fbpx
Δημήτρης Γκιώνης συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Δημήτρης Γκιώνης συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Τον Δημήτρη Γκιώνη τον θυμάμαι από την εφημερίδα Ελευθεροτυπία – από το 1975 μέχρι το 2011 συνεργάστηκε στο πολιτιστικό ρεπορτάζ. Οι σελίδες του ήταν τότε, και στην Εφημερίδα των Συντακτών τώρα, από τις αγαπημένες μου. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη συγγραφή. Ξεκίνησε με το αφήγημα Τώρα θα δεις..., συνέχισε με Το περίπτερο και έπειτα με το Έτσι κι αλλιώς. Τώρα κυκλοφόρησε ένα ακόμη βιβλίο με προσεγγίσεις και συνεντεύξεις με γνωστούς καλλιτέχνες και δημιουργούς που διακρίθηκαν στη χώρα μας (είχε προηγηθεί το Καλύτερα στον τυπογράφο, παρά στον ψυχίατρο, με τις συνεντεύξεις του Βασίλη Βασιλικού).

Πότε άρχισε το ταξίδι σας στη δημοσιογραφία, κύριε Γκιώνη;

Εδώ και 50 χρόνια, τον Οκτώβριο του 1964. Με πολύ μεράκι και φιλοδοξία, επειδή είχα ένα δέος γι' αυτό το επάγγελμα και τους ανθρώπους του. Ήταν άλλωστε μια εποχή εξάρσεων – να ξεφύγει αυτός ο τόπος από τη μιζέρια και να σταθεί όπως ορίζει το παρελθόν και ο πολιτισμός του. Άμισθος τους πρώτους μήνες. Ο αρχισυντάκτης ήταν από την αρχή σαφής: «Είμαστε μια φτωχή εφημερίδα – δεν υπάρχει περίπτωση να πάρεις χρήματα, γιατί δεν υπάρχουν». Ζήτησα, και μου έγινε η χάρη, ν' ασχοληθώ με τα καλλιτεχνικά. Και τότε βρέθηκα σε μια θαυμαστή παρέα. Ήταν κυρίως κινηματογραφιστές που είχαν σπουδάσει στη Γαλλία, κι επειδή δεν είχαν ακόμη τη δυνατότητα να κάνουν ταινίες, βιοπορίζονταν δημοσιογραφώντας (κριτικές, σχόλια, μεταφράσεις). Ήταν η –και προϊσταμένη– Τώνια Μαρκετάκη, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Βασίλης Ραφαηλίδης, ο Φώτος Λαμπρινός, ο Αλέξης Γρίβας... Κι από δημοσιογράφους ο Φώντας Λάδης, η Βεατρίκη Σπηλιάδη. Εγώ ήμουν το παιδί για όλες τις δουλειές – μέχρι να τους αγοράζω τσιγάρα. Ιανουάριο του 1965 μ' έβαλαν στο μισθολόγιο, και σ' έναν περίπου χρόνο, με τις αποχωρήσεις που γίνονταν, και καθώς είχα μάθει όλη τη διαδικασία της έκδοσης, μου ανετέθη η ευθύνη των καλλιτεχνικών (κάτι που μου προέκυψε και στις άλλες εφημερίδες όπου δούλεψα, μολονότι δεν μου άρεσαν οι επιτελικές θέσεις). Αυτά ώσπου ενέσκηψε η δικτατορία του 1967, οπότε όλα ανατράπηκαν...

Θέλετε να μας πείτε, συγκεκριμένα, ποια ήταν τα πρώτα έντυπα όπου εργαστήκατε; Ποιες οι πρώτες δυσκολίες σας και τι κάνατε για να τις αντιμετωπίσετε;

