fbpx
«Οι “Ωραίες άπιστες”; Σκέψεις για τη μετάφραση» των Βασιλικής Τσίγκανου – Ξανθίππης Τσελέντη

«Οι “Ωραίες άπιστες”; Σκέψεις για τη μετάφραση» των Βασιλικής Τσίγκανου – Ξανθίππης Τσελέντη

Βαβέλ; Σύγχυση; Επικοινωνία; Πώς; Πού; Σε ποιο βαθμό; Πομπός, δέκτης, μήνυμα; Μεσολαβητής, ερμηνευτής, μεταφραστής-δημιουργός; Κατά λέξη μετάφραση; Κατά γράμμα εκδοχή; Πιστή απόδοση; Ή ελεύθερη, προϊόν δημιουργικού πνεύματος; Εφικτή ή ανέφικτη; Κείμενο-στόχος ή κείμενο-πηγή;[1]

Οι λέξεις προδίδουν δύναμη, άρρηκτα συνδεδεμένες γενετικά και λειτουργικά με την ανθρώπινη δραστηριότητα, περιγράφουν τον κόσμο, εκφράζουν συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς, εγκολπώνονται την εμπειρία, επιχειρούν να αναπαραγάγουν μια όψη της πραγματικότητας, να κατανοήσουν την αλήθεια. Κάθε κουλτούρα έχει το δικό της όχημα, το δικό της διακριτό βάρος, τις δικές της λέξεις, προϊόντα συνάντησης του Ιδίου με τον Άλλον, που αντανακλούν τη δημιουργική σχέση του ανθρώπου με τη ζωή και διαμορφώνουν πολιτισμό.

Σε αυτήν ακριβώς τη σφαίρα των οικουμενικών δραστηριοτήτων της ανθρώπινης κοινωνίας εγγράφεται η μετάφραση, αναδεικνυόμενη ως άκρως αναγκαία σε όλες τις εποχές, σε όλα τα στάδια εξέλιξης ως καθοριστικό στοιχείο συνδιαλλαγής ανάμεσα σε κοινότητες που μιλούν διαφορετικές γλώσσες, που αναπτύσσουν και διατηρούν σχέσεις αλληλεπίδρασης σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, τυχαίες ή διαρκείς.

Αν η μετάφραση έπαιζε πάντοτε πρωτεύοντα ρόλο στην ανάπτυξη της επικοινωνίας, αν ο μετερχόμενος αυτή την τέχνη συνιστούσε έναν από τους κύριους συντελεστές του πολιτισμού μας, αναλαμβάνοντας σημαίνοντα διαπολιτισμικό ρόλο, αν η μεταφραστική διεργασία στο πέρασμα των αιώνων έχει διαγράψει μια δυναμική πορεία, η μετάφραση καθεαυτήν άρχισε να μελετάται διεξοδικότερα ως φαινόμενο το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Οπότε και συστηματοποιούνται βαθμιαία διακριτές προσεγγίσεις συγκροτώντας έναν σχετικά αυτοτελή κλάδο, τη μεταφρασεολογία, όπου συναντώνται γόνιμα διεπιστημονικές μαθήσεις που άπτονται της γλωσσολογίας, της λογοτεχνικής θεωρίας, της εθνολογίας, της σημειολογίας, της θεωρίας της επικοινωνίας, της κοινωνιολογίας, της φιλοσοφίας, με απώτερο στόχο μια πιο ευρεία αντιμετώπιση του μεταφράζειν.

