Émile Gaboriau - Υπόθεση Λερούζ

Page 1


Τίτλος πρωτοτ ύπου: Émile Gaboriau, L’Affaire Lerouge Πρώτ η δη μοσ ίευ ση: 1863 (ἐϕ. Le Pays)

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ

G u t e n b e r G


ÉMILE GABORIAU

ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΕΡΟΥΖ Μετάϕραση

᾽Ωρίων ᾽Αρκομάνης Τιτίκα Δημητρούλια

Μ ΜΥ ΥΣ ΣΤ ΤΗ ΗΡ Ρ ΙΙ Ο Ο -- 54

GutenberG GutenberG |||| ALDInA ALDInA


Στὸν Γκαμποριό θαύμαζα πάντα τὸν τρόπο ποὺ ἔστηνε τὴν πλοκή.

ARTHUR CONAN DOYLE

Ἀπὸ τὶς σημειώσεις τοῦ Κόναν Ντόιλ φαίνεται ξεκάθαρα πὼς ἡ περίφημη Σπουδὴ στὸ Κόκκινο δομήθηκε μὲ βάση τὶς πρῶτες σελίδες τῆς Ὑπόθεσης Λερούζ. THE GUARDIAN

Γοητευτικὴ ἀφήγηση, ἐξαιρετικὴ δομή, μιὰ ἀπολαυστικὴ ἀναγνωστικὴ ἐμπειρία. WWW.WORLDS-BEST-DETECTIVE-CRIMEAND-MURDER-MYSTERY-BOOKS.COM

Στὸ ἐπίπεδο τῆς φόρμας ὁ Κόναν Ντόιλ ἀκολούθησε τὴ δομὴ τῶν ἔργων τῶν προκατόχων του, κυρίως τὴν τεχνικὴ τῆς ἀφήγησης τοῦ Γκαμποριό, ποὺ πρότεινε τὸ χωρισμὸ τοῦ κειμένου σὲ δύο μέρη: στὸ πρῶτο ἐκτίθενται τὰ παροντικὰ περιστατικὰ καὶ στὸ δεύτερο γίνεται μιὰ ἀναδρομὴ στὸ παρελθὸν τοῦ ἐγκλήματος. EΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΊΑ


Ὁ δημοσιογράφος ποὺ πρῶτος καλλιέργησε τὸ ἀστυνομικὸ ἀφήγημα στὴ Γαλλία δημοσιεύοντας τὸ 1866 σὲ μιὰ ἐφημερίδα καὶ σὲ συνέχειες τὴν Ὑπόθεση Λερούζ. ΤO ΒῆΜΑ

Ὁ Gaboriau ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ ἔδειξε πὼς ἕνας ἀστυνομικὸς μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἀξιοσέβαστος καὶ μὲ τὸν Λεκὸκ ἄνοιξε τὸν δρόμο γιὰ τὸν Σέρλοκ Χόλμς. ANTONIO GRAMSCI

Τὰ μυθιστορήματα τοῦ Σιμενόν εἶναι καρπὸς μιᾶς ἐντυπωσιακῆς γαλλικῆς ἱστορίας ποὺ ξεκίνησε μὲ τὶς ἱστορίες μυστηρίου τοῦ Εμίλ Γκαμποριό. THE NEW YORK TIMES


Τὴν τελευταία μέρα τοῦ καρναβαλιοῦ τοῦ 1862, ἡ παράξενη Κλοντὶν Λεροὺζ βρίσκεται νεκρὴ στὸ ἀπομονωμένο σπιτάκι της. Μὲ τὴ δολοφονία της ξεκινᾶ ἡ ἱστορία τῆς γαλλικῆς ἀστυνομικῆς λογοτεχνίας. Καὶ ὄχι μόνο: ἡ Ὑπόθεση Λεροὺζ εἶναι τὸ δεύτερο μετὰ τοὺς Φόνους τῆς Ὁδοῦ Μὸργκ τοῦ Ἔντγκαρ Ἄλαν Πόε βιβλίο ποὺ ἄνοιξε τὸν δρόμο γιὰ ὅλα τὰ μυθιστορήματα μὲ ντετέκτιβ ποὺ ἀκολούθησαν. Χωρὶς τὸν Γκαμποριὸ δὲν θὰ εἴχαμε, ὅπως οἱ ἴδιοι παραδέχονται, οὔτε Κόναν Ντόιλ, οὔτε Λεμπλάνκ, οὔτε Σιμενόν. Γιὰ πρώτη φορὰ στὰ ἑλληνικὰ ὁ «ἀληθινὸς πατέρας» τοῦ Σέρλοκ Χόλμς, τοῦ Ἀρσὲν Λουπέν, τοῦ Μαιγκρέ. Τὸ μυστήριο ξεκινᾶ:


1.

ΤΗ ΜεθεΠΟΜενΗ τῆς Μαρντὶ Γκρά,1 τὴν Πέμπτη 6

Μαρτίου 1862, πέντε γυναῖκες ἀπὸ τὸ χωριὸ τῆς Λὰ Ζονσὲρ παρουσιάστηκαν στὸ ᾽Αστυνομικὸ Τμῆμα τοῦ Μπουζιβάλ. Κατέθεσαν ὅτι ἐδῶ καὶ δύο μέρες κανεὶς δὲν εἶχε δεῖ μία γειτόνισσά τους, τὴ χήρα Λερούζ, ποὺ ἔμενε μόνη της σ ᾽ἕνα ἀπομονωμένο σπιτάκι· εἶχαν χτυπήσει πολλὲς ϕορὲς τὴν πόρτα της. Τοῦ κάκου. Τὰ παράθυρα ὅπως καὶ ἡ πόρτα ἦταν ἑρμητικὰ κλειστὰ κι ἔτσι ἦταν ἀδύνατον νὰ ρίξουν μιὰ ματιὰ στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ σπιτιοῦ. Αὐτὴ ἡ σιωπή, αὐτὴ ἡ ἐξαϕάνιση, τὶς ἀνησυχοῦσε. ᾽Απὸ ϕόβο γιὰ κάποια ἐγκληματικὴ ἐνέργεια, ἢ ἔστω κάποιο ἀτύχημα, ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ τὴ «Δικαιοσύνη» νὰ σπάσει τὴν πόρτα καὶ νὰ μπεῖ στὸ σπίτι γιὰ νὰ ἡσυχάσουν. Τὸ Μπουζιβὰλ εἶναι ἕνα πολὺ ὄμορϕο μέρος, ὅπου ἄντρες καὶ γυναῖκες κάνουν βαρκάδα τὴν Κυριακή. Γίνονται πολλὰ μικροαδικήματα, ἀλλὰ τὰ ἐγκλήματα εἶναι σπάνια. ῎ετσι ὁ ἀστυνόμος ἀρνήθηκε ἀρχικὰ νὰ ὑποχωρήσει στὴν παράκληση τῶν γυναικῶν. ᾽Αλλὰ αὐτὲς δὲν 1. Μαρντὶ Γκρά (Mardi Gras): εἶναι ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ γαλλικοῦ Καρναβαλιοῦ. [ ῾Η μετάϕραση βασίστηκε στὴν ἔκδοση E. Dentu, Παρίσι, 21867, ἀλλὰ δὲν ἀκολουθεῖ τὴν παραγραϕοποίηση τῆς παλαιᾶς αὐτῆς ἔκδοσης. ῞Ολες οἱ σημειώσεις εἶναι τῶν μεταϕραστῶν.]


