fbpx
Μανόλης Πρατικάκης

Μανόλης Πρατικάκης

συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

Από Το σώμα της γραφής το 1975 ξεκίνησε ο ποιητής-ψυχίατρος Μανόλης Πρατικάκης για να φτάσει, τελικά, το 2012 στην Κιβωτό. Στο μεταξύ, Γενεαλογία, Η μαγεία της μη διεκδίκησης, Τα δυσεύρετα χρώματα του τέλους, Η λήκυθος, Η κοίμηση και η ανάσταση των σωμάτων του Δομήνικου, Αφημένα ήσυχα στη χλόη, Το νερό, Τα Ποιήματα 1970-1984 και 1984-2000, Ο μεγάλος ξενώνας, Το αόρατο πλήθος, τα Αφηγήματα ενός ψυχιάτρου το πρώτο πεζό, Κρατικό Βραβείο, υποψηφιότητα για το Ευρωπαϊκό Αριστείο και σήμερα, ως άλλος Νώε, συγκεντρώνει της συλλογικής μνήμης τα άφθαρτα. Και από τις εκδόσεις Gutenberg υπογράφει και παραδίδει στο αναγνωστικό κοινό την ποιητική Κιβωτό του.

Για όλα μιλήσαμε. Ποίηση, γλώσσα, γενέθλιο τόπο, μνήμη και το σημερινό… βραχυκύκλωμα. Γιατί η γλώσσα μας είναι η ιστορία μας, το πνευματικό μας οικοσύστημα. Η αληθινή μας πατρίδα.

Τι ήταν εκείνο που ειδικά τώρα δημιούργησε την Κιβωτό σας, κύριε Πρατικάκη;

Ενδεχομένως και χωρίς να το συνειδητοποιώ οι διαμορφωμένες συνθήκες στη χώρα, μα και γενικότερα, με ώθησαν σε αυτή τη δημιουργία. Οι παρενέργειες της κρίσης ενός μηχανοκίνητου πολιτισμού, δηλαδή ο πολιτισμός μιας άπληστης καταβροχθιστικής Αγοράς, μας οδήγησαν σε λανθασμένες κατευθύνσεις. Η ευμάρεια με δανεικά, ο θρίαμβος της υλοφροσύνης, η επιδειξιομανία και η οίηση του Νεοέλληνα ήταν μοιραίο να μας οδηγήσουν σε αυτή την κρίση, που ενώ δείχνει να είναι οικονομική, κατά βάθος είναι κρίση Αυτογνωσίας, ατομικής και συλλογικής. Το διανοητικό ισοζύγιο αποδείχτηκε απείρως ελλειμματικό, αλλά κανείς μας δεν έβλεπε τίποτα.

Οι ιθύνοντες έκρυβαν ταχυδακτυλουργικά τις μαύρες τρύπες. Οι τράπεζες μας πίεζαν για καταναλωτικά δάνεια. Έτσι γίναμε οι σπαρακτικοί θαμώνες στης αφθονίας το βουλιμικό κάτεργο, με ακατάσχετους οχετούς σε ένα σηπτικό φαγοπότι. Εδώ, στην ανυπαρξία των αυθεντικών αξιών και των γνήσιων αναγκών, βρίσκονται οι ρίζες της σημερινής κρίσης.