Η κυρίαρχη επιχειρηματολογία, βασισμένη σε παρατηρήσεις των ειδικών, μεταφρασεολόγων και μεταφραστών, αποδεικνύεται μάλλον αντιφατική και συχνά μεταβαλλόμενη, έχοντας να αντιμετωπίσει τη διαλεκτική σχέση του κειμένου-πηγή με το κείμενο-στόχο. Η μετάφραση εκλαμβάνεται είτε ως μια αυστηρή μεταγραφική εκδοχή, είτε αντίθετα ως «ελεύθερη» απόδοση· άλλως ως το απολύτως πιστό παράγωγο που δεν ξεφεύγει διόλου από το «γράμμα» του αρχικού κειμένου, με τίμημα ενδεχομένως την απώλεια της ομορφιάς του, ή ως αυτοτελές προϊόν ενός τολμηρού και δημιουργικού πνεύματος. Επομένως δημιουργούνται γύρω από αυτό το κυρίαρχο αντινομικό ζεύγμα δυο θεωρητικές τάσεις, οι πηγοκεντρικοί,[2] υπέρμαχοι μιας άκαμπτης αντιστοιχίας ως προς το πρωτότυπο, και οι στοχοκεντρικοί, που αναζητούν στο κείμενο-στόχο το επαρκέστερο «δυναμικό» ισοδύναμο.

 Διότι κάθε γλωσσικό σύστημα περικλείει τη δική του ανάλυση του κόσμου.

Πώς μπορεί άραγε να παραχθεί στη γλώσσα του παράγωγου ένα ισοδύναμο, το πλησιέστερο ικανό φυσικό ισοδύναμο της γλώσσας του πρωτοτύπου, σύμφωνα με τον Γιουτζίν Νιντά;[3] Είναι εφικτό; Πώς μεταπλάθεται; Tι διακυβεύεται και με ποιον τρόπο; Πώς συντελείται και πώς εδραιώνεται η τέχνη της μετάφρασης, καταρρίπτοντας τα περί ανυπέρβλητων εμποδίων στα οποία προσκρούει το λειτουργικό πέρασμα από τη μια γλώσσα στην άλλη;

Προφανώς το μετάφρασμα δεν είναι το πρωτότυπο. Αυτονομείται, αλλά δεν είναι εντελώς ένα «άλλο». Μεταφέρει στο κείμενο προορισμού ό,τι διατυπώνει ο συγγραφέας, διότι αυτό ακριβώς θέλει να εκφράσει. Ωστόσο, δεν μεταφέρει μόνο σκέψεις, μόνο συναίσθημα· δεν μεταφέρει μόνο αίσθηση, εικόνα, ήχο.

Πώς μπορούμε να αποσπάσουμε τον λόγο του συγγραφέα από τη γλώσσα εκκίνησης; Προφανώς, η άρρηκτη σύνδεση της γλώσσας με ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό όλο καθιστά αναγκαία την προοπτική ενός εξωγλωσσικού παράγοντα, αναδεικνύοντας την καθοριστική σημασία της ανθρωπολογικής συνιστώσας. Μια έκφραση, μια φράση ή μια λέξη από την πηγή στον στόχο αποδίδουν την ίδια σημασία μόνο όταν λειτουργούν στο ίδιο πλαίσιο, μόνο όταν υπάρχει βαθιά γνώση της κουλτούρας μιας κοινωνίας.

Η μετάφραση στηρίζεται στην ταυτότητα του συγκειμένου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διαψεύδεται η διαδεδομένη αντίληψη ότι η γλώσσα συνιστά έναν κατάλογο λέξεων και συνεπώς οι γλωσσικές διαφορές περιορίζονται σε διαφορές ονομασίας. Γιατί και μέχρι ποιο βαθμό οι διαφορετικές γλώσσες επικοινωνούν μεταξύ τους;

