Γλυκερία Μπασδέκη
Για να ζήσουν τη ζωή τους η Νανά και η Νούλα, για να μπορέσουν να υπάρξουν μέσα στις Κόρες και να μιλάω γι’ αυτές, έπρεπε να νιώσω την ασφυξία τους. Ήταν η ίδια ασφυξία που έκοβε την αναπνοή μου όταν έβλεπα κάτι αρχαίες γούνες της δικής μου Μητέρας, κρεμασμένες και αφόρετες, να περιμένουν τις επίσημες εκδηλώσεις που δεν έλαβαν χώρα ποτέ. Ήταν αυτός ο ίδιος κόμπος για τα σατέν και τις ποπλίνες που μαράζωναν στην αναμονή, για τα κορίτσια και τα αγόρια και τις πόλεις που τους στάθηκε ο ιερός βράχος της Ακροπόλεως στον λαιμό. Ήταν αυτή η έλλειψη οξυγόνου κι ο θυμός και οι τύψεις για το φοβερό βήμα προς την ελευθερία, που θέλεις αλλά αδυνατείς να κάνεις. Είναι πολλά. Ήταν πολλά αυτά που έπρεπε να νιώσω για να ζήσουν η Νανά και η Νούλα, οι εγκλωβισμένες στην ιστορία τους αδελφές μου.
Η Μητέρα-Αθήνα στις Κόρες υπάρχει και δεν υπάρχει. Είναι άγαλμα, μνημείο, τύμβος – ίσως και τίποτε. Τα δυο κορίτσια μιλούν γι’ αυτήν, απευθύνονται σ’ αυτήν, αλλά η Μητέρα μπουχός. Η μόνη τους δυνατότητα είναι να την παίζουν – όλο το έργο ακουμπάει στη φράση: Παίζουμε «Μητέρα»; H Νανά, που είναι και η Νούλα, και η Νούλα, που είναι κι η Νανά, παίζουν συνέχεια το παιχνίδι «Μητέρα». Εναλλάσσουν ρόλους, προσπαθώντας να πετύχουν τον έσχατο διάλογο, να εκβιάσουν με κάθε δυνατό τρόπο την παρουσία μιας μαμάς που περισσότερο νομίζουν ότι θυμούνται παρά θυμούνται πραγματικά.
Ξεκίνησα λοιπόν να γράφω «ένα έργο για την Αθήνα» και κατέληξα να γράφω ένα έργο για την ορφάνια όλων αυτών των παιδιών που η μαμά τους δεν εννοεί να πεθάνει.
Σαν τις μακρινές ξαδέλφες τους, τη Σολάνζ και την Κλερ στις Δούλες του Ζενέ, η Νανά και η Νούλα μισούν και λατρεύουν την παρούσα-απούσα Μητέρα. Φορούν τους Τσούχλους και τους Λαλαούνηδες, τρώνε απ’ τις Τσίτουρας κολέξιον, απαγγέλλουν σαν νευρόσπαστα ποιήματα που υμνούν το κάλλος της Μητέρας, αλλά την ίδια στιγμή γυαλίζει στο μυαλό τους το μαχαίρι. «Σε σκοτώνω, Μητέρα, γιατί σ’ αγαπώ», λέει η Νούλα για να συμπληρώσει ρυθμικά η Νανά: «Επειδή σ’ αγαπώ, Μητέρα, γι’ αυτό σε σκοτώνω».
Οι Κόρες ήταν παραγγελία του Φεστιβάλ Αθηνών – ένα έργο για την Αθήνα με πολλά ένθετα ποιήματα, ήταν η άνωθεν εντολή. Ξεκίνησα λοιπόν να γράφω «ένα έργο για την Αθήνα» και κατέληξα να γράφω ένα έργο για την ορφάνια όλων αυτών των παιδιών που η μαμά τους δεν εννοεί να πεθάνει. Ένα έργο για τον ευσεβή πόθο του φόνου. Ένα έργο για την όψη και την κόψη της ελευθερίας. Ένα έργο για τις αδελφές μου Νούλα και Νανά, Νανά και Νούλα. Ένα έργο που ήθελε να το ρωτήσουν: «Τι θα πει ο κόσμος;» και να απαντήσει: «O κόσμος να κοιτάξει τη δουλειά του».
Οι κόρες
Γλυκερία Μπασδέκη
Σοκόλη
48 σελ.
ISBN 978-960-637-023-6
Τιμή €8,48