fbpx

«Γκόλφω»

ΓΚΟΛΦΩτης Έλενας Χουζούρη

Δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από το φετινό ρεπερτόριο του Εθνικού Θεάτρου, το οποίο συνοψίζεται στο στίχο του Ιωάννη Πολέμη «Τι είναι πατρίδα μας;» ένα από τα έργα-σταθμούς του νεοελληνικού δραματολογίου. Ο λόγος για την περίφημη Γκόλφω του Σπυρίδωνα Περεσιάδη (1854-1918) που ανέβηκε στις 6 Μαρτίου στο Θέατρο REX – Νέα Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου. Η Γκόλφω είναι ένα από τα ελάχιστα έργα του νεοελληνικού δραματολογίου που είχαν τεράστια λαϊκή απήχηση, που παίχτηκαν στο εξωτερικό, που γνώρισαν μια σειρά διασκευών – από οπερέτα, μυθιστόρημα, μέχρι και σενάριο τις δύο φορές που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο.

Αλλά και η ίδια η περίπτωση του Σπ. Περεσιάδη είναι αξιομνημόνευτη. Γεννημένος στο Μεσορρούγι Αχαΐας, θα περάσει μεγάλο διάστημα της ζωής του στην Ακράτα, όπου θα αρχίσει να γράφει τα πρώτα θεατρικά του έργα παρά τα σοβαρά προβλήματα όρασης που αντιμετώπιζε ήδη από την παιδική του ηλικία και τον οδηγούν τελικά στην τύφλωση. Στην Ακράτα όπου εργάζεται ως δημόσιος υπάλληλος, ο Περεσιάδης εκδίδει το εβδομαδιαίο έντυπο Αστραπή και παίρνει μέρος ως ερασιτέχνης ηθοποιός σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις που διοργανώνονται στην πόλη. Το 1893 γράφει την Γκόλφω έχοντας ήδη στο ενεργητικό του τα έργα: Μαργαρίτα, Εσμέ η Τουρκοπούλα και Σκλάβα. Την ίδια χρονιά η Γκόλφω παίζεται από ερασιτεχνικό θίασο της Ακράτας. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Περεσιάδης εγκαθίσταται στην Αθήνα και, μολονότι τυφλός πια, εξακολουθεί να γράφει θεατρικά έργα, ενώ εκδίδει και τη μοναδική ποιητική του συλλογή με τίτλο Καινούργιες δάφνες, εμπνευσμένη από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Στο μεταξύ, η Γκόλφω θα έχει γνωρίσει μια απίστευτη επιτυχία στο λαϊκό κοινό της Αθήνας, όπου θα ανέβει πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1894 στο Θέατρο «Παράδεισος» από το θίασο «Πρόοδος» του Δημήτρη Κοτοπούλη, το 1911 στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, όπου φτάνει στο ρεκόρ των 500 παραστάσεων, και τον Ιανουάριο του 1913 στο θέατρο «Εδέμ» της Θεσσαλονίκης με αφορμή την υποδοχή στην πόλη του Ελ. Βενιζέλου. Σειρά έχει ο νεαρός για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής κινηματογράφος. Το 1914 η Γκόλφω γίνεται ταινία σε σκηνοθεσία Κώστα Μπαχατόρη. Θα ξαναγίνει ταινία το 1955 σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου και Γκόλφω την Αντιγόνη Βαλάκου. Θα παίζεται στους κινηματογράφους επί επτά εβδομάδες! Θα την ανεβάσουν ελληνικοί θίασοι της διασποράς. Στην Κωνσταντινούπολη θα παιχτεί στο ανάκτορο Γιλδίζ ενώπιον του σουλτάνου και με τους Τούρκους να χύνουν μαύρο δάκρυ. Στην Αλεξάνδρεια θα παρουσιαστεί σε μορφή οπερέτας από το θίασο Οικονόμου το 1936. Τρία χρόνια αργότερα, με υπόδειξη του Γάλλου ελληνιστή Pernot, η Γκόλφω ανεβαίνει σε σκηνή των Ηλυσίων Πεδίων, στο Παρίσι, από ερασιτεχνικό θίασο Ελλήνων αυτοεξόριστων ως ένδειξη διαμαρτυρίας στη δικτατορία του Μεταξά. Την ξαναβρίσκουμε το 1967 στη «Λαϊκή Σκηνή» του Μάνου Κατράκη και σε μια αιρετική προσέγγιση στο Άλσος Παγκρατίου από το «Ελεύθερο Θέατρο» το καλοκαίρι του 1974. Έκτοτε ακολούθησαν διάφορες διασκευές και παρουσιάσεις του έργου σε σκηνές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Επίσης, η Γκόλφω είναι το έργο που παίζει ο περιφερόμενος στην ελληνική επαρχία θίασος-πρωταγωνιστής της ταινίας-σταθμού του Θόδωρου Αγγελόπουλου, Ο θίασος.