Διότι κάθε γλωσσικό σύστημα περικλείει τη δική του ανάλυση του κόσμου. Ο κόσμος δεν γίνεται αντιληπτός μόνο μέσα από τη γλώσσα, η οποία δημιουργεί αναμφίβολα μια εικόνα της πραγματικότητας. Δεν αποτελεί ακριβή αντιγραφή της και επομένως τα γλωσσικά στοιχεία δεν εμφανίζονται με τον ίδιο τρόπο. Για παράδειγμα, η σημασιολογική ανάλυση της λέξης «σκύλος» είναι διαφορετική στους Εσκιμώους, φέρνοντας στον νου ένα ζώο μεταφοράς, από εκείνη στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, όπου υποδηλώνει κατοικίδιο ζώο. Διότι υπάρχουν οικουμενικά χαρακτηριστικά, κοσμογονικά, οικολογικά, βιολογικά. Ακόμη κι αν τα δεδομένα είναι διαφορετικά –το «χιόνι» στους Aζτέκους παραπέμπει στον πάγο με άλλη ονομασία–, η σημασία παραμένει η ίδια, καθώς το πλαίσιο αναφοράς στον εξωτερικό κόσμο είναι το ίδιο· αξιωματικά δεδομένα απαντώνται σε όλες τις γλώσσες ή σε όλες τις κουλτούρες που εκφράζονται διά μέσου αυτών, παρά τα ανομοιογενή στοιχεία των διαφορετικών γλωσσικών συστημάτων από όπου εκπηγάζουν προσλήψεις, μέθοδοι και διεργασίες, οι οποίες αναπτύσσονται χάρη στο εγγενές γνώρισμα του ανθρώπου να αναπαριστά συμβολικά και να μετατρέπει από ένα σύστημα συμβόλων σε ένα άλλο.

Είναι όμως δυνατόν όλα τα σημασιολογικά, γλωσσικά και πολιτισμικά κεκτημένα να προσαρμοστούν στο παράγωγο κείμενο; Η γλωσσολογική παρατήρηση καταδεικνύει πρωτίστως ότι δεν πρέπει να θεωρηθεί αδύνατη η επιζητούμενη ισοδυναμία, όταν δυσκολευόμαστε να αποδώσουμε μια κατάσταση, επειδή η συγκεκριμένη γραμματική ή συντακτική δομή δεν υπάρχει στην παράγωγη γλώσσα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το λεγόμενο «εξακολουθητικό ποιόν ενέργειας», το οποίο εκφράζει μια πράξη που διαρκεί, που εξελίσσεται, σε αντίθεση με τη σύντομη, τη στιγμιαία ή την τετελεσμένη πράξη· εφόσον στα γαλλικά δεν υφίσταται ως γραμματικός τύπος, όπως στα αγγλικά –I shall be sleeping– τον υποκαθιστούν το γερούνδιο –Je marchais tout en refléchissant– ή ο εξακολουθητικός ρηματικός τύπος –je suis en train de– ακολουθούμενος από απαρέμφατο, αποδίδοντας το ίδιο νόημα.

Ασφαλώς, ενσωματώνοντας τις όποιες πολιτισμικές αποχρώσεις, το μεταφρασμένο κείμενο αποτελεί σε σχέση με το πρωτότυπο μια από τις εναλλασσόμενες ενσαρκώσεις του. Η έννοια της πιστότητας ως προς το αρχικό κείμενο προδίδει αμφισημία. Αυτό που αλλάζει στις προβαλλόμενες παραδοχές ή τις υιοθετούμενες επιλογές είναι ο ορίζοντας του μεταφραστή, «αυτό το σύνολο των γλωσσικών, λογοτεχνικών, πολιτισμικών και ιστορικών παραμέτρων που καθορίζουν το αισθάνομαι, το ενεργώ και το σκέφτομαι ενός μεταφραστή»[4].

Εφόσον η γλώσσα μας καθρεφτίζει την κοινωνία, ο μεταφραστικός λόγος δεν μπορεί να παραβλέψει τη δυναμική αυτή σχέση, αναζητώντας αισθητικές σκοπιμότητες ανάμεσα σε διάφορα επίπεδα έκφρασης και περιεχομένου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η λατρεία της λεγόμενης «κόσμιας μετάφρασης», απόλυτα πιστής στους κανόνες της ευπρέπειας μιας δεδομένης κοινωνικής οργάνωσης που επιβίωσε στη Γαλλία μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Τα μεταφρασμένα στα γαλλικά εκείνη την εποχή ομηρικά έπη παρουσιάζουν σημαντικές εκπτώσεις λόγω κομφορμισμού, κοινωνικών περιορισμών και αντιλήψεων. Παραποιούνται τα αποσπάσματα που αναφέρονται στον σαρκικό έρωτα, με πολλές αλλοιώσεις και κυρίως αποφυγή απόδοσης ομοφυλοφιλικών σκηνών· η μετάφραση γίνεται υπαίτια άπιστη!

