fbpx
 «“Γενούφα”, μια όπερα με “αίσια” έκβαση» της Ανθούλας Δανιήλ

«“Γενούφα”, μια όπερα με “αίσια” έκβαση» της Ανθούλας Δανιήλ

Εκατόν δεκατέσσερα χρόνια μάς χωρίζουν από την πρώτη παράσταση της Γενούφας του Λέος Γιάνατσεκ (1854-1928), που παίχτηκε με τον τίτλο Η ψυχοκόρη της στο Εθνικό Θέατρο Μπρνο στις 21 Ιανουαρίου 1904. Εμείς είχαμε τη χαρά να την απολαύσουμε στην καταληκτική της παράσταση, στις 2 Νοεμβρίου 2018, στη μεγαλοπρεπή Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Είχαν προηγηθεί οι παραστάσεις στις 14, 19, 21, 24 και 27 Οκτωβρίου.

Η υπόθεση φαίνεται απλή αλλά είναι έντονα δραματική, φέρνοντας στην επιφάνεια της δημόσιας ζωής τα μυστικά της ιδιωτικής, υφαίνοντας ερήμην των ηρώων και των επιθυμιών τους δράσεις, πράξεις, λάθη, υπερηφάνειες, επιπολαιότητες, ανευθυνότητες, απονέμοντας τελικά δικαιοσύνη και όχι υποχρεωτικά μετά θάνατον, με όλους αυτούς που έδρασαν νεκρούς, όπως στην τραγωδία, αλλά ενώ ακόμα οι ήρωες είναι ζωντανοί για να εισπράξουν την ποινή ή την αμοιβή και τα «λίγα γραμμάρια της ευτυχίας», καθώς λέει ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης.

Ο Στέβα έχει μύλο και οχτώ εκτάρια γης. Είναι υπερήφανος για την ομορφιά του, την περιουσία του και τον θαυμασμό των κοριτσιών. Η αγαπημένη του Γενούφα δεν έχει μάτια για άλλον, εκείνος όμως έχει για όλες, αν και ξέρει πως εκείνη κυοφορεί τον βλαστό του έρωτά τους. Οι υποσχέσεις που της δίνει ισχύουν μόνο όταν είναι μεθυσμένος και γενικώς είναι μεθυσμένος κάθε μέρα. Την όμορφη Γενούφα, της οποίας τα ρόδινα μάγουλα εκθειάζουν οι πάντες, αγαπά από μικρό παιδί και ο ταπεινός, ετεροθαλής αδελφός του, ο Λάτσα. Εκείνη όμως μόνο για τον Στέβα νοιάζεται κι ο Λάτσα, απελπισμένος και οργισμένος από τα καμώματα του επιπόλαιου και ανεύθυνου Στέβα, της χαράζει τα όμορφα μάγουλα με το μαχαίρι του, για να της αποδείξει ότι ο αγαπημένος της μόνο για την ομορφιά της τη θέλει.

Η εγκυμοσύνη προχωρεί και η ψυχομάνα της την κρύβει στο σπίτι, λέγοντας πως η Γενούφα είναι στη Βιέννη. Ο Λάτσα περνά κάθε μέρα από το σπίτι και ρωτά για τη Γενούφα, ενώ ο Στέβα αδιαφορεί τελείως και στα επιτακτικά μηνύματα της ψυχομάνας απαντά κατηγορηματικά ότι δεν τη θέλει πια γιατί είναι άσκημη, η ψυχομάνα είναι σαν μάγισσα και τον τρομάζει, όσο για το παιδί, του οποίου τη γέννηση αγνοούσε και μόλις τώρα πληροφορείται, αφήνει ένα πακέτο χρήματα πάνω στο τραπέζι και φεύγει, ανακοινώνοντας ότι αρραβωνιάστηκε ήδη με την κόρη του Δημάρχου. Η δυστυχής Γενούφα, που η μόνη χαρά της είναι το παιδί, τον περιμένει, χωρίς να ξέρει. Ο Λάτσα επιμένει να την παντρευτεί, χωρίς να ξέρει την ύπαρξη του παιδιού, κι η ψυχομάνα, βλέποντας ότι η δυστυχία της ψυχοκόρης πηγάζει από το παιδί, αποφασίζει να δράσει δυναμικά. Ρίχνει υπνωτικό στο τσάι της, την κοιμίζει επί δύο μέρες και της το παίρνει, ανοίγει τρύπα στον πάγο του ποταμού και το ρίχνει. Όταν η Γενούφα ξυπνά και αναζητά τον Στέβουτσκα, της λέει πως πέθανε. Εκείνη θρηνεί, ο καιρός περνά, ο Λάτσα επιμένει. Εν τέλει η Γενούφα αποφασίζει να τον παντρευτεί.