10

ÉMILE GABORIAU

ἔκαναν πίσω, ἐπέμειναν μὲ τόσο πεῖσμα ποὺ ὁ λειτουργός, ἀποκαμωμένος, κάμϕθηκε ἐντέλει. ῎Εστειλε νὰ ϕωνάξουν τὸν ἐνωμοτάρχη τῆς Χωροϕυλακῆς μὲ δύο ἄντρες του, κάλεσε ἕναν κλειδαρά, καὶ μαζί τους ἀκολούθησε τὶς γειτόνισσες τῆς χήρας Λερούζ. ῾η Λὰ Ζονσὲρ χρωστάει τὴν ὅποια ϕήμη της στὸν ἐϕευρέτη τοῦ σιδηροδρόμου μὲ ἑλκυσμὸ ἀτμοῦ ἐκροῆς,2 ὁ ὁποῖος ἐδῶ καὶ ἀρκετὰ χρόνια κάνει ἐκεῖ, μὲ περισσότερη ἐπιμονὴ παρὰ ἐπιτυχία, τὰ δημόσια πειράματα τοῦ συστήματός του. Εἶναι ἕνα ἀσήμαντο χωριουδάκι πάνω στὴν πλαγιὰ ποὺ δεσπόζει στὸν σηκουάνα, ἀνάμεσα στὴ Μαλμεζὸν καὶ τὸ Μπουζιβάλ. ᾽απέχει περίπου εἴκοσι λεπτὰ ἀπὸ τὸν μεγάλο δρόμο ποὺ πάει ἀπὸ τὸ Παρίσι στὸ σὲν Ζερμέν, περνώντας ἀπὸ τὸ ριέιγ καὶ τὸ Πὸρ-Μαρλί. Πᾶς ἐκεῖ ἀπὸ ἕναν κατσικόδρομο, ἄγνωστο στὶς μεταϕορὲς καὶ τὶς συγκοινωνίες. ῾η μικρὴ ὁμάδα λοιπόν, μ᾽ἐπικεϕαλῆς τοὺς χωροϕύλακες, πῆρε τὸν ϕαρδὺ δρόμο ποὺ σ ᾽ἐκεῖνο τὸ σημεῖο ἀκολουθεῖ τὸν σηκουάνα, καὶ ἀμέσως μετὰ ἔστριψε δεξιὰ κι ἀκολούθησε ἕναν κάθετο δρόμο, στριμωγμένο ἀνάμεσα σὲ ψηλὲς μάντρες. 2. ῾η ἔννοια τοῦ σιδηρόδρομου ἀναπτύχθηκε κυρίως στὴν ᾽αγ γλία τὴν ἐποχὴ τῶν ναπολεόντειων Πολέμων, ὅταν τὸ Γαλλικὸ ναυτικὸ εἶχε ἀποκλείσει τὴ Βρετανία. Τότε ἄρχισε ἡ μεταϕορὰ ἐμπορευμάτων καὶ πρώτων ὑλῶν σὲ βαγόνια ποὺ τὰ ἔσερναν ἄλογα πάνω σὲ ξύλινες καὶ ἀργότερα χαλύβδινες ράγες. ῾Ο στέϕενσον (George Stephenson, 1781-1848) ἔϕτιαξε τὴν πρώτη ἀτμομηχανή, ποὺ τελειοποίησε ὁ γιός του ρόμπερτ (1803-1859), ἀλλὰ τῆς ἔδωσε τὴν τελειωτικὴ μορϕή της ὁ Γάλλος σεγκέν (Marc Seguin, 1786-1875) τὸν ὁποῖο ἐννοεῖ ὁ Γκαμποριό.


υΠΟθΕση ΛΕρΟυΖ

11

᾽αϕοῦ ἔκαναν καμιὰ ἑκατοστὴ βήματα ἀκόμη, ϕτάσανε μπροστὰ σ ᾽ἕνα σπιτάκι πάρα πολὺ ταπεινὸ ἀλλὰ ἀξιοπρεπές. αὐτὸ τὸ σπιτάκι, ἢ μᾶλλον αὐτὸ τὸ καλυβάκι, θὰ πρέπει νὰ τὸ εἶχε χτίσει κάποιος Παριζιάνος καταστηματάρχης ποὺ τοῦ ἄρεσε νὰ κοιτάζει τὴν ὡραία ϕύση, γιατὶ εἶχε κόψει συστηματικὰ ὅλα τὰ δέντρα γύρω του. Εἶχε ἀρκετὸ βάθος ἀλλὰ στενὴ πρόσοψη καὶ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἕνα ἰσόγειο μὲ δύο δωμάτια καὶ μιὰ ἀποθήκη ἀπὸ πάνω. Γύρω του ἐκτεινόταν ἕνας ἀϕρόντιστος κῆπος, ποὺ μετὰ βίας τὸν προστάτευε ἀπὸ τοὺς πλιατσικολόγους μιὰ μάντρα ἀπὸ ξερολιθιά, γύρω στὸ ἕνα μέτρο ὕψος καὶ ἡ ὁποία ἤδη εἶχε γκρεμιστεῖ σὲ κάμποσα σημεῖα. στὸν κῆπο αὐτὸν ἔμπαινες σπρώχνοντας ἕνα ξύλινο καϕασωτὸ ποὺ ἔπαιζε τὸ ρόλο πόρτας καὶ στηριζόταν γιὰ ν ᾽ ἀνοίγει σὲ συρμάτινους ἁρμούς. — ᾽Εδῶ εἶναι, εἶπαν οἱ γυναῖκες. ῾Ο ἀστυνόμος σταμάτησε. Ενόσω βάδιζαν, εἶχαν προστεθεῖ στὴν ἀκολουθία του ὅλοι οἱ ἀργόσχολοι κι οἱ χασομέρηδες τῆς περιοχῆς. Τώρα τὸν περιστοίχιζαν καμιὰ σαρανταριὰ περίεργοι. — νὰ μὴ μπεῖ κανένας στὸν κῆπο, εἶπε. Καὶ γιὰ νὰ εἶναι σίγουρος ὅτι θὰ τὸν ὑπακούσουν, τοποθέτησε τοὺς δύο χωροϕύλακες σκοποὺς μπροστὰ στὴν εἴσοδο καὶ προχώρησε ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν ἐνωμοτάρχη τῆς Χωροϕυλακῆς καὶ τὸν κλειδαρά. Χτύπησε κι αὐτὸς πολὺ δυνατὰ κάμποσες ϕορὲς μὲ τὴ μολυβένια λαβὴ τοῦ μπαστουνιοῦ του, πρῶτα τὴν πόρτα κι ἔπειτα ἕνα ἕνα ὅλα τὰ παντζούρια. Χτύπαγε καὶ κολλοῦσε μετὰ τὸ ἀϕτί του στὸ ξύλο γιὰ ν ᾽ἀκούσει. Μὴν ἀκούγοντας τίποτε, ξαναγύρισε πρὸς τὸν κλειδαρά.


12

ÉMILE GABORIAU

— ᾽ανοίξτε, τοῦ εἶπε. ῾Ο κλειδαρὰς πῆρε τὴν ἀρμαθιὰ μὲ τὰ ἀντικλείδια κι ἑτοίμασε τὰ ἐργαλεῖα του. Εἶχε ἤδη βάλει ἕνα «παπαγαλάκι» στὴν κλειδαριά, ὅταν μεγάλο σούσουρο ἀκούστηκε ἀπὸ τὴ μεριὰ τῶν χασομέρηδων. —Τὸ κλειδί! ϕώναξε κάποιος. Βρήκαμε τὸ κλειδί! Πράγματι, ἕνας πιτσιρικὰς καμιὰ δωδεκαριὰ χρονῶν, ποὺ ἔπαιζε μὲ τοὺς ϕίλους του, εἶδε στὸ χαντάκι στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου ἕνα πελώριο κλειδί. Τὸ μάζεψε καὶ τὸ ἔϕερνε θριαμβευτικά. — Γιά δῶσ ᾽ το μου, παιδάκι μου, τοῦ εἶπε ὁ ἐνωμοτάρχης, νὰ πᾶμε μέσα νὰ δοῦμε. Δοκίμασαν τὸ κλειδί. Πραγματικὰ ἦταν τὸ κλειδὶ τῆς ἐξώπορτας. ῾Ο ἀστυνόμος μὲ τὸν κλειδαρὰ ἀλληλοκοιτάχτηκαν μὲ πολὺ ἄσχημα προαισθήματα. — Δὲ ϕαίνονται καλὰ τὰ πράγματα! μουρμούρισε ὁ ἐνωμοτάρχης. Μπῆκαν στὸ σπίτι, ἐνῶ ὅσοι εἶχαν μείνει ἔξω, ποὺ τοὺς συγκρατοῦσαν μὲ δυσκολία οἱ χωροϕύλακες, χοροπηδοῦσαν ἀπὸ ἀνυπομονησία, τέντωναν τὸ λαιμό, σκαρϕάλωναν στὴ μάντρα – κάτι προσπαθοῦσαν νὰ δοῦν, κάτι νὰ καταλάβουν ἀπ ᾽ αὐτὸ ποὺ συνέβαινε. Δυστυχῶς, αὐτοὶ ποὺ εἶχαν μιλήσει γιὰ ἔγκλημα δὲν εἶχαν γελαστεῖ. ῾Ο ἀστυνόμος σιγουρεύτηκε μὲ τὸ ποὺ πάτησε στὸ κατώϕλι. στὸ πρῶτο δωμάτιο τὰ πάντα μαρτυροῦσαν ξεκάθαρα τὴν παρουσία κακοποιῶν· τὰ ἔπιπλα, ἕνα κομὸ καὶ δύο μπαοῦλα, εἶχαν σπασμένες κλειδαριὲς καὶ ἔχασκαν ὀρθάνοιχτα. στὸ δεύτερο δωμάτιο, ποὺ χρησίμευε γιὰ κρεβατοκάμαρα, ἡ ἀκαταστα-