Το χαμένο βασίλειο, που με τόση αλαφρομυαλιά φανταστήκαμε πως είχαμε, το κουβαλάει καθένας που δεν είναι αληθινός βασιλιάς, αλλά ένας αχυράνθρωπος ντυμένος βασιλικά. Αυτός είναι ο τρόμος μας. Και αυτός ο τρόμος μεταφράζει νύχτα μέρα το φτηνό περιπλανώμενο πένθος μας. Το παράδοξο μαρτύριο του ξεπεσμού μας (ο βασιλιάς ήταν γυμνός). Έτσι σκέφτηκα ότι έπρεπε να αρχίσουμε από την αρχή. Από τα πιο απλά και αυτονόητα. Να ξαναβρούμε τη συλλογική μνήμη, την αυτοσυνειδησία μας, τα κουσούρια μας και τα προτερήματά μας. Να κοιτάξουμε μέσα μας με αδυσώπητη αυτοκριτική: κρυψίνοιες, διαφθορές, στρεβλώσεις, παθολογικές συνήθειες και μάταιες καταχρήσεις. Καθώς ο Νεοέλληνας είναι ετερομορφικός, για κάθε κακοδαιμονία φταίνε οι άλλοι, οι διπλανοί, το κράτος, ποτέ αυτός. Έτσι γύρισα πίσω στα παιδικά χρόνια. Τότε που η γενέτειρα παρέμενε ακόμη ανέπαφη από την οξείδωση του πολιτισμού (που έφτασε στην εξαγρίωση – Τ. Σ. Έλιοτ). Και έτσι μου ήρθαν οι στίχοι. Νοεί ο ασπρομάλλης Νώε. Και μεγάλος γνώση ακούει της αφθονίας και της αποξένωσης τον επερχόμενο κατακλυσμό. Αυτός ο σύγχρονος κατακλυσμός γέννησε την ιδέα της Κιβωτού. Αντιστρέφοντας τους όρους: στην αφθονία η λιγοσύνη. Στην αποξένωση η ανθρώπινη εγγύτητα.

Ο Μύρτος με γέννησε, και γιατί επιλέξατε να ξαναρχίσετε όλα απ' την αρχή; Ξανά απ' την αρχή θα πρέπει να τα πάρουμε όλα;

Ο Μύρτος, ο γενέθλιος τόπος, είναι προσδιοριστικός για πολλά πράγματα της ιδιοσυγκρασίας μου. Η γαλήνια ανοιχτότητα του Λιβυκού πελάγους, το φως του, άλλοτε εγκαυματικό και άλλοτε μενεξεδένιο, οι υγροί νοτιάδες, το ποτάμι, η λίμνη με τα τροπικά πουλιά, ο καταπράσινος κάμπος, απόθεσαν μια έντονη αίσθηση απόδρασης κι επιστροφής και άφησαν μια υφάλμυρη υγρασία στη συνείδησή μου.

Ναι, ξανά και ξανά από την αρχή, όπως σωστά λέτε. Γιατί καμιά αρχή δε μοιάζει με την προηγούμενη, καθώς αλλάζουν διαρκώς οι συντεταγμένες και το ειδικό βάρος της μνήμης μας και της σκέψης μας. Τα παιδικά χρόνια έχουν ένα απίστευτο βάθος. Και ενώ τα έχουμε βιώσει φαντάζουν εκτιμήσεις αγεωγράφητες. Είναι ένας αστείρευτος ορυκτός πλούτος που όσο τον σκάβεις ανακαλύπτεις καινούργια μεταλλεύματα. Εκεί είναι κρυμμένο όλο το χρυσάφι, όλο το φως της ζωής μας.

Ο παράδεισος των παιδικών σας χρόνων, η ποίηση και ειδικά η δική σας ποιητική καταγωγή, η εποχή τότε και το ραφείο του πατέρα, το μαύρο στον τόπο μας που γειτνιάζει μια ζωή με το φως… το Φως ψάχνεται με την Κιβωτό σας;

Όσο ουτοπικό και εάν είναι, αυτό τον παράδεισο δεν μπορείς να τον λησμονήσεις γιατί είναι το σημαντικότερο κομμάτι από τη ζωή σου. Ζει σε κάποιες γωνιές της ψυχής μας. Είναι το αιώνιο προζύμι απ' όπου πλάστηκε όλη μας η ύπαρξη. Όταν αφηνόμαστε στην αμεριμνησία (δηλαδή όταν βγήκαμε από το καλούπι του χρόνου), όταν μας διαπερνά η αθωότητα και η αφιλοκερδία, όταν ζούμε στον ενεστώτα (δηλαδή στην αιωνιότητα της στιγμής), χωρίς βιασύνη και χωρίς καμιά σκοπιμότητα και υστεροβουλία, ξαναγινόμαστε όλοι εκείνα τα παιδιά που υπήρξαμε. Επιστρέφουμε εκεί κι ένα σύντομο φτερούγισμα μας συνεπαίρνει.

