fbpx
«Αργοπορημένη»

«Αργοπορημένη»

Συχνά το χαπάκι του ύπνου, με συνταγή του γιατρού, μ’ έπιανε κατά τα ξημερώματα. Ξυπνούσα κατακουρασμένη από το τρέξιμο του μυαλού μου σε ορεινές ανηφόρες γεμάτες αγκάθια που τρυπούσαν το κορμί μου. Σηκωνόμουν από το κρεβάτι ζαλισμένη, επαναλαμβάνοντας την ίδια υπόσχεση, πως δε θα ξαναπάρω χάπι. Καλύτερα άυπνη με μαύρα στεφάνια γύρω από τα μάτια που μου πρόσδιναν ένα διαφορετικό ύφος, κάποιας έννοιας που με βασάνιζε τη νύχτα.

Τέτοια πρωινά, το αφεντικό μού έκανε μια ήπια παρατήρηση για την αργοπορία μου, προς χάριν, τουλάχιστον, του υπόλοιπου προσωπικού για να μη φαίνεται ότι έδειχνε κάποια εύνοια απέναντί μου.

Είχα την ίδια δικαιολογία: Μ’ έπιασαν όλα τα κόκκινα φανάρια στις διασταυρώσεις. Οι λεωφόροι και οι δρόμοι του Μανχάταν, ένας μαίανδρος που ήθελα να τον περπατάω κάθε πρωί για να σηκώνω ψηλά το κεφάλι, να κοιτάζω τους ουρανοξύστες, ένα είδος άσκησης κατά του αυχενικού, δικής μου έμπνευσης.

Αυτή η μικρή σκηνή άλλαζε μόνο όταν γίνονταν δημοτικές, πολιτειακές ή εθνικές εκλογές. Τότε ήξεραν όλοι ότι δεν επρόκειτο για φανάρια, αλλά για ψήφους. Γελούσαν κοροϊδευτικά. Ήμουν η μόνη που ψήφιζα.

Με κορόιδευαν περισσότερο γιατί με μια ομάδα ανθρώπων οργώναμε τις γειτονιές, Παλιού Χάρλεμ και Ισπανικού, για να πείσουμε όσους είχαν το δικαίωμα ψήφου να το εκτελέσουν.

Μοιάζαμε με Μάρτυρες του Ιεχωβά επί το έργον· ήταν ευκολότερο να πουλήσεις τη Σκοπιά ή το Ξύπνα παρά να γράψεις κάποιον στον κατάλογο των ψηφοφόρων. Τους κρατούσε μακριά η μακρόχρονη ιστορία των προηγούμενων γενεών του Νότου, που στερούνταν αυτού του δικαιώματος, πρώτον, γιατί δεν ήξεραν γραφή και ανάγνωση και δεύτερον, επειδή δεν είχαν μόνιμη κατοικία.

Καταβάλλαμε μεγάλες προσπάθειες για να τους μεταπείσουμε. Αυτά πριν από δεκαετίες.

Είναι περιττό να γράψω ότι απ’ όλες αυτές τις εξορμήσεις δε θυμάμαι να συνάντησα ποτέ κάποιον που να ξέρει, έστω κατ’ όνομα, τον υπουργό Γεωργίας, ή αν υπάρχει καν ένας τέτοιος, αφού δεν ξέρουν ούτε τον υπουργό Δικαιοσύνης, και βέβαια δεν υπάρχει υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων ή Πολιτισμού ή Γενική Γραμματεία Αθλητισμού ή Νεολαίας, για να τους ρωτούσα.

Ήξεραν, όμως, τα ονόματα των ανθρώπων της τζαζ, του μπάσκετ μπολ, του μπέιζ μπολ και άλλων Αφροαμερικανών που είχαν γράψει βιβλία, αλλά δεν ήξεραν να τα διαβάσουν.

