fbpx
«Με τα λεφτά των άλλων» του John Kay

«Με τα λεφτά των άλλων» του John Kay

Προδημοσίευση από το βιβλίο Με τα λεφτά των άλλων του John Kay (μτφρ. Μαρία-Αριάδνη Αλαβάνου) που θα κυκλοφορήσει στις 18 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Κέδρος.

 

Εισαγωγή

Πάρα πολύ από κάτι καλό

 

Στο Σίτι πωλούν και αγοράζουν. Και ουδείς τούς ρωτάει ποτέ το γιατί. Αλλά εφόσον τους αρκεί να αγοράζουν και να πωλούν, ο Θεός να τους συγχωρήσει, μπορούν κάλλιστα να το κάνουν.
Humbert Wolfe, The Uncelestial City (Η γήινη πόλη), 1930

Περνώντας κανείς από τους ουρανοξύστες της Γουόλ Στριτ ή του Σίτι του Λονδίνου και του παραρτήματός του στο Κάναρι Γουάρφ, θα εντυπωσιαστεί από την κλίμακα και το εύρος του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού τομέα. Λογότυπα παρουσιάζουν οικείες επωνυμίες, όπως Citigroup και HSBC. Πιο διακριτικές μπρούντζινες πινακίδες δηλώνουν οργανισμούς που δεν έχουν δοσοληψίες με το κοινό. Το πιο σημαντικό επιτελικό κτίριο του κλάδου, η έδρα της Goldman Sachs στον αριθμό 200 της Γουέστ Στριτ του Μανχάταν, δεν έχει διακριτικά, διατηρεί την ανωνυμία. Το συγκρότημα είναι υπερπολυτελές, οι λιμουζίνες πανταχού παρούσες. Όσοι έχουν γραφεία στις αίθουσες των εκτελεστικών στελεχών κερδίζουν σε έναν μήνα πιο πολλά χρήματα απ’ όσα θα κερδίσουν οι περισσότεροι άνθρωποι σε μια ολόκληρη ζωή. Τι κάνουν όμως οι ένοικοι αυτών των γραφείων; Σε βαθμό που ούτε η φαντασία μπορεί να συλλάβει, ασχολούνται ο ένας με τον άλλο.

Τα περιουσιακά στοιχεία (το ενεργητικό) των βρετανικών τραπεζών είναι περίπου 7 τρισεκατομμύρια στερλίνες – τετραπλάσια από το σύνολο του ετήσιου εισοδήματος όλων των κατοίκων της χώρας. Το παθητικό, οι υποχρεώσεις, αυτών των τραπεζών ανέρχονται στο ίδιο ποσό. Τα περιουσιακά στοιχεία των βρετανικών τραπεζών είναι πενταπλάσια από τις υποχρεώσεις του βρετανικού κράτους. Όμως, τα περιουσιακά στοιχεία αυτών των τραπεζών αποτελούνται κυρίως από αξιώσεις έναντι άλλων τραπεζών. Το παθητικό τους αποτελείται κυρίως από υποχρεώσεις προς άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ο δανεισμός προς εταιρίες και άτομα που ασχολούνται με την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών – οι ερισσότεροι άνθρωποι θα φαντάζονταν ότι αυτό ακριβώς αποτελεί τη βασική δραστηριότητα μιας τράπεζας – ισοδυναμεί περίπου με το 3% αυτού του συνόλου (βλ. Κεφάλαιο 6).

