fbpx
«Ένας δωδεκαετής μελετάει τ’ άστρα» της Ανθούλας Δανιήλ

«Ένας δωδεκαετής μελετάει τ’ άστρα» της Ανθούλας Δανιήλ

Τέτοιο βιβλίο δεν έχουμε ξαναδιαβάσει. Ο λόγος για το Μερονυχτοκουκουρούκου. Πρώτον γιατί ο συγγραφέας, ο Στυλιανός Σταυράκης, γιος του Χρήστου και της Νατάσας και αδελφός του Νικόλα, είναι μόλις δώδεκα ετών. Ως δωδεκαετής, λοιπόν, μπαίνει στον Ναόν της Συγγραφής και δεύτερον και στον Ναό της Ζωγραφικής. Διπλό ταλέντο, «ανάλογο» με του Μότσαρτ, αλλά σε άλλο επίπεδο.

Το παιδί είναι φανατικό για γράμματα και πιο φανατικό για τις παράξενες ιστορίες ή, ας πούμε καλύτερα, ικανότατο να μεταπλάθει τις ήδη γνωστές ιστορίες ή, τέλος τέλος, να δίνει τη δική του επιστημονική εξήγηση στα φυσικά φαινόμενα, όπως είναι η Μέρα και η Νύχτα, δύο αδελφές, οι οποίες φιλονικούν συνέχεια για το ποια θα κάτσει εδώ και ποια εκεί, πού είναι η Σελήνη, γιατί δεν έχει σταθερό σχήμα, πού είναι και τι κάνει ο Ήλιος και πώς εντέλει βρήκε και αυτός μια θέση στο Σύμπαν.

Η παιδική βιβλιοθήκη του είναι αυτή που χάθηκε κάποτε στην Αλεξάνδρεια για να βρεθεί στο δωμάτιό του, μαζί με όλων των ειδών τα όσα γράφτηκαν εκ των υστέρων, βίντεο και ταινίες, διασκευές κάθε αρχαίου μύθου, παραμυθιού και ιστορίας. Έτσι, αφού εξάντλησε όλα τα κλασικά και την επιστημονική φαντασία, προσμένοντας εκιδόσεις απ’ το μέλλον άρχισε τις δικές του διασκευές.

Ο Στυλιανός έχει ένα ιδίωμα. Μόλις διαβάζει κάτι ή βλέπει στην τηλεόραση, αυτομάτως, αρπάζει μολύβι και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι και, όσο πιο γρήγορα μπορεί, για να προλάβει να τα γράψει όλα, κρατάει σημειώσεις. Κι έπειτα παίρνει μαρκαδόρους και μπογιές και ζωγραφίζει αυτά που έγραψε, που είδε και που διάβασε.

Κάπως έτσι είναι και το πρώτο βιβλίο του, που εξέδωσε ιδίοις αναλώμασιν. Βλέπετε, είναι ευρέως διάσημος μέσα στον στενό οικογενειακό και φιλικό του κύκλο.

Για να καταλάβετε περί τίνος πρόκειται, σας λέω πως σπάνια έχω δει αφιέρωση σαν αυτήν που κάνει ο Στυλιανός.

Αφιερώνω αυτό το βιβλίο στους δασκάλους και
τις δασκάλες μου, στους φίλους μου
(τους λίγους και καλούς)
στους συγγενείς μου και ιδιαίτερα στον
προπάππου μου (που λίγο τον γνώρισα), στους
παππούδες μου, στις γιαγιάδες μου, στον
πατέρα μου, στην μητέρα μου και, τέλος
στον αδελφό μου, που, μολονότι δείχνω να
τσαντίζομαι μαζί του πολλές φορές,
στην πραγματικότητα τον αγαπώ πολύ
(αλλά μην του το πείτε!)

Όλα αυτά που η παιδική φαντασία και εφευρετικότητα επινόησε και με χιούμορ απλοποίησε ή επεξήγησε, γίνονται ένα ωραίο μάθημα για το πώς και το τι της ημέρας και της νύχτας.

