fbpx
«Οι καιροί της Νέας Υόρκης»

«Οι καιροί της Νέας Υόρκης»

Ο Ίγκι πλησίαζε το τέλος της τρίτης του δεκαετίας, και θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό που με είχε γνωρίσει όταν το εμπορικό με τη σημαία των Ηνωμένων Πολιτειών έπιανε Νέα Υόρκη, κάθε δεκαπέντε μέρες.

Λεπτός, μελαχρινός, μαύρα μαλλιά και μάτια, καπετάνιος από οικογενειακή παράδοση, με καταγωγή από τη Χίο, με επίσης παραδοσιακό όνομα, Ισίδωρος, το είχε αρνηθεί, δεν ήθελε ούτε να το ακούει, χωρίς αδέλφια και πατέρα, με μια μάνα, που με προτιμούσε για νύφη ενώ εγώ ούτε να τη σκεφτώ για πεθερά δεν μπορούσα, γιατί καθώς μιλούσε κουνούσε τα χέρια της και γύριζε το κεφάλι της ακολουθώντας τα, αριστερά ή δεξιά, εξετάζοντας τα μακριά της νύχια, βαμμένα κατακόκκινα, και μπέρδευε τις δυο γλώσσες, τις λίγες φορές που με συνάντησε με κάλεσε σπίτι της, δεν πήγα ποτέ, και όταν μου τηλεφωνούσε πότε θα ερχόταν ο γιος της στη Νέα Υόρκη, της έλεγα την αλήθεια, δεν ξέρω, θα μπορούσα να λογαριάσω τις ημέρες, αλλά δεν το έκανα, ίσως εκείνος να είχε πάψει από καιρό να της δίνει λογαριασμό, εξάλλου από τότε που άρχισε να μαθαίνει την αγγλική αλφάβητο και η εφημερίδα που έμπαινε στο σπίτι τους δεν ήταν γραμμένη με τα ίδια γράμματα, και νόμιζε ότι ήταν εβραϊκά και επομένως και η μάνα του Εβραία, αρνιόταν να μιλάει μαζί της σε άλλη γλώσσα, ακόμα και όταν, κατά καιρούς, ερχόταν από τη θάλασσα ο πατέρας του και ήθελε να μιλάνε σπίτι ελληνικά, και την κλοτσούσε στα πόδια γιατί φορούσε μαύρα, κι έμοιαζε με Ιταλίδα χωρίς άντρα, και μετά ο καπετάνιος πατέρας του έπαψε να έρχεται στο σπίτι και αυτός μεγάλωνε μόνο με τη μητέρα του και πήγαινε για μπέιζ μπολ, φορώντας λοξά το καπελάκι του, στο μεγάλο πάρκο μοναχός του.

«Και τι κάνεις μέρα νύχτα στο καράβι;» τον ρωτούσα, αγνοώντας τα καθήκοντα ενός καπετάνιου σε εμπορικό.

Είχα διασχίσει μερικές φορές τον Ατλαντικό με τα Υπερωκεάνια και το Ναύαρχο τον έβλεπα κάθε βράδυ να κάθεται επικεφαλής σ’ ένα στολισμένο τραπέζι με μια σειρά καλεσμένους επιβάτες, κάποιο βράδυ, σε κάθε ταξίδι, ερχόταν και η δική μου σειρά, αλλά δεν τον είχα ρωτήσει τι έκανε τις υπόλοιπες ώρες.

Μου άρεσε πολύ που δεν ήξερα.                                   

Εκείνος δε με ρωτούσε ποτέ τι έκανα εγώ. Κι έτσι δεν ήξερε ότι εκείνη τη χρονιά είχε κυκλοφορήσει το πρώτο μου μυθιστόρημα, Επιπλωμένα δωμάτια. Αν του το έλεγα, θα χαιρόταν πολύ που δεν ήξερε να διαβάζει ελληνικά.

Ο Ίγκι ερχόταν με μια σακούλα, κουβαλώντας τους Καιρούς της Νέας Υόρκης, ξέροντας πόσο εξαρτημένη ήμουν, τους ακουμπούσα πάνω σ’ έναν όγκο από τους προηγούμενους, που ξεπερνούσε το μπόι μου, ζούσα μαζί τους, κι ένα μπουκάλι, τυλιγμένο με γυαλιστερό κόκκινο χαρτί με αστράκια, κανονικά θα έπρεπε τα άστρα να έχουν σκούρο μπλε ή μαύρο φόντο αφού βγαίνουν τη νύχτα, θα το αγόραζε από την ίδια κάβα, που δεν προλάβαινα να το ανοίξω, να δω, τουλάχιστον, το περιεχόμενό του, γιατί ήθελε να πάμε έξω.

