«Quo vadis, Θεοδόση;» της Ανθούλας Δανιήλ
Με τον τίτλο «Homo, quo vadis?» μας έστειλε το τελευταίο του ποίημα ο καλός μας φίλος και συνάδελφος και αδελφός Θεοδόσης Τζιαφέτας. Με αυτό το χωρίς απάντηση ερώτημα, και ενώ ήξερε πολύ καλά πού πήγαινε, μας άφηνε να νομίζουμε ότι φιλοσοφούσε σαν γερός κλασικός φιλόλογος που ήταν και τώρα τελευταία έδινε διάσταση και στο αθέατο, μέσα του, ποιητικό ένστικτο που η καθημερινή σχολική και εξωσχολική μέριμνα δεν του άφηνε χρόνο να εκφράσει. Πήρε τη σύνταξή του και άρχισε να γράφει αποδεικνύοντας τρανά ότι μπορούσε να υπηρετεί τις μούσες, και της τραγωδίας και της λυρικής ποίησης.
Τα ποιήματά του, όλο και πιο πικρά, γεμάτα στοχασμό για τον «πήλινο κόσμο/ ζυμωμένο με τα φτερά της πεταλούδας», «το τραγούδι του κύκνου», έγιναν και ωραία τραγούδια που τα ανέβαζε στο διαδίκτυο, μας τα έστελνε στο μέιλ και τα κουβεντιάζαμε στο τηλέφωνο. Κι εμείς ανίδεοι ρωτούσαμε: «Γιατί, Θεοδόση μου, τόση απαισιοδοξία;». Εκείνος δεν απαντούσε, πλην όμως ήξερε ότι είχε πάρει τον δρόμο του.
Πρόλαβε, πριν από έναν μήνα, να κυκλοφορήσει το βιβλίο του Το μαύρο είναι χρώμα φιλικό, για τον συμπατριώτη του τον Χρήστο Μπράβο, που προηγήθηκε στην πίκρα (δείτε κριτική εδώ). Βλέποντας εκ των υστέρων και κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, όλα τα ποιήματα και τα μηνύματα ήταν σαφή. Μα εμείς, παραδομένοι στις δικές μας μέριμνες, τα αξιολογούσαμε ως προβληματισμούς και όχι ως έσχατα ψυχικά σταλάγματα ανθρώπου που ακροβατούσε «Ανάμεσα στον παφλασμό και τον γδούπο», το όνειρο που έφευγε «στων άστρων το φως/ …μια νύχτα με νέκταρ φιλιών/ Το πάθος …στο μπλουζ των σκιών».
Ο Θεοδόσης ήταν ο πιο μικρός στη σχολική μας παρέα στο 7ο Λύκειο στο Παγκράτι. Μετά πήρε τη γυναίκα του, την Τζένη, τα παιδιά του, Νίκο και Κατερίνα, και πήγε στον Βόλο για να είναι κοντά στην πατρική του γη. Ήταν αυτός που μοιραζόμασταν τις ποιητικές ανησυχίες και τι καλά τις λύναμε όλες, όταν ο θάνατος ήταν για μας μια λέξη μες στα κείμενα γραμμένη, που μόνο τούς άλλους αφορούσε· όχι εμάς. Πριν από λίγες μέρες επικοινωνήσαμε και μετά σιωπή. Τώρα, κατόπιν εορτής, κατάλαβα. Πέρασε τα πάθη του τη Μεγάλη Εβδομάδα, περιμένοντας τον Χριστό να αναστηθεί, και στις 21 του σκληρού Απρίλη παρέδωσε το σώμα του στο μαλακό της Δεσκάτης «Χώμα και νερό, σημάδια υποταγής».