Έτσι αρχίζει· από τους δασκάλους του και τους προγόνους, και το εννοεί, και ιδιαιτέρως μας συγκινεί ότι θυμάται να αναφέρει και τον προπάππου του που «γνώρισε λίγο» και που, όταν εκείνος ήταν στο έσχατο γήρας, ο Στυλιανός έμπαινε στο κρεβάτι με τα κάγκελα, για να παίξει μαζί του, γιατί νόμιζε πως είναι η κούνια του προπαππού.

Στο παραμύθι του, η Μέρα και η Νύχτα συνεχώς τσακώνονται για την ομορφιά τους, προσπαθώντας να τρελάνουν η μία την άλλη. Χάος η κατάσταση. Αλλά ο «πανέξυπνος επιστήμονας Μάνος Μερονυχτοκουκουρούκου»,

τρίτος ξάδελφος
της θείας της γιαγιάς της Μέρας
και κουμπάρας της μαμάς, της αδελφής,
της θείας του προπάππου
της Νύχτας

σαν άλλος Ήφαιστος, επεξεργάστηκε μια μηχανή που θα μεγάλωνε και τη μία και την άλλη. Τέλος πάντων, τρέχοντας με τα αυτοκίνητά τους, η μεν Μέρα άρχισε να φουσκώνει σαν μπαλόνι –«Ααααα!!!»– έφτασε κάπου, τράβηξε χειρόφρενο, πάρκαρε με την όπιθεν και έγινε Ήλιος (σε παρένθεση ο Ήλιος λέει: «Νομίζω πως έκαψα τον Δία»), διαπιστώνοντας συγχρόνως πως αντί να γίνει πιο μεγάλη, έγινε πιο μικρή. «Το ίδιο έπαθε και η Νύχτα, μόνο που αυτή πάτησε φρένο πιο κοντά κι έφτασε εκεί που είναι σήμερα η Σελήνη».

Πού να δείτε τα μούτρα τους, πώς είναι από τον θυμό τους και από την έκπληξη. Τώρα, γιατί η Σελήνη δεν είναι πάντα κυκλική; Γιατί, λέει ο συγγραφέας, πάει κάθε μήνα στο Ινστιτούτο Αδυνατίσματος. Κι όταν δεν τη βλέπουμε καθόλου, είναι γιατί την έχει μαυρίσει στο ξύλο η Μέρα. Ο καβγάς τους βέβαια δεν σταματάει ποτέ. Η Σελήνη δεν παύει να παραπονιέται γιατί κάθε μέρα έχει τη Γη μπροστά της, οπότε η Μέρα σκέφτηκε, τις μισές μέρες να στριφογυρίζει τη Γη σαν μπάλα προς τον εαυτό της και τις άλλες μισές η Νύχτα. Αλλά με τα στριφογυρίσματα η γη έγειρε «γι’ αυτό ο άξονάς της δεν είναι τελείως ίσιος». Κι από καβγάδες, «Αρκεί να δείτε το βόρειο και νότιο σέλας στους πόλους της Γης για να καταλάβετε τι μπουνίδι πέφτει ακόμα ανάμεσά τους!!!».

