fbpx
«“Να ντύσουμε τους γυμνούς” του Λουίτζι Πιραντέλο στην Αθηναϊκή Σκηνή» της Μάριον Χωρεάνθη

«“Να ντύσουμε τους γυμνούς” του Λουίτζι Πιραντέλο στην Αθηναϊκή Σκηνή» της Μάριον Χωρεάνθη

Σε μια πανσιόν της μεσοπολεμικής Ρώμης, ένας συγγραφέας σε αναζήτηση «φρέσκιας» έμπνευσης περιμαζεύει ένα αινιγματικό κορίτσι, την Ερσίλια Ντρέι, που μόλις βγήκε απ’ το νοσοκομείο ύστερα από την απόπειρα αυτοκτονίας της. Οι αρχικές ενστάσεις της σπιτονοικοκυράς του εξανεμίζονται όταν μαθαίνει πως η ταλαιπωρημένη, λιγομίλητη κοπέλα έχει γίνει θέμα στις ειδήσεις εξαιτίας της απονενοημένης πράξης της. Γύρω από την Ερσίλια συγκεντρώνονται ένας ανερχόμενος σκανδαλοθήρας δημοσιογράφος, ένας χαροκαμένος αλλά και ερωτοχτυπημένος πρόξενος και ο πρώην αρραβωνιαστικός της, ο καθένας από τους οποίους είτε γνωρίζει, είτε επιχειρεί να εκμεταλλευτεί, είτε έχει παίξει κάποιο ρόλο σε μια από τις πτυχές της ιστορίας της. Όλοι τους διατείνονται ότι επιθυμούν διακαώς «να τη σώσουν», δίχως να τη ρωτούν αν θέλει να σωθεί, προσκολλημένοι στα νοερά προσωπεία που οι ίδιοι τής έχουν φορέσει. Καθώς οι «μάσκες» της Ερσίλια εναλλάσσονται ανάλογα με το βλέμμα και τη διάθεση του εκάστοτε επίδοξου «σωτήρα» της, βαθμιαία αποκαλύπτεται και ο ιστός των γεγονότων που την οδήγησαν στην αυτοχειρία: οι σπασμωδικές, αδιέξοδες ερωτικές σχέσεις που την έριχναν από τη μια απογοήτευση στην άλλη και η εμπλοκή της σ’ ένα μοιραίο δυστύχημα με θύμα ένα μικρό παιδί.

Το Να ντύσουμε τους γυμνούς είναι μια «δηλητηριώδης» τραγικωμωδία που γράφτηκε το 1922 και ανήκει στη λεγόμενη «τρίτη φάση» (δηλαδή εκείνη του «θεάτρου μέσα στο θέατρο») του φημισμένου Σικελού δραματουργού Λουίτζι Πιραντέλο. Συγκαταλέγεται επίσης ανάμεσα στα έργα που, ενώ όλοι τα έχουμε λίγο πολύ ακουστά, δεν ανεβαίνουν συχνά στη σκηνή. Στη χώρα μας έχει παρουσιαστεί έξι φορές ως τώρα, με πιο πρόσφατη την εκδοχή (μετάφραση και σκηνοθεσία) της Αλεξάνδρας Βουτζουράκη, που παίχτηκε την άνοιξη του 2018 στην Αθηναϊκή Σκηνή Κάλβου-Καλαμπόκη. Έργο ολιγοπρόσωπο και πυκνό, κινείται με ταχυδακτυλουργική επιδεξιότητα μεταξύ φιλοσοφικού προβληματισμού, κοινωνικού σχολίου και αστικού μελοδράματος, ανατρέποντας διαρκώς τις ιδιότητες και τους ρόλους των προσώπων του. Ποιοι είναι οι θύτες και ποιοι τα θύματα; Ποιος ευθύνεται για τι, αλλά και για ποιον; Και όσοι εκδηλώνουν ή/και διατυμπανίζουν τις ιπποτικές τους προθέσεις, μήπως τελικά επιδιώκουν να ικανοποιήσουν πάνω απ’ όλα τον εαυτό τους, να καλοπιάσουν τη δική τους συνείδηση;