Οι σύγχρονες τράπεζες – και τα περισσότερα άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα – διεξάγουν συναλλαγές χρεογράφων (χρηματοοικονομικών τίτλων) και η μεγέθυνση αυτών των συναλλαγών αποτελεί τη βασική εξήγηση για τη μεγέθυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα γενικώς. Ο εν λόγω τομέας κατοχυρώνει αξιώσεις επί περιουσιακών στοιχείων – όπως τα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για λειτουργικούς σκοπούς και τα μελλοντικά κέρδη μιας εταιρίας ή η υλική ιδιοκτησία και τα μελλοντικά εισοδήματα ενός ατόμου – και σχεδόν κάθε τέτοια αξίωση μπορεί να μετατραπεί σε εμπορεύσιμο χρεόγραφο. Οι «συναλλαγές σε υψηλή συχνότητα» πραγματοποιούνται από υπολογιστές που κάνουν μονίμως προσφορές για αγοραπωλησίες χρεογράφων. Το μεσοδιάστημα στο οποίο αυτά τα χρεόγραφα μένουν στα χέρια των κατόχων τους μπορεί, κυριολεκτικά, να είναι πιο σύντομο από ένα ανοιγοκλείσιμο του ματιού. Το Spread Networks, ένας πάροχος τηλεπικοινωνιών, εγκατέστησε πρόσφατα έναν σύνδεσμο μέσω των Απαλαχίων Ορέων, προκειμένου να μειώσει τον χρόνο μεταφοράς δεδομένων μεταξύ της Νέας Υόρκης και του Σικάγου σε λιγότερο από ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου.

Το παγκόσμιο εμπόριο αυξήθηκε ταχύτατα, αλλά οι συναλλαγές σε ξένο συνάλλαγμα αυξήθηκαν ακόμη ταχύτερα. Η αξία των καθημερινών δοσοληψιών σε ξένο συνάλλαγμα είναι σχεδόν εκατονταπλάσια της αξίας των καθημερινών συναλλαγών σε προϊόντα και υπηρεσίες. Ο ετήσιος όγκος πληρωμών που διεκπεραιώνεται στη Βρετανία είναι 75 τρισεκατομμύρια στερλίνες: περίπου σαράντα φορές μεγαλύτερος από το εθνικό εισόδημά της. Οι συναλλαγές με χρεόγραφα αυξήθηκαν ταχύτατα, αλλά η εκρηκτική αύξηση του όγκου της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας αποδίδεται κυρίως στην ανάπτυξη των αγορών παραγώγων – αποκαλούνται έτσι επειδή η αξία τους προκύπτει από την αξία άλλων χρεογράφων. Εάν τα χρεόγραφα αποτελούν αξιώσεις επί περιουσιακών στοιχείων, τα παράγωγα χρεόγραφα αποτελούν αξιώσεις επί άλλων χρεογράφων και η αξία τους εξαρτάται από την τιμή και τελικά από την αξία των χρεογράφων που αποτελούν τη βάση αναφοράς τους. Από τη στιγμή που δημιουργούνται παράγωγα χρεόγραφα, μπορεί κανείς να δημιουργήσει κι άλλα στρώματα παραγώγων, οι αξίες των οποίων εξαρτώνται από τις αξίες άλλων παραγώγων – και πάει λέγοντας. Η αξία των χρηματοοικονομικών τίτλων που αποτελούν τη βάση των συμβολαίων παραγώγων είναι τριπλάσια της αξίας όλων των υλικών περιουσιακών στοιχείων του κόσμου.

Τι είναι όλα αυτά; Ποιος είναι ο σκοπός ετούτης της δραστηριότητας; Και γιατί είναι τόσο κερδοφόρα; Η κοινή λογική υπαγορεύει ότι εάν ένας κλειστός κύκλος ανθρώπων ανταλλάσσει συνεχώς μεταξύ του κομμάτια χαρτιού, η συνολική αξία αυτών των κομματιών χαρτιού δεν θα αλλάζει και πολύ, αν αλλάζει καν. Αν κάποια μέλη ετούτου του κλειστού κύκλου αποκομίζουν μεγάλα κέρδη, αυτά τα κέρδη μπορούν να αποκτηθούν μόνο εις βάρος των άλλων μελών του ίδιου κύκλου. Η κοινή λογική υπαγορεύει ότι αυτή η συναλλακτική δραστηριότητα μεταβάλλει ελάχιστα την αξία των περιουσιακών στοιχείων και, στο σύνολό της, δεν μπορεί να εκληφθεί ως μια διαδικασία από την οποία αποκομίζονται χρήματα. Πού ακριβώς βρίσκεται το λάθος σ’ αυτή την αντίληψη της κοινής λογικής;