Τι είχε όμως η Γκόλφω και συγκλόνισε το ελληνικό κοινό στην εποχή της, αλλά και αργότερα; Ή, ορθότερα, μόνον η Γκόλφω είχε τόση λαϊκή απήχηση; Και ακόμη πιο πέρα, μέσα σε ποια πολιτιστικά και κοινωνικά συμφραζόμενα λειτούργησε η Γκόλφω; Τι απομένει από αυτήν σήμερα εκτός από τη μουσειακή της αξία; H Γκόλφω ανεβαίνει το καλοκαίρι του 1894, τρία μόλις πριν από το φιάσκο του ελληνοτουρκικού πολέμου και ενόσω καλλιεργείται ήδη η Μεγάλη Ιδέα. Η εκσυγχρονιστική προσπάθεια του Τρικούπη έχει μείνει στη μέση, το ίδιο και η δημιουργία μιας εντόπιας αστικής τάξης. Η Ελλάδα είναι κατά κύριο λόγο μια αγροτική χώρα με όλες τις καλές και κακές παραδόσεις ενός αγροτικού πληθυσμού, με τα δημοτικά τραγούδια, τους θρύλους και τα παραμύθια, τις δεισιδαιμονίες, τις κατάρες και τα συναφή. Στο νεογέννητο ελληνικό θέατρο –ήδη με κάποιες καλές περγαμηνές, όπως τα έργα του Βυζάντιου, του Χουρμούζη και άλλων– τη δεκαετία του 1880 κυριαρχεί το κωμειδύλλιο για να φτάσει στο απόγειό του το καλοκαίρι του 1890. Η τύχη της Μαρούλας του Δημητρίου Κορομηλά θεωρείται από κάποιους κριτικούς της εποχής το έργο με το οποίο εγκαινιάζεται το νεοελληνικό θέατρο. Ωστόσο, οι ίδιοι κριτικοί, π.χ. Μπ. Άνινος, Στ. Ξένος, κατηγορούν το κωμειδύλλιο και τον Κορομηλά ότι έκανε μια σειρά εκπτώσεις για να αρέσει η Μαρούλα του στο πλατύ λαϊκό κοινό και να γίνει το έργο εμπορικότερο. Σίγουρα όμως το κωμειδύλλιο ήταν ένα υβριδικό, έστω, αλλά αστικό θέατρο, με θέματα που αφορούσαν τους κατοίκους των μικρών ελληνικών άστεων, μη της Αθήνας εξαιρουμένης. Πατούσε στο γαλλικό vaudeville και ήταν γραμμένο στην καθημερινή ελληνική γλώσσα. Από το κωμειδύλλιο ξεπηδάει το λεγόμενο δραματικό ειδύλλιο, με θέματα και ήρωες των βουνών και των λόγγων, δηλαδή την αγροτική ζωή. Εκεί τοποθετείται και η Γκόλφω. Ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου στη μελέτη του Το κωμειδύλλιο (Εκδ. Σοκόλη) επισημαίνει ότι: «Αλλά η τροπή προς το κωμειδύλλιο είχε και την εκτροπή της στο δραματικό ειδύλλιο. Ο Κορομηλάς κυνηγώντας την εμπορική επιτυχία έγραψε τον Αγαπητικό της βοσκοπούλας, αγροτικό ειδύλλιο, και από τότε η σκηνή αλώθηκε από το τσαρούχι και τη φουστανέλα οριστικά, που εκτόπισαν το αστικό κωμειδύλλιο». Αιτιολογώντας ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου τη μεγάλη απήχηση αυτών των έργων, ανάμεσα στα άλλα γράφει: «…Χρειάστηκαν δεκαετίες μετά για να χάσει η Ελλάδα τον πρωτόγονο αγροτικό της χαρακτήρα. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, φυσικά, οι Αγαπητικοί της βοσκοπούλας, οι Θυμιούλες, οι Γιαννούλες, οι Γαλαξειδιώτισσες, βρίσκαν κοινό εδώ και στα κέντρα του έξω ελληνισμού. Επίσης, η αγροτική ενδοχώρα με τον αρχέγονο τρόπο ζωής της και τις ζωντανές λαϊκές της παραδόσεις προσφέρονταν εύκολα στη θεατρική εκμετάλλευση από ταλαντούχους συγγραφείς. Ο κάθε Έλληνας, έως τον τελευταίο, έκλεινε μέσα του έναν αγρότη». Γεγονός, θα προσθέσουμε εμείς, που δεν είχε αλλάξει πολύ το 1955 όταν προβλήθηκε η, κινηματογραφημένη από τον Λάσκο, Γκόλφω, και γνώρισε και πάλι τεράστια επιτυχία.

