fbpx
ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ ΠΛΗΡΗ ΦΩΝΩΝ

ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ ΠΛΗΡΗ ΦΩΝΩΝ

της Ανθούλας Δανιήλ

Εμείς ακούμε αυτό που θέλουμε

(Οδυσσέας Ελύτης)

Τα αρχαία θέατρα στην Ελλάδα ανοίγουν σαν αγκαλιά κάθε καλοκαίρι για να καλωσορίσουν Έλληνες και ξένους επισκέπτες που θέλουν να επικοινωνήσουν με τον αρχαίο λόγο. Κοχύλια, λόγω σχήματος, τα λέει ο Σεφέρης, άδεια και όχι άδεια. Γιατί στην ορχήστρα η εστία κάτω από τον ήλιο καίει και στις μαρμάρινες κερκίδες διακτινίζει ζεστή τη φωνή του αρχαίου ποιητή. Μια τέτοια εμπειρία μάς περιγράφει ο ποιητής της Ρωμιοσύνης, Γιάννης Ρίτσος, μια παρεμφερή ο Γιώργος Σεφέρης και μια τρίτη ο Κώστας Καρυωτάκης.

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ

 

Όταν, κατά το μεσημέρι, βρέθηκε στο κέντρο του αρχαίου θεάτρου,

νέος Έλληνας αυτός, ανύποπτος, ωστόσο ωραίος όπως εκείνοι,

έβαλε μια κραυγή (όχι θαυμασμού· το θαυμασμό

δεν τον ένιωσε διόλου, κι αν τον ένιωθε

σίγουρα δε θα τον εκδήλωνε), μια απλή κραυγή

ίσως απ' την αδάμαστη χαρά της νεότητάς του

ή για να δοκιμάσει την ηχητική του χώρου. Απέναντι,

πάνω απ' τα κάθετα βουνά, η ηχώ αποκρίθηκε –

η ελληνική ηχώ που δε μιμείται ούτε επαναλαμβάνει

μα συνεχίζει απλώς σ' ένα ύψος απροσμέτρητο

την αιώνια ιαχή του διθυράμβου.

Βλέπετε, το αρχαίο θέατρο λειτουργεί ως σημείο αναφοράς της συνέχειας της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς και της σύνδεσής της με τη σύγχρονη Ελλάδα. Στο συγκεκριμένο ποίημα η σκηνή είναι ρομαντική που όμως λαμβάνει χώρα το μεσημέρι και όχι τη νύχτα με φεγγάρι, αλλά με τον ήλιο, σαν φυσικό προβολέα, μέσα στο θέατρο, αλλά και καθρέφτη αιωνιότητας. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο Ρίτσος δούλεψε ως ηθοποιός και ότι έγραψε ποιητικά κείμενα κατάλληλα να παρασταθούν θεατρικά. Το σκηνικό του «έργου» του λοιπόν είναι έτοιμο, δοσμένο· είναι το αρχαίο θέατρο και του το παρέχει το φυσικό περιβάλλον. Ο ηθοποιός είναι κι αυτός εκεί· ο «νέος Έλληνας», ο «ανύποπτος»… «ωστόσο. ωραίος, όπως εκείνοι», οι αρχαίοι, έτσι όπως μας τους έχει παραδώσει η αρχαία γλυπτική. Και ο Ρίτσος δίνει μεγάλη σημασία στην ομορφιά, σαν να επιδιώκει να δει τα αγάλματα να ζωντανεύουν σε σύγχρονα σώματα.

Ο Νεοέλληνας επισκέπτης του χώρου έχει την αίσθησηπως ο αρχαίος κόσμος και ο νέος είναι ενιαίος και το αρχαίο θέατρο είναι ο καλύτερος τόπος για να επιβεβαιωθεί κάτι τέτοιο, αφού εκεί μέσα παίχτηκε το δράμα και εξακολουθεί να παίζεται, ακούστηκε η φωνή των ποιητών και εξακολουθεί να ακούγεται, με αφορμή κάθε σύγχρονη παράσταση σαν επανάληψη της αρχαίας.

Με την είσοδό του στο θέατρο ο ποιητής μάς δίνει το χώροκαι το χρόνο και

τον αφηγητή εαυτό του, ο οποίος είναι και θεατής του δρώμενου που θα εξελιχθεί μπροστά του. Υπόθεση του έργου είναι η «κραυγή» και η απροσδόκητη έκπληξη που έρχεται από απέναντι, από τα βουνά, η ηχώ της:

η ηχώ αποκρίθηκε –

η ελληνική ηχώ που δε μιμείται ούτε επαναλαμβάνει

Η επιμελημένη στίξη του ποιήματος είναι εκεί για να καθοδηγήσει την «κραυγή» και την ηχώ της, να ρυθμίσει την αναπνοή μας, να γίνει οδηγός, ξεναγός και διερμηνευτής του ακούσματός μας.

