fbpx
«Η κάρτα» της Ιωάννας Καρατζαφέρη

«Η κάρτα»

Είχε ξημερώσει μια υπέροχη μέρα, ήταν η πρώτη Κυριακή του περασμένου Ιουνίου, με γαλανό ουρανό, λαμπερό ήλιο κι ένα ελαφρύ αεράκι, σαν μιας παρατεταμένης άνοιξης.

Λίγο μετά το μεσημέρι, συνάντησα τη φίλη μου Όλγα στη γωνιακή Village-Taverna, για μουσακά και σούπα αυγολέμονο. Το φως του ήλιου εισέβαλλε στο εσωτερικό από τα τζάμια που σχημάτιζαν τη γωνία κι εμείς απολαμβάναμε τις μπουκιές μας, βουτηγμένες σ’ ελληνικό λάδι και μασώντας καλαματιανές ελιές. Η κύρια συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από την Ελλάδα που η ειδησεογραφία της, αν κοβόταν φέτες, ήταν μια φέτα καλή ή καλούτσικη και η άλλη πικρή, γεμάτη απογοήτευση. Στο τέλος, η Όλγα πλήρωσε με την πιστωτική της κάρτα.

Έξω στον δρόμο, University Place, ο κόσμος συνωστιζόταν στους πάγκους με τα εμπορεύματα, τα περισσότερα κινεζικής προέλευσης, όπου ήταν στημένη η ημερήσια λαϊκή αγορά, κάτι σαν πανηγύρι. Χαζέψαμε κι εμείς σε διάφορα μπιχλιμπίδια και καθρεφτάκια που αντικατόπτριζαν τα πάντα, όταν εντελώς απρόσμενα η Όλγα μού είπε: «Είναι πολλά χρόνια που είμαι πεισμένη ότι δεν υπάρχει πλέον ιδιωτική ζωή. Όλα είναι κοινά και διαθέσιμα...»

Την κοίταξα ξαφνιασμένη. «Τι εννοείς;» τη ρώτησα.

«Αυτή τη στιγμή, ξέρουν κάποιοι πού βρισκόμουν, τι έφαγα, τι πλήρωσα, ακόμα ότι πλήρωσα για δυο. Αλλά, αν ξέρουν τον έναν βρίσκουν και τον δεύτερο ή τον τρίτο ή όποια άλλη πληροφορία χρειάζονται. Αν είχες πληρώσει κι εσύ με την κάρτα σου, θα ήξεραν για σένα και όσα σε αφορούν».

«Δηλαδή;»

«Τα βρίσκουν όλα μέσα από την πιστωτική κάρτα».

Είχαμε φτάσει στην κατάμεστη από κόσμο Πλατεία της Ένωσης, Union Square, τα δέντρα έριχναν τη σκιά τους, αλλά δεν μπορούσαν να ρίξουν καμιά σκιά πάνω στην ιστορία της. Η φίλη μου είχε πάρει δουλειά στο σπίτι και βιαζόταν να επιστρέψει.

Αυτός ο σύντομος, περιεκτικός διάλογος με γύρισε δεκαετίες πίσω, σε αναμνήσεις από δυο φίλες σε διαφορετικές εποχές και μια πρόβλεψη ενός μεγάλου επιχειρηματία.

Η Αννέτα, ένα πολυτάλαντο κορίτσι, κόρη της Ελένης, μιας επίσης πολυτάλαντης μητέρας, που της είχε μεγάλη αδυναμία, της είχε κάνει δώρο για την εισαγωγή της σ’ ένα πανεπιστήμιο, μερικές ώρες μακριά από τη Νέα Υόρκη, μια πιστωτική κάρτα, την οποία τροφοδοτούσε πολύ συχνά στην τράπεζα.

