fbpx
Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΟΥΡΑΝΗ

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΟΥΡΑΝΗ

της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου

Παρουσιάζοντας τον Κώστα Ουράνη στην σειρά των εκδόσεων Σοκόλη για την Νεοελληνική Λογοτεχνία, ο γνωστός ποιητής και δοκιμιογράφος Λουκάς Κούσουλας έσπευδε, κατ’ αρχάς, να διευκρινίσει ότι «στην Ανθολογία αυτή ο Ουράνης δεν εντάσσεται παρά ως πεζογράφος κι αυτός του μεσοπολέμου»[1]. Έτσι, αφού αναφερόταν στις ποιητικές συλλογές του, την αποκηρυγμένη Σαν όνειρα (1909) και τις επόμενες Spleen (1912), Νοσταλγίες (1920) και την ανέκδοτη Αποδημίες, συλλογές οι οποίες, μαζί με αρκετά ακόμα ποιήματα, συναποτέλεσαν τον συγκεντρωτικό τόμο Ποιήματα του 1953, στην συνέχεια, ο Κούσουλας σημείωνε την διαφορά μεταξύ τής αρχικής στάσης απέναντι στον λογοτέχνη Ουράνη, σύμφωνα με την οποία το βάρος τού ενδιαφέροντος, με ελάχιστες εξαιρέσεις, έπεφτε στον ποιητή, τον «λυρικό άνθρωπο» και μόνον δευτερευόντως στον πεζογράφο και της μετέπειτα, οριστικής πλέον, κατά την γνώμη του, κριτικής αντιμετώπισης, σύμφωνα με την οποία «η κύρια τελικά προσφορά του είναι η πεζογραφία του, η ταξιδιωτική του λογοτεχνία για την ακρίβεια. Ποιητές σαν τον Ουράνη, θα έλεγε κανείς, καλούς δηλαδή κι ενδιαφέροντες ποιητές τού είδους», συνέχιζε ο Κούσουλας, «βρίσκει κι άλλους, ταξιδιωτικό λογοτέχνη όμως της δικής του σημασίας – αφού μνημονεύσουμε βιαστικά μαζί του τον Νίκο Καζαντζάκη –, ταξιδιωτικό λοιπόν λογοτέχνη τής δικής του σημασίας, κανέναν». Βέβαια, ο Κούσουλας χαρακτηρίζει την ποίηση του Ουράνη ως «καθόλου αμελητέα», ενώ παραθέτει και αποσπάσματα από Κρίσεις άλλων για το έργο του.