υΠΟθΕση ΛΕρΟυΖ

13

σία ἦταν ἀκόμη μεγαλύτερη. Λὲς κι ἕνα μανιασμένο χέρι εἶχε διαλύσει μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση τὰ πάντα. Τέλος, κοντὰ στὸ τζάκι, μὲ τὸ πρόσωπο στὶς στάχτες, ἦταν σωριασμένο τὸ πτῶμα τῆς χήρας Λερούζ. ῾Ολόκληρη ἡ μία μεριὰ τοῦ προσώπου καὶ τὰ μαλλιά της ἦταν καμένα, καὶ ἀπὸ θαῦμα ἡ ϕωτιὰ δὲν εἶχε προχωρήσει στὰ ροῦχα της. —Παλιοτόμαρα! μουρμούρισε ὁ ἐνωμοτάρχης τῆς Χωροϕυλακῆς. Δὲν μποροῦσαν νὰ τὴν κλέψουν χωρὶς νὰ τὴ δολοϕονήσουν τὴ δύστυχη γυναίκα; — Μὰ ποῦ τὴ χτύπησαν; ρώτησε ὁ ἀστυνόμος. Δὲ βλέπω αἷμα πουθενά. — ῾Ορίστε, ἐδῶ, ἀνάμεσα στοὺς ὤμους, ἀστυνόμε μου, συνέχισε ὁ ἐνωμοτάρχης. Μά τὴν πίστη μου, ἔϕαγε δύο πολὺ γερὰ χτυπήματα! θὰ στοιχημάτιζα τὰ γαλόνια μου ὅτι δὲν πρόλαβε νὰ κάνει κίχ! ῎Εσκυψε στὸ ἄψυχο σῶμα καὶ τὸ ἀκούμπησε. — ῎Ω, συνέχισε, ἔχει παγώσει γιὰ τὰ καλά! Μέχρι ποὺ ἔχει ἀρχίσει νὰ παρέρχεται ἡ νεκρικὴ ἀκαμψία. Πᾶνε τουλάχιστον τριάντα ἕξι ὧρες ποὺ τὴ χτύπησαν. ῾Ο ἀστυνόμος, σ ᾽ἕνα τραπεζάκι, ἔγραϕε ὅσο μποροῦσε καλύτερα ἕνα στοιχειῶδες πρακτικό. — Δὲ χρειάζεται ν᾽ἀπεραντολογοῦμε ἀλλὰ νὰ βροῦμε τοὺς ἐνόχους, εἶπε στὸν ἐνωμοτάρχη. ῍ας εἰδοποιήσουμε τὸν εἰρηνοδίκη καὶ τὸν δήμαρχο. ᾽Επιπλέον, κάποιος νὰ τρέξει στὸ Παρίσι, νὰ πάει αὐτὸ τὸ χαρτὶ στὴν Εἰσαγγελία. σὲ δύο ὧρες μπορεῖ νὰ ἔρθει ἐδῶ ἕνας ἀνακριτής. Μέχρι τότε, θὰ κάνω ἐγὼ ὁ ἴδιος μιὰ προσωρινὴ ἔρευνα. — νὰ πάω ἐγὼ τὴν ἐπιστολή; ρώτησε ὁ ἐνωμοτάρχης.


14

ÉMILE GABORIAU

— ῎Οχι. νὰ στείλετε ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄντρες σας. ᾽Εσεῖς θὰ εἶστε πιὸ χρήσιμος ἐδῶ, τόσο γιὰ νὰ συγκρατήσετε αὐτοὺς τοὺς περίεργους ἔξω, ὅσο καὶ γιὰ νὰ μοῦ βρεῖτε τοὺς μάρτυρες ποὺ χρειαζόμαστε. θ ᾽ ἀϕήσετε τὰ πάντα ὅπως τὰ βρήκαμε. ᾽Εγὼ θὰ ἐγκατασταθῶ στὸ πρῶτο δωμάτιο. ῞Ενας χωροϕύλακας ὅρμησε τρέχοντας πρὸς τὸ σταθμὸ τοῦ ριέιγ, ἐνῶ ὁ ἀστυνόμος ἄρχισε ἀμέσως τὴν προκαταρκτικὴ ἐξέταση ὅπως ὁρίζει ὁ νόμος. Ποιά ἦταν αὐτὴ ἡ χήρα Λερούζ; ᾽απὸ ποῦ ἦταν, τί ἔκανε, ἀπὸ τί ζοῦσε καὶ πῶς; Τί συνήθειες εἶχε, τί συμπεριϕορά, τί παρέες; Ξέρανε ἂν εἶχε ἐχθρούς, ἂν ἦταν τσιγγάνα, ἂν εἶχε ϕήμη πὼς εἶχε λεϕτά; αὐτὰ ἔπρεπε νὰ μάθει ὁ ἀστυνόμος. ᾽αλλὰ παρόλο ποὺ παρέλασαν πολλοὶ μάρτυρες, οἱ πληροϕορίες τους ἦταν ἐλάχιστες. Οἱ καταθέσεις τῶν γειτόνων διαδέχονταν ἡ μία τὴν ἄλλη, ἀλλὰ ἦταν ἀνούσιες, ἀλλοπρόσαλλες, μισές. Κανένας δὲν ἤξερε τίποτα γιὰ τὸ θύμα, ἦταν ξένη στὴν περιοχή. Παρουσιάστηκαν πολλοὶ ὄχι γιὰ νὰ δώσουν κάποια πληροϕορία, ἀλλὰ γιὰ νὰ μάθουν κανένα νέο. Μία περιβολάρισσα ποὺ ἦταν ϕίλη τῆς χήρας Λεροὺζ καὶ μία γαλατοὺ ἀπὸ τὴν ὁποία ψώνιζε ἦταν οἱ μόνες ποὺ μπόρεσαν νὰ δώσουν κάποιες πληροϕορίες ἀρκετὰ ἀσήμαντες ἀλλὰ ἀκριβεῖς. Τελικά, μετὰ ἀπὸ τρεῖς ὧρες ἀνυπόϕορων ἀνακρίσεων, ἀϕοῦ ὁ ἀστυνόμος ἄντεξε ὅλα τὰ «ἀπ ᾽ὅ,τι ἔχω ἀκούσει» ἢ τὰ «ἀπ ᾽ὅ,τι λένε» τῆς περιοχῆς, ἀϕοῦ μάζεψε τὶς πιὸ ἀντιϕατικὲς μαρτυρίες καὶ τὰ πιὸ γελοῖα κουτσομπολιά, κατέληξε περίπου σ ᾽αὐτὰ τὰ σίγουρα συμπεράσματα:


υΠΟθΕση ΛΕρΟυΖ

15

Πρὶν ἀπὸ δύο χρόνια, στὶς ἀρχὲς τοῦ 1860, ἡ κυρία Λεροὺζ ἔϕτασε στὸ Μπουζιβὰλ μὲ μιὰ μεγάλη μεταϕορικὴ ἅμαξα γεμάτη ἔπιπλα, ἀσπρόρουχα καὶ προσωπικὰ ἀντικείμενα. Κατέβηκε σ ᾽ἕνα πανδοχεῖο ἐκδηλώνοντας τὴν πρόθεσή της νὰ ἐγκατασταθεῖ στὰ περίχωρα καὶ ἄρχισε ἀμέσως νὰ ψάχνει γιὰ σπίτι. Βρίσκοντας ὅτι αὐτὸ τὸ σπιτάκι ἦταν τοῦ γούστου της, τὸ νοίκιασε ἀμέσως χωρὶς παζάρια, πληρώνοντας τριακόσια εἴκοσι ϕράγκα προκαταβολικὰ τὸ ἑξάμηνο, ἀλλὰ χωρὶς νὰ δεχτεῖ νὰ ὑπογράψει συμβόλαιο. Μόλις τὸ νοίκιασε, ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ τὴν ἴδια κιόλας ἡμέρα καὶ ξόδεψε ἄλλα ἑκατὸ ϕράγκα γιὰ ἐπιδιορθώσεις. ῏ηταν μιὰ γυναίκα πενήντα τεσσάρων-πενήντα πέντε ἐτῶν, καλοδιατηρημένη, γερή, ὑγιέστατη. Κανεὶς δὲν ἤξερε γιατί ἦρθε νὰ ἐγκατασταθεῖ σὲ μιὰ περιοχὴ ὅπου δὲν ἤξερε κανέναν. ῾υπέθεταν ὅτι ἦταν νορμανδή, διότι συχνὰ τὸ πρωὶ τὴν ἔβλεπαν νὰ ϕοράει ἕναν βαμβακερὸ σκοῦϕο. αυτὴ ἡ νυχτερινὴ ἀμϕίεση δὲν τὴν ἐμπόδιζε καθόλου νὰ εἶναι πολὺ κοκέτα τὴν ἡμέρα. συνήθως ϕοροῦσε πολὺ ὄμορϕα ϕορέματα, ἔβαζε ἕνα σωρὸ κορδέλες στὰ σκουϕιά της καὶ στολιζόταν μὲ κοσμήματα σὰ λατέρνα. Χωρὶς ἄλλο, κατοικοῦσε προηγουμένως κάπου παραθαλάσσια, γιατὶ στὶς κουβέντες της ἀνακατεύονταν συνέχεια ἡ θάλασσα καὶ τὰ καράβια. Δὲν τῆς ἄρεσε νὰ μιλάει γιὰ τὸν ἄντρα της, ποὺ ἀπ ᾽ ὅ,τι ἔλεγε εἶχε πνιγεῖ σ ᾽ἕνα ναυάγιο. Ποτέ της δὲν εἶχε πεῖ κουβέντα παραπάνω γι᾽ αὐτόν. Μόνο κάποια ϕορὰ τῆς εἶχε ξεϕύγει στὴ γαλατοὺ καὶ μπροστὰ σὲ τρεῖς ἄλλους: «Ποτὲ γυναίκα δὲν ὑπέϕερε ὅσο ἐγὼ στὸ γάμο μου». Καὶ μιὰ ἄλλη ϕορὰ εἶχε πεῖ: «Καινούργιο κοσκι-