Έγραψα ένα ολόκληρο βιβλίο, Το αόρατο πλήθος των παιδιών που υπήρξαμε, εννοώ. Αλλά το θέμα δεν εξαντλείται. Το πιο ανέγγιχτο μυστήριο, η πιο απρόσιτη μαγεία της εποχής εκείνης παραμένει ανέκφραστη. Κάπου βαθιά, μας είναι καταχωρισμένα όλα και περιμένουν να τα ξαναζωντανέψουμε από εκείνο τον πολύτροπο ύπνο. Πρέπει να βρούμε τη συσκοτισμένη στιγμή που τα παιδιά μεγαλώνοντας γερνούν μέσα σε σκοτεινούς και κουρασμένους άντρες.

Το ραφείο του πατέρα ήταν ένα μικρό ολόφωτο σύμπαν. Το λουξ με το αμίαντο να φωσφορίζει σαν μικρός αστεροειδής στην κάμαρα. Τη νύχτα τα απέναντι χαλάσματα της Κατοχής δεν έμοιαζαν πλέον με εφιάλτες αλλά με φαντασμαγορική σκηνογραφία που με τρόπο μαγικό ακύρωνε την ιδέα του μαύρου και της συμφοράς. Από την άλλη ο πατέρας, από ένα απλό τσόχινο ύφασμα, έραβε κάτι υπέροχα μόρτικα παντελονάκια, για λίγες δραχμές. Τα παιδιά ξετρελαίνονταν, σαν να τους είχαν προσφέρει όλης τους της ζωής τα παιχνίδια. Δεν είχαν όμως ακόμη σαντάλια. Ε, και λοιπόν; Προς το παρόν είχε αναλάβει την ύφανσή τους ο κουρνιαχτός των μονοπατιών.

Και σήμερα εκείνο το Φως είναι μόνον η ποίηση; Είναι και η ποίηση;

Το φως είναι παντού, αν δεν είσαι τυφλός. Είναι το μόνο πράγμα που καταργεί το σκοτάδι, το μαύρο που καταπίνει όλα τα χαρακτηριστικά. Σκοτάδι είναι σε κάθε μέρος που σκοτώνουμε την αθωότητα. Σε κάθε μέρος που διαφθείρουμε εκείνα που μας εμπιστεύτηκαν. Σκοτάδι είναι η λήθη, η απώλεια της ατομικής και συλλογικής μνήμης. Η λησμονιά της κλωστής που μας ενώνει με το παρελθόν. Όλα έχουν μια συνέχεια, μια καταγωγή. Μια μακριά πορεία από θριάμβους και καταστροφές. Για να είναι ακονισμένο το σπαθί της γνώσης και της συνείδησης, πρέπει όλο το παρελθόν να κυκλοφορεί ζωντανό μέσα στο αίμα μας. Νομίζω, καθένας πρέπει να είναι φρουρός των μνημείων του ανθρώπινου πνεύματος, της ιστορικής και της ανθρώπινης εφευρετικότητας. Χωρίς ιστορική μνήμη κάθε λαός δεν μπορεί παρά να επαναλαμβάνει τα ίδια ατομικά και συλλογικά λάθη που οδηγούν στην εκφύλιση και στον αφανισμό του. Τι άλλο είναι η μνήμη από μια φαντασμαγορική αιωνιότητα, από μια απέραντη τοιχογραφία απ' όπου μπορεί να ξαναδείς πάλι και πάλι τις ζωές των ανθρώπων και το πεπρωμένο τους.