Το συμπέρασμα στο οποίο θα καταλήξω είναι ότι η κοινή λογική δεν λαθεύει και πολύ. Όμως, για να δικαιολογήσω αυτό το συμπέρασμα, είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι δραστηριότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα και οι τρόποι με τους οποίους μπορεί, ή θα μπορούσε, να κάνει τη ζωή μας καλύτερη και τις επιχειρήσεις μας πιο αποδοτικές. Η αποτίμηση της συμβολής του χρηματοπιστωτικού κλάδου στην οικονομία είναι μια περίπλοκη διαδικασία, επειδή υπάρχουν πολλές δυσκολίες στην ερμηνεία των πληροφοριών που παρουσιάζονται σχετικά με το προϊόν του και την κερδοφορία του. Θα δείξω όμως ότι η κερδοφορία του διογκώνεται, ότι η αξία του προϊόντος του παρουσιάζεται ελλιπέστατα στην οικονομική στατιστική και ότι οι περισσότερες δραστηριότητές του συμβάλλουν ελάχιστα, αν συμβάλλουν καν, στη βελτίωση της ζωής και της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων. Επίσης, πολλά πράγματα που θα μπορούσε να κάνει ο χρηματοπιστωτικός τομέας για να προωθήσει αυτούς τους κοινωνικούς και οικονομικούς σκοπούς δεν γίνονται καλά – ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν γίνονται καθόλου.

Οι σύγχρονες κοινωνίες χρειάζονται τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Τα στοιχεία που το επιβεβαιώνουν είναι ευρύτατα και πειστικά και η σχέση σαφής και αιτιώδης. Τα πρώτα στάδια της εκβιομηχάνισης και της αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου συμπίπτουν με την ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα σε χώρες όπως η Βρετανία και η Ολλανδία. Αν κοιτάξουμε όλο τον σημερινό κόσμο, τα στατιστικά στοιχεία συσχετίζουν τα επίπεδα και τη μεγέθυνση του κατά κεφαλήν εισοδήματος με την ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ακόμη και περιορισμένες ενέργειες για τη διευκόλυνση των πληρωμών και τη χορήγηση μικρών πιστώσεων στις φτωχές χώρες μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στον οικονομικό δυναμισμό.

Επίσης, υπάρχει η εμπειρία ενός ελεγχόμενου σχετικού πειράματος, στο οποίο τα κομμουνιστικά κράτη κατέπνιξαν τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στη Ρωσία και στην Κίνα ανακόπηκε από τις επαναστάσεις του 1917 και του 1949. Η Τσεχοσλοβακία και η Ανατολική Γερμανία είχαν αναπτύξει πιο προωθημένα χρηματοπιστωτικά συστήματα πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αλλά οι κομμουνιστικές κυβερνήσεις έκλεισαν τις αγορές πίστωσης και χρεογράφων, ευνοώντας την κεντρικά σχεδιασμένη κατανομή των κονδυλίων προς τις επιχειρήσεις. Η αναποτελεσματικότητα και η ανεπάρκεια αυτής της διαδικασίας συνέβαλε άμεσα στις θλιβερές οικονομικές επιδόσεις αυτών των χωρών.

Μια χώρα μπορεί να ευημερεί μόνο εάν διαθέτει ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που λειτουργεί επαρκώς, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ότι όσο μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει μια χώρα τόσο πιο πιθανό είναι να ευημερεί. Είναι επίσης πιθανό να έχει πάρα πολύ από κάτι καλό. Οι χρηματοοικονομικές καινοτομίες ήταν κρίσιμες για τη δημιουργία της βιομηχανικής κοινωνίας· όμως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι κάθε σύγχρονη χρηματοοικονομική καινοτομία συμβάλλει στην οικονομική μεγέθυνση. Πολλές καλές ιδέες μετατρέπονται σε κακές όταν εφαρμόζονται καθ’ υπερβολήν.

