fbpx
«Το τέλος της ιστορίας» της Lydia Davis

«Το τέλος της ιστορίας» της Lydia Davis

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Lydia Davis Το τέλος της ιστορίας (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη) που θα κυκλοφορήσει στις 23 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.

 

Tην τελευταία φορά που τον είδα –τότε δεν ήξερα ότι θα ήταν η τελευταία– καθόμουν στη βεράντα με μια φίλη. Εκείνος μπήκε απ’ την αυλόπορτα ιδρωμένος, με ροδαλό το πρόσωπο και το στήθος, με τα μαλλιά βρεγμένα, και κοντοστάθηκε ευγενικά, για να μας μιλήσει. Κάθισε οκλαδόν στο κεραμιδί τσιμεντένιο δάπεδο, ή μπορεί και στην άκρη ενός ξύλινου πάγκου.

Ήταν μια καυτή μέρα του Ιουνίου. Είχε πάρει τα πράγματά του απ’ το γκαράζ μου και τα είχε φορτώσει στην καρότσα ενός ανοιχτού ημιφορτηγού. Σκόπευε, θαρρώ, να τα μεταφέρει σ’ ένα άλλο γκαράζ. Θυμάμαι πόσο αναψοκοκκινισμένος ήταν, αλλά η φαντασία μου πρέπει να καταβάλει προσπάθεια για να ξαναδώ τα ορειβατικά του μποτάκια, τους λευκούς μηρούς του που φάρδαιναν όταν κουκούβιζε ή καθόταν, και την ευπροσήγορη, φιλική έκφραση που σίγουρα είχε πάρει το πρόσωπό του καθώς μιλούσε σε τούτες τις δυο γυναίκες που δεν περίμεναν τίποτε από εκείνον. Ξέρω ότι εκείνη τη στιγμή είχα επίγνωση του θεάματος που παρουσιάζαμε, η φίλη μου κι εγώ, και οι δυο καθισμένες με τα πόδια πάνω στις σεζλόνγκ μας, όπως και ότι, παρουσία της φίλης μου, ίσως του φαινόμουν ακόμα πιο μεγάλη απ’ όσο ήμουν, αν και αυτό ενδεχομένως να το έβρισκε σαγηνευτικό. Μπήκε στο σπίτι για να πιει ένα ποτήρι νερό, ύστερα ξαναβγήκε και μου είπε πως είχε τελειώσει και θα έφευγε.

Έναν χρόνο αργότερα, όταν πια πίστευα ότι με είχε ολότελα ξεχάσει, μου έστειλε ένα ποίημα στα γαλλικά αντιγραμμένο με το χέρι του. Το ποίημα δεν συνοδευόταν από επιστολή, μολονότι το απηύθυνε σε μένα, χρησιμοποιώντας το όνομά μου στην αρχή, ως προσφώνηση, και κλείνοντάς το με το δικό του, ως υπογραφή. Στην αρχή, αναγνωρίζοντας τον γραφικό του χαρακτήρα στον φάκελο, νόμισα πως μου επέστρεφε τα χρήματα που μου χρωστούσε, πάνω από τριακόσια δολάρια. Δεν είχα ξεχάσει αυτά τα χρήματα, γιατί τα πράγματα είχαν αλλάξει για μένα και τα χρειαζόμουν. Μολονότι το ποίημα απευθυνόταν από εκείνον σ’ εμένα, δεν ήμουν σίγουρη τι ήθελε να μου πει με αυτό, ή τι ήθελε να σκεφτώ ότι μου έλεγε, ή με ποια πρόθεση το είχε χρησιμοποιήσει. Είχε γράψει τη διεύθυνσή του στον φάκελο, γι’ αυτό κατάλαβα ότι ίσως περίμενε απάντηση, αλλά δεν ήξερα πώς να απαντήσω. Το να του στείλω ένα άλλο ποίημα δεν είχε νόημα, και δεν ήξερα με τι είδους γράμμα θα μπορούσε να απαντηθεί αυτό το ποίημα. Αφού πέρασαν λίγες εβδομάδες, βρήκα έναν τρόπο ν’ απαντήσω, λέγοντάς του τι σκέφτηκα όταν έλαβα το γράμμα του, τι φαντάστηκα πως ήταν και πώς ανακάλυψα ότι είχα πέσει έξω, με ποιον τρόπο το διάβασα και τι σκέφτηκα πως πιθανόν να ήθελε να μου πει, στέλνοντάς μου στίχους για την απουσία, τον θάνατο και το ξανασμίξιμο. Τα έγραψα όλα αυτά με τη μορφή ενός αφηγήματος, γιατί μου φαινόταν εξίσου απρόσωπο με το ποίημά του. Εσώκλεισα κι ένα σημείωμα, όπου έλεγα πόσο δυσκολεύτηκα να γράψω αυτή την ιστορία. Έστειλα την απάντησή μου στη διεύθυνση που αναγραφόταν στον φάκελο, έκτοτε όμως δεν ξαναείχα νέα του. Αντέγραψα τη διεύθυνση στην ατζέντα μου, αφού πρώτα έσβησα μια προηγούμενη που δεν ίσχυε εδώ και πολύ καιρό. Καμιά διεύθυνσή του δεν ίσχυε για πολύ καιρό, κι έτσι η σελίδα της ατζέντας μου με τα στοιχεία του είχε γίνει φτενή και απαλή από τα συχνά σβησίματα.