Όλα τα είδη της ζωής να επιστρέψουν. Αλλά προηγουμένως κατασκεύασε της απουσίας τους την Κιβωτό. Για να τα βρούμε, θα πρέπει να τα ξαναθυμηθούμε πρώτα και να τα αναζητήσουμε; Και ποια είναι εκείνα που ξεχάσαμε, εκείνα τα οποία εσείς ποτέ δεν ξεχάσατε, γι’ αυτό και φτιάξατε την ποιητική σας Κιβωτό;

Κάθε αντίσταση στην παραίτηση, στη βολική θλίψη, στον αυταρχισμό και στην αυθαιρεσία παράγει ένα σπινθήρα, και όλοι μαζί οι σπινθήρες έναν αστερισμό που μας επιτρέπει να ονειρευόμαστε ακόμη. Η ποίηση είναι μια ιδιαίτερη λάμψη μέσα στα φυσερά και τα σιδηρουργεία της γλώσσας. Είναι ένα σκούντηγμα, θα ’λεγα, ανυψωτικό, για όσους παρά τους αντιπνευματικούς καιρούς που ζούμε διατηρούν τις ευαισθησίες τους. Η ποίηση μπορεί να μην κινητοποιεί τις μάζες αλλά εμποδίζει το Λόγο να στομώσει. Γιατί η γλώσσα μας είναι η ιστορία μας, το πνευματικό μας οικοσύστημα. Η αληθινή μας πατρίδα.

Πολύ σωστά ρωτάτε πως για να βρούμε πρέπει να ξαναθυμηθούμε. Συχνά ζούμε με αυτονόητα. Αυτά που πέρασαν νομίζουμε πως είναι παρελθόν. Δεν μπορούμε να φανταστούμε πως είναι μια βασική δρώσα συνιστώσα της κάθε μας στιγμής. Καθώς το παιδί περνά στην ενηλικίωση αφήνει πίσω του βιαστικά έναν ονειρικό, ανέκφραστο κόσμο. Μια αχαρτογράφητη αυτοκρατορία, την οποία όμως δεν έχει συνειδητοποιήσει, για να μπει σε μια ήπειρο σκοπιμοτήτων που τον διαβρώνει. Από εκείνη την γκρίζα ήπειρο των ενηλίκων θα κοιτάξει, πολύ αργότερα, τον χαμένο παράδεισο γιατί συνειδητοποιεί ότι εκεί βρίσκεται η περιούσια και ανόθευτη ουσία της ζωής. Τότε, ζωντανεύει όλη η άδολη ομορφιά του κόσμου και πάλλει στα παιδικά βλέφαρα, με τα πιο γνήσια μηνύματα της ψυχής. Το καθετί είναι απτό, γνήσιο, αλλά και τυλιγμένο στο μυστήριο της καταγωγής του. Για μια στιγμή θυμήθηκα τα παλιά εργαλεία: το λύχνο, τη ρόκα, το αλέτρι, το αμόνι, το χερόμυλο – τα αναζήτησα και τα βρήκα. Γεμάτα μνήμες. Στα χέρια των ανθρώπων που τα φαντάστηκαν, τα σφυρηλάτησαν και τα πότισαν με ιδρώτα, αφήνοντάς τα κληρονομιά σ’ εμάς. Είδα το παλιό δρεπάνι να θερίζει τα σπαρτά κι ένας απέραντος κόσμος άρχισε μες στη μνήμη μου να φτερουγίζει. Όλα αυτά λάμπουν σαν παλιά εικονίσματα. Και αυτά έχουμε λησμονήσει κι αποχωριστεί. Δηλαδή αυτά που μας δένουν με τις ρίζες μας, τους προγόνους μας, μαζί με τα γνήσια όνειρα και τα ανόθευτα αισθήματα ενός κόσμου που διατηρούσε Αλήθεια και Αυθεντικότητα. Από ό,τι αυθεντικό και γνήσιο αποχωριζόμαστε, γινόμαστε εξόριστοι, ρημάζοντας τη ζωή.

