fbpx
Δημοσθένης Κούρτοβικ: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Δημοσθένης Κούρτοβικ: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ (Αθήνα, 1948) σπούδασε ανθρωπολογία στην Αθήνα και στη Στουτγάρδη, έκανε το διδακτορικό του στην Πολωνία με θέμα την εξέλιξη της ανθρώπινης σεξουαλικότητας και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης το ίδιο αντικείμενο, καθώς και το θέμα της σεξουαλικότητας στην τέχνη. Έχει δοκιμαστεί σε όλα τα είδη του πεζού λόγου (μυθιστόρημα, διήγημα, δοκίμιο, αφορισμοί, λογοτεχνική κριτική κ.λπ.). Μυθιστορήματα και διηγήματά του έχουν μεταφραστεί σε δέκα ξένες γλώσσες. Ο ίδιος έχει μεταφράσει εξήντα τρία βιβλία όλων των κατηγοριών από οκτώ ξένες γλώσσες. Σήμερα εργάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας στην εφημερίδα Τα Νέα.

Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το βιβλίο Η νοσταλγία της πραγματικότητας;

Ανά δεκαετία, περίπου, συγκεντρώνω τα κριτικά και τα δοκιμιακά κείμενά μου ή, όπως τώρα, μια επιλογή από αυτά, και τα δημοσιεύω σ’ έναν τόμο. Είναι ένας αγώνας εναντίον της εφήμερης παρουσίας τους σ’ εφημερίδες και περιοδικά. Είναι κι ένα τεστ: βλέπω, και κυρίως μπορούν να δουν οι αναγνώστες, αν και πόσο αντέχουν στον χρόνο πράγματα που έχω γράψει παλιότερα.

Γράφετε ότι ο τρόπος που προσεγγίζατε τα βιβλία όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν ο τρόπος του βιβλιοκριτικού. Δεν είναι δύσκολο για έναν συγγραφέα να κρίνει τα έργα άλλων συγγραφέων;

Όλοι οι συγγραφείς κρίνουν έργα άλλων συγγραφέων, και συχνά πολύ σκληρότερα απ’ ό,τι εγώ. Η διαφορά είναι ότι εγώ παίρνω το ρίσκο να δημοσιοποιώ τις κρίσεις μου, βάζοντας από κάτω την υπογραφή μου, και ότι γι’ αυτόν τον λόγο είμαι υποχρεωμένος να τις τεκμηριώνω.

Όταν διαβάζετε ένα βιβλίο, πώς λειτουργείτε: ως συγγραφέας ή ως κριτικός που πρέπει να γράψει κάτι για το βιβλίο που έχει στα χέρια του;

Αφουγκράζομαι το βιβλίο που διαβάζω χωρίς να μετράω πόσο λειτουργώ ως συγγραφέας και πόσο ως κριτικός. Κάνω σκέψεις όπως «να ένα ενδιαφέρον αίσθημα», «να μια ωραία τεχνική λύση, από την οποία μπορώ να μάθω», «εδώ στραβοπατάει ο συγγραφέας, διότι…» κ.λπ. Δεν αναστέλλω πάντως τις δικές μου συγγραφικές ευαισθησίες για χάρη των ευαισθησιών του συγγραφέα. Τις αφήνω ν’ αναμετρηθούν με αυτές ελπίζοντας ότι θα προκύψει κάτι ενδιαφέρον και για τον αναγνώστη της κριτικής μου.

Θα τους έλεγα μόνον ένα πράγμα: να ψάχνουν βαθιά μέσα τους για να καταλάβουν τι τους αρέσει πραγματικά και γιατί, όχι τι πρέπει να τους αρέσει επειδή το υπαγορεύει η μόδα ή η επίσημη κουλτούρα. Έτσι θα γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους και θα μπορούν να έχουν έναν γνήσιο διάλογο με τον κόσμο που τους περιβάλλει.

Το ότι αγαπάτε τη λογοτεχνία το διακρίνουμε από τα βιβλία που κρίνετε χρόνια τώρα αλλά και από το ότι, αν χρειαστεί να πάρετε θέση, έχετε την τόλμη να διατυπώσετε τη γνώμη σας. Αυτό όμως δεν έχει και κάποιες συνέπειες;

Φυσικά έχει συνέπειες. Ένας περισσότερο συνετός από εμένα θ’ απέφευγε να πει πράγματα που λέω εγώ και με τον τρόπο που τα λέω. Έχω το κουσούρι να μην κρύβω τις σκέψεις μου.