Η πρώτη εφημερίδα, στην οποία αναφέρθηκα νωρίτερα χωρίς να την κατονομάσω, ήταν η Δημοκρατική Αλλαγή, απογευματινή αδελφή της Αυγής, επίσημου όργανου του κόμματος της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ), αλλά σε κάποια απόσταση από την αυστηρή κομματική γραμμή. Σκοπός της, να «ψαρέψει» τους αριστερούς αναγνώστες που προτιμούσαν, για πολλούς λόγους (το ΚΚΕ τότε ήταν εκτός νόμου), τα λεγόμενα αστικά φύλλα. Παράλληλα, έδινα κείμενα στη Γενιά μας, περιοδική έκδοση της Νεολαίας Λαμπράκη (που, με επικεφαλής τον Μίκη Θεοδωράκη, είχε δημιουργηθεί μετά τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη). Ήταν συνεντεύξεις με νέους κυρίως καλλιτέχνες, που αργότερα έγιναν πασίγνωστοι (Λοΐζος, Λεοντής, Σαββόπουλος, Φαραντούρη κ.ά.), οπαδούς ή συμπαθούντες της αριστεράς, με τη ρομαντική άποψη που υπήρχε για τα επιτεύγματα στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, ενισχυμένη από τις διώξεις που δοκίμαζαν οι εδώ υποστηριχτές του. Με την έλευση της δικτατορίας, βγήκα στο εξωτερικό: Γαλλία, Καναδάς, δουλεύοντας σε ελληνόφωνα έντυπα, κοντά στις αντιδικτατορικές οργανώσεις. Επέστρεψα τον Μάιο του 1973. Κάποιες μικροπεριπέτειες με την αστυνομία, ειδικότερα όταν βγάλαμε με τον Φώντα Λάδη το περιοδικό Τετράδιο, οπότε υποχρεωθήκαμε να το κλείσουμε, για να το ξαναβγάλουμε μετά την πτώση της χούντας και να το ξανακλείσουμε όταν πιάσαμε δουλειά σε εφημερίδες: ο Λάδης στον Ριζοσπάστη, εγώ στην Αυγή, όπου έμεινα έναν χρόνο, οπότε βγήκε η Ελευθεροτυπία, που έγινε το δεύτερο σπίτι μου επί 36 χρόνια, ως την «αποστράτευσή» μου. Τώρα προσφέρω τις υπηρεσίες μου στην Εφημερίδα των Συντακτών, που βγαίνει κυρίως από συντάκτες της παλιάς Ελευθεροτυπίας. Δούλεψα και στην τηλεόραση, από το 1976 ως το 1983, στην εκπομπή «Παρασκήνιο». Δυσκολίες, όχι, δεν αντιμετώπισα – ίσως επειδή είμαι ευπροσάρμοστο άτομο...

Ασχοληθήκατε πολύ με τις συνεντεύξεις. Υπάρχει κάποια τεχνική για να πάρει ο δημοσιογράφος συνέντευξη;

Δεν υπάρχουν κανόνες. Ο κάθε δημοσιογράφος έχει τον δικό του τρόπο, που βελτιώνεται με τον χρόνο – την πείρα, αλλά και την ανάγνωση καλών συνεντεύξεων. Προσωπικά μου άρεσαν οι συνεντεύξεις, από παλιά, του Αλέκου Λιδωρίκη, κι από νεότερους, της Ολγας Μπακομάρου, του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου. Από ξένους, της Οράνας Φαλάτσι, μολονότι μ' ενοχλούσε το γεγονός ότι στις εισαγωγές της προκαταλάμβανε θετικά ή αρνητικά τον αναγνώστη. Εκτιμώ ότι η δουλειά του δημοσιογράφου (η τέχνη του, αν θέλετε) είναι να «αποκαλύπτει» τον συνομιλητή του από τα λεγόμενά του.

Γιατί αρέσει στον κόσμο να διαβάζει συνεντεύξεις;

Υποθέτω επειδή σ' αυτές του αποκαλύπτονται πτυχές, που τον βοηθάνε να κατανοήσει καλύτερα την προσφορά των συνεντευξιαζόμενων. Μιλάμε βέβαια για πρόσωπα που έχουν κάτι να πουν...

Σας θυμάμαι, ως αναγνώστης, να παίρνετε συνεντεύξεις από γνωστά πρόσωπα του καλλιτεχνικού χώρου. Ποια ήταν η προετοιμασία σας;

Βασική προϋπόθεση είναι η γνώση του έργου τους. Στις πρώτες μου συνεντεύξεις (κι έχω πάρει, μαζί με τις τηλεοπτικές, περί τις χίλιες) ετοίμαζα ένα ερωτηματολόγιο. Με τον χρόνο όμως είχα απλώς ένα πλαίσιο και φρόντιζα να επωφεληθώ με ό,τι προέκυπτε. Εννοείται ότι αναφέρομαι σε συνεντεύξεις γενικότερου ενδιαφέροντος και όχι μονοθεματικές: για το ανέβασμα κάποιου θεατρικού έργου, το γύρισμα μιας ταινίας, την έκδοση ενός βιβλίου.

Οι συνεντεύξεις σας διαβάζονται μονορούφι. Άρεσαν στους αναγνώστες, άρεσαν όμως και στους καλλιτέχνες που σας έδιναν τις συνεντεύξεις;

Εκτιμώ ότι οι συνεντεύξεις μου, λίγο-πολύ, άρεσαν. Αλλά ο ρόλος του δημοσιογράφου δεν είναι απλώς να αρέσει, είναι να αποκαλύπτει πράγματα, να «ψαρεύει» απόψεις, ν' αποφεύγει την κολακεία (να κολακεύει και να κολακεύεται), να κάνει οικονομία στα κοσμητικά επίθετα. Και, ας προσθέσω, δεν μου άρεσε να παγιδεύω τους συνομιλητές μου, ή να διολισθαίνω στη δημοσιογραφία του κουτσομπολιού.