Θυμάστε κι ανθρώπους. Τον Γ. Στεφανάκη, τον ανάπηρο πολέμου, και τον Μανωλιό που έφυγε για Βενεζουέλα, τα όσα σας έλεγε η Μαρία του Καρτσάκη… μαζί με Ντοστογιέφσκι και Ουγκό, Τολστόι και Τσέχοφ, η δική σας Πινακοθήκη των αγίων;

Καθένας έχει τις δικές του μνήμες, τις δικές του εμπειρίες, τους δικούς του νεκρούς, τα δικά του όνειρα και ματαιώσεις. Αλλά όλα, όσο κι αν διαφέρουν, έχουν κοινές ρίζες. Διέπονται από παρόμοιους φόβους, πάθη, πένθη, φιλοδοξίες και ονειροπολήσεις. Αλλά όλοι οι ανάπηροι πολέμου είναι παιδιά του ίδιου ανθρώπινου αμοραλισμού. Της ίδιας μεγαλομανίας και κατάχρησης εξουσίας, πέρα και πάνω από νομοτέλειες. Όλα τα κακουργήματα σε παρόμοιες νύχτες των αφρόνων συντελούνται. Καθένας λοιπόν κρύβει μέσα του τη δική του Κιβωτό. Έχει τη δική του Πινακοθήκη των αγίων, όπως τόσο όμορφα λέτε. Αλλά χρειάζεται να τη ζωντανέψει, να δέσει τους αρμούς της, να της δώσει μορφή και νόημα. Να βάλει μέσα τις ζωντανές μυριστικές, ανοξείδωτες αξίες. Τα όντα, τα όνειρα και τα εργαλεία, όσο ασήμαντα κι αν είναι, που τον προσδιόρισαν. Όσο διαφορετικά κι αν είναι όλα αυτά, διέπονται από την ίδια κοινή ανθρώπινη μοίρα. Ο ποιητής απλώς αναλαμβάνει το ατομικό να το κάνει παγκόσμιο. Το επιμέρους καθολικό. Το εντόπιο πανανθρώπινο.

Κι ο Ιωάννης ο Ακτήμονας, χαλιναγώγηση, αυτοπειθαρχία, συστολή των αισθήσεων, απέριττη στάση του λωτού κάνοντας ν' ανθίσει το πνεύμα, υπάρχουν στιγμές, κύριε Πρατικάκη, που αισθάνομαι ότι εκτός από τον ποιητή, μιλά και ο ψυχίατρος…

Ενώ δείχνει να μιλάει ο ψυχίατρος, στην πραγματικότητα μιλάει η Ανατολική φιλοσοφία, οι Ουπανισάδες, αυτό το υπέροχο Ινδικό Έπος.

Γιάμα θα πει αχαλίνωτη μύηση. Νιγιάμα αυτοπειθαρχία, πατιαχάρα συστολή των αισθήσεων και παντμα-ασάνα στάση του λωτού καθώς ανθίζει μέσα στο απελευθερωμένο, από όλα τα στερεότυπα και προκαταλήψεις του, πνεύμα εκείνου που ασκείται, για να ενισχύσει τη σχέση του βαθύτερου Είναι του με τον κόσμο. Είναι τα διάφορα στάδια πλήρους αυτοκυριαρχίας, αρχίζοντας από τον έλεγχο του ενστίκτου, των αισθήσεων, έως την πλήρη εξάλειψη της νοησιαρχίας, οπότε απελευθερώνεται όλη η εσωτερικευμένη ενέργεια και ενόραση, με το ξύπνημα της Κουνταλίν. Η τελευταία αυτή μέθοδος ονομάζεται Μανολάγια. Η Ανατολική φιλοσοφία παρεμβαίνει αρκετά δραστικά και στην Κιβωτό, παρότι ίσως δεν φαίνεται. Ο ψυχίατρος βοήθησε εκεί στην καταβύθιση των αμφιθυμικών σχέσεων του σογιού, των προγόνων. Στις συγκρούσεις συνειδητού- ασυνειδήτου, στην προσπάθεια καθαρμών. Στα κίνητρα δραπέτευσης του Πλάνητα (Οδυσσέα), που δείχνει να εγκαταλείπει τις ρίζες του, ενώ ακριβώς, σ' ένα βαθύτερο επίπεδο, αυτές ψάχνει. Απλώς, αντί την Ιθάκη, γυρεύει τη χαμένη παιδική Αθωότητα και τη συνύπαρξη των πολιτισμών. Γυρεύει την Αγάπη που έχει τα θεμέλιά της στον ουρανό.

