fbpx
«Λίγο πριν βρέξει» της Ζέτας Κουντούρη

«Λίγο πριν βρέξει» της Ζέτας Κουντούρη

Προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων Λίγο πριν βρέξει της Ζέτας Κουντούρη που θα κυκλοφορήσει στις 25 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Κέδρος.

 

ΣΠΙΤΙΑ ΣΕ  ΧΡΩΜΑ  ΚΕΡΑΜΙΔΙ

Πριν από δέκα περίπου χρόνια, αμέσως μόλις ο άντρας μου βγήκε στη σύνταξη, το όνειρο μιας ολόκληρης ζωής πήρε σάρκα και οστά. Ένα εξοχικό πάνω στο κύμα μάς περίμενε έτοιμο για να παραλάβουμε τα κλειδιά του. Αποφασιστικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε το καθόλου ευκαταφρόνητο εφάπαξ του, καθώς και κάποιες οικονομίες που είχαμε βάλει στην άκρη. Το σπίτι βρισκόταν σε μια βραχώδη παραλία της Εύβοιας που μόλις είχε αρχίσει να αξιοποιείται.
Γύρω μας υπήρχαν κι άλλες μονοκατοικίες, μικρές και πιο μεγάλες, κάποιες παλιές και άλλες ολοκαίνουργιες, όλες με στέγες σε χρώμα κεραμιδί, όπως και η δικιά μας. Αρκετά σπίτια το καλοκαίρι που εμείς εγκατασταθήκαμε είχαν μόλις αρχίσει να χτίζονται κι ένα σωρό ταμπέλες με τα τηλέφωνα των μηχανικών και των εργολάβων που τα πουλούσαν είχαν ήδη στηθεί δίπλα στους φράχτες.
Η Ειρήνη Μαλτέζου, μια ψηλόλιγνη ξανθιά γυναίκα γύρω στα εξήντα, ήταν η ιδιοκτήτρια του πλαϊνού μας διώροφου σπιτιού, που είχε επίσης μια ανεμπόδιστη θέα στη θάλασσα κι έναν μεγάλο κήπο γεμάτο γέρικα πεύκα. Είχε και δυο μεγαλόσωμα σκυλιά, τον Τζέρεμι και τον Τζέισον, που έβγαζε καθημερινά περίπατο, πρωί και απόγευμα ο σύζυγός της, ένας γεροδεμένος άντρας, συνταξιούχος στρατιωτικός, παλιός καταδρομέας.
Το ένα σκυλί, καθαρόαιμο λαμπραντόρ, ήταν φιλικό και εντελώς ακίνδυνο όπως μας διαβεβαίωσε η ίδια, ενώ το άλλο, ο Τζέισον, μπασταρδεμένος λύκος, μπορούσε να γίνει απροειδοποίητα επιθετικός κι επικίνδυνος, γι’ αυτό και μας συνέστησε να φυλαγόμαστε, προσθέτοντας πως αρκετά από τα αδέσποτα γατιά της γειτονιάς που μπήκαν απρόσκλητα στον χώρο τους είχαν γίνει εύκολη
λεία για τα δόντια του. Μας το είπε ευθύς μόλις συναντηθήκαμε έξω από την καγκελόπορτα της αυλής μας, αφού πρώτα μας καλωσόρισε με συγκρατημένη ευγένεια. Μας είπε ακόμη πως, αφότου ο άντρας της αποστρατεύτηκε, περνούσαν και τους χειμώνες στο σπίτι αυτό και απολάμβαναν με κάθε τρόπο την ηρεμία και τη γαλήνη του τόπου.
Το πρώτο εκείνο καλοκαίρι τους βλέπαμε συχνά να κατηφορίζουν πιασμένοι χέρι χέρι το μονοπάτι που οδηγούσε στην έρημη συνήθως παραλία, άλλοτε νωρίς το πρωί κι άλλοτε αργά το απόγευμα, την ώρα που ο αυγουστιάτικος ήλιος έσβηνε αργά μέσα στα θαμπά σύννεφα της δύσης. Ήταν ολοφάνερο από την επιφυλακτική στάση τους πως κάθε άλλο παρά επιδίωκαν ιδιαίτερες συναναστροφές.
Αντίθετα, οι υπόλοιποι γείτονες υπήρξαν από την πρώτη στιγμή φιλικοί και μας έδωσαν κάθε πληροφορία που θεώρησαν ότι θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμη.
Θυμάμαι πάντα με νοσταλγία εκείνες τις πρώτες ημέρες μας στο νησί. Την πανέμορφη θέα και τον ήχο της θάλασσας, τον δροσερό αέρα που λόγω του προσανατολισμού του σπιτιού μάς δρόσιζε όλες τις ώρες του εικοσιτετραώρου, τις δύο χελώνες που κυκλοφορούσαν με άνεση στον κήπο μας, ακόμη και τα γέλια και τις χαιρετούρες των λίγων παραθεριστών της περιοχής, την ώρα που περνούσαν από την πόρτα μας για να κατέβουν το στενό μονοπάτι που έβγαζε στην παραλία.
Καθώς τα χρήματα δεν έφταναν, το σπίτι επιπλώθηκε με κάποια παλιά κομμάτια, «αντίκες» της μητέρας μου που φύλαγα με ευλάβεια όλα αυτά τα χρόνια σε μια αποθήκη.
«Πρέπει να βρούμε έναν καλό λουστραδόρο», φώναξα στον άντρα μου μόλις τακτοποίησα την κρεβατοκάμαρα, ενώ εκείνος, ξαπλωμένος ανάσκελα στα πλακάκια της κουζίνας, προσπαθούσε ακόμη να συνδέσει τις ηλεκτρικές συσκευές. Δεν άκουσα τι μου απάντησε, πρόσεξα μόνον πόσο γυάλιζαν οι σταγόνες του ιδρώτα πάνω στο συνοφρυωμένο μέτωπό του.
«Δεν μοιάζεις για καθηγητής πανεπιστημίου έτσι όπως είσαι», τον πείραξα. «Για αχθοφόρος μοιάζεις».
«Μάλλον για μαλάκας πρέπει να μοιάζω», με διόρθωσε χαμογελώντας και σηκώθηκε τρίβοντας και με τις δυο παλάμες τη μέση του.
Τα τελευταία χρόνια πάθαινε συχνά λουμπάγκο και μπορούσε να μείνει, όταν τον έπιανε κρίση, για βδομάδες  ολόκληρες στο κρεβάτι. Πάτησε έναν διακόπτη κι ακούστηκε ο θόρυβος του ψυγείου που έπαιρνε μπρος.
«Βάλε μέσα καμιά μπίρα», μου φώναξε, ενώ κατευθυνόταν στο μπάνιο προσπαθώντας με κόπο να ισιώσει το κορμί του.
Χώθηκα κι εγώ στην ντουσιέρα μαζί του και άρχισα να του σαπουνίζω απαλά την πλάτη. Ήξερα πόσο του άρεσε.
«Έχω την εντύπωση ότι θα τα περάσουμε όμορφα μονάχοι οι δυο μας εδώ πέρα», έκανε πονηρά λίγο αργότερα, όταν ξαπλώσαμε υγροί ακόμη στο φρεσκοστρωμένο κρεβάτι μας.
Παρά την ηλικία μας δεν τα καταφέρναμε και άσχημα.