Αυτή σε περίληψη είναι η υπόθεση, αλλά η υπόθεση είναι το μισό της δημιουργίας. Το άλλο μισό που συγκυριαρχεί στο βιβλίο είναι η ζωγραφική. Η επινοητικότητα οδεύει παράλληλα με τις μεταμορφώσεις· οι λέξεις παίρνουν σχήμα και χρώμα, αποκτούν πρόθεση και έχουν συναισθήματα. Γίνονται ουράνια σώματα και φυσικά φαινόμενα με πρόσωπο, θυμωμένο, τρελό, απαιτητικό. Όλα αυτά που η παιδική φαντασία και εφευρετικότητα επινόησε και με χιούμορ απλοποίησε ή επεξήγησε, γίνονται ένα ωραίο μάθημα για το πώς και το τι της ημέρας και της νύχτας. Αλλά δεν πρέπει να σταθούμε μόνο στην επίσημη εκδοχή της ιστορίας, αυτήν που καταγράφεται στο βιβλίο με αυστηρή και σοβαρή γραμματοσειρά, μα να δούμε και την «παράβαση» που κάνει ο συγγραφέας –ξέχασα να σας πω πως παίζει και πολύ καλό θέατρο– όταν, όσα σκέφτεται πίσω από την επίσημη ιστορία, τα καταγράφει μέσα στις φούσκες, όπως συνηθίζεται στα εικονογραφημένα, όπου κάνει σχόλια για τους στενούς δρόμους και το δύσκολο παρκάρισμα, δίνει χώρο και στις απώτατες, ενδόμυχες σκέψεις και εικόνες που έχει στο μυαλό του, σχόλια, λοξές ματιές. Τότε, μη γνωρίζοντας βεβαίως από αφηγηματολογία, η τριτοπρόσωπη αφήγησή του αποκτά έναν εσωτερικό μονόλογο ή περισσότερους και ο ίδιος γίνεται αφηγητής θεός.

Δεν μπορώ να μη σχολιάσω τον μικρό συγγραφέα στο γραφείο του, πολιορκούμενο από τις αυτοσαρκαστικές σκέψεις του, να διαμαρτύρεται για τα ρούχα του, να επεξηγεί, να αλλάζει, να αυτοθαυμάζεται: «παρεμπιπτόντως κέρδισα» και αλλού να τρέχει σαν δρομέας σε αρχαίο αγγείο και να αυτοειρωνεύεται: «Όπως βλέπω ο Στ. πήρε φόρα», ενώ είναι καθισμένος στο γραφείο του με ένα τεράστιο μολύβι στο χέρι του σκεπτόμενος.

Εικόνες και σχήματα σε όλα τα χρώματα, ζωηρά και λαμπερά, πιγκουίνοι, πολικές αρκούδες και ιγκλού για το τελείωμα, στον εν σοφία χαμό που συμβαίνει στη φύση, στον ουρανό και στη γη, και στο πολύ ωραίο βιβλίο του Στυλιανού Σταυράκη που, σαν τους αρχαίους προγόνους του, οργάνωσε το Χάος στη δική του κοσμολογία-μυθολογία-κοσμογονία.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΑΠΟΨΕΙΣ
«Για “Τα γενέθλια” της Ζωρζ Σαρή: Μικρή βιωματική ανάγνωση» της Εριφύλης Μαρωνίτη

Αν ζούσε εκείνος –ο νονός, ο μπαμπάς– θα έκλεινε φέτος τον Απρίλη τα 95. Η Άννα, η βαφτισιμιά, θα γινόταν 65. Στη ζωή και στο βιβλίο. Το νήμα, ωστόσο, των κοινών γενεθλίων στις 22 Απριλίου των...

ΑΠΟΨΕΙΣ
«Η “εφαρμοσμένη” διαλεκτική επιστήμης και “ποίησης” στο έργο του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Για τον γλωσσολόγο ως φορέα επιστημονικού λόγου με αντικείμενο τη γλώσσα, εν αρχή ην ο Λόγος. Αν αναρωτηθούμε πότε και με ποια κυρίαρχη συνθήκη γεννιέται συνειδητά το ανθρώπινο πλάσμα, η απάντηση...

ΑΠΟΨΕΙΣ
«Χουάν Χέλμαν (1930-2014), η φωνή και η συνείδηση της Αργεντινής» του Πάνου Νιαβή

Τον περασμένο Νοέμβριο, το Diastixo.gr δημοσίευσε δυο ποιήματα του Χουάν Χέλμαν (Juan Gelman) σε δική μου απόδοση στα ελληνικά (δείτε εδώ). Μ’ εκείνη τη δημοσίευση, επιχείρησα να συστήσω στους λάτρεις της ποίησης έναν από τους...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.