fbpx
«Ευανθία»

«Ευανθία»

Ο ήλιος έπεσε πάνω στα μάτια μου καθώς έβγαινα από το Γαλάζιο Τζαμί, ενώ περνούσα τη συνηθισμένη βαριά παραγεμισμένη πλαστική χοντρή κουρτίνα στην είσοδο/έξοδο όπου, αφού είχα βγάλει τα παπούτσια μου, είχα περιπλανηθεί στο εσωτερικό αρκετή ώρα.

Είχα σταθεί δευτερόλεπτα στο εκτεταμένο πλατύσκαλο για ν’ αποφασίσω ποια κατεύθυνση να πάρω όταν κάποιος, πριν καταλάβω πότε βρέθηκε δίπλα μου, με ρώτησε ή μάλλον μου είπε: «είσαι Ελληνίδα».

Συστήθηκε ως Μανόλης και πρόσθεσε ότι η γιαγιά του, η Ευανθία, ήταν από τις Σέρρες. Ήξερε λίγες ελληνικές λέξεις και αρκετά αγγλικά. Εργαζόταν ως σερβιτόρος σε τουριστικά κέντρα. Καταγόταν από το Αϊδίνι, όπου ζούσε η μητέρα του.

Είπε ότι είχε διαβάσει, στα τούρκικα, τα Ματωμένα Χώματα, κι εγώ σκεφτόμουν τη Διδώ Σωτηρίου, η οποία κάθε φορά που συναντιόμασταν, συνήθως στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, μου υποσχόταν πως θα άφηνε τα μαλλιά της να ασπρίσουν σαν τα δικά μου.

Αναρωτήθηκα αν ήταν καμάκι, όπως πιθανόν να λέγεται και στην Τουρκία.

Βρισκόμουν στην Προύσα, όχι πολύ μακριά από τη θάλασσα του Μαρμαρά, που είχε υπάρξει η πρώτη οθωμανική πρωτεύουσα τον δέκατο τέταρτο αιώνα και από όπου είχαν εκπατριστεί χιλιάδες Έλληνες με την Ανταλλαγή. Τα σημάδια το μαρτυρούσαν στις οικοδομές και σε άλλους χώρους ή ακόμα και σε κάποια διατηρημένα έθιμα.

Ξεκίνησα για το ξενοδοχείο Κεντ, όπου είχα καταλύσει, στην κεντρική λεωφορειακή αρτηρία Ατατούρκ που διέσχιζε την πόλη, με τη σκέψη ότι ήταν ο καλύτερος τρόπος να απαλλαγώ από τον άγνωστο άνθρωπο με τα μαύρα μαλλιά και μάτια, που φερόταν αρκετά ευγενικά.

Το άλλο πρωί μού τηλεφώνησαν από τη ρεσεψιόν ότι με ζητούσε ένας κύριος. Ήταν ο Μανόλης. Δεν είχα πάρει ακόμη πρωινό και τον ρώτησα αν ήθελε να με συνοδεύσει στην τραπεζαρία.

Δε δέχτηκε, αλλά υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε σε μια ώρα.

Και επέστρεψε.

Περπατούσε δίπλα μου, κρατώντας τόση απόσταση ανάμεσά μας όση θα μπορούσε να τη διασχίσει ένας τρίτος, δίνοντάς μου διάφορες πληροφορίες με την ικανότητα ενός ξεναγού.

Ο Μανόλης ήρθε μερικές φορές, την προκαθορισμένη ώρα, και μου υπέδειξε τα πιο ενδιαφέροντα σημεία που θα μπορούσα να επισκεφθώ.

Φαγάδικα στα οποία οι σερβιτόροι μιλούσαν ελληνικά, οι πιο πολλοί από την Ξάνθη, κασέτες με τραγούδια από διάφορες περιοχές της Τουρκίας, με προτίμηση τον Πόντο, μικρά καφενεία στην είσοδο κτιρίων κάτω από τη σκάλα, χαμάμ, και μαγαζιά για μεταξένια ή βαμβακερά, τζαμιά που ο ίδιος δεν επισκεπτόταν, το τελεφερίκ για τον Όλυμπο, και άλλα στέκια.

Νωρίς κάποιο απόγευμα, είχαμε πάει να περιπλανηθούμε στο νεκροταφείο όπου ίσως να ανακαλύπταμε παλαιούς τάφους με ελληνικές επιγραφές, όταν παρευρέθηκα τυχαία σε μια κηδεία, που μου προξένησε διάφορα αισθήματα για το διαχωρισμό των φύλων.

Την κηδεία την ακολουθούσαν μόνο άντρες. Οι γυναίκες είχαν συγκεντρωθεί σε μια άκρη, είχαν γίνει μια μάζα και έκλαιγαν παρακολουθώντας την πομπή.

Οι απόψεις μου για το φυλετικό είχαν σχηματιστεί χρόνια πριν και η στάση μου απέναντι στις διακρίσεις εκφραζόταν σε διάφορες γυναικείες οργανώσεις και εκδηλώσεις, στην Ελλάδα ή αλλού.

Ο Μανόλης άκουσε τις αντιλήψεις μου χωρίς να τις σχολιάσει, αλλά με κατανόηση. Πρόσθεσε, επίσης, ότι η γιαγιά του Ευανθία ήταν διαφορετική από άλλες γιαγιάδες, που δεν ήξεραν ότι υπάρχει και άλλος κόσμος.

Προσπάθησα να του πω τι σήμαινε το όνομα Ευανθία, και όταν τελείωσα άρχισε εκείνος να μου αφηγείται την ιστορία της πόλης Αϊδίνι, που παλιά λεγόταν Ανθέα και Ευανθία, για το βυζαντινό όνομα Αντιόχεια και άλλα, ξαφνιάζοντάς με τα μέγιστα.

Ο εθελοντής ξεναγός μου, πρέπει να ομολογήσω, δε δέχτηκε ποτέ να τον κεράσω ούτε έναν καφέ. Απολύτως τίποτα.

Όταν επέμεινα να μου πει γιατί, μου απάντησε: «Εσύ, σαν Ελληνίδα, είσαι το μεγάλο κέρασμα».

Αποχαιρετώντας τον στον υπεραστικό σταθμό λεωφορείων, ο Μανόλης έκλαιγε. Είχε μια μεγάλη επιθυμία να γνωρίσει τον τόπο όπου είχε ζήσει η γιαγιά του Ευανθία, και με διαβεβαίωσε ότι η μητέρα του, που της τηλεφωνούσε καθημερινά, με κάλεσε να με φιλοξενήσει σπίτι της.

Από τότε και μετά μου τηλεφωνούσε στην Αθήνα, ή όπου αλλού.

Η τελευταία μας επικοινωνία ήταν όταν μου τηλεφώνησε στη Νέα Υόρκη και τον ρώτησα πού βρισκόταν.

Στην Κύπρο.

«Να μη μου ξανατηλεφωνήσεις».

Δεν είπα, δεν παρακάλεσα, δεν έδωσα εντολή, διέταξα.

Ο επόμενος προορισμός μου ήταν η Μυρσίνη.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.