Απόκληρη της ζωής, μια απένταρη, κακότυχη γκουβερνάντα που το μόνο πράγμα στο οποίο τα καταφέρνει καλά είναι να μπλέκει με τους λάθος άντρες, η Ερσίλια Ντρέι (Λυδία Σγουράκη) πασχίζει να ξεφύγει απ’ τη μιζέρια της κοινωνικής ανυπαρξίας ξαναγράφοντας η ίδια την ιστορία της – μετατρέποντας, ουσιαστικά, τον εαυτό της σε έναν «άγραφο πίνακα», μια γυμνή κούκλα βιτρίνας που ο καθένας μπορεί να την «ντύσει» σύμφωνα με τις προσωπικές του επιθυμίες και φαντασιώσεις, οικειοθελές έρμαιο των εντυπώσεών τους γι’ αυτήν. Σχεδόν γελοιογραφικό alter ego του Πιραντέλο, ο συγγραφέας Λουντοβίκο Νότα (Απόστολος Χατζής) –μέσω του οποίου την πρωτογνωρίζουμε, σαν όντως να πρόκειται για δημιούργημα της φαντασίας του– τη χρίζει μούσα του με το έτσι θέλω, υποχρεώνοντάς τη να απαρνηθεί τον εαυτό της ώστε να παίξει και στην πραγματικότητα τον μυθιστορηματικό ρόλο που του ενέπνευσε. Οι αντίζηλοι εραστές της, ο πρόξενος Γκρότι (Αλέξανδρος Παπατριανταφύλλου) και ο νεαρός πρώην αρραβωνιαστικός της, Φράνκο Λασπίγκα (Κώστας Πιπερίδης), τη βλέπουν μια σαν ανυπεράσπιστο πλάσμα που έχει ανάγκη την προστασία τους και μια σαν αδίστακτη και έκφυλη μηχανορράφο, ενώ ο δημοσιογράφος Αλφρέντο Κανταβάλε (Ανδρέας Ιωάννου) πότε γίνεται κατά κάποιον τρόπο το φερέφωνό της, δημοσιοποιώντας την εξωραϊσμένη παραλλαγή της ιστορίας της όπως η ίδια τού την αφηγήθηκε, και πότε τη χαντακώνει βγάζοντας στη φόρα στοιχεία που την ενοχοποιούν και τη στιγματίζουν. Και η ιδιοκτήτρια της πανσιόν, η πλήρως συντασσόμενη με την κοινή γνώμη Ονόρια (Νίνα Τουμαζάτου), ακολουθεί κάθε φορά το ρεύμα, αδιαφορώντας για τις διαμετρικές αντιφάσεις αντίληψης και συμπεριφοράς στις οποίες αυτό την παρασύρει.

Τα ονόματα των παικτών του δράματος και οι έννοιές τους συνθέτουν το δικό τους αλληγορικό υπόστρωμα. Το μικρό όνομα της Ερσίλια –που, διόλου τυχαία, είναι εκείνο της συζύγου του Ρωμύλου, του ενός από τους ιδρυτές της Αιώνιας Πόλης– την ακολουθεί διά βίου σαν τραγική ειρωνεία και πικρόχολη παρωδία του εαυτού της, ενώ το επίθετό της δεν είναι καν καθαρά ιταλικό («drei» –προφέρεται «ντράι»– είναι στα γερμανικά ο αριθμός τρία, και πιθανώς αντιστοιχεί στα άτομα ή τα γεγονότα που της σημάδεψαν τη ζωή). Ο συγγραφέας Λουντοβίκο Νότα και ο Λουίτζι Πιραντέλο μοιράζονται δυο παραλλαγές του ίδιου μικρού ονόματος, ενώ το επώνυμο «Nota» σημαίνει στα Ιταλικά «σημείωση» ή «παρατήρηση». Ο Φράνκο Λασπίγκα, αρραβωνιαστικός της Ερσίλια, περιγράφεται στις σκηνικές οδηγίες σαν τυπικός ήρωας «ροζ» μυθιστορήματος και το ονοματεπώνυμό του αντικατοπτρίζει αυτό ακριβώς, σχολιάζοντας ωστόσο και ανατρέποντάς το: «Franco» σημαίνει «ειλικρινής» ή/και «αφελής», ενώ «la spiga» είναι το στάχυ αλλά και το αγκάθι (και «spigato» το ψαροκόκαλο). Όσο για τον πρόξενο Γκρότι, «grotto» ή «grotta» είναι το σπήλαιο με όλες τις σκοτεινές και ανησυχητικές του συνδηλώσεις, ενώ το επίθετο του κομψευόμενου, κοινωνικά φιλόδοξου δημοσιογράφου Κανταβάλε θυμίζει βουκολικό ειδύλλιο («canto» είναι το τραγούδι και «valle» η κοιλάδα). Και φυσικά, η σπιτονοικοκυρά Ονόρια, η οποία εξαρχής εμφανίζεται ως αυτόκλητος και αδέκαστος φύλακας της ηθικής, δεν θα μπορούσε να μην έχει και το ανάλογο όνομα («onore» σημαίνει «τιμή»).