Αυτό ισχύει και στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Σήμερα παίζει μείζονα ρόλο στην πολιτική: διαθέτει το πιο ισχυρό κλαδικό λόμπι (ομάδα πολιτικής πίεσης) και είναι ο μεγαλύτερος χρηματοδότης των προεκλογικών εκστρατειών των πολιτικών. Δελτία ειδήσεων αναφέρουν καθημερινά τι συμβαίνει στις «αγορές» – εννοώντας τις αγορές χρεογράφων. Η πολιτική των επιχειρήσεων κυριαρχείται από τον χρηματοπιστωτικό τομέα: η προώθηση της «αξίας του μετόχου» έχει γίνει η ιερή επωδός επί δύο δεκαετίες. Η οικονομική πολιτική ασκείται με το μάτι στραμμένο στο τι θέλουν οι «αγορές» και τα νοικοκυριά αναγκάζονται να βασίζονται ολοένα και περισσότερο στις «αγορές» για την εξασφάλιση της συνταξιοδότησής τους. Η απασχόληση στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών είναι η καριέρα που επιλέγει ένα μεγάλο ποσοστό άριστων αποφοίτων των καλύτερων σχολών και πανεπιστημίων.

Θα περιγράψω τη διαδικασία μέσω της οποίας απέκτησε ο χρηματοπιστωτικός τομέας αυτό τον κυρίαρχο οικονομικό ρόλο τα τελευταία τριάντα με σαράντα χρόνια ως «χρηματιστικοποίηση». Αυτή η κακόηχη λέξη δίνει μια χρήσιμη και σύντομη περιγραφή μιας ιστορικής διαδικασίας που έχει σοβαρές επιπτώσεις στην πολιτική, στην οικονομία και στην κοινωνία μας. Θα χρησιμοποιήσω επίσης τον όρο «παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση» για να περιγράψω τα γεγονότα των ετών 2007-2009 και τις συνέπειές τους.

Όμως, το παρόν δεν είναι άλλο ένα βιβλίο για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση: είναι ένα βιβλίο για τον χαρακτήρα του χρηματοοικονομικού κλάδου και τη γένεση της χρηματιστικοποίησης. Οι μεγάλες μεταβολές στην κοινωνική και οικονομική οργάνωση επέρχονται, γενικά, ως συνδυασμός της αύξησης της πολιτικής επιρροής συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, της προώθησης ενός υποστηρικτικού πλαισίου ιδεών και μιας ευνοϊκής συνολικής συγκυρίας. Μ’ αυτό τον τρόπο απέκτησε σάρκα και οστά η σύγχρονη οικονομία της αγοράς, μ’ αυτό τον τρόπο ρίζωσε η δημοκρατία και μ’ αυτό τον τρόπο ανήλθε – και κατέρρευσε – ο σοσιαλισμός τον 20ό αιώνα. Αυτή η διαδικασία εξηγεί την άλλη μεγάλη οικονομική εξέλιξη που σημειώθηκε στη διάρκεια της δικής μου ζωής: την επέκταση της οικονομίας της αγοράς από έναν πληθυσμό λιγότερο του ενός δισεκατομμυρίου ανθρώπων σε έναν πληθυσμό που περιέλαβε, καλώς ή κακώς, τους μισούς ανθρώπους στην υφήλιο. Στο πρώτο μέρος του παρόντος βιβλίου θα περιγράψω τις πολιτικές αλλαγές, το νοητικό πλαίσιο και τις ευρύτερες τεχνολογικές και οικονομικές μεταβολές που επέφεραν τη χρηματιστικοποίηση.

Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι του χρηματοπιστωτικού τομέα φαίνεται να θεωρούν αυτονόητο ότι το κράτος και οι φορολογούμενοι είχαν την υποχρέωση να διασφαλίσουν ότι ο εν λόγω κλάδος – με τα ιδρύματα, τις δραστηριότητές του, ακόμη και με τις πολύ μεγάλες αμοιβές των ανθρώπων που εργάζονται σ’ αυτόν – θα συνεχίσει να λειτουργεί σε γενικές γραμμές με την υπάρχουσα μορφή του. Το ακόμη πιο αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή η αντίληψη κέρδισε την ευρεία αποδοχή των πολιτικών και του κοινού. Η άποψη πως ο χρηματοπιστωτικός τομέας ήταν κάτι εξαιρετικό θεωρούνταν αναμφισβήτητη και το γεγονός ότι πολλοί ευφυείς άνθρωποι εκτός αυτού του τομέα αδυνατούσαν να κατανοήσουν τι ακριβώς έκαναν οι χρηματιστές, απλώς ενίσχυε ετούτη την αντίληψη.

