«“Όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί…”»
Μερικές σκέψεις για το 38ο Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών Μικρού Μήκους και το 21ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας
Γιατί να πάει κανείς στη Δράμα και να μπει στον κόπο να παρακολουθήσει το εκεί Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους;
Πράγματι, δεν έχει κανένα λόγο, εάν ξημεροβραδιάζεται μπροστά στην τηλεόραση, εάν δεν του αρέσει το σινεμά, εάν δεν έχει ανοίξει ούτε ένα βιβλίο στη ζωή του, εάν η μεγαλύτερη φιλοδοξία του είναι να αποκλειστεί σε ένα ασανσέρ με την αγαπημένη του παρουσιάστρια μεσημεριανάδικου, εάν πιστεύει πως ο διευθυντής φωτογραφίας σε μια ταινία είναι αυτός που λέει στους ηθοποιούς πώς να τραβήξουν και να ποστάρουν στο φέισμπουκ τις καλύτερες σέλφι, εάν, τέλος, η άποψή του για την Τέχνη συνάδει με αυτήν του κ. Μπέου, γνωστού ποδοσφαιροτραμπούκου και Δημάρχου Βόλου: «Για μας η τέχνη και η μουσική είναι οι άνθρωποι που μας διασκεδάζουν, αλλά ποτέ δεν πέρασαν να πάρουν τον ιδρώτα σας από το υπουργείο Πολιτισμού. Είναι ο κουμπάρος μου ο Καρράς, είναι πώς λέμε της Πάολας θα γίνει, είναι ο Ρέμος, ο Παντελίδης, ο Οικονομόπουλος, αυτοί που τους πληρώνουμε εμείς».
Λοιπόν, εάν ανήκετε σε οποιαδήποτε από τις παραπάνω κατηγορίες, μη χάνετε τον χρόνο σας: αλλάξτε σάιτ, κατά λάθος είστε εδώ που είστε, και βέβαια μη διανοηθείτε να πάτε στη Δράμα. Επειδή εκεί, εδώ και 38 χρόνια, γιορτάζουν τον Κινηματογράφο, και μάλιστα σε μια από τις πιο γοητευτικές του φόρμες, την ταινία μικρού μήκους, που, ακριβώς σαν το διήγημα, αφηγείται μια ολοκληρωμένη ιστορία με αρχή, μέση και τέλος σε δέκα με είκοσι λεπτά – ενίοτε και σε τρία ή τέσσερα.
Φέτος, για να έχετε μια τάξη μεγέθους, υποβλήθηκαν 168 ελληνικές ταινίες, από τις οποίες προβλήθηκαν 41, ενώ στο Διεθνές, περί τους χίλιους πεντακόσιους (!) σκηνοθέτες έστειλαν τις ταινίες τους, από τις οποίες έφτασαν στην οθόνη 57 – από 47 χώρες του κόσμου. Τι σημαίνουν αυτοί οι αριθμοί; Πως το Φεστιβάλ της Δράμας έχει αποκτήσει διεθνή ακτινοβολία, έχει κατακτήσει τη θέση που του αξίζει στο παγκόσμιο στερέωμα των κινούμενων εικόνων, αν και γίνεται με πενιχρά μέσα.
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του, ο σκηνοθέτης Αντώνης Παπαδόπουλος, στον εναρκτήριο λόγο του είπε πως η διοργάνωση φέτος γίνεται με το ένα τρίτο των πόρων που δικαιούται. Ναι, εάν συμφωνείτε κι εσείς με τον Αχιλλέα Μπέο, ασφαλώς προσπεράστε: το Φεστιβάλ πραγματοποιείται από το υστέρημα των Δραμινών πολιτών, αλλά και όλων των Ελλήνων, με τη βοήθεια, φυσικά, κάποιων ιδιωτών χορηγών. Ναι, το πληρώνουμε, αλλά δυστυχώς όχι όσα του έχουμε υποσχεθεί. Η πραγματοποίησή του από μόνη της είναι ένας ύμνος στην εφευρετικότητα, τη δημιουργικότητα, τη συνεργασία και την αλληλεγγύη. Δηλαδή σε αυτές ακριβώς τις αξίες, στις οποίες στηρίζονται και οι Έλληνες σκηνοθέτες, που εννοούν να γυρίζουν ταινίες τον καιρό της κρίσης – ο ένας βοηθάει και συμπαρίσταται στον άλλο. Έτσι όμως παράγεται αυτό το «ανέσπερο φως» που λάμπει στα μάτια των νέων σκηνοθετών, όπως γράφει ο Αντώνης Παπαδόπουλος στον χαιρετισμό του, στον φετινό κατάλογο του Φεστιβάλ.
Και τι ωραία οπτικοακουστικά προϊόντα παράγονται από αυτό το ανέσπερο φως! Να, ας πούμε, ο Χρυσός Διόνυσος, το υψηλότερο βραβείο του ελληνικού διαγωνιστικού τμήματος, πήγε φέτος στο Σύκο του Νικόλα Κολοβού, που αφηγήθηκε με μεγάλη μαεστρία τη γλυκόπικρη ιστορία ενός γέρου χωρικού, ο οποίος ξαμολιέται με το γαϊδουράκι του για να βρει και να φέρει στη γριά του ένα σύκο, μιας και αυτό το εύγευστο φρούτο είναι η τελευταία της επιθυμία. Ή, το Δεύτερο Βραβείο, ο Αργυρός Διόνυσος, που απονεμήθηκε στον Γαβριήλ Τζάφκα για την ταινία του Euroman, μια ιδιοφυή σκιαγράφηση ενός γκόλντεν μπόι, που βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να χάνει τη ζηλευτή κοινωνική και οικονομική του θέση λόγω κρίσης, αλλά να μην εννοεί να το χωνέψει πως όπου να ’ναι θα γίνει κι αυτός ένας ακόμα ασήμαντος φτωχομπινές από αυτούς που γεμίζουν τους δρόμους και λοιδορεί ο ήρωας. Για τέτοιες ταινίες μιλάμε, αλλά και για πειραματικές, σπουδαστικές, ηθογραφίες, animation, φαντασίας, κωμωδίες, θρίλερ ή και τρόμου, γυρισμένες όλες με άπειρη αγάπη, πολλές ελπίδες και ελάχιστα λεφτά.
Και πανωπροίκι σ’ όλ’ αυτά, πολλές παράλληλες εκδηλώσεις: από μάστερ κλας του διάσημου και πολυβραβευμένου διευθυντή φωτογραφίας Γιώργου Αρβανίτη, μέχρι τα «Αίθρια Λογοτεχνικά Μεσημέρια», στα οποία φέτος παρουσιάστηκαν (από τον υπογραφόμενο) τα βιβλία των Μάκη Τσίτα, Ρέας Γαλανάκη, Νίκου Παναγιωτόπουλου, Αχιλλέα Κυριακίδη, Πέπης Ρηγοπούλου, Θανάση Πέτρου και Πέτρου Κουτσιαμπασάκου.
Γι’ αυτό σας λέω – εάν είστε του κλίματος Μπέου, αφήστε το καλύτερα. Εάν όμως πιστεύετε πως η Τέχνη (και η έβδομη και οι υπόλοιπες) εάν δεν δικαιώνει τον βίο, τουλάχιστον τον κάνει βιώσιμο, τότε σπεύσατε στη Δράμα: «όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί», που έλεγε κι ο Εμπειρίκος.