Έργο ολιγοπρόσωπο και πυκνό, κινείται με ταχυδακτυλουργική επιδεξιότητα μεταξύ φιλοσοφικού προβληματισμού, κοινωνικού σχολίου και αστικού μελοδράματος, ανατρέποντας διαρκώς τις ιδιότητες και τους ρόλους των προσώπων του.

Πέρα από το πραγματολογικό και κοινωνιολογικό του ενδιαφέρον, αφού σκιαγραφεί με δηκτική οξυδέρκεια την κάθε άλλο παρά πλεονεκτική θέση των γυναικών στην κοινωνία της εποχής (και ιδίως όσων ανήκαν στα κατώτερα στρώματά της), το Να ντύσουμε τους γυμνούς αποτελεί κυρίως μια ανηλεή σάτιρα του διαβρωτικού έως καταστροφικού ρόλου που διαδραματίζει όποιο μέσο έχει μαζική επιρροή και αντίκτυπο –πρωτίστως τα μέσα επικοινωνίας (ο Τύπος στην προκειμένη περίπτωση), μα και η ίδια η τέχνη, στον αγώνα της να πρωτοτυπήσει και να πρωτοπορήσει– καπηλευόμενο απροκάλυπτα, δίχως κανέναν ενδοιασμό, την ατομική δυστυχία. Και πάντοτε, βεβαίως, με τους δικούς του όρους: γιατί, όταν η Ερσίλια επιχειρεί να προσεταιριστεί την επιδραστική δύναμη του Τύπου ώστε να «ξαναδημιουργήσει» τον εαυτό της, ο φαινομενικά έξυπνος αυτός ελιγμός δεν θα αργήσει να γυρίσει επάνω της. Το πόσο διαχρονικό είναι το ψαχνό του θέματος και πόσο ευθύβολος ο χειρισμός του από τον Πιραντέλο, μπορεί κανείς να το διαπιστώσει παραλληλίζοντας το συγκεκριμένο έργο με την αμερικανική ταινία Πολίτης Ρουθ (1996), η οποία κινείται μέσα σε παρόμοια, σημερινά συμφραζόμενα. Τίποτα στον τομέα αυτόν δεν έχει αλλάξει – περίπου έναν αιώνα αργότερα, οι νοοτροπίες και οι μέθοδοι άμεσης ή έμμεσης χειραγώγησής τους από όσους έχουν οποιοδήποτε συμφέρον να τις καθοδηγούν, παραμένουν στο βάθος αμετάβλητες.

