fbpx
«Διάλογος» της Ιωάννας Καρατζαφέρη

«Διάλογος»

Άκουσα, δεν κρυφάκουγα, την αδελφή μου, δεκάδες χρόνια πριν, να λέει στον γιο της, στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού: «Φάε το φαγητό σου, εμείς στην ηλικία σου πεινούσαμε».

Ο Δημητράκης σήκωσε τα μάτια από το πιάτο του και την κοίταξε απορημένος. «Και γιατί δεν ανοίγατε το ψυγείο να φάτε;» της απάντησε.

Στη δεκαετία του '40 τα περισσότερα νοικοκυριά δεν είχαν ψυγεία –αν είχαν θα έμεναν άδεια–, αλλά μια τετράγωνη κατασκευή που οι πλευρές της ήταν από ένα πολύ λεπτό συρμάτινο δίχτυ, ενώ η μια από αυτές άνοιγε σαν πόρτα. Στο κέντρο της οροφής της υπήρχε ένας γάντζος από τον οποίο κρεμόταν στο ταβάνι του σπιτιού για να αερίζεται και να κρατάει τις βρασμένες τσουκνίδες μέχρι την άλλη μέρα για φάγωμα. Αυτό ήταν το φανάρι.

Όσοι είχαν τη δυνατότητα, διέθεταν ξύλινα ψυγεία που η ψύξη τους διατηρείτο με παγοκολόνες που τις κουβαλούσαν με τα καροτσάκια στα σπίτια άνδρες, συνήθως νέοι. Στο δικό μας ξύλινο ψυγείο δεν βάζαμε παγοκολόνες, αλλά ξερά σύκα, σταφίδες, καλαμποκάλευρο, πετιμέζι, δεν θυμάμαι τίποτε άλλο, για να μη μαζεύονται μυρμήγκια, ενώ το λάδι δεν χρειαζόταν τίποτε περισσότερο από το να υπάρχει.

Εκείνος ο μικρός διάλογος επισφράγισε την κατά καιρούς αντίληψή μου ότι είναι δύσκολο να καταφέρεις ένα νεανικό μυαλό να σκέφτεται με το μυαλό ενός μεγάλου, ακόμα και με χρονική διαφορά δυο δεκαετιών, όπως συνέβη με τον συγκεκριμένο διάλογο. Γίνεται ακόμα δυσκολότερο όταν αναφέρεται στην Ιστορία, σε διαχρονικά γεγονότα, και διαβάζονται από αναγνώστες που συνειδητά μπορούν να διακρίνουν, να εκτιμήσουν, να επικρίνουν, να αναγνωρίσουν, ενίοτε λαθεμένα προδιατεθειμένοι, ή έχοντας μια συγκεκριμένη ιδεολογία, που ίσως θα ρωτούσαν: «Και γιατί δεν κάνατε κάτι άλλο;» – όποιο κατά τη γνώμη τους θα ήταν το σωστό.

Κρατώντας στα χέρια μου με δέος το βιβλίο Δεκεμβριανά 1944, Η μάχη της Αθήνας, του Μενέλαου Χαραλαμπίδη, δεν μπορούσα, σε διάφορα σημεία, κυρίως που αναφέρονταν στην Καλλιθέα, όπου μεγάλωσα, και ιδιαιτέρως στην τραγικά δολοφονική μέρα της 3ης Δεκεμβρίου 1944, στην ένοπλη επίθεση της Αστυνομίας κατά του συγκεντρωμένου λαού, και στα θύματά τους, να μη νιώσω βαθιά συγκίνηση. Οι όποιες αναμνήσεις μου είναι ζωντανές, επειδή χαράχτηκαν στη μνήμη των παιδικών μου χρόνων ή λίγο αργότερα, τότε αργούσαμε να μεγαλώσουμε, τουλάχιστον εξωτερικά, εξαιτίας της ελλιπούς διατροφής και περιορισμένης ένδυσης, επανήλθαν ζωηρότερα, αν και ποτέ δεν με εγκατέλειψαν ούτε εγώ εκείνες, και χωρίς να το επιδιώξω η ανάγνωση γινόταν, έστω συγκρατημένα, προσθετική.

Θαυμάζοντας τον άγνωστό μου συγγραφέα Μενέλαο Χαραλαμπίδη για την έρευνά του, τις πηγές, τη βιβλιογραφία του, τη συνεπή γραφή του, χωρίς εξωραϊσμούς και υπαινιγμούς ή παρεκτροπές, ο νους μου ταξίδεψε χρόνια μετά τον Δεκέμβρη του 1944, καθώς και χρόνια πριν, όταν στο Πανεπιστήμιο Λουντ, Σουηδίας, ο καθηγητής θεωρίας θεάτρου και κινηματογράφου, κατευθύνοντάς μας στη συγγραφή της θέσης του καθενός, είπε στην τάξη: Η μέθοδος για την έρευνα είναι μια μεταμαρξιστική επίδοση, αφού ήταν εκείνος που την ανακάλυψε και τη διέδωσε.

Τώρα, πλέον, με την τεχνολογία η έρευνα μπορεί να διευρύνεται όλο και περισσότερο και ταχύτερα, οι εκδόσεις ιστορικών γεγονότων να πολλαπλασιάζονται, όχι μόνο σε συγγραφείς τους, αλλά και αναγνώστες. Βέβαια, η ζωντανή αφήγηση κάποιου/ων που έχει/ουν άμεση ή έμμεση σχέση ή κάποια ανάμνηση από κάποιο καθοριστικό γεγονός είναι πολύτιμη. Η προσωπική, όμως, ανάμνηση ισούται με την ανθρώπινη περιορισμένη σε χρόνο ζωή, εκτός αν καταχωρηθεί.