Το βιβλίο σας Ένας κι ένας... 46+1 άνθρωποι της τέχνης από κοντά περιέχει εξαιρετικές συνεντεύξεις. Ποια είναι η μοναδικότητα, κατά τη γνώμη σας, του βιβλίου σας όσον αφορά το περιεχόμενο και την επιλογή των συνεντεύξεων;

Εξαιρετικά είναι τα πρόσωπα με τα οποία συνομίλησα. Εκείνο που μ' ενδιέφερε ήταν να φανεί το έργο, ο άνθρωπος, η εποχή του, το πιστεύω του, το «πέρα απ' τα φαινόμενα», να βγει όσο γίνεται ένα πορτρέτο, με όσο επίσης γίνεται πιο διακριτική τη δική μου παρουσία. Γι' αυτό και δεν θα 'λεγα ότι είναι ένα απλό βιβλίο συνεντεύξεων – πολύ περισσότερο όταν κάποια πορτρέτα έχουν βγει μέσα από πολλές συνεντεύξεις, από τις οποίες έχουν επιλεγεί τα πιο ανθεκτικά στοιχεία.

Στις σελίδες του βιβλίου υπάρχουν μυθικά πρόσωπα: Έλλη Αλεξίου, Κώστας Βάρναλης, Γιάννης Σκαρίμπας, Λιλή Ζωγράφου, Κατερίνα Γώγου, Μάνος Χατζιδάκις, Βασίλης Τσιτσάνης, Μάνος Λοΐζος, Ηλίας Πετρόπουλος. Αληθινά με εκπλήσσετε. Πώς συνέβησαν όλα αυτά;

Είχα την καλή τύχη να γνωριστώ μ' αυτά τα μυθικά, όπως τα χαρακτηρίζετε, πρόσωπα, με τα οποία τα πήγα καλύτερα όταν σιγά σιγά άρχισα να δείχνω κατανόηση στις ανθρώπινες αδυναμίες τους και να στέκομαι στο έργο τους, που αυτό θα μείνει τελικά. Είναι, όπως αναφέρω και κάπου στον πρόλογο, κι ένας φόρος τιμής σ' αυτές τις μονάδες, σ' έναν τόπο όπου, λίγο-πολύ, καθώς γνωρίζουμε, ούτε νόμοι τηρούνται ούτε θεσμοί. «Επί 3.000 χρόνια η Ελλάδα προχωρά με τις εξαιρέσεις», έχει πει ο Γκάτσος ή ο Τσαρούχης. Θέλω να πιστεύω ότι και στο μέλλον ο τόπος μας δεν θα στερηθεί τέτοια πρόσωπα.

Μερικοί από τους δημιουργούς μιλούν με θαυμασμό αλλά και αγάπη για το έργο σας. Τι σημαίνει αυτή η αγάπη και η εκτίμηση για το πρόσωπό σας;

Εκλαμβάνω ως υπερβολική την εκτίμησή σας, δεδομένου ότι το έργο το δικό μου δεν θα υπήρχε χωρίς το έργο εκείνων με τους οποίους συναντήθηκα. Προσπάθησα να είμαι ένας έντιμος ενδιάμεσος μεταξύ δημιουργών και κοινού – και πάντα ως μαθητευόμενος. Η αγάπη και ο θαυμασμός, συνεπώς, είναι κυρίως από εμένα προς αυτούς.

Οι συνεντεύξεις που πήρατε σας διεύρυναν τον ορίζοντα. Διατηρήσατε φιλίες με κάποιους από τους καλλιτέχνες που φιλοξενούνται στο βιβλίο;

Υπήρξαν φιλίες, μολονότι δεν είναι το καλύτερο στη δουλειά μας, επειδή βάζει σε δοκιμασία την αντικειμενικότητα. Φρόντισα τουλάχιστον να απέχω απ' όσους μ' έβλεπαν σαν διεκπεραιωτή των δημοσίων σχέσεών τους.

Ποιους ακόμη δημιουργούς θα θέλατε να είχατε συναντήσει και να τους πάρετε συνέντευξη;

Ας μην είμαι αγνώμων στην καλή μου τύχη. Ωστόσο, θα ήθελα να είχα μιλήσει με κάποια πρόσωπα (μιλάμε πάντα για δικά μας) από το μακρινό και το κοντινό παρελθόν –αναφέρω κάποια στον πρόλογο του βιβλίου– αλλά και αυτά που συνάντησα δεν τα είχα ούτε στα πιο τολμηρά όνειρά μου, όταν μπήκα στη δημοσιογραφία. Γι' αυτό στην αρχή του προλόγου μου γράφω ότι θα πλήρωνα, αν είχα τη δυνατότητα, αντί να πληρώνομαι σ' αυτή τη δουλειά.

