fbpx
«Θανάτω θάνατον πατήσας» της Ελένης Σαραντίτη

«Θανάτω θάνατον πατήσας» της Ελένης Σαραντίτη

«Καλώ την Μνημοσύνη, του Δία την ομοκρέβατη, την βασίλισσα,
αυτήν που γέννησε τις Μούσες τις ιερές, τις ευσεβείς, τις καλλίφωνες,
και στέκει πάντοτε μακριά απ’ την κακιά τη λήθη που προξενεί φθορά στις
φρένες κι απάντων των ανθρώπων συνδέει το νου με τις ψυχές
και περισσεύει των θνητών το σθεναρό και ρωμαλέο λογισμό...»

Τη Μνημοσύνη, λοιπόν, με τον Ορφικό Ύμνο επικαλείται ο μελλοθάνατος βασιλιάς Λεωνίδας, τη Μνημοσύνη, που κατά τους Ορφικούς, ενδυναμώνει τη μνήμη και καθιστά κρατερό τον λογισμό.

«Την καλώ. Την προσκαλώ. Την επικαλούμαι. Την παρακαλώ. Έλα και φέρε μου τις βροχές που με νότισαν, τις ακτίνες που με έθαλψαν, το χιόνι που μου θάμπωσε τα μάτια, τον βασιλιά ποταμό, τα εύκαρπα δένδρα, τον λυγμό της αηδόνας, την ανοιξιάτικη ευωδιά των ελαιώνων. Κάνε ν’ αστράψει εμπρός μου με όλη του την μεγαλόπρεπη θωριά και την ηγεμονική ματιά του ο βασιλαετός που με συντρόφευσε όχι και λίγες φορές. Ωχ, ας έρθουν οι σαύρες να λιαστούν στα πόδια μου και τα μυρμήγκια ν’ ανοίξουν δρόμο στα μαλλιά μου...»

Νύχτα, μάλλον ξημέρωμα, του Αυγούστου 20, έτος 480 π.Χ., με το φεγγάρι λαμπρό, ολόγιομο. Ο Λεωνίδας ξαγρυπνά περιμένοντας τη μάχη την τελευταία. Ουσιαστικώς, περιμένοντας το τέλος. Μα ως να φανεί το πρωινό, η σκέψη του αδιάκοπα γυρνά στη Σπάρτη, πίσω, στην πρωτινή ζωή του, φτερουγίζει κοντά σε πρόσωπα αγαπημένα, σε τόπους γνώριμους, πλησιάζει αγάπες και ανασταίνει γεγονότα, στοχάζεται, θυμάται, νοσταλγεί. Η ζωή, ολόκληρη η ζωή του ήρωα, μες σε μια νύχτα. Και ούτε. Μέσα σε λίγες ώρες. Γυμνή, εκτεθειμένη κι εύθρυπτη. Μιλά. «Οι σάλπιγγες του εχθρού θα ακούγονταν από στιγμή σε στιγμή. Μα όσο παρέμεινα, η ψυχή μου φτερούγιζε τρομαγμένη αλλά και γητεμένη στη Σπάρτη, όμοια με το βαριά λαβωμένο πουλί, που φοβάται το πέταγμα, είναι ανίκανο γι' αυτό, κι εντούτοις, κάνει μικρές, δειλές πτητικές απόπειρες. Λαχταρά τα χαμένα φτερουγίσματα...»

Ρωτήθηκα κάποτε εάν αφορμή για τη συγγραφή της Θυσίας, βιβλίο μου αφιερωμένο στον μέγιστο Έλληνα ήρωα, στάθηκε η στροφή –τελευταίως– των αναγνωστών στο ιστορικό μυθιστόρημα. Φυσικά, απάντησα όχι. Και πώς θα μπορούσε άλλος κανείς, εκτός από την καρδιά μου, να με προτρέψει να γράψω για ό,τι λαμπρότερο και σεμνότερο συνάμα, ό,τι πιο δοξασμένο και πολυαγαπημένο, ό,τι πιο ισχυρό και σεβαστό γέννησε και έθρεψε η γη της Λακωνίας – και όχι μόνον...

