fbpx
«Χαμάμ»

«Χαμάμ»

Στη γειτονιά μας, πολύ κοντά στο σπίτι όπου μεγάλωσα στην Καλλιθέα, στην οδό Δημοσθένους, βρίσκονταν τα χαμάμ.

Τα βλέπαμε μόνο απέξω. Ένα μεγάλο σπίτι, με πρασιά και δέντρα, πόρτα και παράθυρα βαμμένα βαθύ κόκκινο, χαμηλή μάντρα με μαύρα κάγκελα και σιδερένια μαύρη εξώπορτα.

Για μας, τους Παλαιοελλαδίτες, σήμαινε Τουρκιά, πρόσφυγες, είχαμε πέντε συνοικισμούς, συμπεριλαμβανομένων και των Πετραλώνων και μέχρι τις Τζιτζιφιές, και για τις γυναίκες, όταν μιλούσαν ψιθυριστά, με νοήματα και μορφασμούς, τα χαμάμ εννοούσαν κάτι άλλο.

Τις Σμυρνιές, ή κάποιες από αυτές που ήταν όμορφες, ντύνονταν πιο καλά, έβαφαν τα χείλη τους, τα μάτια τους κι έβαζαν ρουζ στα μάγουλα, ακόμα και τις καθημερινές, τις έλεγαν ψιθυριστά παστρικές.

Λούζονταν και πλένονταν για να είναι καθαρές όταν τις επισκέπτονταν οι άντρες, και δεν επρόκειτο μόνο για τους δικούς τους, με παπά και με στεφάνι, αλλά για τους άλλους, που τους έβλεπαν σαν σκιές ή νόμιζαν ότι τους έβλεπαν.

Έτσι, η καθαρή γυναίκα κουβαλούσε ένα βαρύ υπονοούμενο.

Εμείς, εκτός από τη μεσσηνιακή καταγωγή μας, είχαμε στην αυλή του σπιτιού μας ένα πλυσταριό, με μια χτιστή σκάφη και μια ξύλινη, και ένα τζάκι που η μαμά μας ζέσταινε σ’ ένα μικρό καζανάκι το νερό. Εκεί μας έλουζε και μας έπλενε.

Η πρώτη επαφή μας με τους πρόσφυγες έγινε με τα παιδιά του σχολείου που οι παππούδες τους είχαν έρθει το ’22 και έμεναν στις παράγκες ή κάποιοι που μπορούσαν να πληρώσουν ενοίκιο σε αυλές ή σε μικρά σπίτια με χαμηλά δωμάτια και κοινόχρηστους χώρους.

Όταν πήγαινα στο σπίτι της συμμαθήτριάς μου στο συνοικισμό της Καλλιθέας, υπήρχαν περισσότεροι από ένας, κι έρχονταν οι φίλες της γιαγιάς της, παρατούσαμε το διάβασμα γιατί ήθελα να τις ακούω να μιλάνε για τα χαμάμ όπου κουβαλούσαν μαζί τους φαγώσιμα, σπόρια και τσάι, και λέγοντας ιστορίες περνούσαν όμορφα την ημέρα τους.

Μου ακουγόταν σαν εκδρομή, δεν ήξερα ακόμα τη λέξη πικνίκ.

Είχαν περάσει δεκαετίες όταν μια μέρα περπατώντας στο δεξί πεζοδρόμιο της Λεωφόρου Βουλιαγμένης πριν φτάσουμε στον Αϊ-Γιάννη, είδα σ’ ένα μάλλον χαμηλό, πέτρινο σπίτι μια ταμπέλα: ΧΑΜΑΜ.

Έπεσα από τα σύννεφα.

Χωρίς να διστάσω άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Δεν είχα μαζί μου τίποτα περισσότερο από την τσάντα μου, και δεν ήξερα αν θα μου επέτρεπαν να κάνω το πρώτο μου χαμάμ. Τυχαία οι δραχμές που είχα στο πορτοφόλι μου ήταν αρκετές.

Όταν γύρισα σπίτι δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Η μαμά μου με κοίταξε λίγο περίεργα ή εξεταστικά, κάπως αλλιώς φαινόμουν, είπε.

Από το πρώτο μου ταξίδι στην Τουρκία ζήτησα να πάω σε χαμάμ.

Στις μαρμάρινες μπανιέρες, στους ατομικούς νιπτήρες που τρέχουν βρύσες με κρύο και ζεστό νερό, στις ξαπλώστρες, στους ατμούς και στις μυρωδιές των σαπουνιών, στο κουβεντολόι των γυναικών που λένε τις δικές τους ιστορίες, την άνεση με την οποία εκθέτουν το γυμνό τους κορμί, οποιουδήποτε σχήματος, ύψους και βάρους, την άνεση με την οποία η μια γυναίκα τρίβει την πλάτη της άλλης, ή χτενίζουν τα μακριά τους μαλλιά μεταξύ τους, κόβουν τα νύχια τους σε πόδια και χέρια, μου δίνουν την αίσθηση μιας άλλης άτυπης, αλλά ουσιαστικής γυναικείας αδελφοσύνης.

Ακόμα και στις πιο θρησκευτικές πόλεις, στα χαμάμ χανόταν ο αναγνωρίσιμος μουσουλμανισμός στα τσεμπέρια και τα άλλα εξωτερικά σημάδια του. Ωστόσο, ξαφνιαζόμουν κάθε φορά που τις έβλεπα μετά να ντύνονται και να βάφονται μπροστά στους καθρέφτες στο σχετικό χώρο.

Υπάρχει σωρεία αναμνήσεων από τα χαμάμ των πόλεων και των χωριών που επισκέφθηκα στην Τουρκία.

Από οκνηρία και ακατάστατο πρόγραμμα, γνωρίζοντας ότι τα χαμάμ ήταν εκτός ωραρίου και πάντα διαθέσιμα, προτιμούσα τα ξενοδοχεία που διέθεταν χαμάμ εντός τους.

Δεν τα ξεχνώ, αλλά τα πιο παράξενα αισθήματα τα ένιωσα στο χαμάμ του Καρς στη βορειοανατολική Τουρκία, σε υψόμετρο περίπου 2.000 μ. από την επιφάνεια της γης, και σχεδόν εκατό χιλιάδων κατοίκων.

Γι’ αυτή την πόλη είχα μάθει αρκετά από το βιβλίο Το χρονικό του Καρς, του Χρήστου Σαμουηλίδη, που περιείχε πολλά ιστορικά στοιχεία, τους διαδοχικούς κατακτητές του ή επικυρίαρχους, και ποτέ δεν έλειπαν οι Έλληνες.

Στο ξενοδοχείο όπου έμεινα, η μόνη γυναίκα –αυτό συνέβαινε συχνότατα–, δεν υπήρχε χαμάμ, αλλά λίγο πιο μακριά ορθωνόταν το αρχαιότερο της χώρας. Χωρίς γνώσεις για ορυκτολογικές, υδροφόρες φλέβες, ιαματικές πηγές ή ακόμα και γι’ απλά πετρώματα, έβλεπα τις πέτρες με τις οποίες ήταν χτισμένο, αλλά καμιά άλλη διάκριση δεν μπορούσα να εντοπίσω.

Μου αρκούσε το γεγονός ότι είχα επισκεφθεί το αρχαιότερο –όπως έλεγαν– χαμάμ της Τουρκίας.

Θα ιδωθούμε στο Χαμάμ της Πλάκας.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.