fbpx
«Δίψα ή Το αντίδωρον (ΙΙ)» της Ελένης Σαραντίτη

«Δίψα ή Το αντίδωρον (ΙΙ)» της Ελένης Σαραντίτη

Έως ότου, «Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε/ θαρρώ»[1] καταμεσήμερο, ώρα βαριά, στη Βουκουρεστίου που ήταν σχεδόν άδεια και με τα ρολά του «Παλλάς» κατεβασμένα. Μια μοναξιά απέπνεε το ωραίο θέατρο παρά τις έγκλειστες ξεχασμένες αφίσες που προανήγγελλαν τον ερχομό του Ζεράρ Ντεπαρντιέ και της Φανί Αρντάν για το ανέβασμα, στις 4 και 5 Ιουνίου, της Λυσιστράτης σε παγκόσμια πρώτη και σε διασκευή του Λοράν Ντισπό. Βρισκόμαστε στο 2007.

Μοναξιά δήλωνε και ο ηλικιωμένος κύριος, λιγνός, γερτός στα σκαλιά του θεάτρου, με πουκάμισο απροσδιορίστου χρώματος και ένα πανέρι δίπλα του, σχεδόν κατάσαρκά του. Η δίψα μου ξανά· άσβηστη. Ανήμπορη μα και επίμονη και ακαταπράυντη. Πώς και από την απέναντι γωνία της Πανεπιστημίου διέκρινα μεμιάς το περιεχόμενο του πανεριού; Βιβλία, τι άλλο; Και όπως το σκυλί το κυνηγετικό φερμάρει και, συγκεντρώνοντας την προσοχή του εκεί που μόνο αυτό αισθάνεται, οσμίζεται τον αέρα για τον εντοπισμό του θηράματος, έτσι κι ελόγου μου: δίχως να προεξέχουν από το πλεγμένο από λυγαριά κάνιστρο, οσφράνθηκα βιβλία. Όταν πλησίασα, βεβαιώθηκα. Το φανταζόμουν, άλλωστε: ήταν παλαιά. Μεταχειρισμένα. Πληγωμένα κατά τόπους, με εξώφυλλα ξεθωριασμένα, κυρτά και με κηλίδες σαν στάμπες· όμως τη στιγμή που περιεργαζόμουν το περιεχόμενο του πανεριού, δυο μάτια υψώθηκαν να συναντήσουν τα δικά μου. Μάτια ανοιχτόχρωμα γαλάζια, κάπως ξέθωρα, με κοίταζαν ικετευτικά και μια φωνή παραπονεμένη και πικρή μου τρύπησε την καρδιά μέχρι τα φύλλα της:

«Απ’ το πρωί δεν στάθηκε άλλος. Και κοίτα να χαρείς, είναι καλά βιβλία. Τα ’χω διαβασμένα. Όλα. Το σύνολο έντεκα…» Και μετά: «Εντάξει. Δεν είναι καινούργια αλλά το βιβλίο, καινούργιο ή παλιό, την έχει την αξία του· κάτι θα σου δώσει. Πάντα!». Συμφώνησα.

Το πρώτο που έπιασα –τυχαίως– στα χέρια μου ήταν παιδικό. Αγαπημένο, μάλιστα. Επρόκειτο για τη Μικρή Πριγκίπισσα, έργο της Αγγλίδας Frances Hodgson Burnett (1849-1924). Άλλα έργα της Αγγλίδας συγγραφέως, πολυμεταφρασμένα και πολυαγαπημένα, ήταν Ο Μικρός Λόρδος και ο θαυμάσιος Μυστικός κήπος. Στο αντίτυπο της Μικρής Πριγκίπισσας που κρατούσα, φυσικά με μια κάποια μελαγχολία για τα αθώα χρόνια (Εκδ. Βοσκάκης, 1980), τη μετάφραση είχε κάνει η Γεωργία Ταρσούλη· προσωπικώς την είχα διαβάσει σε παλαιότερη έκδοση. Σειρά τώρα είχε ο Hemingway και το Για ποιον χτυπά η καμπάνα (Εκδ. Ζαχαρόπουλος, 1980). Α, ναι, μεταφραστής ήταν ο Νίκος Σημηριώτης. Ωραίος! Έμπειρος! Έπειτα, έπιασα να ψηλαφίζω το θρυλικό –κάποτε– έργο του Λαμαρτίνου, Γκρατσιέλα (Εκδόσεις Μπουκέτο-Οικογένεια· έτος κυκλοφορίας 1935). Η ακατάδεχτη πεταλούδα της Άλκης Γουλιμή (Βιβλιοεκδοτική, 1965), Η καταγωγή της Θρησκείας των Β.Φ. Ζίπκοβετς / Α. Λουνατσάρκυ (Εκδόσεις Ο Σημερινός Κόσμος, 1967). Ακόμη βρισκόταν πλαγιασμένο και προς στιγμήν φώτισε τα μάτια μου σαν Αποσπερίτης, διότι το είχα πολύ ξεφυλλίσει και ξεχωριστά αγαπήσει· ξεχώριζε με εκείνο το απαλό πράσινο, απόλυτα λιτό εξώφυλλό του στο χρώμα των φύλλων της αρμπαρόριζας, με τα κομψότατα κοσμήματά του: Ντυπρέ, Παγκόσμιος Μυθολογία, Μετάφρασις και Προσθήκαι Γ. Σερουΐου (Ελευθερουδάκης, 1931). Ιδού όμως και η Μ. Delly (!) με το Σκλάβα ή βασίλισσα (Εκδ. Πελαργός, 1949), Το σπίτι των αηδονιών – το πολύ αγαπημένο μου (Εστία, 1950) και το La Gata Blanca (Malaga, 1936).