Όχι, απάντησα. Της καρδιάς μου οι χτύποι ήταν που με ώθησαν. Στην αρχή δειλοί, διστακτικοί, αβέβαιοι. Έπειτα, και με τον καιρό, άρχισαν να δυναμώνουν, να απαιτούν, να γίνονται επίμονοι, να με καταλαμβάνουν. Και να κάνουν κατοχή μέσα μου, αγάπης κατοχή. Θα ρωτηθεί ίσως κανείς, μα πώς καταλαμβάνεται η καρδιά; Αλίμονο αν δεν έμενε ανοχύρωτη. Η καρδιά είναι η καλή και σταθερή μας σχέση με τον κόσμο. Και τι να πει κανείς για την παραφορά του νου που με ξεσήκωνε, τις περισσότερες φορές, κατά τη διάρκεια της συγγραφής; Διότι ήταν αδιανόητο. Απίστευτο και αδύνατο. Ήταν πέρα και πάνω από κάθε ανθρώπινο φυσικό κανόνα. Ακόμη και για τους μέχρι τότε ηθικούς κανόνες ήταν ξένο. Διότι ήταν απεριόριστο. Και πρωτοφανές. Άρρητο. Ποιος, πότε, πού, αναμετρήθηκε με τις δυνάμεις του σύμπαντος κόσμου; Ποιος –μόνος σχεδόν– αντιμετώπισε λαούς ολόκληρους, στρατιές αμέτρητες – για την τιμή της τιμής; Και για της πατρίδας την τιμή – που ουσιαστικώς είναι η τιμή της καρδιάς μας, καθώς πατρίδα μας είναι η καρδιά μας...

«Έλα, στρατηγέ βασιλιά, πάρε τους ανδρείους σου και γυρίστε στη Λακεδαίμονα» παρότρυνε τον Λεωνίδα ο διοικητής των Κορινθίων κατά την αποχώρηση των συμμάχων, μετά την προδοσία του Εφιάλτη. «Έλα, στρατηγέ, δεν το βλέπεις; Δεν θα μείνει τίποτε από εσάς. Έλα!» Και ο Λεωνίδας: «Πώς δεν θα μείνει τίποτε; Θα μείνει η τιμή της πατρίδος. Και αυτό εσύ, ω Κορίνθιε πολέμαρχε, το λες τίποτε;»

Θα ρωτηθεί ίσως κανείς, μα πώς καταλαμβάνεται η καρδιά; Αλίμονο αν δεν έμενε ανοχύρωτη.

Αυτόν τον τετιμημένο τιμάμε στην πραγματικότητα. Τιμάμε και τη μεγαλύτερη πράξη αντίστασης που έγινε ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας. Υποκλινόμαστε εμπρός στην επίδειξη της πιο ανήκουστης και απίστευτης υπερηφάνειας και αφοβίας απέναντι στην αλαζονεία, την παράλογη δύναμη, τη βία και την αδικία. Μα και εμπρός στον «Αμνόν του θεού» που ακολούθησε τον δρόμο της θυσίας εκουσίως, κι έχοντας επίγνωση της ιερότητας της εκστρατείας, ελκόμενος από την αγάπη του στη ζωή. Στη ζωή, όμως, σε μιαν ελεύθερη πατρίδα. Διότι αν δεν αγαπά κανείς υπερβολικά τη ζωή, δεν θυσιάζεται κάτω από τις δραματικές εκείνες συνθήκες.

Αν δεν αγαπά κανείς τη ζωή –παράφορα, βέβαια– δεν καλεί στις ύστατες, μοναχικές ώρες, νερά και πλατάνια, πουλιά και σαύρες, χορτάρια και κύματα θάλασσας ανοιξιάτικης, ως και πετροκότσυφες, να τον συντροφεύσουν νοερώς. Το βουητό του βασιλιά ποταμού καλεί και τις αγριόχηνες που κεντούσαν τον ουρανό της Σπάρτης.