Βιάζομαι, ωστόσο, να διευκρινίσω εδώ ότι η δευτερεύουσα θέση τής ποίησης του Ουράνη, σε σχέση με την πεζογραφία του, δεν βρίσκει πλέον σύμφωνους όλους τούς κριτικούς. Έτσι, ο Κώστας Στεργιόπουλος, ο οποίος στην εξαιρετική διατριβή του με τον τίτλο Οι επιδράσεις στο έργο του Καρυωτάκη έχει επισημάνει, αν και με επιφύλαξη, αμφίδρομες επιδράσεις μεταξύ Ουράνη και Καρυωτάκη, επιμένοντας, πάντως, κυρίως, στις διαφορές τους, παρά τα «κοινά πρότυπα» και την «έμφυτη ροπή τους»[2], ο Στεργιόπουλος λοιπόν, φαίνεται να θεωρεί πως ποίηση και αφηγηματική πεζογραφία διεκδικούν ισότιμα τον Κώστα Ουράνη, τον οποίο, επιπλέον, προσδιορίζει ως τον πρώτο που έδωσε το σύνθημα στα καθ’ ημάς αναφορικά με το μοτίβο της φυγής και τον κοσμοπολιτισμό τής μεσοπολεμικής περιόδου. «Ένας από τους πρώτους χρονολογικά και τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους τής σχολής του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού στον τόπο μας», γράφει αλλού ο Στεργιόπουλος[3], ο Ουράνης στην ποίησή του «εκφράζει το κλίμα και το εξωτερικό περίβλημα της μεσοπολεμικής περιόδου, ενώ ταυτόχρονα μας δίνει το κενό και την πλήξη της με τόνο ευδιάκριτα προσωπικό, παρά τις επιδράσεις του απ’ τους Γάλλους και τους γαλλόφωνους συμβολιστές, ακόμα κι από μερικούς εντελώς ελάσσονες. Ο υπερκορεσμός από το κυνηγητό των συγκινήσεων, η ασίγαστη διάθεση της φυγής, αυτή η απροσδιόριστη νοσταλγία για το «κάτι άλλο» και «κάπου αλλού», όπως πρωτοεμφανίζεται με τον Baudelaire, απ’ όπου δέχτηκε και την κυριότερη επίδραση, η γεύση, τέλος, του ανικανοποίητου γίνονται τα κυρίαρχα μοτίβα του. Η ποίησή του είναι ποίηση ατμόσφαιρας και ψυχολογικών καταστάσεων, με προσωπική και κάπως χαλαρή τεχνική, με αρκετή δόση αισθητισμού και ωραιολογίας, παρ’ όλο τον ψυχρά υποβλητικό της τόνο, με ισχυρές – γνωμικές κάποτε – κατακλείδες και με μια ελευθεριάζουσα καλλιτεχνική ατημελησία, περιχαρακωμένη σε στατικές παραδοσιακές φόρμες[4], βασισμένες συνήθως στην «εικόνα – πίνακα» κι απολύτως εναρμοσμένες με την ακινησία της ατμόσφαιράς του […] Αν θέλαμε τώρα να προσδιορίσουμε με τρεις λέξεις τούς θεματικούς πυρήνες», συνεχίζει ο Στεργιόπουλος, «θα μπορούσαμε να τους συνοψίσουμε στους τίτλους των τριών αναγνωρισμένων απ’ τον ίδιο συλλογών: «Spleen», «Νοσταλγίες» και «Αποδημίες». Άτεχνος και ακαταστάλακτος στην πρώτη, με σπάνιες εξαιρέσεις, ώστε ν’ αναρωτιέται κανείς πώς κατάφερε αργότερα να γράψει καλά ποιήματα, μας δίνει το μέτρο της νοσηρότητας και του βυρωνισμού που χαρακτήριζαν τα πρώτα του και τα κατοπινά νεανικά χρόνια. Με τις «Νοσταλγίες», όπου κυριαρχεί μια ατμόσφαιρα πολύ πιο κατασταλαγμένη, πιο ενιαία και πιο υποβλητική, διαμορφώνει τον ατομικό του χώρο και το προσωπικό του ύφος, για να περάσει με τις «Αποδημίες», όσο οι αυταπάτες του τον εγκαταλείπουν, σ’ έναν απολογισμό ζωής και ν’ αναδώσει μερικούς οξείς και αναπάντεχα δραματικούς τόνους στα τελευταία του σχεδιάσματα, όποια βρέθηκαν ανολοκλήρωτα μετά το θάνατό του, δοκιμάζοντας για πρώτη και τελευταία φορά τούς νέους εκφραστικούς τρόπους. […] Ο Ουράνης», καταλήγει ο μελετητής, «εκτός απ’ το μοτίβο τής φυγής, είναι εκείνος που, ύστερα απ’ τον Καβάφη, άνοιγε το δρόμο για να περάσουν και να πολιτογραφηθούν νόμιμα στην ποίησή μας τα ρεαλιστικά στοιχεία και η «νέα ευαισθησία» τής Ευρώπης, ανακατεύοντας το λυρισμό και τη ρομαντική του διάθεση με το ρεαλισμό και τη σάτιρα και προαναγγέλοντας τον κατά έξι χρόνια νεότερο στην ηλικία Καρυωτάκη. Σήμερα, βέβαια, δεν βρίσκεται το ίδιο κοντά μας όσο ο τραγικός αυτόχειρας της Πρέβεζας, ούτε κι η ποίησή του μπορεί να συγκριθεί με τη γεμάτη ένταση και αγωνία καρυωτακική ποίηση. Δεν παύει όμως να ’ναι ποιητής με επίδραση στους νεότερούς του κι απ’ τους πιο χαρακτηριστικούς ορισμένων τάσεων της εποχής»[5].

