fbpx
«Πριν και τώρα»

«Πριν και τώρα»

Έχουν περάσει κάποιες δεκαετίες, αλλά αν και ξέρω τη λαϊκή σοφή ρήση, «όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος», αποφεύγω να χρησιμοποιώ παροιμίες και τέτοια που μου θυμίζουν έναν παλιό φίλο, δε ζει πια, τον Χάρυ Ψαρρό, πολυδιαβασμένο και πολυτάλαντο, με τεράστιες γλωσσικές γνώσεις πρώτα στα γαλλικά, μετά στ’ αγγλικά και με πολλά θαυμαστικά τελευταία τα ελληνικά. Είχε γεννηθεί στον Καναδά και είχε μεγαλώσει στη Νέα Υόρκη.

Συχνά μου έλεγε: «Οι Έλληνες δεν έχουν ανάγκη να εφεύρουν καινούργια λεκτικά σχήματα. Έχουν τις παροιμίες». Τις χρησιμοποιούσε κατά περίπτωση.

Είναι περίεργο πώς τρέχει το μυαλό και ποιους ζωντανούς ή πεθαμένους αποζητά, θυμάται ή συμβουλεύεται εξαιτίας ενός περιστατικού που μπορεί να του συμβαίνει σε προσωπικό επίπεδο ή γενικότερα.

Αυτές τις ημέρες διάβαζα για τις ταραχές στα προάστια της Στοκχόλμης και δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω τις αλλαγές που επιφέρουν οι διάφοροι, φυλετικά ή θρησκευτικά ή εθνικά, φανατικοί στις δικές τους χώρες ή σε αυτές όπου μεταναστεύουν διωγμένοι ή από δική τους θέληση για μια καλύτερη ζωή.

Στο εντελώς αυτοβιογραφικό μου βιβλίο Ο τόπος μου είναι παντού, στις σελίδες που αναφέρονται στα χρόνια που έζησα στη Σουηδία, νομίζω πως αναφέρω κάποιες εμπειρίες σαν τις παρατιθέμενες.

Σε μια μικρή πόλη, τη γενέτειρα του φίλου μου Χανς, ενώ περπατούσαμε στο δρόμο, κάποια πιτσιρίκια του νηπιαγωγείου, με κατάξανθα μαλλιά και γαλανά μάτια, κάτω απ’ τον γαλανό ή γκρίζο ή συννεφιασμένο ουρανό, μας είχαν πάρει από πίσω πάνω στα παιδικά τους τρίκυκλα ποδηλατάκια και φώναζαν: «Να μια Ινδιάνα, να μια Ινδιάνα».

Ο Χανς μού είπε να μην μπερδεύομαι. Δεν έλεγαν Ινδή, αλλά Κόκκινη Ινδιάνα, δηλαδή, αυτόχθονη Αμερικάνα.

Άλλη μια φορά, στο πλοίο από το Μάλμε(ο), μια παρέα Σουηδών –συνήθως ταξίδευαν/ταξιδεύαμε για την Κοπεγχάγη για τα ποτά που δεν επιτρέπονταν στη Σουηδία και επίσης ήταν φθηνότερα– έβαζαν στοίχημα από ποια ινδιάνικη φυλή καταγόμουν.

Είχα γκρίζα μαλλιά, που απαύγαζαν κάποιες μπλε ανταύγειες, και φορούσα μια κορδέλα περασμένη στο μέτωπό μου και δεμένη στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου.

Μια άλλη φορά, που είχα επισκεφθεί το νοσοκομείο της Λουντ για πιστοποιητικό υγείας που ζητούσε απ’ όλους το πανεπιστήμιο, η νοσοκόμα μού είπε κατηγορηματικά ότι ήμουν Μεξικάνα. Και όταν της είπα την καταγωγή μου, είπε: «Εγώ ξέρω πώς φαίνονται οι Έλληνες και οι Ελληνίδες».

«Πώς φαίνονται;» τη ρώτησα.

Στα πέντε χρόνια που έζησα στη Σουηδία, δε θυμάμαι να υπήρξαν παρόμοιες ταραχές σαν αυτές που γίνονται τώρα, από ξένες ομάδες, παρόλο που τότε γινόταν ο πόλεμος στο Βιετνάμ, ενώ η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία είχαν στρατιωτικές δικτατορίες, όπως και η Χιλή, και άλλες Λατινικές χώρες λέγονταν Δημοκρατίες της Μπανάνας.