*

Άλλος ένας χρόνος πέρασε. Ταξίδευα στην έρημο παρέα μ’ έναν φίλο, όχι και τόσο μακριά από την πόλη που ζούσε εκείνος, και αποφάσισα να τον αναζητήσω στην τελευταία του διεύθυνση. Ένιωθα άβολα από την αρχή του ταξιδιού, αλλόκοτα αποξενωμένη από τον άντρα με τον οποίο συνταξίδευα. Το πρώτο βράδυ ήπια πολύ, έχασα την αίσθηση των αποστάσεων στο φεγγαρόλουστο τοπίο και, μεθυσμένη, προσπάθησα να βουτήξω στα λευκά κοιλώματα των βράχων που μου φαίνονταν μαλακά σαν μαξιλάρια, ενώ εκείνος πάσχιζε να με συγκρατήσει. Το δεύτερο βράδυ, έμεινα ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου στο δωμάτιο του μοτέλ, πίνοντας κόκα κόλα, και μετά βίας του απηύθυνα μερικές λέξεις. Πέρασα όλο το πρωινό της επομένης στη ράχη ενός γέρικου αλόγου, στο τέλος μιας μακράς φάλαγγας, ανηφορίζοντας αργά τη στενή λωρίδα ανάμεσα στους λόφους, και ξανακατεβαίνοντάς την, ενώ εκείνος, ενοχλημένος από τη συμπεριφορά μου, είχε πάρει το νοικιασμένο μας αυτοκίνητο και περιπλανιόταν από τον έναν βραχώδη σχηματισμό στον άλλο.

Μόλις αφήσαμε πίσω μας την έρημο, οι σχέσεις μας βελτιώθηκαν και πάλι και, καθώς οδηγούσε, του διάβαζα μεγαλόφωνα αποσπάσματα από ένα βιβλίο για τον Χριστόφορο Κολόμβο∙ όσο, όμως, πλησιάζαμε προς την πόλη, τόσο πιο ανήσυχη αισθανόμουν. Σταμάτησα να διαβάζω και κοίταζα από το παράθυρο το τοπίο, αλλά συλλάμβανα μόνο αποσπασματικές εικόνες όσων έβλεπα ενώ πλησιάζαμε στην ακτή: μια ρεματιά γεμάτη ευκαλύπτους που κατηφόριζε προς τον ωκεανό∙ έναν μαύρο κορμοράνο κουρνιασμένο σ’ έναν μονόλιθο από φαγωμένο λευκό ασβεστόλιθο, σμιλεμένο από τη διάβρωση σε σχήμα κλεψύδρας∙ έναν μόλο μ’ ένα τρενάκι του λούνα παρκ∙ ένα οίκημα με τρούλο που υψωνόταν πάνω από τα σπίτια της πόλης, πλάι σε μια πελώρια φοινικιά∙ μια γέφυρα πάνω από τις σιδηροτροχιές που φιδογύριζαν μπροστά μας και πίσω μας. Ενώ κατευθυνόμασταν προς βορρά, προς την πόλη, οδηγούσαμε παράλληλα με τις γραμμές, άλλοτε αρκετά κοντά για να τις βλέπουμε, κι άλλοτε μακριά τους, όταν παρέκκλιναν προς την ενδοχώρα ενώ ο δικός μας δρόμος συνέχιζε ευθεία, στην κορυφή της απότομης βουνοπλαγιάς πάνω απ’ τον ωκεανό.

