fbpx

«Επιλεγμένα είδη» της Ειρήνης Μαργαρίτη

Προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων Επιλεγμένα είδη της Ειρήνης Μαργαρίτη που θα κυκλοφορήσει στα μέσα Μαΐου από τις εκδόσεις Μελάνι.

Little girl blue

Χθες με πήρε τηλέφωνο στις 12:48. Εκείνη την ώρα μιλούσα με μια φίλη μου. Της το ’κλεισα κι απάντησα σ’ αυτόν. Αυτός είναι ο σημαντικός. Είναι ο πιο σημαντικός. Είναι το πιο ηλίθια σημαντικό πράγμα που συμβαίνει στη ζωή μου. Με ρώτησε τι κάνω και του απάντησα ότι είμαι μόνη. Ο συγκάτοικος με εγκατέλειψε. Πήγε διακοπές. Κακόμοιρο κορίτσι, μου λέει. Και τι θα κάνεις; Έχεις κάτι να μου προτείνεις; του λέω. Να βρεθούμε, μου λέει. Σκέφτομαι, επιτέλους αποφάσισε. Του λέω, θες να ’ρθεις από δω; Μου λέει, δεν έχω λεφτά πάνω μου και το τελευταίο τρένο πέρασε στις δώδεκα. Είμαι έτοιμη να του πω, πάρε ένα ταξί και θα το πληρώσω εγώ, τίποτ’ άλλο, μόνο να ’ρθεις εδώ και θα πληρώσω εγώ, θα κάνω τα πάντα για να ’ρθεις στο σπίτι μου. Μόνο έλα και θα σου μαγειρέψω αν πεινάς και δεν θα σε κάνω να σκέφτεσαι αφού δεν θες, στ’ ορκίζομαι, θα είμαι το καλύτερο κορίτσι του κόσμου. Αλλά χτυπάει το τηλέφωνο το σταθερό και το ακούει ρε γαμώτο και μου λέει, καλά, θα μιλήσου- με, και του λέω όχι, περίμενε, όμως το κλείνει. Είναι η φίλη μου πάλι. Είναι θυμωμένη. Μου λέει, αισθάνομαι ότι με εκμεταλλεύεσαι, ότι υπάρχεις μόνο στη δική σου σφαίρα. Μιλάει ασταμάτητα. Λέει ότι είμαι εγωίστρια κι ότι τώρα που έχει πραγματικά ανάγκη επειδή της έκλεψαν το laptop και δεν έχει λεφτά κι είναι μόνη στην Ολλανδία χωρίς κανέναν τρελό έρωτα να ασχολείται, εγώ εξαφανίστηκα. Γαμώτο δεν μπορώ να το κλείσω, μάλλον παίζεται η φιλία μας. Μιλάω και περπατάω νευρικά. Έχω γυρίσει όλο το σπίτι έντεκα φορές. Αλλά δεν θα το λύσουμε, γαμώτο, σύντομα. Δεν θα το λύσουμε. Κι ο χρόνος περνάει. Και τον ξέρω, μπορεί να του περάσει. Δεν πρέπει να του περάσει, όχι σήμερα, πρέπει να τον δω απόψε κι η φίλη μου συνεχίζει να μιλάει κι εγώ σκέφτομαι να προσβληθώ. Δεν πάει άλλο, κάτι πρέπει να κάνω για να της το κλείσω. Της λέω, αν το πιστεύεις αυτό (κάτι μου είπε) δεν μπορούμε να μιλάμε άλλο. Αλλά δεν πιάνει. Τι να κάνω; Ξέρει ότι μίλησα μαζί του, άρα είμαι πάλι στη σφαίρα μου. Θα θυμώσει πολύ. Και συνεχίζω να μιλάω. Έτσι πρέπει. Να ασχοληθώ. Έχουν περάσει δώδεκα λεπτά που με κατηγορεί και ξαφνικά λέω, κλείνω, καλό βράδυ. Χωρίς λόγο, απλώς είπα ότι θα το κλείσω. Μου είπε εντάξει, κι εγώ μάλλον έχασα μια φίλη.