Την ώρα του μυστηρίου, με όλο το χωριό παρόν, το πτώμα του παιδιού αναδύεται από τον πάγο. Από το σκουφάκι του καταλαβαίνουν πως είναι της Γενούφας και αποφασίζουν να τη σκοτώσουν με λιθοβολισμό. Τότε η μάνα, που ήδη από τη συναίσθηση της πράξης έχει καταρρεύσει, συγκλονισμένη, φανερώνει το αμάρτημα της κόρης –την εγκυμοσύνη– και τη δική της δολοφονική πράξη. Τότε η Γενούφα μαθαίνει τι είχε γίνει και ο Λάτσα ότι είχε γεννηθεί παιδί. Τότε αποκαλύπτεται ο ρόλος του Στέβα, η αρραβωνιαστικιά τον εγκαταλείπει, ο Λάτσα λέει ότι εκείνος φταίει επειδή της χαράκωσε το πρόσωπο, η Γενούφα συγχωρεί τη μάνα που οδηγείται στη φυλακή, ο Λάτσα την παρακαλεί να τον παντρευτεί και εκείνη εν τέλει του δίνει το χέρι της. Κι έτσι, επέρχεται η κάθαρση. Όλα στον ήλιο της δικαιοσύνης, που έχει τον τρόπο να αποκαθιστά τις αδικίες και να ξεπλένει με ιαματικό βάμμα τις πληγές.

Η δραματική τεθλασμένη της μουσικής υπογράμμιζε την τεθλασμένη των ψυχικών ρωγμών, από όπου αναδυόταν η δυστυχία της ψυχομάνας· η ντροπή –να μη μάθει ο κόσμος το μυστικό– και ο φόβος για το μέλλον της Γενούφας.

Ο Γιάνατσεκ, που εκτός από σπουδαίος μουσικός ήταν και δάσκαλος και λαογράφος, είχε μελετήσει καλά την ψυχή του λαού του από τον οποίο εμπνεύστηκε τα έργα του, όπως και ο συμπατριώτης και δάσκαλός του Αντονίν Ντβόρζακ (1841-1904) και ο Μπέντριχ Σμέτανα (1824-1884). Μια τριάδα δημιουργών στην κορυφή της τσεχικής μουσικής.

Του Γιάνατσεκ είχαμε παρακολουθήσει το 2015 τη Μικρή Αλεπουδίτσα και την άνοιξη την Υπόθεση Μακρόπουλου, έργα για τα οποία μπορεί ο αναγνώστης να ενημερωθεί από την κριτική της Μαρίας Κοτοπούλη (Διάστιχο, 8 Απριλίου 2015 για το πρώτο, εδώ, και 9 Ιουνίου 2018 για το δεύτερο, εδώ). 

Σε ό,τι αφορά τη σκηνοθεσία της Νίκολα Ράαμπ, το σκηνικό και τα κοστούμια του Γιώργου Σουγλίδη, την κινησιολογία του Φώτη Νικολάου και τους φωτισμούς του Νταβίντ Ντεμπρινέ, έχουμε να σχολιάσουμε το υπέροχο, λιτό, αυστηρά γεωμετρικό, ορθολογιστικό σκηνικό, όπου το άσπρο-μαύρο των τοίχων και των ενδυμάτων αποτελούσε τη μόνη χρωματική επιλογή, με εξαίρεση τα φορέματα της κυρίας Δημάρχου, της αρραβωνιαστικιάς και των κοριτσιών του παραδοσιακού χορού, στο γρήγορα πέρασμά τους από τη σκηνή. Η Γενούφα με λευκό φόρεμα και νυχτικό στην αρχή, με σκούρο φόρεμα μετά, ακόμα και την ημέρα του γάμου της, υποδήλωνε τον προ και μετά τη συμφορά της χρόνο. Η όλη στάση της μετά τον χαμό του παιδιού είναι στάση πενθούσας μητέρας και όχι χαρούμενη νύφης, προοικονομώντας την τραγική για την ψυχομάνα-νεωκόρισσα εξέλιξη. Το ίδιο και τα άλλα πρόσωπα· η σιωπηλή γιαγιά, μόνιμα καθισμένη, συρρικνωμένη στην καρέκλα της, σαν να αφομοίωνε τα βάσανα όλης της ζωής. Ο παππούς επίσης, κυρίως όμως εκείνες οι γυναίκες που, ακίνητες σαν αγάλματα, κατά παράταξη στην άκρη του τοίχου, ευθυγραμμισμένες και σιωπηλές παρατηρήτριες των δρωμένων της μοίρας, έμοιαζαν σαν θεατής και αδρανής βωβός χορός τραγωδίας. Στη μαύρη, σαν ψεύτικη φιγούρα τους, ξεχώριζαν μόνο τα πρόσωπα και τα δεμένα μπροστά χέρια τους. Οι φωτισμοί άλλαξαν μόνο στα κύρια σημεία δράσης και ανατροπής της φυσιολογικής εξέλιξης, για να επανέλθουν και πάλι στο μόνιμο γυμνό και απόλυτο άσπρο-μαύρο. Τα πολλά κλειστά παράθυρα του σπιτιού, που κρατούσαν καλά κρυμμένο το μυστικό της Γενούφας, όταν άνοιξαν γέμισαν μάτια αδηφάγα και έτοιμα να κατασπαράξουν την ντροπιασμένη, τη δύστυχη Γενούφα, μετατρέποντας το ιδιωτικό πάθος σε δημόσιο θέαμα.