Έχετε κάνει ποτέ λάθος για κάποιο βιβλίο που το κρίνατε θετικά και στην πορεία αποδείχτηκε ότι δεν είχε τη συνέχεια που περιμένατε;

Ναι, έχει συμβεί, και όχι μόνο μία φορά. Προπαντός επειδή παλιά είχα την τάση να κρίνω με υπέρμετρη ευμένεια νέους και πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς που μου φαινόταν πως είχαν κάτι να πουν. Αυτό τώρα έχει αλλάξει κάπως. Η πείρα μού έχει διδάξει ότι ο πολύς έπαινος δεν ενθαρρύνει τους λογοτεχνικούς νεοσσούς ν’ αναπτύξουν το ταλέντο τους, αλλά τους κάνει αυτάρεσκους και στάσιμους.

Έχετε εργαστεί σε πολλές έντυπες εφημερίδες. Παλιότερα αφιέρωναν ένθετα στη λογοτεχνία. Σήμερα γιατί ο χώρος αυτός περιορίστηκε;

Ένας λόγος είναι ότι έσκασε η φούσκα της αγοράς του βιβλίου. Πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ήταν μια δυναμικά ανερχόμενη αγορά κι έγιναν ανάλογες επενδύσεις σ’ αυτήν. Αργότερα φάνηκε καθαρά ότι οι προσδοκίες ήταν εξωπραγματικές. Αλλά υπάρχει κι ένας άλλος λόγος. Οι βιβλιοκριτικοί, οι συγγραφείς, οι πολιτισμικοί συντάκτες δεν τίμησαν, πλην εξαιρέσεων, όπως έπρεπε τον πολύ χώρο που τους παραχώρησαν μερικές εφημερίδες. Έγραφαν σαν ν’ απευθύνονταν στην παρέα τους ή σ’ ένα εξειδικευμένο, μυημένο κοινό, με αποτέλεσμα να μη διαβάζονται τα κείμενά τους.

Μήπως βρισκόμαστε σε μια νέα περίοδο, την εποχή των ηλεκτρονικών περιοδικών; Ποια είναι η γνώμη σας για αυτά;

Έχω διαβάσει στα ηλεκτρονικά περιοδικά, μεταξύ αυτών και στο δικό σας, εξαιρετικά κείμενα, όπως και κείμενα αδιάφορα. Ίσως είμαι όμως πολύ μεγάλος για να κρίνω αν ανοίγουν μια καινούργια εποχή. Μου φαίνεται πάντως ότι, σε γενικές γραμμές, δεν ξεφεύγουν από τη λογική των παραδοσιακών εντύπων και ότι έχουν ένα κάποιο έλλειμμα προσωπικότητας. Αλλά, επαναλαμβάνω, ίσως δεν βλέπω σωστά λόγω ηλικίας.

Αλήθεια, χρησιμοποιείτε τη νέα τεχνολογία; Γράφετε τα κείμενά σας στον υπολογιστή;

Είπα πως είμαι μεγάλος, αλλά δεν είμαι και τόσο αρχαίος ώστε να γράφω ακόμη στη γραφομηχανή ή με μολύβι και γομολάστιχα!

Πώς βλέπετε τη δημοσίευση διηγημάτων, ποιημάτων σε διαδικτυακά περιοδικά; Διαβάζετε βιβλία σε ηλεκτρονική μορφή;

Καταλαβαίνω πολύ καλά τα πλεονεκτήματα των e-books, εμένα όμως μου αρέσει η σωματική επαφή με το βιβλίο, μέσω της αφής, της όσφρησης. Τη βρίσκω πιο ερωτική. Πάντως, πιστεύω ότι ειδικά την ποίηση μπορεί να τη διασώσει το Διαδίκτυο και μάλιστα να την οδηγήσει σε καινούργια άνθηση. Η ποίηση, εκτός από τη συντομία των ποιημάτων, έχει και κάτι το αφαιρετικό, που δεν θίγεται από την άυλη, ηλεκτρονική μορφή.

Η δικιά μου η γενιά αλλά και οι νεότερες σας γνωρίζουν από τις εφημερίδες όπου γράφετε. Βοήθησε η ενασχόλησή σας με την κριτική στη διεύρυνση του αναγνωστικού σας κοινού;

Υποθέτω πως ναι, δεδομένου και ότι ως κριτικός εμφανίζομαι κάθε βδομάδα, ενώ ως συγγραφέας κατά αραιά διαστήματα. Από την άλλη, αν δεν έγραφα κριτικές σαν αυτές που έχω γράψει, θα είχα αγαθότερες σχέσεις με τις λογοτεχνικές παρέες και θα είχα βρει ευρύτερη αποδοχή – ξέρετε, βραβεία, προσκλήσεις για ομιλίες και σεμινάρια και άλλα τέτοια, με ό,τι συνεπάγονται όλα αυτά για τις πωλήσεις των βιβλίων ενός συγγραφέα. Αλλά δεν παραπονιέμαι, τα περισσότερα βιβλία μου έχουν πάρει υμνητικές κριτικές, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, και τα διαβάζει ένα αρκετά μεγάλο κοινό.