Αν δεν αγαπά κάποιος τη ζωή, δεν γυρνά τα μάτια ψηλά, βγάζοντας στεναγμό βαθύ: «Δεν μας ακούει ο Δίας!» Ωσάν Εκείνον, τον θεάνθρωπο που, αιώνες αργότερα, έβαλε φωνή: «Ελωί, Ελωί, λιμά σαβαχθανί», «ο Θεός μου, ο Θεός μου, ίνα τι με εγκατέλιπες»...

Εξάλλου όλα, όλα όσα νοσταλγεί και τα καλεί να τον πλαισιώσουν στην αγρύπνια του και την αγωνία του, πλάσματα της φύσης, τέκνα της ζωής δεν είναι;

Όταν άρχισα τη συγγραφή του βιβλίου του αφιερωμένου στον Λεωνίδα, στον Άλλον Λεωνίδα, όμως, στον Άνθρωπο Λεωνίδα και όχι στον ατσάλινο, αλύγιστο, άτεγκτο και πολύπειρο πολεμιστή, βλέποντας την τόση αφοσίωσή μου, τον εκούσιο εγκλεισμό μου στο γραφείο μου, γνωστή αρχαιολόγος με παρατήρησε. «Κι εσείς, που θελήσατε να καταπιαστείτε με αυτόν τον ογκόλιθο της ιστορίας! Βλέπετε τώρα τι δουλειά σάς περιμένει;»

Έβλεπα, βέβαια, αλλά έβλεπα άπιαστα, πανέμορφα πράγματα. Ιερά πουλιά με κύκλωναν, μέρες πολύχρωμες και πολυκύμαντες μου έγνεφαν κι εγώ έσπευδα να γνωρίσω και να μεταφέρω στις σελίδες μου: Την κοινωνική ζωή στη αρχαία Σπάρτη, τη θρησκευτική ζωή, την Αγωγή, τη γέννηση, τον θάνατο, την Τέχνη, τους αγώνες, τη μοναδική στον γνωστό τότε κόσμο παιδεία των γυναικών, τις ολάνθιστες νέες της Σπάρτης, την καλλονή τους. Λεγόταν δε πως όταν οι κάτοικοι του Αιγίου νίκησαν τους Αιτωλούς, στις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα, ενθουσιασμένοι, μεθυσμένοι από τη μάχη, με την έπαρση του νικητή και τα λάφυρα σε σωρούς, έστειλαν θεοπρόπους στο μαντείο των Δελφών για να ρωτήσουν τον Απόλλωνα, ποιος από τους Έλληνες ήταν τώρα ανώτερος από αυτούς. Η απάντηση της Πυθίας; Διαδόθηκε στο Πανελλήνιο. «Ασυγκρίτως ανώτεροι είναι κατά σειράν. Το Άργος, τα άλογα της Θεσσαλίας και οι γυναίκες της Σπάρτης». Τούτο φέρνει στον νου του ο ήρωας εκείνες τις ώρες και περηφανεύεται δικαιολογημένα, όταν σκέπτεται ότι ο Όμηρος αποκαλούσε τη Σπάρτη «Καληγύναικο». Είναι φανερό πόσο ερωτευμένος είναι με τη βασίλισσά του και πριγκίπισσα των Ηρακλειδών Γοργώ, γυναίκα με αξιοθαύμαστη προσωπικότητα και παρουσία.

Έπειτα, ήταν και ο γάμος στη Σπάρτη που με καθήλωσε. Γινόταν δι’ απαγωγής. Συνήθεια που βαστούσε από χρόνους σκοτεινούς. Τη νύφη την κούρευε η νυμφεύτρια όπως λέμε σήμερα «με την ψιλή», έπειτα της φορούσε κοντό, από ανεπεξέργαστο λινό, ανδρικό μανδύα, ποδήματα ανδρικά και την πλάγιαζε κατάχαμα, σε κλίνη καλαμένια και στρώμα αχυρένιο. Την άφηνε παίρνοντας και τον λύχνο μαζί της. Στο σκοτάδι, που γίνεται πυκνότερο λίγο πριν την αυγή, θα την επισκεπτόταν ο γαμπρός κρυφά, σαν τον κλέφτη, αφήνοντας για λίγο τον στρατώνα. Παρόμοια έπραξε και ο Λεωνίδας.

