fbpx
«Τελευταία έξοδος» του Federico Axat

«Τελευταία έξοδος» του Federico Axat

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Federico Axat Τελευταία έξοδος που θα κυκλοφορήσει στις 27 Απριλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.



2

Ο Τεντ υπήρξε απίστευτα συνετός στον σχεδιασμό της αυτοκτονίας του. Δεν ήταν άλλωστε απόφαση της τελευταίας στιγμής, παρορμητική, με κενά. Ούτε και ο ίδιος από εκείνους που τα κάνουν όλα πρόχειρα για να τραβήξουν την προσοχή των άλλων. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Γιατί αν όντως ήταν τόσο προσεκτικός, τότε πώς το είχε μάθει ο Λιντς; Ο επισκέπτης με το πλατύ χαμόγελο και τα τέλεια χαρακτηριστικά υπήρξε εξαιρετικά ακριβής ως προς το διαμέτρημα του όπλου και τη θέση στην οποία το είχε αφήσει ο Τεντ. Το να υποθέσεις ότι ο Τεντ θα αυτοκτονούσε στο γραφείο του δεν ήταν παράλογο· κάλλιστα θα μπορούσε να είναι μια εικασία, ο Λιντς όμως την είχε διατυπώσει χωρίς το παραμικρό ίχνος δισταγμού.

Κάθονταν ο ένας στη μία και ο άλλος στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Ο Τεντ ένιωσε μια παλιά, οικεία αίσθηση: Ανατρίχιασε από υπερβολική έκλυση αδρεναλίνης με επακόλουθο την όξυνση της σκέψης, σαν να προσπαθούσε να προβλέψει την επόμενη κίνηση του αντιπάλου. Είχε χρόνια να παίξει σκάκι, το αίσθημα όμως ήταν αδιαφιλονίκητο. Και ευχάριστο.

«Ώστε έτσι λοιπόν, ο Τράβις σού ζήτησε να με κατασκοπεύσεις» είπε με σιγουριά.
Ο Λιντς, που είχε βάλει το δερμάτινο βαλιτσάκι πάνω στο τραπέζι και φαινόταν έτοιμος να το ανοίξει, σταμάτησε κάπως σαστισμένος.

«Ο συνέταιρός σας δεν έχει την παραμικρή σχέση με αυτό, Τεντ. Σας πειράζει να σας αποκαλώ Τεντ;»
Ο Τεντ σήκωσε τους ώμους.

«Δεν βλέπω φωτογραφίες των κοριτσιών, της Ναντίν και της Σίντι» είπε ο Λιντς με το βλέμμα καρφωμένο στο περιεχόμενο της βαλίτσας. Έμοιαζε να ψάχνει κάτι.

Όντως, δεν υπήρχαν οικογενειακές φωτογραφίες. Ο Τεντ τις είχε αφαιρέσει από το δωμάτιο. Μια συμβουλή: Αν πρόκειται να αυτοκτονήσεις, βγάλε από τη μέση τις φωτογραφίες των δικών σου. Είναι πιο απλό να το σχεδιάσεις χωρίς το επίμονο βλέμμα των αγαπημένων σου προσώπων.

«Μην ξαναμιλήσεις για τις κόρες μου».

Ο Λιντς έδειξε το γοητευτικό του χαμόγελο και σήκωσε τα χέρια σε στάση άμυνας.

«Ήθελα απλώς να κερδίσω την εμπιστοσύνη σας, να κουβεντιάσουμε λίγο. Έχω ήδη δει φωτογραφίες και των δύο και ξέρω ότι τώρα είναι με τη μητέρα τους στη Φλόριντα. Πήγαν να επισκεφτούν τους παππούδες τους, έτσι δεν είναι;»

Το σχόλιο θύμιζε μαφιόζικη ταινία. Ξέρουμε πού βρίσκεται η οικογένειά σου, μην περνιέσαι για έξυπνος. Ωστόσο, υπήρχε μια αμεσότητα στη συμπεριφορά του Λιντς, λες και πραγματικά ήθελε να φανεί ευχάριστος.

«Σου επέτρεψα να μπεις στο σπίτι μου. Νομίζω ότι έχουμε πια κάποια οικειότητα».

«Χαίρομαι».

«Πες μου τι ξέρεις για την οικογένειά μου».

Ο Λιντς, που ακουμπούσε τα χέρια του στο βαλιτσάκι, έκανε μια ανέμελη χειρονομία σηκώνοντας το
ένα.