Αντιπαραβάλλοντας, δε, ο Στεργιόπουλος το ποιητικό με το ταξιδιωτικό έργο τού Ουράνη (και παραπέμποντας εδώ σε ανάλογες παρατηρήσεις τού Πέτρου Σπανδωνίδη), κρίνει πως: «Στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις μάς δίνει τις στιγμές τής ανόδου του, ενώ στην ποίηση τις στιγμές τού κενού, της επιθυμίας για μετατόπιση και της πτώσης. […] Τα ποιήματά του – τα περισσότερα τουλάχιστον – γράφονταν, όταν το ταξίδι τέλειωνε, και τότε γίνονταν όλα απογοήτευση και πλήξη θανατερή ή απόγευση και νοσταλγία. Στα ταξίδια ζει το αντικείμενο και την εξωτερική πραγματικότητα μέσα απ’ την πρόσκαιρη ευδαιμονία τού εραστή των ταξιδιών. Αντίθετα, στα ποιήματα χάνει, λίγο ώς πολύ, την ευδαιμονική επαφή με τον έξω κόσμο και αντιμετωπίζει το άδειο του εαυτού του και το άσκοπο της περιπλάνησης, προβάλλοντας μόνο τη δίψα του για νέες συγκινήσεις. Κι αν η διαφορά ανάμεσα στα ταξιδιωτικά του βιβλία είναι μάλλον ποιοτική, στην ποίηση, μολονότι πιο άνισος και πιο παρωχημένος, παρουσιάζει καλύτερα την αργή εσωτερική εξελικτική του πορεία, από το νοσηρό κι όχι χωρίς κάποια ποιητική πόζα ξεκίνημά του ώς τη δραματική κατάληξη των τελευταίων σχεδιασμάτων και μερικών ποιημάτων τής τελευταίας του συλλογής»[6].

Ως προς το «παρωχημένο» της ποίησης του Κώστα Ουράνη δεν φαίνεται, πάντως, να συμφωνεί απολύτως, με την σειρά του, ο Αλέξης Ζήρας, που συνέθεσε το αντίστοιχο λήμμα στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. «Η έλλειψη αυστηρότητας στην αρχιτεκτονική τής στιχουργικής του [του Ουράνη] και οι συχνά ανορθόδοξοι διασκελισμοί του, μάλλον ελκύουν παρά απωθούν τον σημερινό αναγνώστη», γράφει ο Ζήρας. «Άλλωστε, η κάπως απροσδιόριστη έννοια της ελληνικής «καταραμένης ποίησης» πήρε μυθικές διαστάσεις στα μεταπολεμικά χρόνια και, παρά την ορισμένη επιτήδευσή της, όπως μας δείχνει το έργο τού Ν. Καββαδία, ήταν και εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα αγαπητή στο ευρύτερο κοινό τής ποίησης»[7].

Στο συγκεκριμένο λήμμα συμπυκνώνονται τόσο οι επιδράσεις που δέχτηκε ο Κώστας Ουράνης (μέσω και των αντίστοιχων μεταφράσεων που έκανε), αρχικά σε νεαρή ηλικία, από τους E. A. Poe και A. C. Swinburne, τους Γάλλους Ch. Baudelaire, Villiers de lIsle-Adam, κυρίως όμως από τους αφανέστερους J. Laforgue, A. Spire και G. Rodenbach και αργότερα, μετά το 1920, από την «καθαρή» ποίηση των P. Valéry και T. S. Eliot, όσο και η επίδραση που άσκησε ο ίδιος, αφ’ ενός, στην γενιά των νεοσυμβολιστών του 1920 (ιδίως στον κύκλο του περιοδικού Μούσα – Τ. Άγρας, Ν. Λαπαθιώτης, Μ. Μαλακάσης, Κλ. Παράσχος, Λ. Πορφύρας, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος) και, αφ’ ετέρου, σε ορισμένους πεζογράφους, όπως τον Ζ. Παπαντωνίου, τον Π. Καραβία, τον Αντ. Βουσβούνη, αλλά και τον Ν. Καββαδία.