Έχουν τον τρόπο τους τα βιβλία: οι αράδες τους γίνονται καρδιές όταν οσφρανθούν αγάπη· χαμογελούν δε μυστικά και –τάχα– συνωμοτικά, όταν αισθανθούν αγγίγματα στοργής.

Δύο ή τρία απέμειναν ως να τα θωπεύσω όλα, μύριζαν παλαιότητα και φίνο μετάξι, ανέδιδαν συγκίνηση και στεναγμούς, ήταν όλα τους φορτωμένα από μάτια και δάχτυλα γνοιασμένα, από γνώσης λαχτάρα και επιθυμίες. Όλα. Έχουν τον τρόπο τους τα βιβλία: οι αράδες τους γίνονται καρδιές όταν οσφρανθούν αγάπη· χαμογελούν δε μυστικά και –τάχα– συνωμοτικά, όταν αισθανθούν αγγίγματα στοργής.

Η ζέστη γινόταν συμπαγής και ακίνητη, σκέφθηκα πως ήταν εγωιστικό από μέρους μου να κρατώ τον άνθρωπο στην αναμονή, στην αγωνία και στη θολούρα της επιβαρυμένης ατμόσφαιρας, τον άγγιξα στους ώμους κι αυτή η χειρονομία γλύκανε και τους δυο μας, το ένιωσα, «Πόσο θέλετε και για τα έντεκα και πόσο για το πανέρι, αν το πουλάτε, βέβαια…». Εκείνος γέλασε συνεσταλμένα, τα μάτια του γέμισαν ξάφνιασμα και, «Να ’σαι καλά, κυρία…» είπε με ήσυχη φωνή, και έπειτα, «Για τα βιβλία, κανόνισε εσύ. Φτάνει να μη ζοριστείς· μα θα τα διαβάσεις όλα;». «Ναι», έγνεψα. «Τώρα… για το κοφίνι. Κυρά μου, χάρισμά σου. Μέσα από την καρδιά μου. Είναι ο γαμπρός μου καλαθοποιός, από της Βυτίνας τα μέρη, την Ελάτη, κάτοικοι 80, θα ξέρεις, εκεί υπάρχει και εργαστήρι ξυλογλυπτικής, κι απέ από αυτά έχουμε περίσσευμα. Είσαι και καλοΐσκιωτη. Το μάντεψα πριν ακόμα μου μιλήσεις. Ε, να… Δεν βρίσκω τα λόγια μου… δεν μπορώ να σε ευχαριστήσω όσο σου πρέπει. Μόνο να σου ευχηθώ μπορώ· να είσαι ευλογημένη. Απ’ το Θεό κι απ’ τους ανθρώπους…». Και μόλις σηκώθηκε, με νεανική ευλυγισία ομολογώ, έλαβε τα χρήματα με έναν δισταγμό, ντροπή θα έλεγα πιο σωστά, και μου παρέδωσε το πανέρι.

Το παρέδωσε όπως θα παρέδιδε αντικείμενο πίστης αγιασμένο και είχε μια ακτινοβολία και μια ευφροσύνη το πρόσωπό του, ώστε θέλησα να τον φιλήσω. Δυστυχώς δεν το έκανα, μόνο κρέμασα την καρδιά μου στο ευχαριστώ που του είπα, και ευθύς, και μόλις απόθεσα το κάνιστρο σε ένα από τα σκαλοπάτια του «Παλλάς», πήρα και τα δυο του χέρια στα δικά μου και τα κρατούσα ώρα και ούτε με έμελαν τα περίεργα βλέμματα των περαστικών, μήτε και των σερβιτόρων του διπλανού café τα χαμόγελα.

