«Αποχαιρετώντας τους μετανάστες» της Ελένης Λαδιά
Στην δεκαετία του 1960: σταθμός των τρένων, Έλληνες φεύγουν μετανάστες στην Γερμανία. Ανάμεσα στις φωνές, στους τραγικούς εναγκαλισμούς, στο τραγούδι του Στέλιου Καζαντζίδη «θα φύγω μανούλα, μην κλάψεις για μένα...», στα δακρυσμένα μάτια, ο πόνος του αποχωρισμού πρωτοστατεί. Μητέρες αποχωρίζονται τα παιδιά τους, γυναίκες τους συζύγους, συγγενείς τους συγγενείς, αδέλφια τα αδέλφια, μη γνωρίζοντας τότε πόσο μακρινές ήταν οι αποστάσεις, πόσο δύσκολη η τηλεφωνική επικοινωνία κι ένα ταξίδι στην πατρίδα, που θα κόστιζε πολλά μεροκάματα. Μόνον όποιος αποχαιρέτησε αγαπημένο του πρόσωπο στον σταθμό των τρένων, ως παρατηρητής, και επιστρέφοντας στα οικεία του σημείωνε τις ρωγμές στην καθημερινότητά του, γνωρίζει τον καημό της ξενιτιάς μέσα από αυτούς που χάνει. Μια πτωχή, όπως τώρα κι όπως πάντοτε Ελλάδα, στέλνει τα πιο νέα και εργατικά παιδιά της στα ξένα. Από τότε μέχρι σήμερα πολλοί άνθρωποι μετανάστευαν από διάφορες χώρες σε άλλους τόπους και το πρόσωπο του μετανάστη άλλαξε: τώρα έγινε πιο μελαψό, αλλόφυλο και αλλόθρησκο, που φεύγει από την δυστυχία της πατρίδος του, με άγνωστο μέλλον, για να φτάσει σε μια άλλη πατρίδα, αφού σωθεί από τα μανιασμένα θαλάσσια κύματα.
Όλα αυτά εισέβαλαν άγρια στην μνήμη μου, όταν έφτασε η ώρα να αποχαιρετήσω μια οικογένεια μεταναστών, η οποία αποτελούσε κατά την γνώμη μου το αρχέτυπο της ελληνικής μετανάστευσης. Βρέθηκα μπροστά σε ένα ανδρόγυνο με το κοριτσάκι τους, που κρατούσαν τις βαλίτσες τους για να φύγουν. Ο πατέρας φορά τραγιάσκα, δηλωτικό της εργατικής του καταγωγής και παλτό κουμπωμένο με μεγάλα πέτα. Από μέσα διακρίνεται με λεπτότητα το υποκάμισό του. Κρατεί μια βαλίτσα, με τις τετραγωνισμένες άκρες της εποχής, στο δεξί του χέρι. Η μητέρα είναι στο πλάι του, κοντύτερή του και ενδεδυμένη με ένα απλό παλτό. Κρατεί την βαλίτσα της με το αριστερό χέρι, γιατί με το δεξί προστατεύει το παιδί, που στέκει όρθιο μπροστά στους γονείς του, το κοριτσάκι με τα μεγάλα, αμυγδαλωτά και μελαγχολικά μάτια, την χαριτωμένη μύτη και το όμορφο, μπουμπουκένιο στόμα. Η παλάμη της με τα καλοσχηματισμένα δάχτυλα ακουμπά στο παιδί, που φορεί κουκούλα, κρύβοντας τα βοστρυχωτά του μαλλάκια, και μου προξενεί την ίδια έντονη συγκίνηση, όπως το «προσφυγάκι» στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Και των τριών το βλέμμα μοιάζει να ατενίζει έναν άλλο κόσμο, όπως είναι τα βλέμματα των επιτύμβιων στηλών. Διακρίνεται μια υποψία θλίψης. Από την οπισθία πλευρά φαίνονται τα κεφάλια του ζεύγους με μια αμυδρή βραχυκεφαλία, που δηλώνει πως είναι πιθανόν Ηπειρώτες από πτωχό μέρος.