Από αυτούς τους τελευταίους ο Πάνος Καραβίας ασχολήθηκε περισσότερο με το έργο του Κώστα Ουράνη, παραδίδοντάς μας και το εκτενές δοκίμιο με τον τίτλο «Ο Ουράνης, το πρόσωπο, το προσωπείο και η σκιά», ενώ εξέδωσε και κάποιες από τις επιστολές που του είχε αποστείλει ο ποιητής και πεζογράφος κατά τα έτη 1924-1932[8].

Ο βραβευμένος πεζογράφος και δοκιμιογράφος Πάνος Καραβίας ανατέμνει εμπνευσμένα το εκλεκτικά συγγενές, έως έναν βαθμό, έργο του Ουράνη, παραδεχόμενος, από την μια, ότι «δεν ήταν μείζων ποιητής»[9] αλλά υποστηρίζοντας, από την άλλη, ότι «μας χάρισε μερικά εξαιρετικά ποιήματα». Ως «κυριότερα χαραχτηριστικά της πολλαπλής ποιητικής προσωπικότητας αυτού του λυρικού των μεγάλων πόλεων» ο Καραβίας εντοπίζει πρώτα την πλήξη και την νοσταλγία, «σαν δεμένες μαζί, πλήξη για το παρόν, νοσταλγία για κάτι άλλο», με την πλήξη, επιπλέον, να «είναι ανησυχία, κι όχι απάθεια»[10] και, παράλληλα με αυτά και τον τρόμο τού θανάτου, ο μελετητής εντοπίζει επίσης, ως θεματικά χαρακτηριστικά του Ουράνη, «το πλήρες δόσιμο στον έρωτα και στη σαρκική ηδονή, τη δίψα της αποδημίας και της περιπέτειας, της περιπέτειας που περιέχει και τον έρωτα και την αποδημία», καθώς και «κάποιες έντονες εκδηλώσεις νεκροφιλίας ερωτικού χαρακτήρα». «Αυτά είναι τα αισθήματα που τραγούδησεν ο Ουράνης», γράφει ο Καραβίας, ζώντας «ολόκληρος, με το αίμα του και με τη σκέψη του», στην ευρωπαϊκή περίοδο του 1880-1890, αναπνέοντας «τον φαρμακωμένο αέρα των décadents» και σε αυτήν την ατμόσφαιρα σχηματίζοντας «την έκφραση και τη μορφή της ποίησής του, προσθέτοντας κάτι από την ουσία της «φυγής» τού Rimbaud και κάτι από τον αψύ πυρετό τού Maurice Barrès για έρωτα και για ωραία τοπία, για syllabes chantantes και terrasses parfumées. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα έμεινε, περισσότερο ή λιγότερο σ’ όλη τη ζωή του, αυτήν αγαπούσε κι αυτή ήταν το φιλολογικό κλίμα του[11]», παρόλο που όταν πρωτοπήγε να ζήσει στο Παρίσι, από το 1910 και ύστερα, «τα ζωντανά, νέα τότε, πνευματικά και καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής […] είχαν αρχίσει κιόλας να εκτοπίζουν τον ξεπερασμένο συμβολισμό, τους Décadents, και τον καλλιτεχνικό εμπρεσιονισμό».

