέρ του Αλή πασά, που τον πολεμούσε η Πύλη.

«Μετά δε τριών ωρών συνομιλίας τους επαρεκάλεσαν ν’ απέλθωσιν αντάμα εις το στρατόπεδον να ευφρανθώσι· να προστάξωσι προς τούτοις και όλον το στράτευμά των να πράξῃ το ίδιον. Εξερχομένων λοιπόν έδραμον και οι νικηταί από το στρατόπεδον άοπλοι εις προϋπάντησίν των, και ενηγκαλίζοντο ο είς μετά του άλλου, και εφιλούντο εις τρόπον, ως να ήσαν αδελφοί και προ πολλού χρόνου πλανώμενοι, και εστερημένοι αλλήλοις της προσωπικής γνωριμίας. Εκάθισαν έπειτα επάνω εις ποικιλόχροα άνθη και πρασινάδας της γης, τους επρόσφεραν διάφορα οπωρικά και ρακήν. Μετά ταύτα, διαιρέσαντες αυτούς εις δεκαρχίας, εμοίραζαν εις κάθε μίαν έν πρόβατον εψημένον, ψωμιά, τυρόν και σκόρδον· εις κάθε δεκαρχίαν εκείνων συνεκάθητο και άλλη μία των Σουλιωτών και συμμάχων, ώστε η κάθε τράπεζα εσχηματίζετο από μίαν εικοσαρχίαν, ήτις έπρεπε να έχῃ και έναν αξιωματικόν επί κεφαλής διά την καλήν ευταξίαν· οι δε αρχηγοί συνεγεύοντο μετά των αρχηγών. Μετά δε το φαγείν δεν έβλεπέ τις άλλο εις εκείνο το στρατόπεδον, παρά χορούς, πηδήματα, αρμονίας οργάνων, τραγούδια, δίσκον (ρίψιν του λιθαρίου) και άλλα όμοια ηρωικά παιγνίδια. Κατά δε την δεκάτην ώραν της ημέρας, ασπαζόμενοι αλλήλοις, διεχωρίσθησαν με πολλούς κρότους πυροβολισμών (το οποίον είναι γενική συνήθεια εις την Ελλάδα)».

Το ότι εγώ αισθάνθηκα να περνά μέσα από την πιο πάνω σελίδα (όπως άλλωστε και από άλλες του Περραιβού) κάποια ποιητική πνοή, ασφαλώς δεν υποχρεώνει κανέναν να συμφωνήσει. Άλλωστε με όσα είπα, έγινε, νομίζω, φανερό, ότι σε ποιητικές (και γενικά αισθητικής φύσεως) αξιολογήσεις πρέπει να δεχτούμε ως αναγκαίον όρο την παραδοχή της υποκειμενικότητας των κριτηρίων. Ας είμαστε, επιτέλους, σε κάτι πραγματικά ελεύθεροι.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.