Συνήθως, οι κριτικοί ρωτούνται να δηλώσουν λίστα από τα καλύτερα λογοτεχνικά έργα της δεκαετίας ή των τελευταίων δεκαετιών. Αυτές οι κατηγοριοποιήσεις βοηθούν τους αναγνώστες;

Όχι. Οι αναγνώστες δυσπιστούν ή αδιαφορούν για τέτοιες λίστες, και κατά τη γνώμη μου καλά κάνουν.

Τι φταίει που οι Έλληνες διαβάζουν λίγο;

Η παιδεία. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα κάνει τα παιδιά να μισούν το διάβασμα. Η διδασκαλία της λογοτεχνίας στο ελληνικό σχολείο είναι φριχτή. Μόνο κατά τύχη ή από έμφυτη κλίση μπορεί ο μαθητής ν’ αποκτήσει καλή σχέση με το βιβλίο ή ν’ ανακαλύψει αργότερα στη ζωή του τις χαρές της ανάγνωσης. Εκτός αυτού, ο Έλληνας έχει μια τάση προς τον ξερολισμό, νομίζει πως είναι γεννημένος παντογνώστης ή πως τα μαθαίνει όλα με καφενειακού τύπου συζητήσεις.

Με ποιον Έλληνα συγγραφέα θα θέλατε να είχατε ένα γεύμα και να συζητήσετε για λογοτεχνία;

Με κανέναν. Δεν θα συναντούσα ποτέ έναν συγγραφέα για να μιλήσω μαζί του για λογοτεχνία, και μάλιστα σ’ ένα γεύμα. Προτιμώ να κάνω τέτοιες συζητήσεις απροσχεδίαστα και κυρίως με ανθρώπους από άλλους χώρους.

Ποιο βιβλίο έχετε στο προσκεφάλι σας;

Μου είναι αδύνατον να διαβάσω στο κρεβάτι, γι’ αυτό δεν έχω κανένα βιβλίο στο προσκεφάλι μου.

Ποια συμβουλή σάς έδωσαν οι γονείς σας, που σας βοήθησε στη ζωή σας και εξακολουθείτε να την τηρείτε;

Δεν ήταν ακριβώς συμβουλή, ήταν αγωγή. Διαπαιδαγώγησαν εμένα και την αδελφή μου έτσι ώστε να έχουμε το θάρρος της γνώμης μας, ακόμη και αν έτσι ερχόμαστε αντιμέτωποι με τους πάντες. Τώρα, το αν αυτό μας βοήθησε στη ζωή ή όχι εξαρτάται από το πώς εννοεί κανείς τη βοήθεια και για ποιον σκοπό τη θέλει.

Τι θα λέγατε στους αναγνώστες μας που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;

Δεν μου αρέσουν οι υποδείξεις ενός συγγραφέα στους αναγνώστες, του τύπου «πώς να διαβάζουμε» ή «γιατί να διαβάζουμε». Θα τους έλεγα μόνον ένα πράγμα: να ψάχνουν βαθιά μέσα τους για να καταλάβουν τι τους αρέσει πραγματικά και γιατί, όχι τι πρέπει να τους αρέσει επειδή το υπαγορεύει η μόδα ή η επίσημη κουλτούρα. Έτσι θα γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους και θα μπορούν να έχουν έναν γνήσιο διάλογο με τον κόσμο που τους περιβάλλει.

Η νοσταλγία της πραγματικότητας
Η νοσταλγία της πραγματικότητας

Δοκίμια και κριτικές 2002-2013
Δημοσθένης Κούρτοβικ
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
400 σελ.
Τιμή € 19,00
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΕΛΛΗΝΕΣ
Ηρώ Σκάρου: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα

Η Ηρώ Σκάρου κατάγεται από την Ικαρία. Μεγάλωσε στη Σύρο και στην Αθήνα. Με σπουδές στη φιλοσοφία και μεταπτυχιακό στη διοίκηση επιχειρήσεων, εργάστηκε κυρίως στην εκπαίδευση και στο μάρκετινγκ....

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΕΛΛΗΝΕΣ
Τατιάνα Αβέρωφ: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Η Τατιάνα Αβέρωφ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954. Σπούδασε Ψυχολογία στην Αθήνα και στο Λονδίνο και εργάστηκε είκοσι χρόνια ως ψυχολόγος. Ήταν εισηγήτρια σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο ΕΚΕΒΙ,...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΕΛΛΗΝΕΣ
Τόλης Νικηφόρου: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Τόλης Νικηφόρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1938, σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων και εργάστηκε κυρίως ως σύμβουλος εσωτερικής οργάνωσης επιχειρήσεων στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και το Λονδίνο....

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.