Δηλαδή, τι έξω; Σε μισοφωτισμένα μπαρ πηγαίναμε. Ο καπετάνιος έπινε κι εγώ κοίταζα τα μπουκάλια που καθρεφτίζονταν στους καθρέφτες. Δε μου έπιανε ούτε το χέρι, με το ένα δικό του έπιανε το ποτήρι και με το άλλο τα δολάρια που ακουμπούσε στον πάγκο.

Μόλις βγαίναμε από το σπίτι και πατούσα το πεζοδρόμιο, «σε παρακαλώ», έλεγε, «πήγαινε μερικά βήματα μπροστά», εκείνος στεκόταν και με κοίταζε, από πίσω. Τότε, σταματούσα εγώ και τον περίμενα.

Με πλησίαζε με τα ίδια λόγια.

Ένα ζεστό πρωί στις αρχές του Αυγούστου 1962 βγαίνοντας από το σπίτι για τη δουλειά, θυμήθηκα αυτό που με είχε κρατήσει άγρυπνη όλη τη νύχτα: να γράψω στη Μέριλιν Μονρόε για το βιβλίο μου και να της ζητήσω, δεν είχα ακόμη αποφασίσει τι.

Πριν φτάσω στη γωνία της 8ης λεωφόρου και της 47ης οδού, όπου έμενα, είδα τη Μέριλιν κρεμασμένη, πιασμένη με μανταλάκια ή απλωμένη πάνω από στοίβες των Καιρών της Νέας Υόρκης. Διάβασα τα χοντρά μεγάλα γράμματα, σχεδόν ανταγωνιστικά, Νεκρή… Έχασα το φως μου.

Περπατούσα πατώντας τα δάκρυά μου, έτρεχαν σαν καταρράκτες, που δεν ήξερα ποια δύναμη μπορούσε να τα σταματήσει.

Ύστερα από μερικές ώρες ήρθε ο Δημήτρης Τσαμούλης Νέδας, που έγραφε βιβλία και αγαπούσε τα άλογα που έτρεχαν, «να», είπε, είδα γκρίζο καπνό να βγαίνει από το στόμα του, και ακούμπησε πάνω στο γραφείο μου, είδα τα δάχτυλά του κίτρινα από τη νικοτίνη, δυο σελίδες γραμμένες με χοντρό στιλό ή λεπτό μαρκαδόρο, τα γράμματα στρογγυλά, όρθια και κατάμαυρα, στη μια αφιέρωνε ένα δακρύβρεχτο ποίημα στη Θεά της Αμερικής, τη Μέριλιν Μονρόε, και σ’ εμένα ένα ποίημα για κάποιο λυσιμελή έρωτα, που αγνοούσα, πριν βρεθώ κάποια μέρα νεκρή πριν τον γνωρίσω.

Αμέσως μετά άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορες υποψίες, εικασίες και φήμες, που η ίδια δεν μπορούσε να παραδεχτεί ή να διαψεύσει και με τα χρόνια που έρχονταν και περνούσαν κυκλοφορούσαν βιβλία για τη ζωή της και το θάνατό της και τα αγόραζα σαν υποδόριες ενέσεις που προκαλούν θαυμασμό, μελαγχολία και δάκρυα που δεν κατρακυλούσαν, αλλά έμεναν σαν νερά λίμνης στα μάτια μου.

Στις 29 Ιουλίου 2012 οι Καιροί της Νέας Υόρκης, ακριβώς μια εβδομάδα πριν από το θάνατο της Θεάς της Αμερικής, που πέθανε στις 5 Αυγούστου 1962 –τα μνημόσυνα γίνονται νωρίτερα–, κυκλοφόρησε με ένα ένθετο, με τίτλο 50 χρόνια αργότερα – Σπάνιες φωτογραφίες της Μέριλιν Μονρόε, πορτρέτα και ολόσωμες, με την πληροφορία ότι διατίθενται μέσα σε πλαίσια, και το κόστος τους, στη μνήμη των 50 νεκρών χρόνων της.

Τα δικά μου 50 ζωντανά χρόνια μετά τη ζωή στα Επιπλωμένα δωμάτια τα γέμισα με λέξεις.

5 Αυγούστου 2012

New York City

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.