fbpx
Οι επισκέψεις της Ελένης Λαδιά στις φυλακές Κορυδαλλού

Οι επισκέψεις της Ελένης Λαδιά στις φυλακές Κορυδαλλού

της Ελένης Λιντζαροπούλου

Ο ταξιτζής υπομονετικά, σχεδόν με πατρική φροντίδα, αποβίβασε την τσιγγάνα με τα δύο παιδιά, το μωρό και το καροτσάκι που ερχόταν για το επισκεπτήριο, κάνοντάς μας νόημα πως ήταν ελεύθερος. Συνήθως καλούσαμε ραδιοταξί αλλά εκείνη την ημέρα, χωρίς προφανή λόγο, δεν το κάναμε.

Μαζί με το τέλος της σχολικής χρονιάς, έκλεινε ένας χρόνος επισκέψεών μας στο σχολείο των φυλακών και ο ενθουσιασμός για την ολοκλήρωση ενός στόχου διαδεχόταν τη θλίψη για την απομάκρυνση από τον χώρο και τα παιδιά λόγω των θερινών διακοπών.

Το να επιλέγεις να πας στη φυλακή με το Έγκλημα και Τιμωρία ή τη Φόνισσα δεν είναι και το πλέον συνηθισμένο. Καλά καλά δεν είναι συνηθισμένο το να επιλέγεις την κλασική λογοτεχνία ως αντικείμενο γνώσης γι’ αυτούς τους μαθητές. Η κουλτούρα της φυλακής ή ακόμα και η δυσπιστία μας ως προς το επίπεδο των μαθητών-κρατουμένων, τα στερεότυπα και τόσα άλλα θα μπορούσαν να είχαν στρέψει τις επιλογές της συγγραφέως αλλού. Ακόμα ακόμα, θα μπορούσε να είχε επιλέξει να «μπει» στον χώρο με δικά της βιβλία, να τους μιλήσει για τα δικά της συγγραφικά πονήματα, που δεν είναι ούτε λίγα ούτε μη εγνωσμένης πνευματικής αξίας, ή και να επιδιώξει τη δημοσιότητα και την προσωπική προβολή μέσα από αυτές της τις επισκέψεις.

Αντίθετα, η Ελένη Λαδιά επέλεξε να συναντήσει τον νου αυτών των παιδιών με εργαλείο τα έργα που θεωρούσε ότι ακόνισαν και τον δικό της νου, έργα των μεγάλων κλασικών. Ντοστογιέφσκι, Ουγκό, Παπαδιαμάντης… αλλά και Σεντ Εξιπερί. Καθώς η ίδια αισθανόταν, ως πνευματικός άνθρωπος, μπροστά στα ονόματά τους και το έργο τους ακόμη χθεσινή, επέλεξε να διδάξει έργα αξεπέραστα, ικανά να ξεκλειδώσουν την ψυχή και τη σκέψη των μαθητών-κρατουμένων.

Οι μαθητές την αισθάνονταν δικό τους άνθρωπο. Επέλεγε την επικοινωνία μαζί τους διά της αλήθειας και της αποδοχής, με την συναίσθηση της ευθύνης που έχουν οι πνευματικοί άνθρωποι για την πορεία αυτού του κόσμου, κουβαλώντας αδιαμαρτύρητα στην πλάτη της όλο το βάρος των εγκλημάτων τους.

«Τα παιδιά μου τι κάνουν;»

Αυτή ήταν η μόνιμη ερώτησή της, παρότι είχε να κάνει με ενήλικες και όχι παιδιά, ειπωμένη με άφατη τρυφερότητα και λαχτάρα, κάθε φορά που μιλούσαμε στο τηλέφωνο τις ημέρες που περνούσαν από μάθημα σε μάθημα.

Κάθε δεκαπέντε ημέρες, για έναν ολόκληρο χρόνο, χωρίς να λογαριάζει έξοδα και κόπο, στις οχτώμισι το πρωί, και κάποιες φορές πιο νωρίς, με περίμενε έξω από τη φυλακή, φορτωμένη βιβλία, για να περάσουμε μαζί τον έλεγχο και την πύλη. Με τη βοήθεια του διευθυντή του σχολείου, του εκλεκτού μας πια φίλου Γιώργου Ζουγανέλη, εξασφαλίζαμε κάθε φορά την άδεια εισόδου.