Υπήρχαν και Αμερικανοί λιποτάκτες του πολέμου στο Βιετνάμ, αυτά όσον αφορά στους πολιτικούς φυγάδες ή εγκαταστημένους στη Σουηδία, και άλλοι που είχαν καταφύγει εκεί για μια καλύτερη ζωή.

Πολλοί από εμάς ζηλεύαμε τους καθαρούς δρόμους, τα όμορφα σπίτια, τις ήσυχες γειτονιές, τις παιδικές χαρές, τις πανεπιστημιακές αίθουσες, και μας ξάφνιαζε η στάση των καθηγητών απέναντί μας, που μας θεωρούσαν μελλοντικούς συναδέλφους τους, το κάμπους με τα σπίτια για τους φοιτητές, τα μαγαζιά, την ηρεμία του κοινωνικού περιβάλλοντος, το νοσοκομείο, που εκείνη την εποχή είχε τη φήμη του καλύτερου στη δυτική Ευρώπη, και άλλα πολλά που προσπαθούσαμε να απολαμβάνουμε, ακόμα και την άθληση.

Υπήρχαν φοιτητές από διάφορα χωριά της πατρίδας, αρκετοί από την περιοχή του Κιλκίς, που δεν είχαν δει ποτέ πριν ασανσέρ, καλοριφέρ, δεν ήξεραν να χρησιμοποιήσουν λεξικά και εγκυκλοπαίδειες, δεν είχαν κάνει ποτέ καμιά συναλλαγή με τράπεζα και κάποιος μου είχε εκμυσηρευθεί πως όταν άκουσε το όνομα του Σικελιανού, νόμιζε ότι επρόκειτο για κάποιον από τη Σικελία. Κανένας τους δεν έφταιγε.

Ωστόσο, όποια αισθήματα και αν μας διακατείχαν ή νιώθαμε για τους Σουηδούς, τους μαθαίναμε ελληνικά τραγούδια όπως: Είναι μεγάλος ο καημός… κι από το αίμα πιο πικρό/στο στόμα το φιλί σου, και από τον Μέτοικο, σε μια μελαγχολική μουσική του Ζορζ Μουστακί, πήρα παιδί τους δρόμους… και όταν τους ερμηνεύαμε τους στίχους του Δημήτρη Χριστοδούλου, έκλαιγαν μαζί μας, ακολουθούσαν στους χορούς μας, καλαματιανά και συρτάκι, κοίταζαν με έκπληκτα μάτια αυτούς που χόρευαν ζεϊμπέκικο, μας συνόδευαν με κιθάρες όταν τραγουδούσαμε τα απαγορευμένα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, ενωνόμασταν μαζί τους στις πορείες κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, γιορτάζαμε, θρησκευόμενοι και μη, τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, και την Πρωτομαγιά κρατώντας σημαίες, κόκκινα λάβαρα και πανό, τραγουδούσαμε τη «Διεθνή», όπως συνέβαινε και στη Στοκχόλμη με πρώτο τον πρωθυπουργό Ούλοφ Πάλμε, και στο τέλος πίναμε μπίρες, κι εμείς δείχναμε τον πολιτισμό μας, την πολιτική μας νοσταλγία, και προσθέταμε: «είμαστε περήφανοι που είμαστε Έλληνες».

Δε θυμάμαι κανένα περιστατικό εχθρότητας, μίσους, αντιζηλίας που να το ακολούθησε κανενός είδους βανδαλισμός, καμιά συμπλοκή που να κατέληξε στην αστυνομία, στη φυλακή ή στο νοσοκομείο.

Αναρωτιέμαι αν όλα όσα συμβαίνουν τώρα στα περίχωρα της Στοκχόλμης είναι τα αποτελέσματα συγκριτικών μέτρων πάνω στον πολιτισμό, στον τρόπο διαβίωσης, στις φυλετικές διαφορές, στην αποξένωση, σε εθνικιστικούς ή θρησκευτικούς φανατισμούς.

Πώς συμβαδίζουν τα πόδια, οι πράξεις των χεριών με το μυαλό;

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.