16

ÉMILE GABORIAU

νάκι μου καὶ ποῦ νὰ σὲ κρεμάσω· ἕναν χρόνο μ᾽ ἀγάπησε ὅλο κι ὅλο ὁ ἄντρας μου». ῞Ολοι θεωροῦσαν πλούσια τὴ χήρα Λεροὺζ ἢ τουλάχιστον πολὺ εὐκατάστατη. Δὲν ἦταν τσιγγούνα. Εἶχε δανείσει μιὰ γυναίκα στὴ Μαλμεζὸν ἑξήντα ϕράγκα γιὰ κάποια δόση της καὶ δὲν δέχτηκε νὰ τὰ πάρει πίσω ἀργότερα. Μιὰν ἄλλη ϕορὰ εἶχε δώσει διακόσια ϕράγκα σ ᾽ ἕναν ϕτωχὸ ψαρὰ στὸ Πὸρ-Μαρλί. Τῆς ἄρεσε ἡ καλοπέραση, ξόδευε πολλὰ γιὰ τὸ ϕαγητό της καὶ τὸ κρασὶ τὸ παράγγελνε μὲ τὰ κιβώτια. Χαιρόταν νὰ περιποιεῖται τοὺς γνωστούς της καὶ τὰ δεῖπνα της ἦταν ὑπέροχα. ῞Οταν τὴν κολάκευαν λέγοντάς της ὅτι εἶναι πλούσια, δὲν τὸ ἀρνιόταν ϕανατικά. Πολλὲς ϕορὲς τὴν εἶχαν ἀκούσει νὰ λέει: «Δὲν ἔχω εἰσοδήματα, ἀλλὰ ἔχω ὅ,τι μοῦ χρειάζεται. ῍αν ἤθελα πιὸ πολλά, θὰ τὰ εἶχα». ᾽Εξάλλου, ποτὲ δὲν τῆς ξέϕευγε ἡ παραμικρὴ νύξη γιὰ τὸ παρελθόν, τὴν καταγωγὴ ἢ τὴν οἰκογένειά της. ῏ηταν πολὺ ϕλύαρη, ἀλλὰ παρόλο ποὺ μιλοῦσε πολύ, δὲν τὴν ἄκουσαν ποτὲ νὰ λέει κάτι κακὸ γιὰ τοὺς ἄλλους. Κι αὐτὸ παρόλο ποὺ εἶχε δεῖ, καταπῶς ϕαίνεται, τὸν κόσμο καὶ ἤξερε πολλὰ πράγματα. Πολὺ καχύποπτη, ταμπουρωνόταν στὸ σπίτι της σὰν σὲ ϕρούριο. Ποτὲ δὲν ἔβγαινε τὸ βράδυ. Ξέρανε ὅτι μέθαγε τακτικὰ στὸ δεῖπνο καὶ μετὰ ξάπλωνε. σπάνια τὴν ἐπισκέπτονταν ξένοι: τέσσερις ἢ πέντε ϕορὲς μία κυρία κι ἕνας νεαρὸς κι ἄλλη μιὰ ϕορὰ δύο κύριοι – ἕνας ἡλικιωμένος ὅλο παράσημα κι ἕνας νέος· αὐτοὶ οἱ δύο εἶχαν ἔρθει μὲ μιὰ ὑπέροχη ἅμαξα. Μὲ λίγα λόγια, δὲν τὴν πολυεκτιμοῦσαν. Τὰ λόγια της ἦταν πολλὲς ϕορὲς περίεργα καὶ σοκαριστικὰ νὰ τ ᾽ ἀκοῦς ἀπὸ τὸ στόμα μιᾶς γυναίκας τῆς ἡλικίας της. Τὴν


υΠΟθΕση ΛΕρΟυΖ

17

εἶχαν ἀκούσει νὰ δίνει τὶς πιὸ πρόστυχες συμβουλὲς σὲ κάποια νεαρὴ κοπέλα. ῞Ενας ἀλλαντοποιὸς τοῦ Μπουζιβάλ, ποὺ εἶχε οἰκονομικὰ προβλήματα, δοκίμασε ὡστόσο νὰ τὴ ϕλερτάρει. Τὸν ἀποπῆρε λέγοντάς του ὅτι τῆς ἔϕτανε ποὺ παντρεύτηκε μία ϕορὰ ἤδη. Πολλὲς ϕορὲς εἶχαν δεῖ νὰ ἔρχονται διάϕοροι ἄντρες στὸ σπίτι της. Πρῶτα ἕνας νεαρός, ποὺ ἔμοιαζε μὲ ὑπάλληλο τῶν σιδηροδρόμων, ἔπειτα ἕνας ἀρκετὰ ἡλικιωμένος μελαχρινὸς ποὺ ϕόραγε ἕνα ντρίλινο πουκάμισο καὶ ϕαινόταν πολὺ κακός. ῾υπέθεταν ὅτι καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος ἦταν ἐραστές της. ᾽Ενῶ ὁ ἀστυνόμος ἔκανε τὶς ἐρωτήσεις καὶ ἔγραϕε ταυτόχρονα περιληπτικὰ τὶς ἀπαντήσεις, κατέϕθασε κάποια στιγμὴ καὶ ὁ ἀνακριτής. Μαζί του ἔϕερνε καὶ τὸν διευθυντὴ τῆς ᾽ασϕάλειας καθὼς κι ἕναν ἀστυνομικό του. ῾Ο κύριος νταμπιρόν, ποὺ οἱ ϕίλοι του τὸν εἶχαν δεῖ μὲ μεγάλη τους ἔκπληξη νὰ παραιτεῖται τὴν ὥρα ποὺ ἀνοιγόταν μπροστά του πιὰ μιὰ λαμπρὴ καριέρα καὶ νὰ πηγαίνει νὰ καλλιεργήσει τὸν κῆπο του, ἦταν τότε ἕνας καλοστεκούμενος, συμπαθητικὸς τριανταοχτάρης, παρ᾽ ὅλη τὴν ψυχρότητά του, μὲ μιὰ γλυκιὰ καὶ λίγο θλιμμένη ϕυσιογνωμία. αὐτὴ ἡ θλίψη ἴσως νὰ ἦταν τὸ κατάλοιπο μιᾶς βαριᾶς ἀρρώστιας ποὺ κόντεψε νὰ τὸν στείλει στὸν ἄλλο κόσμο πρὶν ἀπὸ δύο χρόνια. ᾽ανακριτὴς ἀπὸ τὸ 1859, εἶχε ἀποκτήσει πολὺ γρήγορα λαμπρὴ ϕήμη. ᾽Εργατικός, ὑπομονετικός, ὀξυδερκής, ἤξερε νὰ ξετυλίγει μὲ σπάνια διεισδυτικότητα τὸ κουβάρι μιᾶς ὑπόθεσης ὅσο μπερδεμένη κι ἂν ἦταν, βρίσκοντας καὶ τραβώντας τὸ κατάλληλο νῆμα ἀνάμεσα σὲ χίλια. Μὲ τὴν ἀμείλικτη λογική του, μποροῦσε νὰ λύσει