Η δραματική τεθλασμένη της μουσικής υπογράμμιζε την τεθλασμένη των ψυχικών ρωγμών, από όπου αναδυόταν η δυστυχία της ψυχομάνας· η ντροπή –να μη μάθει ο κόσμος το μυστικό– και ο φόβος για το μέλλον της Γενούφας. Από την άλλη, ο πόνος της Γενούφας από την εγκατάλειψη και την αδιαφορία του ανεύθυνου αγαπημένου της και ο θρήνος για το μωρό της. Οι άλλοι, αθώοι ή ένοχοι, άλλος λίγο και άλλος περισσότερο, κινούνταν για να προβάλλουν τις δύο ηρωίδες.

Λένε πως η Γενούφα είναι ένα θεατρικό έργο που παίζεται με συνοδεία μουσικής. Και πράγματι, θα μπορούσε να σταθεί αυτοτελώς ως μια ηθογραφία (που, εν πολλοίς, μας θυμίζει τη Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αλλά και το «Πίστομα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη). Ο Γιάνατσεκ, δημιουργώντας μέσα στο πνεύμα του Βερισμού της εποχής του, της επαφής με την καθημερινή πραγματικότητα, μελέτησε σε βάθος τον λόγο του τσεχικού λαού του και ανακάλυψε τη μελωδία της γλώσσας του, τη μουσική της φωνής του, τη χροιά των «μελωδικών ομιλιών» του. Και έτσι, με μια πληθωρική ενορχήστρωση, απέδωσε τη δραματική ένταση και υπογράμμισε την ψυχολογία και το ταμπεραμέντο των ηρώων. Λόγος και μουσική ανέδειξαν από κοινού τους δραματικούς αληθινούς ρόλους του έργου και τη δυναμική τους. Ωστόσο, δεν επρόκειτο για μια νατουραλιστική καταγραφή της μελωδίας του πεζού λόγου, αλλά για αξιοποίηση των εκφραστικών του μέσων.

Η χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, με την καθοδήγηση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου, και η Ορχήστρα, με τον άξιο πάντα Λουκά Καρυτινό στο πόντιουμ, σημείωσε ακόμα μια μεγάλη επιτυχία, ενθουσίασε με το καστ των καλλιτεχνών, όπου ο καθένας τους κατέθεσε την προσωπική του σφραγίδα και καταχειροκροτήθηκε, με πρώτη τη τάξει την εξαιρετικότατη Τζούλια Σουγλάκου (νεωκόρισσα). Επίσης, διακρίθηκαν οι καλλιτέχνες στους πρώτους ρόλους: η πολύ καλή Μαρία Μητσοπούλου (Γενούφα), Φρανκ Βαν Άκεν (Λάτσα), Δημήτρης Πακτσόγλου (Στέβα), Ινές Ζήκου (γιαγιά – γριά Μπούρυγκα), καθώς και όλοι οι άλλοι στους μικρότερους ρόλους. Να θυμίσουμε ότι στον ρόλο της νεωκόρισσας είχε διακριθεί στη Βιέννη η Αγνή Μπάλτσα, η σπουδαιότερη δραματική μεσόφωνος της εποχής μας, όπως είπε ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν.

Ήταν η πρώτη πανελλήνια παρουσίαση του έργου και μια ευτυχισμένη στιγμή για την Ε.Λ.Σ.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΜΟΥΣΙΚΗ
Συναυλία Σύγχρονων Επτανήσιων Συνθετών στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Το Σάββατο 6 Απριλίου, στις 20:00, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στην αίθουσα «Γιάννης Μαρίνος», θα πραγματοποιηθεί Συναυλία Σύγχρονων Επτανήσιων Συνθετών. Οι συνθέτες Κώστας Αγουρίδης, Παύλος...

ΜΟΥΣΙΚΗ
Αλίκη Καγιαλόγλου: «Η θαλασσινή ωδή του Fernando Pessoa και τα fados της εφηβείας μου»

Η Αλίκη Καγιαλόγλου ανανεώνει τη συνεργασία της με τον Δήμο Αβδελιώδη παρουσιάζοντας εκ νέου την παράσταση, σε δική του σκηνοθεσία, Η θαλασσινή ωδή τουFernando Pessoa και ταfados της εφηβείας μου, το...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.