Έχουν περάσει δεκατρία λεπτά και τον παίρνω τηλέφωνο. Δεν απαντάει. Το ήξερα. Γαμώτο, το ήξερα. Ξαναπαίρνω μήπως είναι στο μπάνιο. Δεν απαντάει. Μπορεί να έρχεται, σκέφτομαι, να είναι στον δρόμο και να μην το ακούει. Στέλνω μήνυμα ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ; κι ανοίγω τη μπαλκονόπορτα. Δεν του έχω πει όνομα στο κουδούνι. Μπορεί να έχει ξεχάσει το κινητό του σπίτι. Και δεν ξέρει το όνομα στο κουδούνι. Είμαι στη βεράντα και σκέφτομαι, δεν γίνεται ρε πούστη, όχι σήμερα.

Και τότε το παίρνω απόφαση ότι θα πάω εγώ. Αλλά τον προειδοποιώ. ΑΝ ∆ΕΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΑ ΕΡΘΩ ΕΓΩ. Τίποτα. Καμία απάντηση. Παίρνω τηλέφωνο έναν φίλο.

Κοίτα τι μου κάνει, του λέω, είναι απίστευτος. Θα πάω και θα τα κάνω όλα λίμπα. Τι να σου πω, μου απαντάει, κάνε ό,τι καταλαβαίνεις. Με προκαλεί, θέλει να με τρελάνει, του λέω. Ηρέμησε, μου λέει. Καλά, του λέω. Κλείνω, αλλάζω μπλούζα, βάζω μάσκαρα, χτενίζομαι και φεύγω.

Παίρνω ταξί. Ο οδηγός είναι μεθυσμένος κι αντί να ξεκινήσει, μιλάει μ’ έναν άλλο που έχει σταματήσει δίπλα μας. Πού να πάνε, λένε. Τα νεύρα μου. Βιάζομαι, λέω. Τίποτα. Να πάνε στη Μαρία στην Κεφαλληνίας, λένε, οπότε αρχίζω να ουρλιάζω. Είστε καλά; Βιάζομαι σας λέω, θα κατέβω, ξεκινήστε, βιάζομαι, καταλαβαίνετε; Ξεκινάει. Με κοιτάει. Βλέπει μια τρελή; Άγιο Νικόλαο, του λέω.

Είμαστε στη Μιχαήλ Βόδα. Μα τι κάνω; σκέφτομαι. Μου απαντάω ότι καλά κάνω. Μόλις μου έδωσε το δικαίωμα. Δεν μπορεί να παίζει έτσι με το νευρικό μου σύστημα. Η Μιχαήλ Βόδα γίνεται Ιωνίας; Σίγουρα πηγαίνουμε καλά; φωνάζω στον ταξιτζή. Ναι, μου λέει, κοπελιά, ηρέμησε. Φτάνουμε. Πληρώνω και κατεβαίνω. Λέω καληνύχτα κι η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Προχωράω προς το σπίτι. Νιώθω ότι παίζω σε ταινία. Το σκέφτομαι κι αναρωτιέμαι αν είναι καλό αυτό τώρα.

Είμαι κάτω από το σπίτι. Σκέφτομαι να χτυπήσω το κουδούνι αλλά λέω καλύτερα όχι και βγάζω από την τσάντα τα κλειδιά του. Μου τα είχε δώσει την τελευταία φορά που ήμουν εκεί. Όχι επειδή σημαίνει κάτι αυτό, αλλά γιατί δεν κλείνει η πόρτα αλλιώς. Ανοίγω, μπαίνω στο ασανσέρ και πατάω το κουμπί. Αναρωτιέμαι αν έχει καταλάβει ότι είμαι εκεί. Χτυπάω το κουδούνι. Ετοιμάζομαι ψυχολογικά, θα του φωνάξω, θα τον βρίσω, θα του πω ότι δεν μπορεί να μου το κάνει εμένα αυτό. Όμως δεν ανοίγει. Μαλάκα, δεν πάει καλά! Τι θέλει πια από μένα; Να του αποδείξω ότι τολμάω; Ε, λοιπόν τολμάω. Βάζω το κλειδί στην κλειδαριά, το γυρίζω μα η πόρτα δεν ανοίγει. Τι γίνεται; Ξαναχτυπάω. Τίποτα. Σκέφτομαι μήπως δεν έχω ξεκλειδώσει. Γυρίζω το κλειδί. Όχι, δεν είναι κλειδωμένη. Ξανά. Τίποτα. Παίρνω τηλέφωνο. Το ακούω να χτυπάει κάπου μέσα. Δεν απαντάει. Άι γαμήσου. Τηλέφωνο ξανά. Καμία απάντηση. Χτυπάω το κουδούνι πολλή ώρα, αφήνω το δάχτυλό μου εκεί κολλημένο και παράλληλα έχω τον νου μου στο πώς φαίνομαι. Μήπως και κοιτάει από το ματάκι. Να φαίνομαι θυμωμένη αλλά όχι γελοία. Γιατί μου το κάνει αυτό ρε πούστη; Γιατί; Τον φαντάζομαι να στέκεται από πίσω, τώρα. Να σπρώχνει την πόρτα. Ξαναπιάνω το κλειδί, σπρώχνω κι εγώ. Σπρώχνω σαν να φωνάζω «σ’ αγαπάω ρε». Λες και μπορώ να του αποδείξω πόσο δυνατή είμαι. Θα νικήσω όλες σου τις αντιστάσεις, όλες. Όμως η πόρτα παραμένει κλειστή. Τον φαντάζομαι να στέκεται από πίσω. Σκίζω ένα χαρτάκι κι ετοιμάζομαι να του γράψω κάτι, να το περάσω από τη χαραμάδα. Σταματάω, λέω στον εαυτό μου όχι, πρέπει να ηρεμήσεις. Κλωτσάω την πόρτα και φεύγω.