Έχει σημασία αυτή η παρατήρηση γιατί η κραυγή ήρθε από τα βουνά σαν «ιαχή του διθυράμβου» που διέσχισε τους αιώνες, για να «ανταποκριθεί» στο κάλεσμα και να δώσει το «παρών» στη νέα Ελλάδα. Μ’ αυτό τον τρόπο οι δυο Ελλάδες, καταργώντας την απόσταση, γίνονται μία και συνεχής. Έχει σημασία ότι τα δρώμενα του ποιήματος συμβαίνουν «κατά το μεσημέρι», όταν δηλαδή ο ήλιος, το σύμβολο της αιωνιότητας, μεσουρανεί, πάνω από την Ελλάδα, οπότε τίποτε δεν είναι παρελθόν και τα πάντα είναι παρόν.

Τουριστικό αξιοάκουσμα (κατά το αξιοθέατο) στον συγκεκριμένο χώρο είναι η ακουστική. Δεδομένη και αναμενόμενη σε κάθε πειραματισμό. Η έκπληξη όμως είναι ότι η «κραυγή» έχει απάντηση· έρχεται από τα γύρω βουνά και είναι (σαν να είναι) η ηχώ του αρχαίου διθυράμβου. Ο ποιητής επιμένει πως δεν είναι η αντήχηση της φωνής του «ανύποπτου» νέου, αλλά η κραυγή του αρχαίου που απάντησε. Αυτή η φαινομενικά αναίτια κραυγή αποκαλύπτει τη βαθύτερη αιτία της. Είναι ο αρχαίος πρόγονος πάντοτε σε εγρήγορση που αμέσως ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα. Έτσι το εξέλαβε ο ποιητής.

Και βέβαια πρέπει να σχολιάσουμε και εκείνη την παρένθεση στο πρώτο μέρος του ποιήματος, εφόσον τίποτα στο ποίημα δεν είναι τυχαίο, και περιμένουμε τον ποιητή να κάνει τις απαραίτητες διευκρινίσεις και αυτές με τη σειρά τους να προετοιμάσουν την αποδοχή της εξέλιξης.

Η παρένθεση λοιπόν έχει τη σημασία της για τους εξής λόγους: α) ο ποιητής διευκρινίζει ότι δεν πρόκειται για κραυγή θαυμασμού. β) η περαιτέρω διευκρίνιση: «το θαυμασμό δεν τον ένιωσε διόλου» ο σύγχρονος νέος, πράγμα που δείχνει ίσως την εξοικείωση του νέου Έλληνα με τα αρχαία μνημεία, ώστε να μην του κάνουν εντύπωση ή απλώς την αδιαφορία, ή πάλι την αδυναμία να συνειδητοποιήσει πού πραγματικά βρίσκεται. γ) το δεύτερο σκέλος της διευκρίνισης, «κι αν τον ένιωθε σίγουρα δε θα τον εκδήλωνε», αφορά τον έλεγχο του αυθορμητισμού, ή την ορθολογιστική αντιμετώπιση του θέματος, πράγμα που συγγενεύει με τη β’ άποψη. Και η παρένθεση κλείνει αφήνοντας την απόλυτη απομυθοποίηση να κυριαρχεί: δ) ο νέος κραύγασε έτσι, για να εκφράσει τη νιότη του ή για να δοκιμάσει την ακουστική του χώρου (όπως οι τουρίστες που ενδιαφέρονται μόνο να φωτογραφηθούν). Μ’ αυτές τις διευκρινίσεις ο ποιητής καθαρίζει το τοπίο έτσι ώστε να αποκλειστούν όλες οι πιθανές αιτίες και να μείνει μόνο μία: η ιαχή του διθυράμβου. Αυτήν ακούει στο αρχαίο θέατρο ο ποιητής, όπως κάθε ποιητής, κάθε καλλιτέχνης, κάθε προσκυνητής, με κρυφή ελπίδα και αυταπάτη ίσως ότι επικοινωνεί με τους προγόνους του και γίνεται συνέχεια της δικής τους ουσίας.

Ανάλογη είναι και η εμπειρία του Γιώργου Σεφέρη στο ποίημα «Μνήμη, Β’, Έφεσος», από όπου και οι στίχοι:

Μιλούσε καθισμένος σ’ ένα μάρμαρο

που έμοιαζε απομεινάρι αρχαίου πυλώνα·

απέραντος δεξιά κι άδειος ο κάμπος

ζερβά κατέβαιναν απ’ το βουνό τ’ απόσκια

θυμάμαι ακόμη·

ταξίδευε σ’ άκρες ιωνικές, σ’ άδεια κοχύλια θεάτρων

όπου μονάχα η σαύρα σέρνεται στη στεγνή πέτρα,

κι εγώ τον ρώτησα: «Κάποτε θα ξαναγεμίσουν;»

Και μ’ αποκρίθηκε: «Μπορεί, την ώρα του θανάτου».