Κωδικοποιούνται επομένως κατά κάποιον τρόπο τα ταμπού, όπου ο μεταφραστής καταθέτει το ιδεολογικό του εγώ. Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι αν δοθεί ένα κείμενο σε διαφορετικούς μεταφραστές, ο καθένας θα «φέρει» τον εαυτό του, τις προκαταλήψεις του, τις ιδεοληπτικές του προσλήψεις, το πνεύμα της εποχής του. Ο μεταφραστής δεν είναι ένας άχρωμος διαμεσολαβητής.

Εφόσον η γλώσσα μας καθρεφτίζει την κοινωνία, ο μεταφραστικός λόγος δεν μπορεί να παραβλέψει τη δυναμική αυτή σχέση, αναζητώντας αισθητικές σκοπιμότητες ανάμεσα σε διάφορα επίπεδα έκφρασης και περιεχομένου.

Αποδεχόμενοι ως πρώτιστο μέλημά του την ανάκτηση του μεγαλύτερου μέρους του πρωτοτύπου κειμένου, το εγχείρημά του κρίνεται όχι μόνο ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς το ύφος του συγγραφέα, που συνιστά το βασικό διακύβευμα, κυρίως στον χώρο της λογοτεχνικής μετάφρασης.

Διαφορετικές εκδοχές-αναμεταφράσεις[5] μιας φράσης από το μυθιστόρημα Ο ξένος[6] του Αλμπέρ Καμί θα μας επιτρέψουν να διακρίνουμε αν η ισοδυναμία είναι απόλυτη σε επίπεδο περιεχομένου και αν έχει επιτευχθεί ή υπολείπεται σε επίπεδο ύφους: «La mer a charrié un souffle épais et ardent». Η αποστασιοποιημένη, ουδέτερη συναισθηματικά ματιά του συγγραφέα μέσα από τον επιτηδευμένα επίπεδο, λιτό, ευθύ λόγο, με κοφτερές μικρές προτάσεις στέκεται απέναντι στα γεγονότα καταγράφοντάς τα, μάλλον με αδιαφορία, αλλά με ένταση, αποτυπώνοντας τον τραχύ αισθησιασμό του μεσογειακού τοπίου. Ποια εκδοχή απ’ όλες είναι η πιο πιστή; «Η θάλασσα έστειλε μια βαριά πυρωμένη αναπνοή», «Η θάλασσα κουβάλησε μια πηχτή και φλογισμένη ανασαιμιά», «Η θάλασσα ξέρασε μια βαριά πνοή και διάπυρη», «Η θάλασσα ανάδωσε μια πηχτή και φλογερή πνοή». Ποια χαρακτηριστικά του ύφους ανασυντίθενται στο ελληνικό παράγωγο; Σημειολογικά επιτυγχάνεται ανάλογο του πρωτοτύπου αποτέλεσμα; Μήπως η επιλογή των συγκεκριμένων επιθέτων δείχνει τελικά κάτι διαφορετικό; Ενδεχομένως η ακόλουθη απόδοση, «Η θάλασσα ξέβρασε μια βαριά και καυτή ανάσα», να ανταποκρίνεται ορθότερα στο πνεύμα-ύφος του συγγραφέα.

Όπως η γλώσσα του συγγραφέα γερνά και ανανεώνεται, όπως οι διαφοροποιήσεις συνεχίζονται αμείωτα στον χρόνο, έτσι και η γλώσσα του μεταφράσματος γεννά την ανάγκη αναμεταφράσεων που αντιστοιχούν σε διαφορετικές προσεγγίσεις, αποκαθιστώντας ενδεχομένως την ακεραιότητα ενός κειμένου. Η γλώσσα της μετάφρασης διασφαλίζει την επιβίωσή της και εκείνη του πρωτοτύπου, όταν το αφυπνίζει και το ενεργοποιεί, ματαιώνοντας την έννοια του οριστικού κειμένου.