Αργότερα ο Πλείσταρχος θα ήταν καρπός αυτής της αγάπης. Κι εδώ να θυμηθώ να σας πληροφορήσω ότι η μητέρα του Λεωνίδα ήταν μια εντελώς ξεχωριστή βασίλισσα, με παιδεία άριστη, φωνή υπέροχη και κλίση στην ιατρική. Θεράπευε είλωτες και δούλους. Το όνομά της δεν το συνάντησα πουθενά, ενώ θα ήταν ωραίο να μνημονεύεται το όνομα της γυναίκας που γέννησε αυτό το παγκόσμιο σύμβολο της τιμής και της θυσίας.

Η ανθρώπινη υπόσταση ενός θεϊκού πολεμιστή είναι ό,τι πιο πολύ με συνεπήρε.

Κι ακόμη, ας πω ότι ενώ οι σελίδες όπου περιγράφονται οι μάχες δεν είναι πολλές –είκοσι θαρρώ–, ο χώρος όπου περιγράφεται και ζωντανεύει ο άνθρωπος Λεωνίδας καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του βιβλίου, καθώς αποφάσισα να αφαιρέσω κάπως από το μυθιστόρημα κλαγγές μάχης, οπλισμούς, θριάμβους ή απώλειες κατά τις αναμετρήσεις, απορφανισμούς και αλωμένη γη, λίμνες αίματος, θρήνους, ώστε να φανερωθεί ο άνδρας. Όχι ο μεγάλος μαχητής και εμπειροπόλεμος στρατηγός, ο σεβαστός και συνετός βασιλιάς, παρά η ύπαρξή του η ανθρώπινη. Να εμφανιστεί όπως ακριβώς ήταν: ευαίσθητος και εύτρωτος με τις αγάπες του, αυτός ο ταπεινός αριστοκράτης (πάντα περήφανος για την καταγωγή του από τον Ηρακλή), αυτός ο ερωτευμένος σύζυγος, ο καλός γιος, ο στοργικός πατέρας, ο πολύτιμος φίλος. Αυτός ο λαϊκός πρίγκιπας των Ηρακλειδών. Αυτός που λάτρευε τα ζώα και τα φυτά, που συνομιλούσε με τους αετούς και τον Ευρώτα, που γνώριζε Όμηρο και Σαπφώ, που συχνά προσέφευγε στους μύθους, που ήταν θρησκευόμενος αλλά του άρεσαν τα τολμηρά ανέκδοτα με τα οποία γελούσε τρανταχτά συντροφιά με τους στρατιώτες του... Που δηλαδή δεν ήταν μόνο ο αγέρωχος πολεμιστής, φτιαγμένος λες από σίδερο ή από μάρμαρο. Δεν ήταν μια μάσκα ανέκφραστη, νεκρή από αισθήματα. Βέβαια, αν ήταν έτσι, δεν θα προχωρούσε σε αυτό το «Φοβερό Βήμα».

Ω, ναι! Γράφοντας ανταμείφθηκα. Τόσο, όσο δεν μπορώ να φανερώσω. Πολλά συναισθήματα, λογισμοί, συγκινήσεις, ενθουσιασμοί ή μεταρσιώσεις, καλό είναι να μην κοινοποιούνται. Να παραμένουν ανάμεσα στα τιμαλφή εκείνου που τα ένιωσε. Και που τα νιώθει. Και που μέχρι τέλους θα τα φέρει μέσα του.