Ο δικός σας Χάρτης, ενδεχομένως η Κιβωτός να είναι, είναι δηλαδή ο δικός σας Χάρτης· πόσο απαραίτητος είναι ειδικά σήμερα ο Χάρτης-Κιβωτός για τον καθένα;

Δεν ξέρω πόσο χρήσιμος είναι για τον καθένα, και όπως λέτε, ειδικά σήμερα. Σ' εμένα προέκυψε, σαν ένα φυσικό φαινόμενο, που θα πει ότι μια βαθύτερη ανάγκη με παρακίνησε να επιστρέψω στο παρελθόν και να προσπαθήσω να ζωντανέψω, για την ακρίβεια να επαναβιώσω, έναν ξεχασμένο και ίσως περιφρονημένο κόσμο, από τους πολλούς. Φυσικά και δεν είναι όλη η παράδοση ζωντανή. Αλλά υπάρχουν πολλές διαχρονικές αξίες, πολλά αμνημόνευτα έργα, μικρά ή μεγάλα, που δε σκουριάζουν, αλλά παραμένουν αναλλοίωτα και επίκαιρα στο πέρασμα του χρόνου. Ο λόγος των ανθρώπων είχε άλλη βαρύτητα. Υπήρχε πίστη στη ζωή. Αγάπη στα φυσικά όντα. Σεβασμός και αιδημοσύνη στις σχέσεις. Δεν υπήρχε αυτή η νοσηρή απληστία. Η ολιγάρκεια ήταν μια σταθερή αξία. Το καθετί που χρησίμευε για την επιβίωση και τη γνήσια πρόοδο είχε μια ξεχωριστή θέση στην εργαλειοθήκη του μυαλού τους. Η ρόκα είχε μια διαλεκτική σχέση με το μαλλί, όπως η σμίλη με την πέτρα στο χέρι του λιθοξόου. Υπήρχε μια σχέση ευλάβειας. Ο γεωργός αγαπούσε τη γη. Φρόντιζε τα δέντρα και τα σπαρτά σαν παιδιά του. Κάποτε ένας γέροντας μου είπε: «Ποιος σκέφτεται σήμερα, παιδί μου, ότι λίγα λεπτά αν κοπεί το κλαδάκι της αναπνοής που μας δένει με τον αιθέρα, πεθαίνουμε; Ή το νερό, χωρίς αυτό δε ζούμε πάνω από οχτώ μέρες; Αν το σκέφτονταν αυτό οι άνθρωποι, δε θα μόλυναν τον αέρα, αυτό το τεράστιο φυσερό που τρέφει τα πνευμόνια μας. Ούτε το νερό, που από εκείνο ερχόμαστε».

Από Το σώμα της γραφής, στη Γενεαλογία και τη Μαγεία της μη διεκδίκησης, στο βραβευμένο Νερό, τον Μεγάλο ξενώνα, το Αόρατο πλήθος στην Κιβωτό, τι άλλαξε και τι παρέμεινε ίδιο κι απαράλλαχτο, κύριε Πρατικάκη, μέσα στο χρόνο;

Είναι μια μακριά πορεία, με πολλούς πειραματισμούς, από εκεί που ξεκίνησα, μέχρι εκεί που φτάνει κανείς, αν φτάνει. Στην αρχή θυμάμαι ήθελα να εντυπωσιάσω με τα αντιστασιακά ποιήματα του 1971, να φανεί η πνευματική μας αντίσταση. Όπως και με τους Παραχαράκτες, το 1976, με την εκζήτηση, την ωραιολογία, τον άκρατο μοντερνισμό και την επίδειξη, ντε και καλά, της γλωσσικής καινοτομίας. Με τη Λιβιδώ νομίζω αρχίζουν να μπαίνουν τα διανοήματά μου σε μια αισθητική τάξη και να υπάρχει έλεγχος των εκφραστικών μέσων. Από εκεί και πέρα αρχίζει ένας αδιάκοπος αγώνας για τη γλώσσα. Ανακαλύπτω τους φυσικούς φιλοσόφους και την Ανατολική κουλτούρα και φιλοσοφία, τα οποία με επηρεάζουν και με τη στοχαστική τους λιτότητα και το ποιητικό τους βάθος που μαζί με την ψυχιατρική και την ψυχανάλυση διαμορφώνουν έναν καινούργιο κόσμο. Το υλικό είναι τεράστιο και η διαχείρισή του δύσκολη. Γράφω κείμενα-μικρούς ποταμούς με ροή ονειρική, κάποτε παραληρηματική (π.χ. Παραλοϊσμένη, Γενεαλογία κτλ.) Με την Οντοφάνεια και τη Μαγεία της μη διεκδίκησης, ανακαλύπτω τη μαγεία των φυσικών όντων. Προσπαθώ να τα προσεγγίσω οντολογικά, τα κάνω να μιλήσουν τα ίδια για να μας αποκαλύψουν το μυστήριο του ερχομού τους. Προσπαθώ να ανιχνεύσω την πρώτη πατημασιά.