Τη δεκαετία του ’90, φιλοξενούσα στο διαμέρισμά μου το γιο μιας πολύ καλής μου φιλικής οικογένειας, ο οποίος σπούδαζε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, στην πρώτη γωνία από το σπίτι μου, για να μη χάνει τις παραδόσεις τις πρώτες πρωινές ώρες ή για να γλιτώνει από τα χιόνια και τις κακοκαιρίες. Έφευγε για το οικογενειακό σπίτι την Παρασκευή και επέστρεφε τη Δευτέρα.

Συνήθως οι δεκαετίες έχουν δυο γενικές εκλογές, αφού γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια. Ίσως να υπήρξε και κάποια με τρεις, αλλά δεν ξέρω ποια.

Όταν έλειπα από τη Νέα Υόρκη εβδομάδες ή μήνες και επέστρεφα, τον ρωτούσα συχνά και τάχα από άγνοια, ποιος ήταν εκείνη τη χρονιά πρόεδρος των Η.Π.Α.

«Νομίζω πως είναι ο Κλίντον ακόμη», απαντούσε αφηρημένα.

Δεν είχε ψηφίσει ποτέ. Και ούτε μετά και ούτε τώρα που έγινε πατέρας, και θα πρέπει να τον ενδιαφέρει το μέλλον των παιδιών του.

Οι σχετικές εμπειρίες μου αυτόν το χρόνο, το αίσιο 2012, αρχίζουν από τη Νέα Υόρκη –όπου έζησα δεκαετίες και που την επισκέπτομαι κάθε χρόνο– σε μια πλατιά συζήτηση γύρω από το βιβλίο μου, Ο τόπος μου είναι παντού, σ’ ένα πολιτιστικό κέντρο, όπου διέκρινα, ή μάλλον είδα ευδιάκριτα την αδιαφορία των ανθρώπων για το πολιτικό, επομένως και το οικονομικό –ή αντίστροφα– μέλλον της χώρας στην οποία ζουν και εργάζονται.

Σε μια παρόμοια συγκέντρωση στο Μόντρεαλ, στον Καναδά, όπου τα χρόνια 1967-1974 είχα ταξιδέψει δεκάδες φορές για να συμμετάσχω σε διαδηλώσεις και εκδηλώσεις, και έγραφα την επιφυλλίδα Επικαιρότητες στον Εβδομαδιαίο Ελληνικό Ταχυδρόμο, συνάντησα την ίδια αδιαφορία.

Κατά καιρούς, ακούω ή διαβάζω στις ελληνικές ειδήσεις, ακόμα και μέσα στο Κοινοβούλιο, την πρόταση –απ’ όπου και αν προέρχεται– να ψηφίζουν για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα και οι Έλληνες του εξωτερικού, και επειδή το δέρμα μου έχει χάσει πλέον την ελαστικότητά του και δεν αντέχει να βγάζει σπυράκια, αρρωσταίνω σύσσωμη, αν υπάρχει τέτοια ιατρική έκφραση. Χάνω και πάλι τον ύπνο μου.

Και στις δυο πιο πάνω χώρες, οι ελληνικής καταγωγής πολίτες με δικαίωμα ψήφου μπορεί να είναι δεύτερης, τρίτης ή ακόμα και τέταρτης γενιάς, με πολύ περιορισμένη τη γνώση της ελληνικής γλώσσας και ιστορίας, εκτός εκείνων που σπούδασαν στα πανεπιστήμια και είναι πολλοί, αλλά η σχέση τους με την πατρίδα των προγόνων τους είναι μακρινή και μάλλον τουριστική, ανά δύο ή τρία ή πέντε χρόνια.

Με τα χρόνια κοντεύει να εξαφανιστεί και ο αδόκιμος όρος, Ελληνοαμερικάνος, Ελληνοκαναδός ή τα παρόμοια.

Πιθανόν να αγαπάνε την Ελλάδα για χάρη των προγόνων τους.

Μια παρόμοια εντύπωση μου είχε δημιουργηθεί και στην Αυστραλία, αλλά πιο χλωμή και αραιή, και μάλλον επειδή η ελληνική μετανάστευση σ’ εκείνη τη μακρινή ήπειρο έγινε πολύ αργότερα.

Ας είμαστε συνετοί και ρεαλιστές. Δε βλάπτει.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.