Η μετάφραση ως διαρκής διαδικασία φανερώνει την ανάγκη επεξεργασίας και επανεκτίμησης. Ένα παιχνίδι λήψης αποφάσεων, απωλειών και ανταμοιβής, σε ένα σύνολο «εύθραυστων ισορροπιών»[7], τις οποίες ο μεταφραστής-δημιουργός καλείται να διαχειριστεί επιλέγοντας μεταξύ ενός ορισμένου αριθμού εναλλακτικών. Αυτός καθορίζει τα περιθώρια απιστίας και επομένως σε αυτόν επαφίεται η αθόρυβη συνάντηση και συνδημιουργία με τον συγγραφέα, όπου «υπάρχει» και ταυτόχρονα όμως ξέρει «να μη φαίνεται»!

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Δάνειος ο τίτλος του άρθρου από το δοκίμιο για τη μετάφραση του πατέρα της γαλλικής μεταφρασεολογίας, Ζορζ Μουνέν (1910-1993), Les belles infidѐles.
[2] Μεταφορά των γαλλικών όρων sourciers, ciblistes.
[3] Eugene A. Nida (1914-2011), Αμερικανός γλωσσολόγος, ένας από τους θεμελιωτές της σύγχρονης μεταφρασεολογίας.
[4] Antoine Berman (1942-1991), Γάλλος γλωσσολόγος.
[5] Σχετικά πρόσφατη στο πεδίο της μεταφρασεολογίας έννοια· υποδηλώνει μια νέα μετάφραση ενός ήδη μεταφρασμένου κειμένου και αφορά τη λογοτεχνία, τις ανθρωπιστικές επιστήμες, τη φιλοσοφία, την ψυχανάλυση.
[6] Για το έργο αυτό έχουν γίνει 15 αναμεταφράσεις.
[7] Ζ. Μουνέν, ό.π.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
– Georges Mounin, Les problѐmes théoriques de la traduction, Gallimard, Παρίσι, 1963 (ελλ. έκδ.: Τα θεωρητικά προβλήματα της μετάφρασης, μτφρ. Γιάννα Παπασπυρίδου, Π. Τραυλός, Αθήνα, 2002)
– Georges Mounin, Les belles infidèles, Presses Universitaire de Lille, 1994 (ελλ. έκδ.: Οι ωραίες άπιστες, συλλογική μτφρ., Μεταίχμιο, 2003)
– Pierre Bourdieu, Ce que parler veut dire, L’économie des échanges linguistiques, Paris, Fayard, 1982
– J.-R. Ladmiral, Traduire: theorèmes pour la traduction, pbp, Payot, Paris, 1979
– André Martinet, Eléments de linguistique générale, Armand Colin, Paris, 1970
– George Steiner, Μετά τη Βαβέλ, μτφρ. Γρηγόρης Κονδύλης, εκδ. Scripta, 2004
– Μαρία Παπαδήμα, Τα πολλαπλά κάτοπτρα της μετάφρασης, εκδ. Νεφέλη, 2012

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΑΡΘΡΑ
«Θέματα και προβαλλόμενες αξίες στο έργο της Φωτεινής Φραγκούλη» της Αναστασίας Ν. Μαργέτη

Η Φωτεινή Φραγκούλη (1958-2018) ήταν πολυβραβευμένη συγγραφέας και εκπαιδευτικός. Αγαπούσε τα παραμύθια και τα παιδιά, «τα Πλατανόπαιδα», όπως τα αποκαλούσε. Στα βιβλία της, αυτές οι δύο αγάπες...

ΑΡΘΡΑ
«Χριστούγεννα με τον λόγο του Παπαδιαμάντη» της Χρυσούλας Πατεράκη

Τα Χριστούγεννα ήταν πάντα από τα αγαπημένα θέματα των Ελλήνων λογοτεχνών κι εκείνος που αναμφισβήτητα τα ύμνησε περισσότερο απ’ όλους ήταν ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων», ο Αλέξανδρος...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.