Αυτό όμως που εντυπωσιάζει είναι η όλη τους εμφάνιση: πεντακάθαρη, νοικοκυρεμένη, αξιοπρεπής και προσεγμένη, τώρα που θα φύγουν σε άλλον τόπο για μια τίμια εργασία. Η έκφρασή τους κάτω από την θλίψη έχει μια αποφασιστικότητα. Τότε η θλίψη αποκτά ευγένεια. Έτσι ήταν οι Έλληνες μετανάστες.
Όμως όποιος έρχεται να συναντήσει το συγκεκριμένο ζεύγος με το παιδάκι τους, αισθάνεται τόση συγκίνηση στην ψυχή, ώστε ξυπνούν μνήμες από το ιστορικό μας παρελθόν και μουσικές από τα παραδοσιακά μας όργανα (και ιδίως από το μοιρολόγι του κλαρίνου και τον καημό της γκάιντας). Γιατί είναι το αρχέτυπο της ελληνικής οικογένειας που μεταναστεύει.
Πλησιάζω πιο κοντά, τους θαυμάζω, ενώ εκείνοι παραμένουν σοβαροί σαν γλυπτά του κλασικού αιώνος.
Δεν είμαι τεχνοκριτικός και ιδιαίτερα της γλυπτικής. Είμαι απλώς συγγραφεύς. Όμως ψάχνω να βρω ποιο είναι εκείνο το χαρακτηριστικό, που κάνει το συγκεκριμένο έργο του θαυμάσιου σύγχρονου γλύπτη, Γιώργου Χουλιαρά, τόσο κορυφαίο;
Πιστεύω πως είναι η μεγάλη του, εμπνευσμένη σύλληψη να δημιουργήσει κάτι αντίθετα στο ρεύμα, βασισμένος, ασυνειδήτως, στον συμπαντικό νόμο της εναντιοδρομίας: ό,τι κορέννυται, φέρνει το αντίθετό του. Έτσι, στην πορεία της τέχνης διαπιστώνουμε την εναντιοδρομική της σημασία πως όταν ένα είδος πληρούται, την θέση του καταλαμβάνει ένα άλλο, κυρίως το αντίθετό του. Αυτό συμβαίνει σε όλη την τέχνη: από τα παχύσαρκα ειδώλια του Σέσκλου στα σχεδόν άφυλα Κυκλαδικά, από τον μελανόμορφο αγγειογραφικό ρυθμό στον ερυθρόμορφο, μετά τον εικονογραφικό ρυθμό των μυκηναϊκών χρόνων φτάνει η γεωμετρική τέχνη. Όπου έχουμε φυσιοκρατικούς ρυθμούς ακολουθούν αφαιρέσεις και αντιστρόφως.
Στην ανακύκλωση που υπάρχει στον χώρο της τέχνης, πώς να μιλάμε για παλιό και νέο, όταν το προ έξι χιλιάδες χρόνια νεολιθικό ειδώλιο του Διμηνίου εμφανίζεται στον παρόντα χρόνο από σύγχρονους τεχνίτες με την ίδια τεχνοτροπία; Η έκφραση «άλλος τρόπος» είναι νομίζω πιο ενδεδειγμένος, και εκφράζει καλύτερα την συγχρονικότητα αλλά και την διαχρονικότητα των πάντων.
Έτσι πρωτοπόροι είναι αυτοί που οσφραίνονται, που βρίσκουν τον «άλλο τρόπο», και τέτοιος είναι ο κατά την γνώμη μου κορυφαίος γλύπτης Γιώργος Χουλιαράς, που με τους Έλληνες μετανάστες του, ξανανοίγει την ωραία πύλη της κλασικής δύναμης και ευγένειας.
Αποχαιρετώ το θαυμάσιο έργο, αποχαιρετώ τους Έλληνες μετανάστες που σε λίγο καιρό θα κοσμήσουν τον χώρο απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό (το σύμβολο της μετανάστευσης) του Μοντρεάλ, για να διδάσκουν εσαεί το ελληνικό ήθος και την αξιοπρέπεια, και προπαντός το ελληνικό φιλότιμο που αγκαλιάζει και βοηθά τους κάθε λογής μετανάστες.