18

ÉMILE GABORIAU

καλύτερα ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον τὰ τρομερὰ αὐτὰ προβλήματα, ὅπου ὁ ἄγνωστος x ἦταν ὁ δράστης. Κατέληγε ἐπιδέξια ἀπὸ τὸ γνωστὸ στὸ ἄγνωστο καὶ ἦταν διάσημος γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁμαδοποιοῦσε τὰ γεγονότα καὶ συγκροτοῦσε ἀπὸ τὶς πιὸ ἀνούσιες καὶ τὶς πιὸ ἀδιάϕορες ἐκ πρώτης ὄψεως ἐνδείξεις μία δέσμη ἀπὸ ἀδιάσειστες ἀποδείξεις. Μὲ τὰ τόσα πολλὰ καὶ ἀνεκτίμητα προτερήματά του, δὲν ἔμοιαζε ὡστόσο γεννημένος γι᾽ αὐτὰ τὰ τρομερὰ καθήκοντα. ῾η ἄσκησή τους τοῦ προκαλοῦσε ρίγη καὶ χρησιμοποιοῦσε μὲ ἐπιϕύλαξη τὶς ἀπεριόριστες ἐξουσίες του. Δὲν εἶχε τὸ ἀπαιτούμενο θάρρος γιὰ τὰ ριψοκίνδυνα θεατρικοῦ στὶλ χτυπήματα ποὺ κάνουν νὰ λάμψει ἡ ἀλήθεια. Τοῦ εἶχε πάρει πάρα πολὺ καιρὸ νὰ συνηθίσει κάποιες πρακτικές, στὶς ὁποῖες οἱ πιὸ ἄτεγκτοι συνάδελϕοί του κατέϕευγαν χωρὶς καμία τύψη. ῎Ετσι, σιχαινόταν νὰ ξεγελάει τοὺς κατηγορούμενους καὶ νὰ τοὺς στήνει παγίδες. στὴν Εἰσαγγελία ἔλεγαν γι᾽αὐτόν: «Εἶναι λιπόψυχος». ῾η ἀλήθεια εἶναι ὅτι καὶ μόνο ποὺ σκεϕτόταν τὶς γνωστὲς δικαστικὲς πλάνες τοῦ σηκώνονταν οἱ τρίχες τοῦ κεϕαλιοῦ του. Δὲν τοῦ ἔϕτανε οὔτε ἡ πεποίθηση οὔτε οἱ πλέον πιθανὲς ἐνδείξεις, ἀλλὰ ἡ ἀπόλυτη βεβαιότητα. Δὲν ἡσύχαζε μέχρι τὴν ἡμέρα ὅπου ὁ κατηγορούμενος θὰ ὑποχρεωνόταν νὰ σκύψει τὸ κεϕάλι μπροστὰ στὶς ἀποδείξεις – σὲ σημεῖο ποὺ κάποιος ἀντιεισαγγελέας τὸν κατηγοροῦσε γελώντας πὼς δὲν ἔψαχνε γιὰ ἐνόχους ἀλλὰ γιὰ ἀθώους. ῞Οσο γιὰ τὸν ἀρχηγὸ τῆς ᾽ασϕάλειας, δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸν περιβόητο Ζεβρόλ, ὁ ὁποῖος σίγουρα θὰ ἔχει


υΠΟθΕση ΛΕρΟυΖ

19

ἕναν σημαντικὸ ρόλο στὰ θεατρικὰ ἔργα τῶν μελλοντικῶν γενεῶν. Εἶναι ἀναμϕίβολα ἄξιος ἄντρας, ἀλλὰ τοῦ λείπει ἡ ἐπιμονὴ καὶ τὸν χαρακτηρίζει ἕνα ἀπίστευτο πεῖσμα ποὺ τὸν τυϕλώνει. ῍αν πάρει λάθος δρόμο στὴν ἔρευνα, δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ τὸ παραδεχτεῖ, κι ἀκόμη λιγότερο νὰ τὴν ξαναπιάσει ἀπὸ τὴν ἀρχή. ᾽απὸ τὴν ἄλλη, εἶναι πολὺ θρασὺς καὶ ψύχραιμος καὶ ἀποκλείεται νὰ τὰ χάσει ἀπὸ κάτι ἀπρόοπτο. ῏ηταν λιπόσαρκος ἀλλὰ δυνατὸς σὰν τὸν ῾ηρακλῆ καὶ ποτέ του δὲν δίστασε ν ᾽ἀντιμετωπίσει τοὺς πιὸ ἐπικίνδυνους κακοποιούς. ᾽αλλὰ ἡ εἰδικότητα, ἡ δόξα καὶ ἡ μεγάλη ἐπιτυχία του εἶναι ἡ θαυμαστὴ κι ἀπίστευτη ἱκανότητά του νὰ θυμᾶται ϕυσιογνωμίες. ᾽αρκεῖ νὰ δεῖ γιὰ πέντε λεπτὰ μία ϕυσιογνωμία καὶ πάει, τέλειωσε, καταχωρεῖται κι ἀπομνημονεύεται. Παντοῦ καὶ ὁποτεδήποτε θὰ τὸν ἀναγνωρίσει. στὸν πιὸ ἀπίθανο τόπο, στὶς πιὸ ἀπίστευτες περιστάσεις, μὲ τὴν πλέον πρωτοϕανὴ μεταμϕίεση, δὲν πρόκειται νὰ μπερδευτεῖ. αὐτό, ὅπως ἰσχυρίζεται, γίνεται διότι στὸν ἄνθρωπο δὲν βλέπει, δὲν παρατηρεῖ, παρὰ μόνο τὰ μάτια του. ᾽αναγνωρίζει τὸ βλέμμα χωρὶς ν ᾽ ἀσχολεῖται μὲ τὰ χαρακτηριστικά. ᾽Εδῶ καὶ λίγους μῆνες στὸ Πουασὶ ἔκαναν ἕνα πείραμα. Κουκούλωσαν μὲ κουβέρτες τρεῖς κρατούμενους ὥστε νὰ μὴν ξεχωρίζεις τὸ σουλούπι τους. στὸ πρόσωπο τοὺς ἔβαλαν ἕνα χοντρὸ κάλυμμα ποὺ ἄϕηνε μόνο τὰ μάτια τους νὰ ϕαίνονται μέσα ἀπὸ δύο τρύπες καὶ τοὺς παρουσίασαν ἔτσι στὸν Ζεβρόλ. Χωρὶς τὸν παραμικρὸ δισταγμό, τοὺς ἀναγνώρισε καὶ τοὺς τρεῖς καθὼς καὶ τὰ ὀνόματά τους. νὰ ἦταν μόνο τύχη;


20

ÉMILE GABORIAU

᾽Εκείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ζεβρὸλ εἶχε γιὰ βοηθὸ ἕναν παλιὸ τύπο τοῦ ὑποκόσμου ποὺ εἶχε συμϕιλιωθεῖ μὲ τὸ νόμο, ἕναν παλικαρὰ ἐπιδέξιο στὰ νέα του καθήκοντα, μὲ μυαλὸ ξυράϕι, ποὺ ζήλευε τὸ ἀϕεντικό του καὶ δὲν τὸν ὑποληπτόταν καὶ πολύ. Τὸν ἔλεγαν Λεκόκ. ῾Ο ἀστυνόμος, ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ κουράζεται ἀπὸ τὶς εὐθύνες, ὑποδέχτηκε τὸν ἀνακριτή, τὸν ἀρχηγὸ τῆς ᾽ασϕάλειας καὶ τὸν βοηθό του ὡς ἀπελευθερωτές. Τοὺς ἐξέθεσε ἐν συντομία τὰ γεγονότα καὶ τοὺς διάβασε τὸ πρακτικὸ ποὺ εἶχε συντάξει. — ᾽Εξαιρετικὴ δουλειά, κύριε! τοῦ εἶπε ὁ ἀνακριτής. ῞Ολα εἶναι ξεκάθαρα. Μόνο ποὺ ὑπάρχει κάποιο γεγονὸς τὸ ὁποῖο παραλείψατε. —Ποιό γεγονός, κύριε; ρώτησε ὁ ἀστυνόμος. —Ποιά μέρα εἶδαν γιὰ τελευταία ϕορὰ τὴ χήρα Λεροὺζ καὶ τί ὥρα; — θὰ ἔϕτανα κι ἐκεῖ, κύριε. Τὴν εἴδανε τὸ βράδυ τῆς Μαρντὶ Γκρὰ στὶς πέντε καὶ εἴκοσι. ᾽Ερχόταν ἀπὸ τὸ Μπουζιβὰλ καὶ κουβαλοῦσε ἕνα πανέρι μὲ ψώνια. — ῾Ο κύριος ἀστυνόμος εἶναι σίγουρος γιὰ τὴν ὥρα; ρώτησε ὁ Ζεβρόλ. — ᾽απολύτως, καὶ νά γιατί: οἱ δύο μάρτυρες ποὺ καθορίζουν μὲ τὴν κατάθεσή τους τὴν ὥρα, ἡ κυρία Τελιὲ κι ἕνας βαρελὰς ποὺ μένουν ἐδῶ δίπλα, κατέβαιναν ἀπὸ τὴν ἐπιβατικὴ ἅμαξα ποὺ ϕεύγει ἀπὸ τὸ Μαρλὶ ἀνὰ μία ὥρα ὅταν εἶδαν τὴ χήρα Λεροὺζ στὸ κάθετο δρομάκι· ἐπιτάχυναν τὸ βῆμα τους γιὰ νὰ τὴν προλάβουν, συζήτησαν γιὰ λίγο μαζί της καὶ τὴν ἄϕησαν μπροστὰ στὴν ἐξώπορτά της. — Καὶ τί εἶχε στὸ πανέρι της; ρώτησε ὁ ἀνακριτής.