Πολλά μού χαρίστηκαν προσεγγίζοντας αυτό το άφθαρτο στους αιώνες πρόσωπο το οποίο, όσο και αν το αγνοούν πολλοί, και πριν την εκστρατεία, αλλά και τη νύχτα της αγρυπνίας κλονίστηκε. Δείλιασε. Για τους ευλογημένους Θεσπιείς, για τους Ιππείς του. Για τους είλωτες. «Ω, εγώ που τους οδήγησα στο θυσιαστήριο! Θύτης μαζί και θύμα. Εγώ που τους ανάγκασα να στερηθούν ό,τι αγάπησαν».

Οι ώρες της αγωνίας. Και του πόνου. Οι ώρες του Ανθρώπου.

Η ανθρώπινη υπόσταση ενός θεϊκού πολεμιστή είναι ό,τι πιο πολύ με συνεπήρε. Το ότι αυτή την ανεκτίμητη ύπαρξη μπόρεσα, ή, τέλος πάντων, προσπάθησα να φέρω στο φως και να την κοινολογήσω μέσω της λογοτεχνίας, είναι για μένα μεγάλη εύνοια.

Λίγο πριν το ξημέρωμα τον επισκέπτεται και η Γοργώ – στην τρέμουσα καρδιά του, βεβαίως. Πρώτη και μοναδική αγάπη του. Ποθεί να την πάρει αγκαλιά. «Να γλυκαθεί η αγλαή Γοργώ μου», σκέπτεται, «να ριγήσει στιλπνή μες στα χέρια μου. Έπειτα, λίγο να ανασηκωθεί, να γείρει, να με κοιτάξει κατάματα, να κοιταχτούμε. “Ω, βασιλιά μου”, να πει, “μας ευλόγησαν οι θεοί, μας τίμησαν”».

«...Και, βασιλιά Λεωνίδα, έκλαψα πικρά. Διότι κατενόησα πως μόνος εσύ σήκωσες το βάρος όλων μας και ήρες την δειλία και την φιλαυτία, τον φόβο ζωής και τον φόβο του θανάτου... Σου εύχομαι, Ζευς ούριος να σε οδηγήσει στο όριο της τιμής και στα σύνορα της αθανασίας», του έγραψε στην επιστολή του, λίγο πριν χαράξει, ο έκπτωτος βασιλιάς της Σπάρτης Δημάρατος, τώρα σύμβουλος του Ξέρξη. Η ευχή και προσευχή του αδικημένου Σπαρτιάτη βασιλιά Δημάρατου εισακούστηκε.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΑΠΟΨΕΙΣ
«Για “Τα γενέθλια” της Ζωρζ Σαρή: Μικρή βιωματική ανάγνωση» της Εριφύλης Μαρωνίτη

Αν ζούσε εκείνος –ο νονός, ο μπαμπάς– θα έκλεινε φέτος τον Απρίλη τα 95. Η Άννα, η βαφτισιμιά, θα γινόταν 65. Στη ζωή και στο βιβλίο. Το νήμα, ωστόσο, των κοινών γενεθλίων στις 22 Απριλίου των...

ΑΠΟΨΕΙΣ
«Η “εφαρμοσμένη” διαλεκτική επιστήμης και “ποίησης” στο έργο του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Για τον γλωσσολόγο ως φορέα επιστημονικού λόγου με αντικείμενο τη γλώσσα, εν αρχή ην ο Λόγος. Αν αναρωτηθούμε πότε και με ποια κυρίαρχη συνθήκη γεννιέται συνειδητά το ανθρώπινο πλάσμα, η απάντηση...

ΑΠΟΨΕΙΣ
«Χουάν Χέλμαν (1930-2014), η φωνή και η συνείδηση της Αργεντινής» του Πάνου Νιαβή

Τον περασμένο Νοέμβριο, το Diastixo.gr δημοσίευσε δυο ποιήματα του Χουάν Χέλμαν (Juan Gelman) σε δική μου απόδοση στα ελληνικά (δείτε εδώ). Μ’ εκείνη τη δημοσίευση, επιχείρησα να συστήσω στους λάτρεις της ποίησης έναν από τους...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.