Αισθανόμουν, όσο απομακρυνόμουν, τα μάτια του στην πλάτη μου. Αίσθηση έντονη. Και γλυκιά. Και θωπευτική σαν αεράκι. Ως να σταθεί ταξί δίπλα μου, μου φαινόταν ότι το κάνιστρο εκτελούσε χρέη των κάνιστρων που τοποθετούνται στην εκκλησία ευλαβικά στηριγμένα σε απλωμένα χέρια παιδιών, επιτρόπων ή σε ειδικά στηρίγματα, αντιδέρια λεγόμενα, εμπρός στην Ωραία Πύλη· στα κάνιστρα τοποθετούνται τα αντίδωρα ή πρόσφορα, τα μικρά τεμάχια του ευλογημένου άρτου που μοιράζεται από τους ιερείς στο τέλος της Θείας Λειτουργίας. Η εκκλησία ορίζει ότι το αντίδωρο είναι μέρος του προσφόρου από όπου προήλθε ο Αμνός του Θεού, εξ ου και έχει ιαματικές ιδιότητες. «Ηγιασμένος γαρ άρτος εστί το αντίδωρον». Κατά την ώρα της διανομής του στους πιστούς, ο ιερέας επαναλαμβάνει: «Ευλογία Κυρίου και Έλεος έλθοι επί σε…».

Βέβαια, για τους ανυπόμονους ή βιαστικούς υπάρχει, αριστερά της εξόδου του ναού, πάγκος με κάνιστρο στολισμένο με δαντέλα λευκή, από όπου προμηθεύονται το πρόσφορο, το «δώρο που δίνεται ως ανταπόδοση». Υπάρχει, επίσης, απέναντι και το παγκάρι με το ανάλογο πανέρι, τακτική που δεν ενθαρρύνουν οι ιερωμένοι, καθώς έτσι φτερουγίζει μακριά η μέθεξη και από την αγιότητα ίχνη μόνο απομένουν.

Σκέψεις… Σκέψεις όχι αταίριαστες, ούτε ανίερες. Αντίδωρο είναι και το βιβλίο. Αντίδωρο της ζωής προς τους πιστούς της. Προς εκείνους που τη σεβάστηκαν και την τοποθέτησαν με στοργή και ευγνωμοσύνη στον κόρφο τους, που της έταξαν ταξίδια και αγάπες. Αντίδωρο «με ιαματικές ιδιότητες» καθώς λέγει η Εκκλησία. Και αν δεν είναι ευλογία το βιβλίο… Με το βιβλίο συνομιλείς με τους αγίους και τους αγγέλους, με επαναστάτες και στρατοκόπους. Με μετανάστες. Με χαμένους φίλους. Με πολέμαρχους. Με επαίτες και βασιλείς. Πετιέσαι μεμιάς στα ανάκτορα του Μίνωα, γίνεσαι μάρτυς στα όσα θαυμαστά και ανήκουστα συντελούνται εκεί, και έπειτα, με δυο άλματα βρίσκεσαι στην Γκίζα, στην πυραμίδα του Χέοπα. Λαχτάρησες τα Μαστιχοχώρια της Χίου; Εμπρός σου είναι, με όλη την ομορφιά τους. Ποθείς να επισκεφθείς το λεγόμενο, λόγω της ύπαρξης σαράντα περίπου βυζαντινών και μεταβυζαντινών εκκλησιών, «Μικρό Άγιο Όρος», τον γνωστό Κάβο-Μαλιά; Ορίστε. Και να σε ζαλίζει με τις μυρωδιές της τις αδρές η θάλασσα του Λακωνικού η τραγουδιάρα, και τα ακρογιάλια των Κυθήρων χρώματος –εξ αντανακλάσεως– λάπις λάζουλι, και τα αντικριστά, μόνο λίγο δεξιότερα, τιρκουάζ της Ελαφονήσου, φλοισβίζοντας, να της κρατούν το ίσο…

Αντίδωρο είναι και το βιβλίο. Αντίδωρο της ζωής προς τους πιστούς της. Προς εκείνους που τη σεβάστηκαν και την τοποθέτησαν με στοργή και ευγνωμοσύνη στον κόρφο τους, που της έταξαν ταξίδια και αγάπες.