Την άλλη μέρα το απόγευμα, βγήκα μόνη και αγόρασα έναν χάρτη της πόλης. Τον μελέτησα καθισμένη σ’ ένα πέτρινο πεζούλι, δροσερό κάτω απ’ τους μηρούς μου, παρά τη ζέστη του ήλιου. Ένας άγνωστος μού είπε ότι ο δρόμος που έψαχνα ήταν πολύ μακριά για να πάω με τα πόδια, παρ’ όλα αυτά ξεκίνησα πεζή. Κάθε φορά που έφτανα στην κορυφή ενός λόφου, κοντοστεκόμουν για να κοιτάξω τον ωκεανό κι έβλεπα γέφυρες και ιστιοφόρα. Κάθε φορά που κατέβαινα σε μιαν ακόμα μικρή κοιλάδα, τα λευκά σπίτια με περιέβαλλαν και πάλι.

Δεν είχα προβλέψει πόσο μεγάλη θα μου φαινόταν η πόλη όσο προχωρούσα, ούτε πόσο θα κουράζονταν τα πόδια μου. Δεν είχα προβλέψει πόσο θα με τύφλωνε μετά από λίγο η αντανάκλαση του ήλιου στις λευκές προσόψεις, ούτε πόσο δυνατά θα χτυπούσε ώρα με την ώρα τα σπίτια, που γίνονταν ολοένα και πιο λευκά, και ύστερα λιγότερο λευκά όσο περνούσαν οι ώρες και τα μάτια μου άρχιζαν να καίνε. Πήρα ένα λεωφορείο, διένυσα έτσι κάποια απόσταση, ύστερα κατέβηκα και συνέχισα να βαδίζω. Μολονότι ο ήλιος έλαμπε όλη τη μέρα, αργά το απόγευμα οι σκιές ήταν παγερές. Προσπέρασα μερικά ξενοδοχεία. Δεν ήξερα ακριβώς πού βρισκόμουν, αν και αργότερα, όταν άφησα πίσω μου τη γειτονιά, κατάλαβα σε ποιο σημείο της πόλης είχα βρεθεί.

Τέλος, βαδίζοντας άλλοτε προς τη σωστή κατεύθυνση, κι άλλοτε προς τη λαθεμένη, έφτασα εκεί που έμενε. Ήταν η βραδινή ώρα αιχμής. Άντρες και γυναίκες με κοστούμια και ταγιέρ με προσπερνούσαν πηγαίνοντας πάνω κάτω στον δρόμο∙ τα αυτοκίνητα προχωρούσαν σημειωτόν. Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση του και το φως στα κτίρια ήταν τώρα σκουροκίτρινο. Ήμουν κατάπληκτη. Δεν είχα φανταστεί ότι η γειτονιά του θα είχε αυτή την όψη. Δεν πίστευα καν ότι η διεύθυνσή του ήταν υπαρκτή. Κι όμως, το κτίριο ήταν εκεί, τριώροφο, σε χρώμα αχνό γαλάζιο, λίγο ξεφτισμένο. Το παρατηρούσα από την απέναντι πλευρά του δρόμου, όρθια σ’ ένα σκαλοπάτι στο οποίο είχε ενσωματωθεί μια σειρά από πλακίδια που σχημάτιζαν την επωνυμία ενός φαρμακείου, αν και η πόρτα πίσω μου έβγαζε σ’ ένα μπαρ.