Όντας και η ίδια ηθοποιός, η Αλεξάνδρα Βουτζουράκη κατέχει εκ των έσω τη δραματουργική δυναμική των ρόλων πάνω στη σκηνή. Σκηνοθετεί λοιπόν με εμπνευσμένη ευρηματικότητα, επιλέγοντας να προσωποποιήσει κυριολεκτικά τις συμβολικές μεταμφιέσεις της Ερσίλια και παρουσιάζοντάς τες σαν βουβά, προσωπιδοφόρα «ανδρείκελα» (Νατάσα Κοντογιάννη, Ευγενία Σούκη, Ροξάνα Σαμπάνοβα, Αγγελική Λαουτάρη) που εμφανίζονται διαδοχικά ενόσω εξελίσσεται η πλοκή. Η αυθεντική Ερσίλια, σχεδόν στατική, διακρίνεται πίσω από μια διαφανή κουρτίνα, απαγγέλλοντας τον ρόλο της στο παρασκήνιο της δράσης και σε άμεμπτο συντονισμό με τις κινούμενες αλλά αμίλητες «ενσαρκώσεις» της. Ιδανική Ερσίλια, η αιθέρια, «αραχνοΰφαντη» Λυδία Σγουράκη συγκλονίζει ξεγυμνώνοντας απερίφραστα την ψυχή της (αντι)ηρωίδας που υποδύεται, πλαισιωμένη από τους έξοχους Απόστολο Χατζή, Κώστα Πιπερίδη, Αλέξανδρο Παπατριανταφύλλου και Ανδρέα Ιωάννου, καθώς και την απολαυστική (και επιπλέον καλλίφωνη) Νίνα Τουμαζάτου ως Ονόρια.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια των Fn’F υπαινίσσονται με λιτή καλαισθησία την εποχή στην οποία αναφέρεται το έργο, ενώ οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Σπύρου Κάλδαρη δημιουργούν ευφυώς την αίσθηση ότι τα πρόσωπα έχουν εγκλωβιστεί μαζί με τους θεατές σ’ ένα αγχωτικό όνειρο, απ’ το οποίο δεν μπορούν να ξυπνήσουν. Το περίτεχνο όσο και οργανικά ενταγμένο στην πλοκή περίβλημα θεάτρου του παραλόγου που διακρίνει την παράσταση τιμά και αναδεικνύει το πνεύμα του Πιραντέλο, επικαιροποιώντας το με εντυπωσιακά στη σύλληψη, όχι όμως κραυγαλέα στην εφαρμογή, τεχνάσματα και συγχρόνως συντηρώντας στο ακέραιο την ουσία του.

Συντελεστές:
Σκηνοθεσία – Μετάφραση: Αλεξάνδρα Βουτζουράκη
Βοηθός σκηνοθέτη: Λυδία Καλυβιανάκη
Σκηνικά – Κοστούμια: Fn’F

Διανομή:
Λυδία Σγουράκη (Ερσίλια)
Απόστολος Χατζής (Λουντοβίκο Νότα)
Νίνα Τουμαζάτου (Ονόρια)
Κώστας Πιπερίδης (Φράνκο Λασπίγκα)
Αλέξανδρος Παπατριανταφύλλου (Πρόξενος Γκρότι)
Ανδρέας Ιωάννου (Κανταβάλε)

Συμμετοχή: Νατάσα Κοντογιάννη, Αγγελική Λαουτάρη, Ροξάνα Σαμπάνοβα, Ευγενία Σούκη


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΘΕΑΤΡΟ
«Anna & Margot» της Κωνσταντίνας Ράικου σε σκηνοθεσία Γιώργου Δρίβα στο Θέατρο Βαφείο – Λάκης Καραλής

Άννα και Μάργκοτ Φρανκ: Δύο αδελφές που πέθαναν μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί λίγο πριν από την απελευθέρωση. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο ξεκινάει το νέο θεατρικό έργο της Κωνσταντίνας...

ΘΕΑΤΡΟ
«Το Φαγητό» της Μαρίας Λαϊνά σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιόλιου στο θέατρο ΠΛΥΦΑ

Το φαγητό στο θέατρο συνήθως δεν επιτρέπεται. Πέρα από την καθαρά βιολογική, η ανθρώπινη ανάγκη για τροφή αποκαλύπτει και παραπέμπει σε περισσότερες από μία μορφές πείνας. Ένα δυνατό και ιδιότυπο...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.