υΠΟθΕση ΛΕρΟυΖ

21

—Οἱ μάρτυρες δὲν ἔχουν ἰδέα. Ξέρουν μόνο ὅτι κουβαλοῦσε δύο σϕραγισμένα μπουκάλια κρασὶ κι ἕνα λίτρο ρακί. Παραπονιόταν ὅτι εἶχε πονοκέϕαλο καὶ τοὺς εἶπε ὅτι παρὰ τὴ συνήθεια νὰ τὸ ρίχνει κανεὶς ἔξω μέρα ποὺ ἦταν, ἐκείνη θὰ πήγαινε γιὰ ὕπνο. — αὐτὸ εἶναι! ἀναϕώνησε ὁ ἀρχηγὸς τῆς ᾽ασϕάλειας. Ξέρω ποῦ πρέπει νὰ ψάξουμε. — ᾽αλήθεια; ἔκανε ὁ κύριος νταμπιρόν. — Διάολε! Εἶναι ἀπολύτως ξεκάθαρο. Πρέπει νὰ βροῦμε τὸν ψηλὸ μελαχρινὸ μὲ τὸ ντρίλινο πουκάμισο. Τὸ ρακὶ καὶ τὸ κρασὶ προορίζονταν γι᾽αὐτόν. ῾η χήρα τὸν περίμενε γιὰ νὰ τοῦ κάνει τὸ τραπέζι. Κι ὁ ἀξιαγάπητος ἐραστής μας ἦρθε. —Μπά! πέταξε αγανακτισμένος ὁ ἐνωμοτάρχης. ῾η χήρα ἦταν πολὺ γριὰ καὶ κακάσχημη. ῾Ο Ζεβρὸλ κοίταξε εἰρωνικὰ τὸν ἁπλοϊκὸ χωροϕύλακα. —Μὰ δὲν ξέρετε λοιπόν, κύριε ἐνωμοτάρχα, ὅτι μιὰ γυναίκα μὲ λεϕτὰ εἶναι πάντα νέα κι ὄμορϕη ἐὰν καὶ ἐϕόσον τὸ θέλει; — ῎Ισως νὰ ὑπάρχει κάτι ἐδῶ πέρα, συνέχισε ὁ ἀνακριτής. ᾽αλλὰ ἐμένα ἄλλο πράγμα μοῦ ἔκανε ἐντύπωση. Πιὸ πολὺ μοῦ χτύπησε ἡ ϕράση τῆς χήρας Λερούζ: «῍αν ἤθελα πιὸ πολλά, θὰ τὰ εἶχα». — Καὶ σὲ μένα ἔκανε ἐντύπωση αὐτὴ ἡ ϕράση, συμϕώνησε κι ὁ ἀστυνόμος. ᾽αλλὰ ὁ Ζεβρὸλ δὲν ἄκουγε πιὰ κανέναν. Εἶχε βρεῖ τὸ ἴχνος ποὺ χρειαζόταν κι εἶχε ἀρχίσει νὰ ψάχνει κάθε σπιθαμὴ καὶ γωνίτσα τοῦ δωματίου. Ξαϕνικὰ στράϕηκε πρὸς τὸν ἀστυνόμο.


22

ÉMILE GABORIAU

— Καλὰ ποὺ τὸ σκέϕτηκα! ϕώναξε. Τὴν Τρίτη δὲν ἄλλαξε ὁ καιρός; ᾽Εδῶ καὶ δεκαπέντε ἡμέρες εἴχαμε παγωνιὰ καὶ μετὰ πλάκωσε μπόρα. Τί ὥρα ἔπιασε ἡ βροχή; —στὶς ἐννιάμισι, ἀπάντησε ὁ ἐνωμοτάρχης. Εἶχα τελειώσει τὸ βραδινό μου καὶ εἶχα βγεῖ γιὰ νὰ κάνω μία ἐπιθεώρηση στοὺς χοροὺς ὅταν μ᾽ἔπιασε ἡ μπόρα ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῶν Ψαράδων. σὲ λιγότερο ἀπὸ δέκα λεπτά, στὸ δρόμο εἶχε ἕνα δάχτυλο νερό. —Πολὺ ὡραῖα! εἶπε ὁ Ζεβρόλ. ῎αρα, ἂν αὐτὸς ὁ τύπος εἶχε ἔρθει μετὰ τὶς ἐννιάμισι, τὰ παπούτσια του θὰ ἦταν καταλασπωμένα. ᾽αλλιῶς πρέπει νὰ ἦρθε νωρίτερα. θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ δοῦμε ἐδῶ αὐτό, ἀλλὰ τώρα τὰ ἴχνη χάθηκαν. Κύριε ἀστυνόμε, ὑπῆρχαν ἴχνη ἀπὸ πατημασιές; — ᾽Οϕείλω νὰ ὁμολογήσω ὅτι δὲν ἀσχοληθήκαμε μ᾽ αὐτό. — ᾽αχά! ἔκανε ὁ ἀρχηγὸς τῆς ᾽ασϕάλειας ὅλο ἀπογοήτευση. Πολὺ κακὸ αὐτό. —Περιμένετε, συνέχισε ὁ ἀστυνόμος. ῎Εχουμε ἀκόμη μιὰ εὐκαιρία νὰ τὸ δοῦμε, ὄχι σ ᾽ αὐτὸ τὸ δωμάτιο ἀλλὰ στὸ ἄλλο. Δὲν πειράξαμε τίποτε ἀπολύτως ἐκεῖ. Τὰ δικά μου βήματα καθὼς καὶ τοῦ ἐνωμοτάρχη ξεχωρίζουν εὔκολα. Γιά νὰ δοῦμε... Καθὼς ὁ ἀστυνόμος ἄνοιγε τὴν πόρτα τοῦ δεύτερου δωματίου, ὁ Ζεβρὸλ τὸν συγκράτησε. —θὰ ζητοῦσα ἀπὸ τὸν κύριο ἀνακριτή, εἶπε, νὰ μοῦ ἐπιτρέψει νὰ ἐξετάσω τὰ πάντα μόνος μου πρὶν μπεῖ ὁποιοσδήποτε ἄλλος. Τὸ θεωρῶ πολὺ σημαντικό. — Βεβαίως, δέχτηκε ὁ κύριος νταμπιρόν.


υΠΟθΕση ΛΕρΟυΖ

23

῾Ο Ζεβρὸλ πέρασε πρῶτος καὶ ὅλοι πίσω του σταμάτησαν στὸ κατώϕλι. ῎Ετσι εἶχαν μιὰ συνολικὴ εἰκόνα τῆς σκηνῆς τοῦ ἐγκλήματος. ῞Οπως εἶχε διαπιστώσει κι ὁ ἀστυνόμος, ἦταν λὲς καὶ κάποιος εἶχε κάνει ὅλο μανία τὸν τόπο ἄνω κάτω. στὴ μέση τοῦ δωματίου ὑπῆρχε ἕνα τραπέζι καλυμμένο μὲ ἕνα ϕίνο τραπεζομάντηλο, ἄσπρο σὰν τὸ χιόνι. ᾽Επάνω ἦταν τοποθετημένο ἕνα ὑπέροχο ποτήρι ἀπὸ σκαλιστὸ κρύσταλλο, ἕνα πανέμορϕο μαχαίρι κι ἕνα πορσελάνινο πιάτο. ᾽Επίσης ἕνα μόλις ἀρχινισμένο μπουκάλι κρασὶ κι ἕνα μπουκάλι ρακὶ ἀπ ᾽ὅπου ἔλειπαν πέντ ᾽ἕξι ποτηράκια. Δεξιὰ ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ στὸ παράθυρο ἔστεκαν στὸν τοῖχο δύο ὄμορϕες καρυδένιες ντουλάπες μὲ σκαλιστὲς κλειδαριές. Καὶ οἱ δυὸ ἔχασκαν ἄδειες, ἐνῶ παντοῦ στὸ πάτωμα ἦταν σκορπισμένο τὸ περιεχόμενό τους. Παλιὰ ροῦχα, ἀσπρόρουχα, προσωπικὰ ἀντικείμενα, ὅλα τὰ εἶχαν ἀνοίξει, τινάξει, τσαλακώσει. στὸ βάθος, κοντὰ στὸ τζάκι, ἕνα μεγάλο ντουλάπι μὲ πιατικὰ εἶχε μείνει ὀρθάνοιχτο. ᾽απὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ τζακιοῦ ἕνα παλιὸ γραϕειάκι μὲ μαρμάρινη ἐπιϕάνεια ἦταν παραβιασμένο, διαλυμένο, τὸ εἶχαν κάνει χίλια κομμάτια καὶ τὸ εἶχαν ψάξει ὣς καὶ στὴν παραμικρὴ χαραμάδα του. ῾η πορτούλα του, σπασμένη, κρεμόταν ἀπὸ τὸν ἕναν μεντεσέ. Τὰ συρτάρια τὰ εἶχαν βγάλει καὶ ἦταν πεταμένα στὸ πάτωμα. Τέλος, ἀριστερά, τὸ κρεβάτι ἦταν τελείως ξέστρωτο κι ἀναστατωμένο. Εἶχαν βγάλει ὣς καὶ τὰ ἄχυρα ἀπὸ τὸ στρῶμα.