Εδώ και παραπάνω από έναν χρόνο αφότου είχα γράψει αυτή τη διεύθυνση στην ατζέντα μου, είχα φανταστεί, με μεγάλη ακρίβεια, σαν να το είχα ονειρευτεί, ένα ηλιόλουστο σοκάκι με κίτρινα διώροφα σπίτια στα οποία μπαινόβγαινε κόσμος, και βεράντες, στις οποίες πηγαινοέρχονταν άνθρωποι∙ είχα επίσης φανταστεί τον εαυτό μου μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο στην απέναντι πλευρά του δρόμου, να παρακολουθώ την πόρτα και τα παράθυρά του. Τον είχα νοερά δει να βγαίνει απ’ το σπίτι του, να σκέφτεται άλλα πράγματα, με σκυμμένο το κεφάλι του, να κατεβαίνει βιαστικά τα σκαλοπάτια με το κεφάλι σκυφτό. Ή να τα κατεβαίνει πιο αργά, με τη γυναίκα του στο πλάι. Τον είχα ήδη δει δυο φορές μαζί της, χωρίς να ξέρει ότι τον παρακολουθούσα: μια φορά από μακριά, καθώς στέκονταν στο πεζοδρόμιο μπροστά από έναν κινηματογράφο, και μια άλλη, ενώ στεκόμουν όρθια κάτω απ’ τη βροχή, τον είχα διακρίνει αμυδρά πίσω από το παράθυρο του διαμερίσματός του.

Δεν ήμουν σίγουρη ότι θα του μιλούσα, γιατί όταν το φανταζόμουν, αναστατωνόμουν από την οργή που έβλεπα νοερά στο πρόσωπό του. Έκπληξη, ύστερα οργή, και τέλος φόβος – γιατί με φοβόταν. Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο και σφιγμένο, τα βλέφαρά του χαμηλωμένα, το κεφάλι του ριγμένο ελαφρά προς τα πίσω: τι άλλο θα του έκανα τώρα; Και μόλις με έβλεπε, θα έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, λες και αυτή η κίνηση θα τον έβγαζε πράγματι απ’ το οπτικό μου πεδίο.

Αν και διαπίστωνα ότι το κτίριο που έμενε όντως υπήρχε, δεν πίστευα ότι το διαμέρισμά του ήταν δυνατόν να υπάρχει. Κι αν το διαμέρισμά του υπήρχε, δεν πίστευα ότι θα έβρισκα το όνομά του κολλημένο με ταινία πλάι στο κουδούνι. Τώρα διέσχιζα τον δρόμο και έμπαινα στο κτίριο όπου ζούσε, ίσως πολύ πρόσφατα, σίγουρα φέτος, και διάβασα τα ονόματα ΑΡΝΤ και ΠΡΟΥΕΤ σε μια λευκή κάρτα δίπλα στο κουδούνι του διαμερίσματος με τον αριθμό 6.

Αργότερα συνειδητοποίησα ότι αυτό το παράξενο, άφυλο ζευγάρι, οι Αρντ και Προύετ, πρέπει να ήταν οι άνθρωποι που βρήκαν ό,τι είχε αφήσει πίσω του: κομμάτια σελοτέιπ κολλημένα σε πράγματα, συνδετήρες και καρφίτσες ανάμεσα στις σανίδες του πατώματος, γάντια φούρνου, μπουκαλάκια με μπαχαρικά ή καπάκια πεταμένα πίσω απ’ τον φούρνο, σκόνη και ψίχουλα στις γωνίες των συρταριών, τα στεγνά, γαριασμένα σφουγγάρια που κάποτε είχε χρησιμοποιήσει για να καθαρίσει με τον δικό του δυναμικό τρόπο έναν νιπτήρα ή έναν πάγκο, χωμένα κάτω από την μπανιέρα και κάτω από τον νεροχύτη της κουζίνας, ρούχα πεταμένα στα σκοτεινά βάθη της ντουλάπας, υπολείμματα από μισοσπασμένα ξύλα, τρύπες από καρφιά στον σοβά με λεκέδες ή γδαρσίματα γύρω ή κοντά τους που φαίνονταν τυχαία, ακριβώς γιατί οι Αρντ και Προύετ δεν θα ήξεραν ποιος ο σκοπός τους. Ένιωσα ένα απρόσμενο δέσιμο με τους δυο αυτούς ανθρώπους, παρότι δεν τους γνώριζα και δεν με είχαν δει ποτέ, γιατί κι αυτοί είχαν βιώσει μια κάποια οικειότητα μαζί του. Ασφαλώς, ίσως να ήταν οι προηγούμενοι ένοικοι αυτοί που βρήκαν ό,τι άφησε πίσω του, και ίσως οι Αρντ και Προύετ να συναπαντήθηκαν με τα ίχνη ενός άλλου, ολότελα ξένου.

