fbpx
«Χωρίς ή με»

«Χωρίς ή με»

Διατηρώ, επί πολλά χρόνια, επιφυλάξεις για πολλούς προβληματισμούς μου για μια οριστική και τελική απάντηση, ναι ή όχι. Οι προβληματισμοί μου δεν ήταν/είναι θεόσταλτοι, αλλά κοινωνικοί, οικονομικοί και ρεαλιστικοί, που βίωνα στην καθημερινότητά μου και τους επέκτεινα και σε άλλους ανθρώπους ή ομάδες ή έθνη ή προέρχονταν από ιστορικές εποχές και σελίδες.

Να ζεις με ελευθερία ή χωρίς;

Να είσαι πλούσιος, πάμπλουτος ή επαρκής;

Είναι γνωστό ότι στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής, που η χώρα είχε χάσει την ελευθερία της και μαζί της τα όποια αγαθά της, έστω για μια βασική διατροφή και ένδυση, ο λαός προσπαθούσε να βρίσκει διάφορες λύσεις για την αντικατάστασή τους, καθώς και τρόπους αντίστασης σε όλα τα δεινά. Οι κουβέρτες, οι κουρτίνες γίνονταν παλτά, οι σαμπρέλες σόλες για παπούτσια, τα ξύλα έφτιαχναν τσόκαρα, τα ρεβίθια καβουρντίζονταν για καφέδες, και στον πάτο του φλιτζανιού οι γυναίκες έβλεπαν όπλα, σκοτωμένους, νεκρά παιδιά και στο βάθος μια ανάσταση. Τα ρεβίθια γίνονταν επίσης κεφτέδες, οι μεζέδες στα πάρτι. Προσφέρονταν στους καλεσμένους που είχαν συγκεντρωθεί για μια άλλη δράση. Το πάρτι ήταν το πρόσχημα. Σε αυτά κουβεντιάζονταν τα θέματα της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της αντίστασης, της αλληλεγγύης, αντάλλασσαν βιβλία, έντυπα και άλλα, παίρνονταν αποφάσεις. Αν ερχόταν ο εχθρός με τις μπότες, το κράνος με τα διακριτικά SS ή την επιστήθια μεταλλική πλάκα με τα ίδια διακριτικά και το προτεταμένο αυτόματο όπλο, θα βρισκόταν αντιμέτωπος με μια παρέα που διασκέδαζε.

Οι άνθρωποι γίνονταν ευρηματικοί.

Τότε ή και σε όλη τη δεκαετία του ’40 τραγουδιόταν ένα μεγάλο σουξέ, όπως έλεγαν τις επιτυχίες, με λόγια απλά: «Θα ξανάρθεις, όσα χρόνια κι αν περάσουν θα ξανάρθεις». Αυτή που θα ξαναρχόταν ήταν η ελευθερία, η δημοκρατία και καμιά λογοκρισία δεν ήταν ικανή να τη βρει πίσω από αυτό το τραγούδι.

Δεν θα ήθελα ποτέ να ξαναζήσω τέτοιες εποχές. Ούτε να διατηρώ τέτοιες αναμνήσεις, που δηλητηριάζουν το αίμα μου. Θα προτιμούσα οι άνθρωποι, οι ομάδες, οι λαοί να ζουν με… Με όλα τα με, εκτός πολέμου, λοιμών και λιμών, όσο ρομαντικό ή ανεδαφικό και αν ακούγεται.

Υπήρχε μια διαδεδομένη και εντελώς λαθεμένη άποψη, και ίσως να λέγεται ακόμα για τους ανθρώπους της Τέχνης: ποιητές, συγγραφείς, θεάτρου, στατικών ή άλλων μορφών, ότι τάχα δημιουργούν όταν υποφέρουν. Αλλά να υποφέρουν από τι;

Και ο Λέων Τολστόι, ο Τόμας Μαν, ο Έλιοτ, ο Βισκόντι, ο Ελύτης και τόσοι άλλοι, για να αναφέρω τους πλέον γνωστούς, που δημιούργησαν και διέτρεξαν τον χρόνο, και δεν αμφισβητούνται, πεινούσαν; Ακούγεται αφελές και γραφικό.

Όμως, δεν θα ήθελα να κρατάω μολύβι ή στιλό, να δαχτυλογραφώ σε γραφομηχανή ή τα αθόρυβα πλήκτρα του κομπιούτερ μου, φορώντας γάντια όπως οι Έλληνες συγγραφείς τα χρόνια του ’40 ή να πεθάνω από διάτρηση στομάχου αβοήθητη από γιατρούς και φάρμακα. Μοιράζομαι τις σκέψεις μου μαζί σας, γιατί όλοι μας ξέρουμε τι διερχόμαστε αυτά τα χρόνια και παρακολουθούμε, όσο μπορούμε, αυτά που συμβαίνουν για να ξεπεράσουμε την ένδεια και να επιβιώσουμε μέσα από υψηλότερες μορφές δημιουργίας.

Αναλογικά με τον πληθυσμό μας είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των μουσικών, των τραγουδιστών, των εικαστικών εκθέσεων, των καλλιτεχνικών προγραμμάτων, των μαθητών στα ωδεία και των θεατών στις όπερες, στις συναυλίες, στις θεατρικές αίθουσες, στα μπαλέτα εθνικά ή προσκαλεσμένα, και το εκλαμβάνω ως μια ένδειξη αντίστασης και προβολής των αξιών του πολιτισμού.

Ταυτόχρονα, είναι συχνές οι εξομολογήσεις ηθοποιών ή άλλων καλλιτεχνών που παρέχουν το ταλέντο τους, τις δυνατότητές τους, τα εκφραστικά τους μέσα χωρίς αποδοχές εκτός από την αποδοχή του κοινού. Είναι η δική τους προσφορά στην προσπάθεια να μη λυγίσει αυτός ο λαός, να μην υποβιβαστεί το πεδίο του πολιτισμού μας, να μη μεταφράζει τα πάντα σε ευρώ και να υποκύπτει σε αυτό.

Μετράω τις δεκάδες που σχηματίζονται σε θεατρικά σύνολα, σε παραστάσεις σε εγκαταστάσεις που χτίζουν, με τον έναν τρόπο ή τον άλλο, οι ίδιοι, τις προσφορές σε δωρεάν είσοδο σε ανέργους και φοιτητές, και τις μειωμένες τιμές για συνταξιούχους και υπερήλικες, και νιώθω συγκίνηση και ευγνωμοσύνη. Τα μουσεία, ενώ περιορίζουν τις ημέρες λειτουργίας τους για εξοικονόμηση πόρων, δέχονται το κοινό ορισμένες ημέρες χωρίς πληρωμή εισόδου.

Με ποια προοπτική, όμως, συμβαίνουν όλα αυτά και σε ποια διάρκεια χρόνου θα επεκταθούν οι αντοχές;

Τον 19ο αιώνα, κυρίως, η θνησιμότητα, που πέρασε μέσα από τον 20ό και υπάρχει, έστω μειωμένη και σήμερα σε διάφορα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, μια μεγάλη προσωπικότητα (νομίζω ο Μαρξ) έγραψε:

«Αφήστε κάθε παιδί να γίνει ένας Μότσαρτ», εννοώντας να φτάσει την ηλικία των έξι χρόνων, να μπορεί να έχει δάσκαλο, να αποκτήσει πιάνο…

Βέβαια μόνο κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά εκφράστηκε και νοείται μια τέτοια συμπαντική ευχή.

Ζούμε στον 21ο αιώνα. Έλεος.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.