Το μάθημα κρατούσε ως τις δώδεκα παρά… οι μαθητές έπρεπε τότε να επιστρέψουν στα κελιά τους κι εμείς να πάρουμε τον δρόμο για την έξοδο και την επιστροφή μας η καθεμία στις υποχρεώσεις της.

Η μετακίνηση γινόταν πάντα με ταξί και πάντα ένας μικρός διάλογος ανοιγόταν ανάμεσα σ’ εμάς και στον οδηγό. Στις πρώτες «τυπικές» ερωτήσεις απαντούσα συνήθως εγώ.

«Δικηγόροι είστε;»

«Όχι. Η κυρία είναι συγγραφέας».

«Συγγραφέας; Και τι κάνετε εδώ, γράφετε κάτι για τη φυλακή;»

«Όχι, μαθήματα λογοτεχνίας».

«Για να μάθουν να γράφουν;»

«Όχι. Για να μάθουν απλώς».

Εκείνη την ημέρα ο ταξιτζής ήταν πιο ομιλητικός. Ήθελε να μάθει. Όχι από περιέργεια αλλά από ενδιαφέρον.

Η Ελένη Λαδιά πρόθυμα του εξήγησε πόσο σημαντικό θεωρούσε γι’ αυτά τα παιδιά να ασκήσουν τον νου και την ψυχή τους μέσα από τη σκέψη των μεγάλων δημιουργών, πόσο σημαντικό θα ήταν για την παραπέρα πορεία της ζωής τους, αφού οι περισσότεροι έδειχναν ήδη έμπρακτα ότι το σχολείο είχε ακονίσει θετικά τον νου τους και είχε αλλοιώσει την εγκληματική συμπεριφορά τους. Είχαν αρχίσει να αλλάζουν. Κατανοούσαν την τιμωρία και την ποινή, και αισιοδοξούσαν για το μέλλον και τη ζωή τους μετά την αποφυλάκιση. Μετανοούσαν.

Ο ενθουσιασμός και η αγάπη της δε φαίνονταν μόνο στα λόγια της. Είχαν αποδεικτικό τη δωρεά ψυχής που κατέθετε σ’ αυτά τα παιδιά και τη λαχτάρα της να συνεχίσει και την επόμενη χρονιά, όσο το δυνατόν περισσότερο.

Την αφήσαμε έξω από το σπίτι της. Το βάδισμά της πιο ξεκούραστο από το πρωί κι ας είχε διδάξει τόσες ώρες. Τα μαθήματα στους κρατούμενους της έδιναν φτερά.

«Σ’ ευχαριστώ που μ’ έβαλες φυλακή». Ήταν το μόνιμο λογοπαίγνιό της, με το οποίο μου δήλωνε τη χαρά της που η παρουσία μου στον Δήμο Κορυδαλλού τής είχε ανοίξει την πόρτα του Σωφρονιστικού Καταστήματος.

«Εμείς σ’ ευχαριστούμε, Ελένη Λαδιά. Μπορεί να επιδιώκουμε την απομάκρυνση των φυλακών, όμως μιλάμε για τους τοίχους, οι άνθρωποι είναι άνθρωποι και κάνουμε γι’ αυτούς ό,τι είναι δυνατόν».

Συνέχισα με το ταξί επιστρέφοντας στη δουλειά μου απαντώντας στις ερωτήσεις του οδηγού για το επίπεδο των μαθημάτων στο σχολείο των φυλακών, για τις δυνατότητες που είχαν οι κρατούμενοι να συνεχίσουν την εκπαίδευση, αλλά και για την πορεία της χώρας και την κρίση θεσμών και αξιών…

Στο φανάρι, προτού αποβιβαστώ, ο ταξιτζής με χαιρέτησε και είπε, με έκφραση που φανέρωνε κάτι ανάμεσα σε συγκίνηση και ελπίδα: «Υπάρχουν ακόμη τέτοιοι άνθρωποι σ’ αυτή την πατρίδα;»

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.