Μπαίνω στο ασανσέρ. Κατεβαίνω. Πηγαίνω σ’ ένα παγκάκι εκεί κοντά. Παίρνω τον φίλο που πήρα και πριν. Μαλάκα, είναι τρελός, του λέω, δεν μου ανοίγει. Φύγε, πήγαινε σπίτι σου, μου λέει. Όχι, λέω κι εκείνη τη στιγμή το παίρνω απόφαση. Θα κάτσω στα σκαλιά του κι όλη νύχτα αν χρειαστεί.

Ανεβαίνω ξανά. Προσπαθώ ν’ ανοίξω. Σκέφτομαι, μάλλον έχει βάλει κάποιο έπιπλο πίσω απ’ την πόρτα. Του γράφω. Ή ΠΟΥ ΘΑ ΜΟΥ ΑΝΟΙΞΕΙΣ ΤΩΡΑ Ή ΠΟΥ ΘΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ ΤΟ ΠΡΩΙ. ΠΑΝΤΩΣ ΘΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΣΗΜΕΡΑ. Λέω να ελαφρύνω λίγο το κλίμα και του ξαναστέλνω ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΩ ΚΑΙ ΤΟΥΑΛΕΤΑ. Τον φαντάζομαι να χαμογελάει καθώς διαβάζει.

Χαλαρώνω. Αφήνω το φως να σβήσει. Σκέφτομαι ότι αυτή είναι η τελευταία μου δοκιμασία, σίγουρα. Με τεστάρει. Θα μείνω εδώ και θα του αποδείξω τα πάντα. Ότι αξίζω να με αγαπάει. Αξίζω. Κοιμάμαι στα σκαλιά γι’ αυτόν. Τον φαντάζομαι μετά από καμιά ώρα να ανοίγει την πόρτα, να με βλέπει να κοιμάμαι εκεί, διπλωμένη, να με παίρνει στην αγκαλιά του και να με πηγαίνει στο κρεβάτι. Να μου λέει πως μ’ αγαπάει και πως τώρα πιστεύει ότι τον αγαπάω κι εγώ και να κάνουμε έρωτα ως την αιωνιότητα. Να ζήσουμε καλά και καλύτερα σ’ όλα τα παραμύθια του κόσμου. Ανάβω τσιγάρο. Είμαι σίγουρη πια. Έκανα το σωστό κι όλα θα πάνε καλά.

Έχει περάσει κάνα τέταρτο που είμαι ήρεμη και σκέφτομαι να δοκιμάσω μια τελευταία φορά. Αυτήν τη φορά δεν ανοίγω το φως. Βγάζω το κλειδί απ’ την τσάντα και προσπαθώ να βρω την κλειδαριά. Δεν τη βρίσκω. Ακούω το κλειδί να γρατζουνάει γλυκά την πόρτα. Ανοίγω το φως και ξαφνικά ακούω βήματα. Ένας μεταλλικός ήχος και η πόρτα ανοίγει. Με κοιτάει ξαφνιασμένος. Του λέω, τι κάνεις, είσαι τρελός; και μου απαντάει, κοιμόμουν.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.