24

ÉMILE GABORIAU

— Οὔτε ἴχνος πατημασιᾶς,3 μουρμούρισε πεισμωμένος ὁ Ζεβρόλ. ῏ηρθε πρὶν ἀπὸ τὶς ἐννιάμισι τὸ βράδυ. Τώρα μποροῦμε νὰ μποῦμε ἄϕοβα. Μπῆκε μέσα, προχώρησε κατευθεῖαν στὴ σορὸ τῆς χήρας Λεροὺζ καὶ γονάτισε δίπλα της. — Δὲν μπορῶ νὰ πῶ, γκρίνιαξε, καθαρὴ δουλειά. ῾Ο δολοϕόνος δὲν εἶναι πρωτάρης. ῎Επειτα, κοιτώντας δεξιὰ κι ἀριστερά: — ῎Οπα! συνέχισε, ἡ ϕουκαριάρα μαγείρευε ὅταν τὴ χτύπησαν. ῾Ορίστε τὸ τηγάνι στὸ πάτωμα, μὲ ζαμπὸν καὶ ἀβγά. Τὸ κάθαρμα δὲν εἶχε ὑπομονὴ νὰ περιμένει νὰ ϕάει πρῶτα. ῾Ο κύριος βιαζότανε, τὴ χτύπησε μὲ ἄδειο στομάχι. ῎Ετσι δὲν θὰ μπορεῖ νὰ ἐπικαλεστεῖ πρὸς ὑπεράσπισή του ὅτι εἶχε ἔρθει στὸ κέϕι στὸ ἐπιδόρπιο. —Εἶναι ϕανερό, εἶπε ὁ ἀστυνόμος στὸν ἀνακριτή, ὅτι τὸ κίνητρο ἦταν ἡ κλοπή. —Πιθανόν, ἀπάντησε κοροϊδευτικὰ ὁ Ζεβρόλ. Γι᾽ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει στὸ τραπέζι οὔτε ἕνα ἀσημένιο κουταλάκι. — Κοιτάχτε, σ ᾽αὐτὸ τὸ συρτάρι ἔχει χρυσὰ νομίσματα! ϕώναξε ὁ Λεκόκ, ποὺ ἔψαχνε κι αὐτός. Εἶναι γύρω στὰ τριακόσια εἴκοσι ϕράγκα. — ῎αλλο πάλι καὶ τοῦτο! ἔκανε λίγο χαμένος ὁ Ζεβρόλ. ᾽αλλὰ ἡ ἔκπληξή του δὲν κράτησε πολὺ καὶ συνέχισε: 3. Οὔτε σκέψη βέβαια, τότε, γιὰ δακτυλικὰ ἀποτυπώματα. αὐτὰ ἄρχισαν νὰ ἐϕαρμόζονται μὲ δυσκολίες στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα.


υΠΟθΕση ΛΕρΟυΖ

25

— θὰ τὰ ξέχασε. ῾υπάρχουν ἀκόμη πιὸ κραυγαλέα παραδείγματα. ῎Εχω δεῖ ἐγὼ ἕναν ϕονιὰ ποὺ ἀϕοῦ σκότωσε, ἔχασε τόσο πολὺ τὰ λογικά του, ὥστε δὲν θυμόταν πιὰ τί εἶχε πάει νὰ κάνει ἐκεῖ πέρα κι ἔϕυγε χωρὶς νὰ πάρει τίποτε. Τὸ παλικάρι μας συγκινήθηκε. Ποιός ξέρει; Μπορεῖ καὶ νὰ τὸν διέκοψαν. Μπορεῖ νὰ χτύπησαν τὴν πόρτα. Τὴν ἄποψή μου τὴν ἰσχυροποιεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ τιποτένιος δὲν ἄϕησε τὸ κερὶ ἀναμμένο ἀλλὰ ἔκανε τὸν κόπο νὰ τὸ σβήσει ϕεύγοντας. —σιγά! ἔκανε ὁ Λεκόκ. αὐτὸ δὲν ἀποδεικνύει τίποτε. Μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος μεθοδικὸς καὶ οἰκονόμος. Οἱ δύο ἄνθρωποι τῆς ᾽ασϕάλειας συνέχισαν νὰ ψάχνουν ὅλο τὸ σπίτι, ἀλλὰ παρότι τὸ ἔκαναν ϕύλλο καὶ ϕτερό, δὲν κατάϕεραν ν ᾽ἀνακαλύψουν τίποτε καινούργιο. Δὲν βρῆκαν κανένα ἄλλο πειστήριο, οὔτε τὴν πιὸ ἰσχνὴ ἔνδειξη ποὺ θὰ μποροῦσε ν᾽ἀποτελέσει σημεῖο ἀναϕορᾶς ἢ ἀϕετηρίας γιὰ τὴν ἔρευνα. ᾽ακόμα καὶ ὅλα τὰ χαρτιὰ τῆς χήρας Λεροὺζ εἶχαν ἐξαϕανιστεῖ. Καὶ ἂν ἀκόμη εἶχε χαρτιά, δὲν βρῆκαν οὔτε ἕνα γράμμα, οὔτε ἕνα παλιόχαρτο, τίποτε. Ποῦ καὶ ποῦ ὁ Ζεβρὸλ σταματοῦσε γιὰ νὰ βρίσει ἢ νὰ γκρινιάξει: — ῎α, μὰ δὲν ἔχει τὸ θεό του! Πρώτης τάξεως δουλειά! Τὸ κάθαρμα εἶναι πολὺ ἐπιδέξιο! — Λοιπόν, κύριοι; ρώτησε ἐντέλει ὁ ἀνακριτής. —Τζίϕος, κύριε δικαστά! ἀπάντησε ὁ Ζεβρόλ. Τζίϕος! Τὸ παλιοτόμαρο ἔλαβε ὅλες του τὶς προϕυλάξεις. ᾽αλλὰ ποῦ θὰ μοῦ πάει; θὰ τὸν τσακώσω... Πρὶν νυχτώσει, θὰ ἔχω ἀμολήσει μιὰ ντουζίνα ἀνθρώπους ξο-


26

ÉMILE GABORIAU

πίσω του. ᾽Εξάλλου, δὲν θὰ πάει μακριά. Πῆρε μαζί του ὅλα τὰ ἀσημικά, ὅλα τὰ κοσμήματα... εἶναι χαμένος. —Παρ᾽ὅλ᾽αὐτά, ἔκανε ὁ κύριος νταμπιρόν, δὲν βλέπω νὰ ἔχουμε προχωρήσει καὶ πολὺ ἀπὸ τὸ πρωί! — νὰ πάρει! Κάνουμε ὅ,τι περνάει ἀπ ᾽τὸ χέρι μας, γρύλισε ὁ Ζεβρόλ. —Τὴν τύχη μου! μουρμούρισε ὁ Λεκόκ. Γιατί νὰ μὴν εἶναι ἐδῶ ὁ μπαρμπα-Ξεδιαλύνης;4 — Καὶ τί θά ᾽κανε παραπάνω ἀπὸ μᾶς; ἀντέτεινε ὁ Ζεβρὸλ ἀγριοκοιτώντας τὸν ὑϕιστάμενό του. ῾Ο Λεκὸκ χαμήλωσε τὰ μάτια καὶ δὲν ἔβγαλε ἄχνα, ἀλλὰ ἀπὸ μέσα του ἦταν καταχαρούμενος ποὺ εἶχε ἐνοχλήσει τὸ ἀϕεντικό του. —Τί εἶναι αὐτὸς ὁ μπαρμπα-Ξεδιαλύνης; ρώτησε ὁ ἀνακριτής. Κάπου σὰ νὰ ἔχω ξανακούσει αὐτὸ τὸ ὄνομα ἀλλὰ δὲν θυμᾶμαι ποῦ. — ῞Ενας ϕοβερὸς ἄνθρωπος! ἀναϕώνησε ὁ Λεκόκ. —Εἶναι ἕνας παλιὸς ὑπάλληλος τοῦ ᾽Ενεχυροδανειστηρίου, πρόσθεσε ὁ Ζεβρόλ. ῞Ενας γεροπλούσιος ποὺ τὸ κανονικό του ὄνομα εἶναι Ταμπαρέ. Βοηθᾶ τὴν ᾽αστυνομία ὅπως ὁ πλούσιος ᾽ανσελὲν εἶχε γίνει δικαστικὸς κλητήρας γιὰ τὸ κέϕι του. — Καὶ γιὰ νὰ αὐξάνει τὰ εἰσοδήματά του, παρατήρησε ὁ ἀστυνόμος. — αὐτός; Δὲν ὑπάρχει τέτοια περίπτωση. αὐτὸς δουλεύει γιὰ τὴ δόξα, τόσο ποὺ πολλὲς ϕορὲς βάζει καὶ λεϕτὰ ἀπ ᾽τὴν τσέπη του, ἀπάντησε ὁ Λεκόκ. Τὸ γλε4. Πρόκειται γιὰ ψευδώνυμο, Tirauclair στα γαλλικά, ἀπὸ τὴν ἔκϕραση tirer au clair: ξεκαθαρίζω, ξεδιαλύνω.