Κάποιο γιορταστικό Σάββατο, με κάλεσε η Αννέτα να τη συναντήσω σ’ ένα εστιατόριο, όπου η ίδια δεν θα αποφάσιζα να πάω ποτέ λόγω του τιμολογίου του, αν και εργαζόμουν, ενώ εκείνη ήταν φοιτήτρια. Παρήγγειλα μια σαλάτα, εξάλλου είμαι χορτοφάγος, και νερό, αντίθετα από εκείνη που, κοιτάζοντας το μενού, διάλεξε το ακριβότερο πιάτο.

Η συζήτησή μας έκανε κύκλους γύρω από τις σπουδές της, τα σχέδιά της, τη συμμετοχή της σε μια φοιτητική θεατρική παράσταση, την αγάπη μας για την όπερα, της ανέφερα την τελευταία που είχα δει στο Lincoln Center στη Νέα Υόρκη, κι εκείνη χαρούμενη μου είπε ότι η μητέρα της είχε κλείσει μια ημερομηνία στο Carnegie Hall, όπου θα εμφανιζόταν ως επίδοξη υψίφωνος και θα τραγουδούσε άριες από την Κάρμεν του Μπιζέ.

Όταν ήρθε ο λογαριασμός κι έφριξα από το ύψος του, η Αννέτα με καθησύχασε ότι θα τον πλήρωνε τους επόμενους μήνες. «Η πιστωτική κάρτα», μου είπε καθώς μου την έδειχνε, «είναι η απόδειξη της μεγάλης Δημοκρατίας της Αμερικής. Δίνει τη δυνατότητα στον κάτοχό της να ζει σαν τον Ροκφέλερ».

Η αντίδρασή μου δεν την πτόησε καθόλου, όπως δεν πτοούσε και τη φίλη μου τη Νόλη, που δεν είχε ταξιδέψει στην Ελλάδα να δει τη μητέρα της τα τελευταία τρία χρόνια. «Είσαι και μοναχοκόρη», της επισήμαινα.

Όταν με καλούσε στο διαμέρισμά της, δεν έβρισκα πού να καθίσω. Καρέκλες, καναπέδες, κασέλες ή όποια καθιστική επιφάνεια υπήρχε ήταν φορτωμένη με μπλουζάκια, φουστίτσες, ζακετάκια, καλσόν, ρόμπες κι ένα σωρό άλλα αξεσουάρ και στοίβες από παπούτσια και διάφορα γυναικεία είδη.

«Φταίνε οι κάρτες», έλεγε και μου τις έδειχνε. Ήταν από τα πιο ακριβά καταστήματα.

«Αλήθεια», απορούσα, «όλα αυτά αντικαθιστούν τη χαρά που θα έδινες στη μητέρα σου να σε δει; Κάποια μέρα θα το μετανιώσεις».

Ακουγόμουν ρομαντική. Αναγνώριζα πως ήμουν κόρη της μαμάς μου, που δεν υπήρξε ποτέ πελάτισσα κανενός δοσά απ’ όσους έρχονταν στη γειτονιά μας.

Κάποια μέρα, με φώναξε στο γραφείο του the boss, που για μένα ήταν ο Νίκος –ήμασταν φίλοι, ήμουν φίλη με τα αδέλφια του και συμπαθούσα τη μητέρα τους– και μου ανήγγειλε τις προβλέψεις του, αφού πρώτα με ρώτησε αν ήξερα το χρέος της Αμερικής.

«Όχι».

«Επειδή οι τράπεζες δεν ανοίγουν τα βιβλία τους».

Και περισσότερα να μου έλεγε, πάλι δεν θα καταλάβαινα. Τον κοίταξα απορημένη.

«Ξέγραψε την οικονομία στην Ελλάδα», μου δήλωσε.

«Τι εννοείς;»

«Μπήκε στη ζωή των Ελλήνων η κάρτα», είπε με μια δυσάρεστη αναμονή στη φωνή του.

«Ποια κάρτα;»

«Η πιστωτική».

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.