fbpx
«Παλιό και νέο»

«Παλιό και νέο»

Είχαν μεσολαβήσει μερικά χρόνια από την πρώτη και την τελευταία επίσκεψή μου στο Εσκισεχίρ.

Το όνομα της πόλης –τη μετέφραζα «Παλιά Πόλη»– μου ήταν γνωστό πολλά χρόνια πριν από τις διηγήσεις του μπαμπά μου που είχε λάβει μέρος εθελοντικά σε πολέμους με την Ελληνική Λεγεώνα, The Greek Legion, που είχε συσταθεί στην Αμερική (εκείνος ζούσε στο Σικάγο), για να υπερασπιστεί την πατρίδα στα Βαλκάνια και έναντι της Τουρκίας.

Ταξιδεύοντας μόνη, ζητούσα συνήθως να οδηγηθώ σε κεντρικό ξενοδοχείο για ευνόητους λόγους. Αυτή τη φορά, τα παράθυρά μου έβλεπαν σε μια πλατεία, στο κέντρο της οποίας στεκόταν χάλκινος ο Ατατούρκ, μια πολύ συνηθισμένη θέα σε κάθε πόλη ή χωριό, που ατενίζει πάντα δυτικά.

Από το άλλο πρωί άρχισα τη γνωριμία μου με την πόλη, με πρώτη κατεύθυνση τον σιδηροδρομικό σταθμό απ’ όπου ξεκινούσαν τη διαδρομή τους, δεκαετίες πριν, Έλληνες στρατιώτες – ανάμεσά τους ίσως και ο μπαμπάς μου.

Καθώς περπατούσα είχα την αίσθηση ότι τα βήματά μου βυθίζονταν μέσα σε νεανικό ελληνικό αίμα, που έρεε υπογείως ή με πετούσε πιο ψηλά από την επαφή των ποδιών μου με τη γη. Έτρεμα. Ο σταθμός ήταν μεγάλος, μακρύς, και αντηχούσε πολεμικές ιαχές.

Κάθισα αντικριστά σ’ ένα καφενείο, και πίνοντας τσάι από λεμόνι, έβλεπα αναδρομικά σκηνές μαχών σώμα με σώμα.

Ένιωθα μια περίεργη έλξη για τον τόπο και ήθελα να δω περισσότερα. Και είδα.

Στο μουσείο της πόλης στάθηκα μπροστά σ’ ένα ζωγραφικό πίνακα, ενάμισι μέτρο επί ένα, και αναγνώρισα τους φαντάρους μας, ντυμένους στο χακί, με προτεταμένες τις ξιφολόγχες και τα πόδια τους φασκιωμένα από τους αστραγάλους μέχρι τα γόνατα, που είχαν περάσει από κει το 1921. Ένιωθα μια ταχυπαλμία, που δεν ήθελα ή δεν μπορούσα να καθησυχάσω.

Έμεινα στο Εσκισεχίρ αρκετές ημέρες, έτσι που να γνωρίσω δρόμους, σοκάκια, μαγαζιά και μαγαζάκια. Είχα καταργήσει προκαταλήψεις και είχα αρνηθεί προκατασκευασμένες εικόνες. Βρισκόμουν σε μια τούρκικη πόλη.

Από εκείνη την πρώτη επίσκεψη μέχρι την τελευταία, η διαφορά ανάμεσα στο παλιό σκηνικό, που είχα διατηρήσει στη μνήμη μου, και το νέο που αντίκριζα ήταν μεγάλη, ήδη από την πρώτη ματιά του σιδηροδρομικού σταθμού και των χώρων που τον περιστοίχιζαν.

Είχα έρθει με το τρένο από την Προύσα. Στο σταθμό με περίμενε ο κος Μ., που τον είχα γνωρίσει στο σπίτι μιας φιλικής μου τούρκικης οικογένειας· με κουρδική καταγωγή, ψηλός και ευθυτενής, είχε συνταξιοδοτηθεί πριν από τα εξήντα του από την τράπεζα όπου εργαζόταν, και τον είχαν ειδοποιήσει για τον ερχομό μου.

Βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο· έμοιαζε με οποιονδήποτε που θα αντίκριζα σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα ή αμερικάνικη μεγαλούπολη. Στα καταστήματα ακούγονταν ακόμα και αγγλικές λέξεις, που μπερδεύονταν με τα τούρκικα.