υΠΟθΕση ΛΕρΟυΖ

27

ντάει! ᾽Εμεῖς στὰ μέρη μας τὸν βγάλαμε «Ξεδιαλύνη» ἀπὸ τὴ ϕράση ποὺ λέει συνέχεια. Εἶναι γερὸ τὸ γέρικο λαγωνικό! αὐτὸς ξεδιάλυνε τὴν ὑπόθεση τῆς γυναίκας ἐκείνου τοῦ τραπεζίτη, τὸ ξέρετε; Μάντεψε ὅτι ἡ λεγάμενη ἔκλεψε τὸν ἴδιο της τὸν ἑαυτὸ καὶ τὸ ἀπέδειξε. — Δίκιο ἔχεις, τὸν κάρϕωσε ὁ Ζεβρόλ. ᾽αλλὰ αὐτὸς ἐπίσης παραλίγο νὰ στείλει στὴ λαιμητόμο τὸν ϕουκαρὰ τὸν ντερέμ, τὸν ραϕτάκο ποὺ τὸν κατηγοροῦσαν ὅτι εἶχε σκοτώσει τὴ γυναίκα του, μιὰ τιποτένια, καὶ ἦταν ἀθῶος... — Κύριοι, χάνουμε τὴν ὥρα μας, τοὺς διέκοψε ὁ ἀνακριτής. Καὶ γυρνώντας στὸν Λεκόκ: —Πηγαίνετε, εἶπε, νὰ μοῦ βρεῖτε τὸν μπαρμπα-Ταμπαρέ. ῎Εχω ἀκούσει πολλὰ γι᾽αὐτόν, καὶ πολὺ θὰ ἤθελα νὰ τὸν δῶ ἐπὶ τὸ ἔργον. ῾Ο Λεκὸκ βγῆκε τρέχοντας. ῾Ο Ζεβρὸλ εἶχε ντροπιαστεῖ γιὰ τὰ καλά. — Κύριε ἀνακριτά, ἄρχισε, ἔχετε βέβαια τὸ δικαίωμα νὰ ζητήσετε τὴ βοήθεια ὅποιου σᾶς ἀρέσει. ῞Ομως... — Μὴ θυμώνετε, κύριε Ζεβρόλ, τὸν ἔκοψε ὁ κύριος νταμπιρόν. Δὲ σᾶς γνώρισα χθές, ξέρω τί ἀξίζετε. ῞Ομως σήμερα οἱ ἀπόψεις μας εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετες. ᾽Εσεῖς ἐπιμένετε στὸν μελαχρινό σας κι ἐγὼ νομίζω ὅτι ἀκολουθεῖτε λάθος δρόμο. — θεωρῶ ὅτι ἔχω δίκιο, ἀπάντησε ὁ ἀρχηγὸς τῆς ᾽ασϕάλειας, κι ἐλπίζω ὅτι θὰ τὸ ἀποδείξω λίαν συντόμως. θὰ τὸ τσακώσω τὸ τομάρι ὅποιο κι ἂν εἶναι. — θὰ εἶμαι πανευτυχὴς ἂν τὸ κάνετε.


28

ÉMILE GABORIAU

— Μόνο, ὁ κύριος ἀνακριτὴς θὰ μοῦ ἐπιτρέψει νὰ τοῦ δώσω μία... πῶς νὰ τὸ πῶ χωρὶς νὰ ϕανῶ ἀγενής; μία... συμβουλή; — ᾽ακούω. — ῍Ε λοιπόν! θὰ σᾶς συμβούλευα νὰ μὴν πολυεμπιστεύεστε τὸν μπαρμπα-Ταμπαρέ. — ᾽αλήθεια; Καὶ γιατί; — νά, γιατὶ αὐτὸς ὁ τύπος παθιάζεται πολύ. Κάνει τὸν ἀστυνομικὸ γιὰ τὴν ἐπιτυχία, οὔτε λίγο οὔτε πολὺ σὰν συγγραϕέας. Κι ἔτσι ποὺ καυχιέται σὰν παγώνι, εὔκολα παρασύρεται σὲ λάθος δρόμους. ῎Ετσι καὶ βρεθεῖ μπροστὰ σ ᾽ἕνα ἔγκλημα, ὅπως καλὴ ὥρα αὐτὸ ἐδῶ, θέλει σώνει καὶ καλὰ νὰ ἐξηγήσει τὰ πάντα ἐπιτόπου. Καὶ πράγματι σκαρϕίζεται μιὰ ἱστορία ποὺ κολλάει ἀκριβῶς μὲ τὴν κατάσταση. ᾽Ισχυρίζεται πὼς ἀπὸ ἕνα μικρὸ πειστήριο ἀνασυνθέτει ὅλες τὶς ϕάσεις μιᾶς δολοϕονίας, σὰν ἐκείνους τοὺς ἐπιστήμονες ποὺ ἀπὸ ἕνα κοκαλάκι ἀναπαριστάνουν τὰ χαμένα ζῶα. Καμιὰ ϕορὰ πέϕτει μέσα, ἀλλὰ συχνὰ ξεγελιέται. ῎Ετσι καὶ στὴν ὑπόθεση τοῦ ράϕτη, ἐκείνου τοῦ ϕουκαρᾶ τοῦ ντερέμ, ἂν δὲν ἤμουνα ἐγώ... —σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὴ γνώμη σας, τὸν ἔκοψε ὁ κύριος νταμπιρόν, τὴ λαμβάνω ὑπόψη μου. Καὶ τώρα, κύριε ἀστυνόμε, συνέχισε, πρέπει πάση θυσία νὰ προσπαθήσουμε ν ᾽ἀνακαλύψουμε ἀπὸ ποιά περιοχὴ καταγόταν ἡ χήρα Λερούζ. ῾η πομπὴ τῶν μαρτύρων ποὺ εἶχε κουβαλήσει ὁ ἐνωμοτάρχης τῆς Χωροϕυλακῆς ξανάρχισε νὰ παρελαύνει μπροστὰ ἀπὸ τὸν ἀνακριτή. ᾽αλλὰ δὲν προέκυψε τίποτε καινούργιο. θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ὅσο ζοῦσε, ἡ χήρα Λε-


υΠΟθΕση ΛΕρΟυΖ

29

ροὺζ ἦταν ἕνα ἄτομο τρομερὰ διακριτικό, γιατὶ ἀπὸ τὰ λόγια της –καὶ μιλοῦσε πάρα πολὺ κάθε μέρα– δὲν βγῆκε ποτὲ κάποια χρήσιμη πληροϕορία γιὰ τὶς κουτσομπόλες τῆς περιοχῆς. Μόνο ποὺ ὅλοι ὅσοι ρωτήθηκαν ἤθελαν ὁπωσδήποτε νὰ πληροϕορήσουν τὸν ἀνακριτὴ γιὰ τὶς προσωπικές τους πεποιθήσεις καὶ σκέψεις. ῾η κοινὴ γνώμη συντασσόταν μὲ τὴν ἄποψη τοῦ Ζεβρόλ. Μὲ μιὰ ϕωνή, κατηγοροῦσαν τὸν ἄντρα μὲ τὸ γκρίζο πουκάμισο, τὸν ψηλὸ μελαχρινό. σίγουρα αὐτὸς ἦταν ὁ ἔνοχος. ῞Ολοι θυμοῦνταν τὸ ἄγριο ὕϕος του ποὺ τρομοκρατοῦσε ὅλη τὴν περιοχή. σὲ πολλοὺς εἶχε κάνει ἐντύπωση ἡ ὕποπτη ἐμϕάνισή του καὶ τὸν ἀπέϕευγαν προσεκτικά. Κάποιο βράδυ εἶχε ἀπειλήσει μιὰ γυναίκα καὶ κάποια ἄλλη μέρα εἶχε δείρει ἕνα παιδί. Δὲν ξέρανε βέβαια τὸ ὄνομα οὔτε τῆς γυναίκας οὔτε τοῦ παιδιοῦ, ἀλλὰ δὲν πειράζει· αὐτὲς οἱ κτηνώδεις πράξεις ἦταν γνωστὲς σ ᾽ ὅλο τὸν κόσμο. ῾Ο κύριος νταμπιρὸν εἶχε ἀπελπιστεῖ ὅτι θὰ ἔβρισκε τὴν παραμικρὴ ἄκρη, ὅταν τοῦ κουβάλησαν μιὰ μπακάλισσα τοῦ Μπουζιβάλ, ἀπὸ τὴν ὁποία ψώνιζε τὸ θύμα, καθὼς κι ἕνα ἀγόρι δεκατριῶν χρονῶν, ποὺ ὅπως βεβαίωναν εἶχαν θετικὲς πληροϕορίες. Πρῶτα προσῆλθε ἡ μπακάλισσα. Εἶχε ἀκούσει τὴ χήρα Λεροὺζ νὰ λέει ὅτι εἶχε ἕναν γιὸ ποὺ ζοῦσε ἀκόμη. —Εἶστε σίγουρη; ἐπέμεινε ὁ δικαστικός. — ῞Οσο σίγουρη εἶμαι ὅτι ζῶ ἀκόμη, ἀπάντησε ἡ μπακάλισσα, παρόλο ποὺ ἐκεῖνο τὸ βράδυ –γιατὶ βράδυ ἤτανε– ἡ κυρία ἦταν... καὶ μὲ συγχωρεῖτε γιὰ τὴν ἀναίδειά μου, λίγο μεθυσμένη. ῎Εμεινε γύρω στὴ μία ὥρα στὸ μαγαζί μου.


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.