Κι έτρεξε στην ορχήστρα ουρλιάζοντας:

«Αφήστε με ν’ ακούσω τον αδελφό μου!»

Κι ήταν σκληρή η σιγή τριγύρω μας

κι αχάραγη στο γυαλί του γαλάζιου.

Κι εδώ η απόλυτη σιγή. Το τοπίο και πάλι άδειο, σαν το τοπίο που περιγράφει ο Ρίτσος, όπως και κάθε ανάλογο. Κι επειδή πρόκειται για αρχαίο μνημείο, εκτός από τουρίστες, δεν κυκλοφορούν άλλοι επισκέπτες, παρά σπανίως.

Ο άνθρωπος ο καθισμένος στο απομεινάρι του αρχαίου πυλώνα, μας θυμίζει και τον Σικελιανό σε ανάλογη στάση στην «Ιερά οδό». Έπειτα τα ταξίδια του που γίνονται σε τέτοια θέατρα, του Σικελιανού ή του Σεφέρη. Στο ποίημα δίνεται έμφαση στον «απέραντο» και «άδειο κάμπο», στο βουνό. Πιο κάτω η στέγνια, και η σαύρα σαν φυσικό επακόλουθο της στέγνιας. Ο διάλογος σχετικά με το αν θα ξαναγεμίσουν (τα θέατρα) αποκαλύπτει την πίστη στη μεταφυσική ελπίδα (την ώρα του θανάτου). Συνταρακτική τέλος είναι η στιγμή του ουρλιαχτού: «Αφήστε με ν’ ακούσω τον αδελφό μου!», ενώ δεν υπάρχει ζώσα ψυχή γύρω. Έτσι ο ποιητής μάς υποβάλλει ένα αίσθημα συναισθηματικής, υποκειμενικής επικοινωνίας. Μιλάει για πράγματα που εκείνος βλέπει κι ας μην τα βλέπουν οι άλλοι, όπως ο Ρίτσος ακούει αυτό που θέλει να ακούσει, την ηχώ σαν ιαχή διθυράμβου.

Για το ποίημα αυτό ο Νάσος Βαγενάς λέει ότι είναι αφιέρωμα του Σεφέρη στον Άγγελο Σικελιανό (Ο ποιητής κι ο χορευτής, σελ. 244).

Και μια ακόμα ανάλογη εμπειρία από τον Κώστα Καρυωτάκη:

ΔΕΛΦΙΚΗ ΕΟΡΤΗ

Στους Δελφούς εμετρήθηκε το πνεύμα δυο Ελλάδων.

Ο Αισχύλος πάλι εξύπνησε την ηχώ των Φαιδριάδων.

Lorgnons, Kodak, operateurs, στου Προμηθέα τον πόνο

έδωσαν ιδιαίτερο, γραφικότατο τόνο.

Ένας λυγμός εκίνησε τ’ απίθανα αυτά πλήθη.

Κι όταν, χωρίς να πέση η αυλαία, η ομήγυρις διελύθη,

τίποτε δεν ετάρασσε την ιερή εκεί πέρα

σιγή. Κάποιος γυπαετός έσχισε τον αιθέρα...

Ο Καρυωτάκης, λοιπόν, από τον οποίο πολλά στοιχεία αντλεί και ο Ρίτσος και ο Σεφέρης, διαπιστώνει την αδυναμία των επισκεπτών να επικοινωνήσουν με τον αρχαίο λόγο, «τ’ απίθανα αυτά πλήθη» όλων αυτών που έτρεξαν για το τουριστικό γεγονός. Ακούστηκε η φωνή του Αισχύλου και ανταποκρίθηκε η ηχώ των Φαιδριάδων. Κι έπειτα πάλι σιγή. Ενδιαφέρον έχει η φράση «χωρίς να πέση η αυλαία», γιατί δεν υπάρχει στο αρχαίο θέατρο αυλαία κι έτσι μοιάζει σαν να μην έχει τελειώσει το αρχαίο δράμα, σαν να συνεχίζεται και στην τωρινή ζωή μας και δείγμα αυτής της συνέχειας είναι ο γυπαετός του Δία που «έσχισε τον αιθέρα», αλλά με διαλυμένη την ομήγυρη μόνο ο ποιητής τον βλέπει.

Γιατί οι ποιητές συνηθίζουν να δίνουν σημασία σε τυχαία περιστατικά και σε πείσμα όλων των άλλων που τα προσπερνούν, να τα θεωρούν μηνύματα από μακριά.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.