Αν εμπιστευθούμε την ερμηνευτική κατάθεση του Πάνου Καραβία (ο οποίος, στο διεισδυτικό δοκίμιό του, φθάνει, περισσότερο ασυνείδητα παρά συνειδητά, πολύ κοντά στο να ερμηνεύσει την επιλογή τού ψευδώνυμου «Ουράνης» από τον Κώστα Νέαρχο ή Νιάρχο, βασιζόμενος στους στίχους εκείνους των Spleen: «τον ουρανό εγώ νοσταλγώ, που κάποτε είχα ζήσει,/ δίχως χαρές και συφορές κι ανθρώπους, πάντα Μόνος»[12]) ο Κώστας Ουράνης «δε βρήκε ποτέ τη λύτρωσή του στην τέχνη»[13], παρόλο που πάσχισε για μια τέτοια κατάκτηση σε όλη του την ζωή: «ήταν πολύ δυνατή στο υποσυνείδητό του, η έλξη της ηδονής και του νεκρού στοιχείου». Επιπλέον, σκληρές αμφιβολίες τον τυραννούσαν «για την εσωτερική αξία του έργου του. Δεν ήταν ποτές ευχαριστημένος, δεν ήταν ποτές βέβαιος για ό,τι έγραφε»[14]. Ωστόσο, ο Κώστας Ουράνης, όπως καταλήγει στο δοκίμιό του και ο Πάνος Καραβίας, «γινόταν άδικος απέναντι στον εαυτό του. Γιατί, πραγματικά, ο Ουράνης έφερε ένα σημαντικό νέο μήνυμα στην ελληνική ποίηση […] έναν καινούργιο αισθητικό τρόπο, σε μια εποχή που κυριαρχούσε ο στενόψυχος τοπικισμός και η συχνά φτηνή κι ανούσια ρητορία. Ο Ουράνης έδωσεν ελληνική λυρική μορφή στην ιμπρεσιονιστική απόχρωση και στις χαμηλές φωνές τού ελάσσονος τόνου», κι ακόμα έφερε «αυτήν την “αλαζονεία τού να μην είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι”, το ίδιο το ανικανοποίητο, που φανερώνει το αδιάκοπο κυνήγημα του ιδανικού, προνόμιο και τραγωδία της Τέχνης»[15].

Σημειώσεις



[1] Βλ. στο Η Μεσοπολεμική Πεζογραφία. Από τον Πρώτο ώς τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1939), Τόμος ΣΤ′, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα, 1993, σσ. 316-363/ για όσα παρατίθενται στην συνέχεια βλ. πιο συγκεκριμένα: σσ. 316-324.

[2] Βλ. στο Κώστα Στεργιόπουλου, Οι επιδράσεις στο έργο τού Καρυωτάκη, Εκδόσεις Σοκόλη, Δεύτερη έκδοση, Αθήνα, 2005, σσ. 108, 218-220. Βλ. ακόμα και στο Πάνου Καραβία, Οκτώ Μορφές. Σολωμός, Καβάφης, Ουράνης, Καρυωτάκης, Δραγούμης – Καζαντζάκης, Παράσχος, Θρύλος. Επίμετρο: 19 γράμματα του Κ. Ουράνη, Ίκαρος, 1979, σ. 236/ σημ. 3, για μία διαφορετική τοποθέτηση ως προς την «σχέση» των Καρυωτάκη και Ουράνη με τον θάνατο.

[3] Για όσα παρατίθενται εδώ βλ. στο άρθρο του Κώστα Στεργιόπουλου, «Κώστας Ουράνης. Ο ποιητής κι ο ταξιδιώτης», στο ένθετο Βιβλιοθήκη της εφημ. Ελευθεροτυπία, 1 Αυγούστου 2003, σσ. 12-15.

[4] Για τους διαφορετικούς τρόπους έκφρασης και τις πολλές μορφές που δοκίμασε ο Ουράνης βλ. και στο Οκτώ Μορφές, ό.π., σσ. 117-119, όπου ο Πάνος Καραβίας συνδέει αυτές τις δοκιμές με την αναζήτηση του Ιδανικού από τον ποιητή, δηλαδή του αδύνατου. Από διαφορετική οπτική γωνία αντιμετωπίζει την απουσία «αυστηρής μορφής» στην ποίηση του Κώστα Ουράνη ο Μίμης Μπεκύρος, θεωρώντας την «ασυμβίβαστη με τις απότομες μεταπτώσεις και διακυμάνσεις τής ποιητικής του εξάρσεως» – βλ. στο Πέτρου Χάρη (επιμ.), Βιογραφικά του Κώστα Ουράνη [Και μια αλληλογραφία για το “Sol y Sombra”], Ακαδημία Αθηνών – Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη [9], Αθήναι, 1979, σ. 27.