Η μία μας κόρη παραθέριζε με τα δύο παιδιά της στο σπίτι των πεθερικών της, στα Κύθηρα, ενώ η άλλη, που μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές της στο Λονδίνο, είχε αποφασίσει να περάσει τις καλοκαιρινές της διακοπές στις ακτές της Ιταλίας.
Το πρώτο μας βράδυ κατεβήκαμε στο χωριό και φάγαμε στο μοναδικό ταβερνάκι που έβγαζε τραπέζια πάνω στη θάλασσα. Είχε φρέσκο ψάρι – ο ιδιοκτήτης διέθετε δική του τράτα – και τιμές πολύ χαμηλές. Μια παρέα από αγόρια και κορίτσια δίπλα μας είχαν κιθάρες και σιγοτραγουδούσαν, ενώ μια άλλη, με ζευγάρια λίγο νεότερα από μας, μας έστειλαν για κέρασμα λευκό παγωμένο κρασί.
Πρόσεξα με συγκίνηση πως το φεγγάρι βρισκόταν στη χάση του και δημιουργούσε πάνω στα νερά εκείνη την παράξενη χρυσή γραμμή που αφότου την πρωτοαντίκρυσα με είχε μαγέψει και με προκαλούσε κάθε φορά με την ίδια ένταση να την ακολουθήσω. Θύμισα στον άντρα μου, πριν πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής, την υπόσχεσή του πως μια τέτοια βραδιά θα με πήγαινε
βαρκάδα ακριβώς πάνω σ’ αυτήν τη χρυσαφένια γραμμή και πρόσθεσα λυπημένα πως δεν ήμουν πια σίγουρη για πόσα καλοκαίρια θα είχαμε ακόμη την ευκαιρία να το κάνουμε...
«Γεράσαμε», μουρμούρισα.
Εκείνος με έπιασε σφιχτά από το χέρι για να μην πέσω έτσι όπως παραπατούσα στην ανηφόρα, και παρατήρησε, μάλλον αυστηρά, πως όταν είμαι κουρασμένη καλά θα κάνω να μην πίνω τόσο πολύ.
Κόντευαν μεσάνυχτα και τα φώτα του ζεύγους Μαλτέζου ήταν ήδη σβηστά εκτός από εκείνα του κήπου που, όπως διαπιστώσαμε με τον καιρό, έμεναν όλη νύχτα αναμμένα. Ακούσαμε τα αγριεμένα γαβγίσματα των σκυλιών τους καθώς ξεκλειδώναμε την πόρτα μας κι ένιωσα έναν παράξενο φόβο. Ήταν δεμένα; Κι αν λύνονταν; Παρατήρησα πως η περιοχή ήταν τόσο έρημη που θα μπορούσε να αποτελέσει κρησφύγετο και για αλεπούδες.
Άργησε πολύ να με πάρει ο ύπνος.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.