Ποια είναι η απήχηση του αναγνωστικού κοινού στην έκδοση του βιβλίου;

Δεν θα 'λεγα ότι σπεύδει πατείς με πατώ σε να το προμηθευτεί. Δεν είναι της κατηγορίας «με ένα ξεχνιέμαι», που προτιμούν και προωθούν κάποιοι εκδότες, στον βαθμό πλέον που καταντάει ηρωισμός η έκδοση ενός διαφορετικού βιβλίου. Ως εκ τούτου οφείλω να ευχαριστήσω τις κυρίες της «Άγκυρας» για την έκδοση του ημέτερου πονήματος, που απευθύνεται σ' ένα κάπως απαιτητικό κοινό. Μόνο που θα πρέπει να ενημερωθεί για την έκδοσή του, γιατί με το άπλωμα της τηλεόρασης δεν αρκούν τα έντυπα. Τα ιδιωτικά κανάλια ωστόσο δεν σκοτίζονται για τέτοια πράγματα, ενώ με το μαύρισμα των δημοσίων, που κάτι έκαναν, έχουν χαθεί και οι εκπομπές βιβλίου που υπήρχαν – πρόβλημα...

Μπορείτε να μας αναφέρετε και άλλους δημοσιογράφους που έκαναν παλιότερα κάτι ανάλογο και εξέδωσαν τις συνεντεύξεις τους σε βιβλίο;

Έχουν βγει και βγαίνουν αρκετά και αξιόλογα. Είναι θα 'λεγα και η εύκολη λύση για όσους από εμάς θέλουμε να περάσουμε στην... αθανασία και με ένα βιβλίο. Ο καθένας με τις ανάγκες του.

Τι θα προτείνατε στους νέους δημοσιογράφους που ξεκινούν την καριέρα τους;

Δεν μου αρέσει να κάνω τον δάσκαλο. Πολύ περισσότερο που η σημερινή εποχή είναι τελείως διαφορετική από εκείνη όταν ξεκίνησα εγώ. Άλλα τα πρότυπα. Σε σημείο που δεν θα ήθελα να είμαι δημοσιογράφος. Αλλά βέβαια ο καθένας επιλέγει τον δρόμο του, οπότε δεν έχω παρά να ευχηθώ στους νέους συνάδελφους «καλή τύχη».

Ποια είναι η γνώμη σας για τα ηλεκτρονικά περιοδικά;

Σε αντίθεση με την πτωτική –κυκλοφοριακή και ποιοτική– τάση των εντύπων και της, ιδιωτικής κυρίως, τηλεόρασης, τα ηλεκτρονικά περιοδικά μπορεί να παίξουν θετικό ρόλο, ιδιαίτερα στον χώρο του πολιτισμού και ειδικότερα στον χώρο του βιβλίου. Πολύ περισσότερο που συγκεντρώνουν και την προτίμηση των νέων. Ήδη ανατρέχω σε κάποια από αυτά –συμπεριλαμβανομένου και του δικού σας– για την ενημέρωσή μου.

Ποια είναι η συμβουλή που σας έδωσαν οι παλιότεροι δημοσιογράφοι και την τηρείτε ακόμη;

Βασική συμβουλή υπήρξε το ίδιο τους το έργο και η προσωπική τους στάση ζωής. Κι από κοντά η συνείδηση της αποστολής μας, η διαρκής μαθητεία, η κατάκτηση μιας προσωπικής ταυτότητας. Κι ας πω τελειώνοντας ότι δεν φανταζόμουν ότι θα έφτανα κάποτε να δίνω κι ελόγου μου συνεντεύξεις...

Ένας κι ένας... 46+1 άνθρωποι της τέχνης από κοντάΈνας κι ένας... 46+1 άνθρωποι της τέχνης από κοντά
Δημήτρης Γκιώνης
Άγκυρα
240 σελ.
Τιμή € 14,90
1-patakis-link


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΕΛΛΗΝΕΣ
Αλέξανδρος Ψυχούλης: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα

Ο Αλέξανδρος Ψυχούλης γεννήθηκε στον Βόλο το 1966. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με καθηγητή τον Παναγιώτη Τέτση. Σήμερα είναι καθηγητής Τέχνης και Τεχνολογίας στο...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΕΛΛΗΝΕΣ
Στέλιος Παρασκευόπουλος: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Στέλιος Παρασκευόπουλος είναι δημοσιογράφος, μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ). Η σταδιοδρομία του ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 από την εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος και αργότερα...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.