ΓΚΟΛΦΩΜία διαφορετική άποψη για το ίδιο το έργο του Περεσιάδη, και όχι γενικά για το αγροτικό ειδύλλιο, εκφράζει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στην κριτική του για το αιρετικό ανέβασμα της Γκόλφως από την ομάδα των νεαρών τότε (1974) ηθοποιών του «Ελεύθερου Θεάτρου» με τον υπονομευτικό τίτλο Μια ζωή Γκόλφω: «Η Γκόλφω είναι ένα θεατρικό κείμενο χωρίς κανένα ίχνος κοινωνικής πρόθεσης. Ούτε ο συγγραφέας του ποτέ το στοχάστηκε έτσι. Η τεχνική του είναι κλασική και η δομή του, θα έλεγα, στέρεη, αν όχι σοφή. Ως θεατρική γραφή, ως ανάπτυξη, ως οικονομία παραπέμπει στη γαλλική τραγωδία και στη λόγια κωμωδία της Αναγέννησης. Πάντως είναι θεατρικό εγγόνι του Γύπαρη και της Ερωφίλης. […] Ο ανομοιοκατάληκτος δεκαπεντασύλλαβος του Περεσιάδη ακουμπάει σίγουρα σ’ όλο το έργο του Βαλαωρίτη και ιδιαίτερα στον Αθανάση Διάκο και στην Κυρα-Φροσύνη. Παραπέμπει όμως και στο ήθος το ποιητικό του Λευκάδιου βάρδου». (Κλειδιά και κώδικες θεάτρου – Ελληνικό θέατρο, Εκδ. Εστία.)

Και η ματιά ενός σύγχρονου σκηνοθέτη, όπως του Νίκου Καραθάνου, ποια είναι; «Είπα ναι στη φόρμα, αλλά όχι στη γραφικότητα του έργου», μας είπε ο Νίκος Καραθάνος. «Με ενδιέφερε η ανθρωπιστική διάσταση του έργου. Έτσι, έψαξα να βρω τα βαθύτερα νοήματά του. Το ενδιαφέρον έγκειται στο πώς η Γκόλφω απεικονίζεται στον θεατή του σήμερα».

Στην Γκόλφω που σκηνοθέτησε ο Νίκος Καραθάνος, οι λευκές φουστανέλες του Περεσιάδη και της εποχής του γίνονται μαύρες. «Γίνονται μαύρες», εξηγεί ο σκηνοθέτης, «πρώτον γιατί δεν θεώρησα ότι οι λευκές φουστανέλες, ένα ένδυμα που έχει κατ’ εξοχήν συνδεθεί με την ύπαιθρο, θα λειτουργούσε σ’ έναν κλειστό χώρο όπως ένα σημερινό θέατρο, και δεύτερον γιατί το μαύρο χρώμα έχει και μια συμβολική διάσταση σχετική με την κατάσταση που βιώνει η χώρα σήμερα».

Η πρωτότυπη μουσική, γραμμένη από τον Άγγελο Τριανταφύλλου, παίζεται ζωντανά επί σκηνής από τους ίδιους τους ηθοποιούς, οι οποίοι γι’ αυτόν το λόγο έμαθαν κλαρίνο και σαξόφωνο.

Ταυτότητα της παράστασης:

Σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος

Σκηνικά-κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου

Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

Επεξεργασία κειμένων: Γιούλα Μπούνταλη

Γκόλφω: Εύη Σαουλίδου / Λυδία Φωτοπούλου / Αλίκη Αλεξανδράκη

Τάσος: Χάρης Φραγκούλης / Νίκος Καραθάνος / Γιάννης Βογιατζής

Επίσης, οι: Άγγελος Παπαδημητρίου, Χριστίνα Μαξούρη, Μαρία Διακοπαναγιώτη, Γιάννης Κότσιφας, Γιώργος Μπινιάρης, Μιχάλης Σαράντης, Άγγελος Τριανταφύλλου.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΘΕΑΤΡΟ
«Κουαρτέτο» του Χάινερ Μύλλερ σε σκηνοθεσία Θανάση Σαράντου στο θέατρο Από Μηχανής

«Κάθε λέξη ανοίγει μια πληγή, κάθε χαμόγελο αποκαλύπτει κι έναν κυνόδοντα». Ο Θανάσης Σαράντος βουτά στον σαγηνευτικό κόσμο του Χάινερ Μύλλερ (Heiner Muller), σκηνοθετώντας το πιο εμβληματικό έργο του, το «Κουαρτέτο»....

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.