Επειδή έπρεπε να φτάσω στα άκρα για να τον ξαναβρώ, χτύπησα το κουδούνι. Αν δεν τον έβρισκα τώρα, θα εγκατέλειπα κάθε προσπάθεια. Χτύπησα μια φορά, ύστερα μια δεύτερη, και μια τρίτη, όμως απάντηση δεν πήρα. Στάθηκα έξω στον δρόμο, αρκετή ώρα για να νιώσω μέσα μου πως, τελικά, είχα φτάσει στο τέρμα ενός αναγκαίου ταξιδιού.

Είχα ξεκινήσει για ένα μέρος πολύ μακρινό ώστε να φτάσω ως εκεί με τα πόδια. Είχα συνεχίσει, παρότι κόντευε να βραδιάσει κι άγγιζα πια τα όρια της αντοχής μου. Ωστόσο, ξαναβρήκα τις δυνάμεις μου καθώς πλησίαζα στο μέρος όπου ζούσε. Συνέχιζα να βαδίζω, προσπέρασα το σπίτι του και κατευθύνθηκα προς την Τσάιναταουν και τη συνοικία με τα κόκκινα φανάρια, τις αποθήκες στην άκρη του κόλπου και τον ωκεανό, καθώς σκεφτόμουν –ενώ προσπαθούσα να θυμηθώ την πόλη, και παρότι δεν ζούσε πλέον σε τούτο το σπίτι, και η κούρασή μου ήταν μεγάλη, και ήμουν αναγκασμένη να συνεχίσω να περπατάω, και υπήρχαν κι άλλοι λόφοι ν’ ανέβω τριγύρω μου– ότι ένιωθα ήρεμη που βρισκόμουν εδώ, ήρεμη όσο ποτέ άλλοτε αφότου με εγκατέλειψε, λες και, παρότι εκείνος δεν ήταν εδώ, εγώ τον είχα ξαναβρεί.

Ίσως το γεγονός ότι δεν ήταν εκεί να έκανε εφικτή αυτή την επιστροφή, να έκανε εφικτό ένα τέλος. Γιατί αν ήταν εδώ, τα πάντα έπρεπε να συνεχιστούν. Θα ήταν αναγκαίο να κάνω κάτι γι’ αυτό, ίσως και ν’ απομακρυνθώ για να το σκεφτώ εξ αποστάσεως. Τώρα πια, θα μπορούσα να σταματήσω να τον αναζητώ.

Η στιγμή όμως που κατάλαβα ότι παραιτήθηκα, ότι είχα ολοκληρώσει την αναζήτησή μου, ήρθε λίγο αργότερα, ενώ καθόμουν σ’ ένα βιβλιοπωλείο της πόλης έχοντας στο στόμα μου τη γεύση ενός φτηνού, πικρού τσαγιού που μου πρόσφερε ένας άγνωστος.

Είχα μπει εκεί μέσα για να ξεκουραστώ, σ’ ένα παλιό κτίριο με ξύλινα πατώματα που έτριζαν, όπου μια στενή σκάλα οδηγούσε κάτω, σ’ ένα μισοσκότεινο υπόγειο, και πάνω, σ’ έναν πιο καθαρό και φωτεινό πρώτο όροφο. Περιδιάβηκα όλο το βιβλιοπωλείο, πάνω, κάτω, ύστερα ξανά πάνω, κάνοντας τον γύρο κάθε βιβλιοθήκης. Κάθισα για να ρίξω μια ματιά σ’ ένα βιβλίο, μα ήμουν τόσο κουρασμένη και διψασμένη ώστε δεν μπορούσα να διαβάσω.

Πλησίασα τον μπροστινό πάγκο, κοντά στην πόρτα. Ένας σκυθρωπός άντρας με μάλλινη πλεκτή ζακέτα στεκόταν πίσω του, τακτοποιώντας βιβλία σε στοίβες. Τον ρώτησα αν υπήρχε κάπου νερό, αν μπορούσα να έχω ένα ποτήρι νερό, ξέροντας καλά πως πιθανόν να μην έβρισκα νερό εδώ, στο βιβλιοπωλείο. Μου είπε ότι δεν υπήρχε, αλλά ότι μπορούσα να πάω σ’ ένα μπαρ εκεί κοντά. Δεν είπα τίποτα, του γύρισα την πλάτη και ανέβηκα τα λίγα σκαλιά που οδηγούσαν στον μπροστινό χώρο που έβλεπε στον δρόμο. Εκεί, ξανακάθισα σε μια καρέκλα για να ξεκουραστώ, ενώ άνθρωποι πηγαινοέρχονταν γύρω μου σιωπηλοί.