Στις 3 Δεκέμβρη του 1944, κάποια παιδιά καθόμασταν στα εξωτερικά σκαλάκια της απέναντί μας μονοκατοικίας, όπως συνήθως, και παίζαμε τρίλιζα. Μια γειτόνισσα, η κυρία Αθηνά, πέρασε από μπροστά μας και φώναξε: «Πάμε όλοι στο Σύνταγμα, σηκωθείτε».

Για μας, τότε, το Σύνταγμα ήταν μια μακρινή εκδρομή. Σηκώθηκε ο Βαγγελάκης, 11, 12 ή 13 χρόνων, με κοκκινωπά μαλλιά και φακίδες στο πρόσωπο – μου έδινε το πατίνι του με τα ρουλεμάν και έτρεχα πάνω-κάτω στην οδό Δήμητρος, τώρα Δαβάκη, στη μνήμη του αξιωματικού για τα ανδραγαθήματά του στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο τον Οκτώβρη του 1940.

Το σπίτι, διώροφο, άσπρο με μαρμάρινες κολόνες και μαρμάρινα εξωτερικά σκαλιά πίσω από μια χαμηλή πέτρινη μάντρα με μαύρα σιδερένια κάγκελα και πόρτα, βρισκόταν απέναντι στο τέλος του στενού Εκάβης, που κατοικούσαμε εμείς στον αριθμό 2 και η οικογένεια του Βαγγελάκη στο 6.

Από την Πλατεία Συντάγματος επέστρεψε μόνο η κυρία Αθηνά, ο Βαγγελάκης όχι. Το παιδί βρέθηκε ξαπλωμένο στις πλάκες της Πλατείας, τις είχε βάψει με το αίμα του που οι σφαίρες είχαν τρυπήσει το κορμί του.

Πέμπτο αγόρι από τα έξι της οικογένειας Πεντζαρόπουλου, και δεύτερο θύμα του Δεκέμβρη 1944, με τον πρωτότοκο γιο Γιώργο, έναν πανύψηλο νέο με μαύρα σγουρά μαλλιά και ακμή στο πρόσωπο – τον είχαν σκοτώσει τα πυρά ενός αγγλικού αεροπλάνου που είχε πετάξει πολύ χαμηλά πάνω από τον Λόφο του Φιλοπάππου. Όταν οι σύντροφοί του έτρεξαν να τον σηκώσουν, δεν μπόρεσαν. Οι σφαίρες είχαν γαζώσει τη σπονδυλική του στήλη και το άψυχο κορμί του δεν κρατιόταν στα χέρια τους, απλωμένα σαν σε ικεσία.

Μου έφερε στον νου ακόμα και την πάνδημη κηδεία, μαζί με δεκαεπτά ακόμα φέρετρα σκοτωμένων ΕΛΑΣιτών, και τη μάνα τους, την κυρία Ειρήνη, που για να φτάσει στη γωνία, Εκάβης και Δήμητρος, την έφεραν οι άνδρες της γειτονιάς σηκωτή στην καρέκλα της.

Μου θύμισε και κάτι παραπάνω. Γιορταστικό, ενθαρρυντικό, ηρωικό.

Μαθαίναμε για μέρες ότι στο Σισμανόγλειο, στο ψηλότερο σημείο της Λεωφόρου Συγγρού, στηνόταν μια αψίδα για να υποδεχτεί τον απελευθερωτικό ΕΛΑΣ στην είσοδό του στην Αθήνα, την πρωτεύουσα της πατρίδας μας. Τρέξαμε όλα τα παιδιά, τα περισσότερα δεν είχαμε δει αψίδα και τα πιο μικρά ίσως δεν ήξεραν τι ήταν αυτό. Την αντικρίσαμε κάποια μέρα, ψηλή, εικονογραφημένη, στολισμένη με σημαίες και λάβαρα με τους ΕΠΟΝίτες της Νέας Σμύρνης, της Καλλιθέας, των Τζιτζιφιών και από άλλες γειτονιές να συγκεντρώνονται τραγουδώντας αντάρτικα τραγούδια.

Διάβαζα, θαυμάζοντας τον συγγραφέα. Πληροφορίες, χρονολογίες, ονόματα, τοποθεσίες, φωτογραφίες, ακριβείς υποσημειώσεις, που όλα μαζί γίνονται μια πρόσκληση για αναγνώστες, ασχέτως φύλου, ηλικίας, οικονομικής επιφάνειας, παιδείας, γραμμένο σε μια ζωντανή γλώσσα, που φανερώνουν έναν συγγραφέα με καθαρή ιστορική κλίση και ικανότητα. Οι τελευταίες σελίδες προκαλούν τον αναγνώστη να πάρει στα χέρια του το βιβλίο και να τις ανοίξει, οπότε και θα βρεθεί μπροστά σε λεπτομερείς χάρτες με τα ονόματα περιοχών, γειτονιών, πλατειών και οδών που πολλά σημεία τους βάφτηκαν με αίμα από τη μάχη της Αθήνας.

Ένα βιβλίο καθαρά ιστορικό, στο οποίο μπορείς να επανέρχεσαι και να πλουτίζεις από γνώσεις.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.