Διασχίσαμε φαρδιούς πεζόδρομους, από τις δυο πλευρές μοντέρνα μαγαζιά, στη μέση τραπεζάκια και καρέκλες αλλά όχι σταθμευμένες μηχανές ή άλλα τροχοφόρα, και κάναμε μια βόλτα στην παλιά αγορά με ανανεωμένες προσόψεις και διάφορα εκτεθειμένα προϊόντα, όπως βότανα και ξηρούς καρπούς, σαπούνια και κάποια μυρωδικά.

Ο συνοδός μου μου εξηγούσε τα διάφορα σημεία και σταυροδρόμια, πληροφορώντας με ότι το Εσκισεχίρ, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, με περίπου ένα εκατομμύριο κατοίκους, είναι μια πνευματική πόλη, με δυο πανεπιστήμια, και πως όταν ήταν φοιτητής είχε ασχοληθεί σοβαρά με το μαρξισμό τον οποίο ανέλυαν με άλλες ομάδες, παρότι σε αυτή την πόλη υπάρχουν στρατιωτικές μονάδες ή εγκαταστάσεις ή κάτι τέτοιο.

Εγώ δεν έλεγα τίποτε για το παλιό Δορύλαιον, τους Φρύγες, που το είχαν ιδρύσει χίλια τόσα χρόνια πριν, τον ποταμό Σαγγάριο, τον Μέγα Κωνσταντίνο που είχε φέρει το χριστιανισμό στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και ό,τι άλλο θυμόμουν από την ιστορία του. Θα τα ήξερε, σκεφτόμουν.

Η πόλη, εμφανώς εμπορική, βιοτεχνική, έσφυζε από ζωή, όμως δεν είμαι βέβαιη αν επειδή κατασκευάζει μηχανές αεροπλάνων θεωρείται βαριά βιομηχανική.

Γυρίσαμε στο σταθμό να πάρει το αυτοκίνητό του για να πάμε σπίτι, απέναντι στο πάρκο. Στο μεταξύ είχα ζηλέψει τα τρόλεϊ, που ήταν καινούργια, αθόρυβα και καθαρά, αλλά η ζήλια ήταν άχρηστη.

Στο σπίτι, η γυναίκα του είχε ετοιμάσει ένα πλούσιο τραπέζι, χωρίς κρέας –η φίλη μας, η Ζαχιντέ, τους είχε προειδοποιήσει ότι ήμουν φυτοφάγος και εχθρός του τσιγάρου– και προτού καθίσουμε στο τραπέζι, ο οικοδεσπότης με ξενάγησε στο μεγάλο σπίτι, με πολλές κρεβατοκάμαρες· είχαν δυο γιους – ο ένας ζούσε στη Φλόριντα, ο άλλος, που ήταν παρών, σπούδαζε στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης ελληνική φιλοσοφία και αρχαία ελληνικά.

Στο διαμέρισμα επικρατούσε το βαθύ κόκκινο βελούδο, τα έπιπλα ήταν βαριά, η καθαριότητα στιλπνή, οι φωτογραφίες ανήκαν στα οικεία τους πρόσωπα, και η όλη διακόσμηση ήταν επιεικής.

Η παρέα ήταν πολύ φιλική.

Στην επιστροφή, εξέφρασα την επιθυμία να περπατήσουμε, για να χαρώ το περιβάλλον, μέχρι το σταθμό.

Κουβεντιάζοντας πιο πλατιά για την καινούργια Τουρκία, στον καιρό της παγκοσμιοποίησης, και ακούγοντας το συνοδό μου να μου μιλάει με πολλά αντί, τον ρώτησα πώς συμβιβάζονταν οι ιδέες του –κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές– με κάποια εδάφια από το Κοράνι τα οποία είχα διαβάσει και του τα ανέφερα.

Το σχόλιό μου για τα λεχθέντα και το Κοράνι, που βρισκόταν πάνω στο γραφείο του και το είχα δει ανοιχτό σε κάποια σελίδα, σήκωσε ανάμεσά μας ένα τείχος, αόρατο μεν αδιαπέραστο δε.

Είχα βάλει τέλος στη γνωριμία μας.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.