Δεν ήθελα να φανώ αγενής απέναντι στον άντρα, απλούστατα δεν μπορούσα ν’ ανοίξω το στόμα μου και να μιλήσω. Θα χρειαζόμουν όλη μου τη δύναμη για να βγάλω τον αέρα από τα πνευμόνια μου και να αφήσω έναν ήχο, κι αυτό θα μου προκαλούσε πόνο ή θα απαιτούσε από μένα κάτι που δεν μπορούσα να δώσω εκείνη τη στιγμή.

Άνοιξα ένα βιβλίο και κάρφωσα το βλέμμα μου σε μια σελίδα χωρίς να τη διαβάζω, ύστερα φυλλομέτρησα ένα άλλο από την αρχή ως το τέλος δίχως να καταλαβαίνω το παραμικρό απ’ ό,τι έβλεπα. Σκεφτόμουν ότι ο άντρας πίσω απ’ τον πάγκο σίγουρα θα με είχε περάσει για καμιά άστεγη, γιατί η πόλη ήταν γεμάτη από άστεγους, ιδίως από εκείνους που τους αρέσει να κάθονται σ’ ένα βιβλιοπωλείο την ώρα που το απόγευμα γίνεται πιο σκοτεινό και πιο ψυχρό και να ζητάνε ένα ποτήρι νερό, και μάλιστα να φέρονται με αγένεια αν τυχόν τους το αρνούνταν. Και επειδή, κρίνοντας απ’ το κατάπληκτο έως και ανήσυχο ύφος του, όταν του γύρισα την πλάτη χωρίς να του απαντήσω, σκέφτηκα ότι με είχε περάσει για άστεγη, ένιωσα ξαφνικά ότι μπορούσα κάλλιστα να είμαι αυτό που με νόμιζε. Υπήρχαν κι άλλες στιγμές που ένιωθα δίχως όνομα, δίχως πρόσωπο, όταν περπατούσα στους δρόμους μιας πόλης τη νύχτα ή κάτω απ’ τη βροχή χωρίς κανείς να ξέρει πού βρισκόμουν, και τώρα αυτή μου η εντύπωση επιβεβαιώθηκε απρόσμενα από τον άντρα που στεκόταν πίσω απ’ τον πάγκο, απέναντί μου. Καθώς με κοιτούσε, πλανιόμουν μακριά από ό,τι πίστευα πως ήμουν και γινόμουν ουδέτερη, άχρωμη, δίχως συναίσθημα: η επιλογή ήταν ισοβαρής ανάμεσα σ’ αυτό που πίστευα εγώ πως ήμουν, η κουρασμένη γυναίκα που του ζητούσε νερό, και σ’ αυτό που εκείνος πίστευε πως ήμουν, και πιθανόν να μην υπήρχε πλέον αυτό που θα λέγαμε αλήθεια για να μας φέρει κοντά. Έτσι, εκείνος κι εγώ, αντικρίζοντας ο ένας τον άλλον με τον πάγκο ανάμεσά μας, ήμασταν πιο απόμακροι απ’ ό,τι είναι συνήθως δυο ξένοι, απομονωμένοι σαν από ένα στρώμα ομίχλης, με τις φωνές και τα βήματα γύρω μας πνιγμένα, μ’ ένα μικρό πηγάδι διαύγειας ολόγυρά μας, ώσπου εγώ, στον καινούριο μου ρόλο ως άστεγη, υπερβολικά αποκαμωμένη και αποπροσανατολισμένη για να μιλήσω, απέστρεψα το βλέμμα δίχως να δώσω καμιά απάντηση και πέρασα στον διπλανό χώρο.

Αλλά καθώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά, ήρθε προς το μέρος μου, εκεί όπου καθόμουν, κοντά σε μια ψηλή βιβλιοθήκη. Έσκυψε και με ρώτησε καλοσυνάτα αν ήθελα τσάι∙ όταν μου το έφερε, τον ευχαρίστησα και το ήπια. Ήταν δυνατό και καυτό, μα τόσο πικρό που μου στέγνωσε τη γλώσσα.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.