Εάν πάλι είχες στο πρόγραμμά σου τις Αμύκλες, την αρχαιότατη αχαϊκή πόλη της Λακωνίας όπου λατρευόταν ο προελληνικός χθόνιος θεός Υάκινθος, διάσημη για τον χάλκινο «κολοσσό» του θεού (ξόανο ύψους 14 μ.) και για τον υπερμεγέθη θρόνο του Αμυκλαίου Απόλλωνα, ευκολότατο. Μόνο φρόντισε να τις επισκεφθείς τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου. Έστω και για ένα τριήμερο· τότε τελούνται τα Υακίνθια. Πρέσβεις, πιστοί, οινοπώλες, καλλιτέχνες, ιεροψάλτριες, σαλπίγκτριες, κιθαριστές, δούλοι και ελεύθεροι, όλοι ευφραίνονται· οι νέες χαμογελούν μέσα από τα πολυτελή, διακοσμημένα με άνθη άρματα…

Έπειτα, φρόντισε να γνωρίσεις τον Αριστοτέλη αφού πρώτα εισέλθεις στην Ακαδημία του Πλάτωνα, στην Αθήνα. Εκεί ο μέγιστος φιλόσοφος φοίτησε είκοσι, περίπου, χρόνια. Ω, άνδρας που επηρέασε ουσιαστικώς όλη τη δυτική φιλοσοφία, τη χριστιανική φιλοσοφία και την επιστήμη προ του Διαφωτισμού.

«Οι δε πιστοί συν ευλαβεία πάση δέχονται το Αντίδωρον».

«…Εμείς εδώ στο πλοίο Μακεδών, 23.500 μετρικών τόνων, Νηολογίου Πειραιά, ταξιδεύουμε στον Ατλαντικό ωκεανό. Ανοιχτά της Αργεντινής, και συγκεκριμένα, πλησίον της Γης του Πυρός. Ή κοντά στην Tierra del Fuego, όπως σημειώνεται στους χάρτες. Νότιο ημισφαίριο, φυσικά. Εδώθε έχουν άνοιξη προς καλοκαίρι, πλην επειδή –όχι πολύ μακρύτερα– ορθώνεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια και την αίγλη ο μεγαλύτερος παγετώνας της Αμερικής, ο Hellados del Patagonia με τ’ όνομα, το αεράκι είναι τσουχτερό. Κάθομαι σ’ έναν κάβο αγναντεύοντας τον πανάρχαιο παγετώνα ή κοιτώντας τον ουρανό… Δεν κατέχω. Εγώ έχω βουλιάξει σε κάτι λιμνίσια μάτια, σε κάτι στιλπνά μυρωδάτα μαλλιά που αγαπώ και νανουρίζομαι γλυκά και πονεμένα. Ο ουρανός ακινητεί. Μήτε ένα άστρο. Μήτε ένα τρεμούλιασμα φωτός. Μόνο ο ωκεανός. Και ο ακαταδάμαστος Hellados del Patagonia».[2]

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ν. Καββαδίας: «Federico Garcia Lorca – Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ». Περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, Μάιος 1945.
[2] Από το διήγημα «Χριστούγεννα στη Γη του Πυρός».


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΑΠΟΨΕΙΣ
«Η ελληνική γλώσσα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Ο ρόλος της εκπαίδευσης» του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη

Παγκοσμιοποίηση και κριτική σκέψη Η παγκοσμιοποίηση (αγγλ. globalization, νεολογισμός του 1961, γαλλ. globalisation, 1968) ως όρος της πολιτικής αναφέρεται στο πολυδιάστατο σύνολο κοινωνικών διεργασιών μέσω των οποίων...

ΑΠΟΨΕΙΣ
«Για “Τα γενέθλια” της Ζωρζ Σαρή: Μικρή βιωματική ανάγνωση» της Εριφύλης Μαρωνίτη

Αν ζούσε εκείνος –ο νονός, ο μπαμπάς– θα έκλεινε φέτος τον Απρίλη τα 95. Η Άννα, η βαφτισιμιά, θα γινόταν 65. Στη ζωή και στο βιβλίο. Το νήμα, ωστόσο, των κοινών γενεθλίων στις 22 Απριλίου των...

ΑΠΟΨΕΙΣ
«Η “εφαρμοσμένη” διαλεκτική επιστήμης και “ποίησης” στο έργο του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Για τον γλωσσολόγο ως φορέα επιστημονικού λόγου με αντικείμενο τη γλώσσα, εν αρχή ην ο Λόγος. Αν αναρωτηθούμε πότε και με ποια κυρίαρχη συνθήκη γεννιέται συνειδητά το ανθρώπινο πλάσμα, η απάντηση...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.