«Κλεοπάτρα Μουρσελά: Μετάβαση» του Παναγιώτη Δαφιώτη
Η ζωγραφική της Κλεοπάτρας Μουρσελά βάζει ένα πολύ δύσκολο στοίχημα: στους ζωγραφικούς της χώρους συνυπάρχουν ασύμβατες απεικονιστικές λογικές, συγκεκριμένα, ανεικονικές και επίπεδες φορμαλιστικές συνθέσεις που βρίσκονται στον αντίποδα της αναπαραστατικής τέχνης, οριοθετούν τον χώρο μέσα στον οποίο απεικονίζονται φιγούρες που αποτελούν αναφορά σε ιστορική ζωγραφική. Η ζωγραφικότητα είναι έντονη και κυρίαρχη στα περάσματα, στις ποιότητες και τις σχέσεις των πλαστικών στοιχείων. Η δουλειά της είναι, και στοχεύει να είναι, πάνω απ' όλα καλή ζωγραφική, ό,τι και αν σημαίνει αυτό σήμερα για τον καθένα που τη διαπραγματεύεται είτε ως θεατής ή σαν καλλιτέχνης. Τα έργα αυτά αποτελούν, χωρίς να συμβιβάζουν τη ζωγραφικότητά τους, ερωτήματα πάνω στο τι είναι η ζωγραφική στην παρούσα συγκυρία. Οι ασυμβατότητες που γίνονται συμβατές με ένα αισθαντικό, αισθητά μελαγχολικό και ανεπαίσθητα παιγνιώδη τρόπο, φέρνουν κοντά, σε μια οργανική ενότητα, στοιχεία και λογικές που κανονικά δεν θα έπρεπε. Ζωγραφικές προσεγγίσεις που παραπέμπουν σε δημιουργούς των μέσων του 20ού αιώνα, προσφέρουν το background σε μορφές που έρχονται από τον 17ο αιώνα. Τελάρα που είναι εντελώς ανεικονικά συνυπάρχουν με άλλα όπου αναμειγνύονται οι απεικονιστικές λογικές, δημιουργώντας μια νέα σχέση ετερότητας, αυτή τη φορά ανάμεσα στα έργα.
Τα ερωτήματα που τίθενται είναι καίρια: ποια είναι η θέση της φόρμας σε μια τέχνη μετά τον φορμαλισμό, ποια η κατεύθυνση μετά τους -ισμούς σε έναν πολιτιστικό χώρο όπου όμως επιμένουν τόσο οι μοντερνικές όσο και οι ακαδημαϊκές/προμοντερνικές ζωγραφικές αναφορές σαν αδικαίωτες χίμαιρες ή ανακύπτοντα εικαστικά φαντάσματα; Το πιο σημαντικό όλων είναι ότι τα ερωτήματα τα βάζει εδώ η ίδια η ζωγραφική, μέσα από πράξη και τρόπο μεστό, αισθητικά και νοηματικά, μια ζωγραφική που αναρωτιέται για τον εαυτό της, μια ζωγραφική που σκέφτεται και προκαλεί σκέψη μέσα από την αίσθηση, και που παραμένει πάνω απ' όλα ζωγραφική.