[5] Βλ. Βιβλιοθήκη, ό.π., σ. 13.

[6] Ό.π., σ. 15.

[7] Για όσα παρατίθενται εδώ βλ. στο λήμμα «Κώστας Ουράνης», υπογεγραμμένο από τον Αλέξη Ζήρα, στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα – Έργα – Ρεύματα – Όροι, Πατάκης, Αθήνα, 2007.

[8] Τόσο το δοκίμιο όσο και οι επιστολές, τα οποία είχαν αρχικά εκδοθεί από τον Δίφρο (1958), περιλαμβάνονται τώρα στην έκδοση Πάνου Καραβία, Οκτώ Μορφές. Σολωμός, Καβάφης, Ουράνης, Καρυωτάκης, Δραγούμης – Καζαντζάκης, Παράσχος, Θρύλος. Επίμετρο: 19 γράμματα του Κ. Ουράνη, Ίκαρος, 1979 – το δοκίμιο εκτείνεται στις σσ. 89-119 (και οι Σημειώσεις του στις σσ. 235-239) και οι επιστολές (ως «Επίμετρο») εκτείνονται στις σσ. 181-226 (και οι Σημειώσεις τους στις σσ. 241-245).

[9] Για όσα παρατίθενται εδώ βλ. Οκτώ Μορφές, ό.π., σσ. 98-102.

[10] Πρόκειται για μία φράση τής Marie Léneru, «Lennui est une inquiétude, et non pas une apathie», την οποία ο Καραβίας, κατά την ανάλυσή του (ό.π., σ. 99), αντλεί από μία επιστολή του Ουράνη (ό.π., σ. 196).

[11] Σε σημείωση εδώ ο Καραβίας αναφέρει και την επίδραση, κυρίως μετά το 1930, από την «καθαρή ποίηση» των Valéry και Eliot, όπως και ο Ζήρας τον οποίο παραθέσαμε νωρίτερα εδώ, προσθέτοντας, πάντως, το όνομα του «τελευταίου μεγάλου συμβολιστή, του Mallarmé» – βλ. Οκτώ Μορφές, ό.π., σ. 236/ σημ. 4.

[12] Ως προς τα ποιήματα του Ουράνη, παραπέμπω στην έκδοση Κώστας Ουράνης, Ποιήματα, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας” Ι. Δ. Κολλάρου & Σιασ Α. Ε., Αθήνα, 2009 (για το παρόν ποίημα βλ. εκεί σ. 30), έκδοση η οποία ακολουθεί πιστά την πρώτη, μεταθανάτια, συγκεντρωτική έκδοση των Ποιημάτων, την οποία είχε επιμεληθεί ο Άλκης Θρύλος (Βιβλιοπωλείον της “Εστίας” [1953]). Για κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με την μέθοδο της συγκεκριμένης παρουσίασης των Ποιημάτων τού Ουράνη από τον Άλκη Θρύλο βλ. Κώστας Στεργιόπουλος, «Κώστας Ουράνης. Ο ποιητής κι ο ταξιδιώτης», Βιβλιοθήκη, ό.π., σ. 12.

[13] Για όσα παρατίθενται εδώ βλ. Οκτώ Μορφές, ό.π., σσ. 116-117.

[14] Βλ. σχετικά και στο Πέτρου Χάρη (επιμ.), Βιογραφικά του Κώστα Ουράνη, ό.π., σσ. 9-10, 31, 41, 45, 55, στα κείμενα εκεί τού φίλου τού Ουράνη Μίμη Μπεκύρου, καθώς και στις επιστολές που απευθύνονταν από τον Κώστα Ουράνη στον Πέτρο Χάρη.

[15] Βλ. Οκτώ Μορφές, ό.π., σσ. 118-119/ η φράση εντός των εισαγωγικών ανήκει στον P. Valéry.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.