Όμως, ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν είναι κάτι το εξαιρετικό και η προθυμία μας να δεχτούμε άκριτα την άποψη ότι η θέση του είναι μοναδική, έχει προκαλέσει μεγάλη βλάβη. Όλες οι δραστηριότητες έχουν τις δικές τους πρακτικές και όσοι εμπλέκονται σ’ αυτές έχουν τη δική τους γλώσσα. Κάθε κλάδος με τον οποίο έχω ασχοληθεί πιστεύει ότι τα γνωρίσματά του είναι μοναδικά· υπάρχει κάποια αλήθεια σ’ αυτή την αντίληψη, αν και ποτέ με τέτοια έμφαση όσο πιστεύουν εκείνοι που εργάζονται σ’ αυτόν. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας ξεχωρίζει όμως για τη δύναμη και την αντοχή αυτής της πεποίθησης. Ο κλάδος συναλλάσσεται κυρίως με τον εαυτό του, μιλά με τον εαυτό του και κρίνει ο ίδιος τις επιδόσεις του, έχοντας ως κριτήρια εκείνα που ο ίδιος έχει δημιουργήσει. Στον χρηματοπιστωτικό τομέα είναι αφιερωμένοι δύο κλάδοι των οικονομικών – η θεωρία των χρηματοοικονομικών και η μονεταριστική θεωρία –, ένα φαινόμενο που ο Λάρι Σάμερς χλεύασε ως «κέτσαπ οικονομικά», δηλαδή το να συγκρίνει κανείς την τιμή μπουκαλιών σάλτσας κέτσαπ του ενός τετάρτου και του μισού λίτρου, χωρίς να εξετάζει την αξία της ίδιας της σάλτσας.4 Ο Σάμερς – λαμπρός ακαδημαϊκός, υπουργός Οικονομικών επί Μπιλ Κλίντον, πρόεδρος του Χάρβαρντ, που αποπέμφθηκε, επικεφαλής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου του Μπαράκ Ομπάμα και υποψήφιος για το αξίωμα του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, που απορρίφθηκε – εμφανίζεται αρκετές φορές στο παρόν βιβλίο.

Οι υποτιμητικές αναφορές του Σάμερς στα «κέτσαπ οικονομικά» αμφισβητούν τον μοναδικό χαρακτήρα του χρηματοπιστωτικού τομέα και απορρίπτουν την άποψη ότι απαιτείται διαφορετικός και ειδικός διανοητικός εξοπλισμός για να κατανοηθεί η φύση της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας και η λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών. Το παρόν βιβλίο υιοθετεί την αμφισβήτηση του Σάμερς. Οι χρηματοπιστωτικές είναι επιχειρήσεις όπως όλες οι άλλες και πρέπει να κρίνονται με αναφορά στις ίδιες αρχές – με τα ίδια εργαλεία ανάλυσης, την ίδια μετρική της αξίας – που εφαρμόζουμε σε άλλους κλάδους, όπως οι σιδηρόδρομοι ή το λιανεμπόριο ή η προμήθεια ηλεκτρικού ρεύματος. Δεν θα διστάσω να αντλήσω διδάγματα από αυτούς τους κλάδους.

Η άποψη που βλέπει τη χρηματοοικονομική δραστηριότητα απλώς σαν άλλη μία επιχειρηματική δραστηριότητα μας καλεί να θέσουμε το ερώτημα «Τι προσφέρει ο χρηματοπιστωτικός τομέας;» Το ερώτημα αυτό απασχολεί το δεύτερο μέρος του βιβλίου. Ποιες ανάγκες υπηρετεί, ιδωμένες από τη σκοπιά των χρηστών της αγοράς και όχι απ’ όσους συμμετέχουν στην αγορά; Η χρηματιστικοποίηση έχει οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση της κλίμακας των πόρων που αφιερώνονται στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Περισσότεροι άνθρωποι πληρώνονται με πιο πολλά χρήματα. Τι έχει συμβεί όμως στην ποιότητα της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας;