Ο Ευγένιος Αρανίτσης θα γράψει για τη Λήκυθο πως είναι Μια αργόσυρτη προσευχή στην ενότητα των φυσικών όντων. Από κει και πέρα ολοένα επιστρέφω προσπαθώντας να γράψω με τα τέσσερα ριζώματα του Εμπεδοκλή· αρχίζω με το Νερό και μου προκύπτει ένας ολόκληρος κατακλυσμός. Τα άλλα τρία μισογραμμένα. Η μεγάλη μου σχέση με τη φύση είναι πια γεγονός. Στα ενδιάμεσα κινείται ένας δεύτερος άξονας, πάνω στο κοινωνικό γίγνεσθαι, την αλλοτρίωση, τη μοναξιά, τη νεύρωση του ανθρώπου της νεωτερικότητας, την εικονική πραγματικότητα μέσα στους κλιματιζόμενους εφιάλτες (βλ. Νύχτα εφημερίας, Μεγάλος ξενώνας).

Στην πορεία του χρόνου εκείνο που αλλάζει είναι η βαρύτητα των λέξεων, η μεγαλύτερη στοχαστικότητα και απλότητα, η πολυμορφία μέσα στο ίδιο το βιβλίο, όπου υπάρχει λυρισμός, ποιητική πρόζα, στοιχεία της παράδοσης και γλωσσικά μορφώματα της λαικής σοφίας, χωρίς να απουσιάζει ο μοντερνισμός, ο προφορικός λόγος, η ειρωνεία, η φάρσα, το χιούμορ.

Εκείνα που παραμένουν τα ίδια είναι η πίστη στη δημιουργία, η αγάπη στα φυσικά όντα και τη γλώσσα, η βαθύτερη γνωριμία του γενέθλιου τόπου. Ακόμα, τα παλιά εργαλεία, αυτά καθαυτά σαν μνημεία εφευρετικότητας αλλά και σαν ποιητικά σύμβολα. Και τέλος το πείσμα να μη σβήσει από μέσα μας η παιδική αθωότητα και αμεριμνησία. Εκείνα που μας εμπιστεύτηκαν να τα καλλιεργήσουμε στο έπακρον για τις επόμενες γενιές. Καθώς η γλώσσα και οι ηθικές αξίες που εμπεριέχονται είναι αξίες διαχρονικές.

ΚιβωτόςΚιβωτός
Μανόλης Πρατικάκης
Τυπωθήτω, 2012
101 σελ.
Τιμή € 13,00
001 patakis eshop

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΕΛΛΗΝΕΣ
Στέλιος Παρασκευόπουλος: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Στέλιος Παρασκευόπουλος είναι δημοσιογράφος, μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ). Η σταδιοδρομία του ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 από την εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος και αργότερα...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΕΛΛΗΝΕΣ
Σοφία Ανδρεοπούλου: συνέντευξη στη Ράνια Μπουμπουρή

Η Σοφία Ανδρεοπούλου, MSc, είναι ψυχολόγος-παιδοψυχολόγος. Έχει σπουδάσει ψυχολογία στο ΕΚΠΑ, έχει εκπαιδευτεί στη συστημική οικογενειακή θεραπεία δίπλα στη Χ. Κατάκη, έχει κάνει μεταπτυχιακό στην...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.