Ο χρηματοπιστωτικός τομέας μπορεί να συμβάλει στην κοινωνία και στην οικονομία με τέσσερις βασικούς τρόπους. Πρώτον, το σύστημα πληρωμών είναι το μέσο που χρησιμοποιούμε για να λαμβάνουμε τους μισθούς και τα ημερομίσθια και να αγοράζουμε τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που χρειαζόμαστε· το ίδιο σύστημα πληρωμών επιτρέπει επίσης στις επιχειρήσεις να συμβάλλουν σ’ αυτούς τους σκοπούς. Δεύτερον, ο χρηματοπιστωτικός τομέας συνταιριάζει δανειστές και δανειολήπτες, βοηθώντας να κατευθυνθούν οι αποταμιεύσεις στις πιο αποδοτικές χρήσεις τους. Τρίτον, ο χρηματοπιστωτικός τομέας μάς δίνει τη δυνατότητα να διαχειριζόμαστε τα οικονομικά μας στη διάρκεια της ζωής μας και μεταξύ των γενεών. Τέταρτον, βοηθά τόσο τα άτομα όσο και τις επιχειρήσεις να διαχειρίζονται τους κινδύνους της καθημερινότητας και της οικονομικής δραστηριότητας.

Αυτές οι τέσσερις λειτουργίες – το σύστημα πληρωμών, το συνταίριασμα δανειστών και δανειοληπτών, η διαχείριση των οικονομικών υποθέσεων των νοικοκυριών και ο έλεγχος του ρίσκου – είναι οι υπηρεσίες που παρέχει ο χρηματοπιστωτικός τομέας ή, σε τελευταία ανάλυση, μπορεί να παρέχει. Η χρησιμότητα των χρηματοοικονομικών καινοτομιών μετριέται με τον βαθμό στον οποίο προωθούν τους σκοπούς των πληρωμών, της κατανομής του κεφαλαίου, της διαχείρισης των ατομικών οικονομικών υποθέσεων και του ρίσκου.

Όμως, η οικονομική σπουδαιότητα του χρηματοπιστωτικού κλάδου συχνά περιγράφεται με άλλους τρόπους: με τον αριθμό των θέσεων εργασίας που προσφέρει, με τα εισοδήματα που κερδίζονται απ’ αυτόν, ακόμη και με τα φορολογικά έσοδα που προέρχονται από αυτόν. Συνεπώς, υπάρχει μεγάλη σύγχυση, που εξετάζεται στο Κεφάλαιο 9. Η αληθινή αξία όμως του χρηματοπιστωτικού τομέα για την κοινωνία είναι η αξία των υπηρεσιών που παρέχει και όχι οι αποδόσεις που αποκτούν όσοι εργάζονται σ’ αυτόν. Τελευταία, ετούτες οι αποδόσεις φαίνονταν πολύ μεγάλες. Στις χιλιάδες επί χιλιάδων σελίδων που έχουν γραφτεί για τον χρηματοπιστωτικό κλάδο τα πρόσφατα χρόνια, ελάχιστος χώρος αφιερώθηκε σε ένα θεμελιώδες ερώτημα: «Γιατί αυτός ο κλάδος είναι τόσο κερδοφόρος;»

Ή ίσως πιο σημαντικό είναι το ερώτημα: «Γιατί εμφανίζεται τόσο κερδοφόρος;» Η κοινή λογική που υπαγορεύει ότι η δραστηριότητα κατά την οποία γίνεται ανταλλαγή κομματιών χαρτιού δεν μπορεί να δημιουργεί κέρδη για όλους, ίσως αποτελεί μια ένδειξη ότι πολλά απ’ αυτά τα κέρδη είναι πλασματικά: μεγάλο μέρος της μεγέθυνσης του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν αντιπροσωπεύει τη δημιουργία νέου πλούτου, αλλά την ιδιοποίηση του πλούτου που δημιουργήθηκε αλλού στην οικονομία, κυρίως προς όφελος κάποιων που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Επίσης, αν και στον κλάδο αυτό υπάρχουν σήμερα πολλά παραδείγματα οφθαλμοφανούς υπερβολής, όσοι εμπλέκονται στις δραστηριότητές του, στην πλειονότητά τους δεν ενέχονται σ’ αυτές τις υπερβολές ούτε είναι αντιπροσωπευτικοί τους τύποι. Οι άνθρωποι αυτοί ασχολούνται με το σύστημα πληρωμών, τη διευκόλυνση της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης, δίνοντας τη δυνατότητα στα άτομα να ελέγχουν τα οικονομικά τους και βοηθώντας τα να διαχειρίζονται τους κινδύνους. Οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους στον χρηματοπιστωτικό τομέα δεν φιλοδοξούν να γίνουν κυρίαρχοι του σύμπαντος. Απασχολούνται σε σχετικά πεζές δραστηριότητες διεκπεραίωσης, στις τράπεζες και στις ασφαλιστικές εταιρίες, και πληρώνονται με σχετικά μέτριους μισθούς. Τους χρειαζόμαστε και χρειαζόμαστε αυτό που κάνουν.

Έτσι, λοιπόν, το τρίτο μέρος του παρόντος βιβλίου θα εξετάσει τη μεταρρύθμιση. Τη δομική μεταρρύθμιση και όχι τη ρύθμιση. Θα εξηγήσω γιατί οι ρυθμίσεις που έχουν εφαρμοστεί με όλο και μεγαλύτερη ένταση και όλο και μικρότερο αποτέλεσμα την εποχή της χρηματιστικοποίησης αποτελούν μέρος του προβλήματος – μεγάλο μέρος, πράγματι – και όχι μέρος της λύσης. Οι ρυθμίσεις δεν ήταν λίγες, αντιθέτως ήταν πάρα πολλές. Αυτό που απαιτείται είναι μια εντελώς διαφορετική φιλοσοφία για τις ρυθμίσεις. Πρέπει να δοθεί προσοχή στη δομή του κλάδου και στα κίνητρα των ανθρώπων που δουλεύουν σ’ αυτόν και να εντοπιστούν οι πολιτικές δυνάμεις που εμπόδισαν την εφαρμογή ρυθμιστικών και νομικών κυρώσεων οι οποίες υφίσταντο επί δεκαετίες, ακόμη και επί αιώνες. Πρέπει να τερματιστεί ο ατέρμων πολλαπλασιασμός περίπλοκων κανόνων που ακόμη και σήμερα είναι ακατανόητοι από πολλούς εξειδικευμένους στη ρύθμιση επαγγελματίες.

Ο αντικειμενικός σκοπός της μεταρρύθμισης του χρηματοπιστωτικού κλάδου πρέπει να είναι η αποκατάσταση της προτεραιότητας και του σεβασμού των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας. Υπάρχει μια χροιά υποτίμησης στη φράση «πραγματική», δηλαδή τη μη χρηματοπιστωτική οικονομία, και όμως συλλαμβάνει μία αυθεντική εικόνα: διότι υπάρχει κάτι μη πραγματικό στον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε το χρηματοπιστωτικό σύστημα, εξαϋλώθηκε και αποσπάστηκε από τη συνήθη επιχειρηματική δραστηριότητα και την καθημερινή ζωή.

Εάν οι αγοραπωλησίες στο Σίτι δεν απορροφούν απλώς σημαντική ποσότητα του εθνικού πλούτου μας, αλλά καταλαμβάνουν επίσης τον χρόνο μιας μεγάλης μερίδας των πιο ικανών ανθρώπων της κοινωνίας, ο εφησυχασμός του Χάμπερτ Γουλφ – «εφόσον τους αρκεί... μπορούν κάλλιστα να το κάνουν» – δεν δικαιολογείται πλέον εύκολα. Στα τελευταία κεφάλαια του παρόντος βιβλίου θα περιγράψω πώς θα μπορούσαμε να στοχεύσουμε σε έναν πιο περιορισμένο χρηματοπιστωτικό τομέα, προσανατολισμένο πιο αποτελεσματικά στις πραγματικές οικονομικές ανάγκες: στο να πραγματοποιεί τις πληρωμές, να συνταιριάζει τους δανειστές με τους δανειολήπτες, να διαχειρίζεται τα χρήματά μας και να μειώνει το κόστος του ρίσκου. Χρειαζόμαστε τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Αλλά σήμερα έχουμε πάρα πολύ από κάτι καλό.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.