«Ω, τίποτε το ιδιαίτερο. Συνήθως δεν ανακατευόμαστε πέραν του απαραίτητου. Ξέρω ότι επιστρέφουν από το ταξίδι τους την Παρασκευή, όποτε έχουμε τρεις μέρες να ασχοληθούμε με τις υποθέσεις μας. Ένα χρονικό διάστημα παραπάνω από αρκετό».

«Τις υποθέσεις μας;»

«Μα φυσικά!»

Ο Λιντς έβγαλε από το βαλιτσάκι δυο λεπτούς φακέλους και τους έβαλε στην άκρη. Παραμέρισε το βαλιτσάκι.

«Τεντ, σκεφτήκατε ποτέ να δολοφονήσετε κάποιον;»

Μάλιστα, ο τύπος δεν μασούσε τα λόγια του!

«Είσαι μπάτσος; Αυτό έπρεπε να το πεις εξαρχής».

Ο Τεντ σηκώθηκε όρθιος. Οι φάκελοι περιείχαν μάλλον σκληρές φωτογραφίες. Τον παρακολουθούσαν ως ύποπτο για φόνο και η αυτοκτονία ήταν το αποφασιστικό χαρτί για να αποδεχτεί την ενοχή του. Εξού και η επιμονή του Λιντς από τη στιγμή που έφτασε στο σπίτι. Μήπως ήταν πράκτορας του FBI;

«Δεν είμαι αστυνομικός, Τεντ. Καθίστε, παρακαλώ».

«Θέλω να φύγεις από το σπίτι μου τώρα αμέσως». Ο Τεντ έδειξε την πόρτα λες και ο Λιντς δεν ήξερε τον δρόμο.

«Πραγματικά θέλετε να φύγω χωρίς να ακούσετε πώς μάθαμε για την αυτοκτονία;»

Ο τύπος ήταν καλός, γιατί, όντως, ο Τεντ ήθελε να μάθει.

«Έχεις πέντε λεπτά να μου εξηγήσεις».

Ο Τεντ παρέμεινε όρθιος.

«Τέλεια» είπε ο Λιντς. «Θα σας εξηγήσω αμέσως. Εργάζομαι για μία ομάδα που φέρνει σε επαφή ανθρώπους σαν κι εσάς με υποκείμενα σαν αυτό εδώ». Έβαλε το χέρι του πάνω στους φακέλους. «Αν μου επιτρέπετε, θα ανοίξω έναν φάκελο να ρίξουμε μια ματιά. Θα καταλάβετε αμέσως, είστε έξυπνο άτομο».

Ο Λιντς άνοιξε τον φάκελο και τον έβαλε στο κέντρο του τραπεζιού, προς τη μεριά του Τεντ, που στεκόταν στητός με τα χέρια στη μέση.

Η πρώτη σελίδα ήταν ένα αντίγραφο αστυνομικού φακέλου. Στη γωνία έβλεπες τη φωτογραφία ανφάς και προφίλ ενός άντρα γύρω στα είκοσι πέντε. Είχε μαυρισμένη επιδερμίδα και τα μαλλιά του ήταν κομψά χτενισμένα με τζελ. Κοιτούσε προκλητικά τον φακό, με το πιγούνι ελαφρώς προς τα πάνω και τα ανοιχτόχρωμα μάτια του διάπλατα ανοιχτά. Το όνομά του ήταν Έντουαρντ Μπλέιν.

«Ο Μπλέιν είχε καμιά δυο καταδίκες στο παρελθόν· μικροκλοπές και επιθέσεις» εξήγησε ο Λιντς γυρνώντας σελίδα. «Αυτή τη φορά κατηγορείται για τη δολοφονία της κοπέλας του».

Ο Τεντ σε ένα πράγμα δεν είχε πέσει έξω: Οι φάκελοι όντως περιείχαν σκληρές φωτογραφίες. Είχε μπροστά του την εικόνα μιας γυναίκας δολοφονημένης άγρια, ξαπλωμένης στον περιορισμένο χώρο ανάμεσα στο κρεβάτι και την ντουλάπα, που έφερε τουλάχιστον επτά μαχαιριές στον γυμνό θώρακα.

«Το όνομά της ήταν Αμάντα Χέρντμαν. Εκείνη και ο Μπλέιν βλέπονταν περιστασιακά· δεν ήταν κάτι σοβαρό. Της προμήθευε φτηνά ναρκωτικά και, σύμφωνα με φίλους του ζευγαριού, κάθε φορά που επιχειρούσαν να σταθεροποιήσουν τη σχέση τους, έμπαιναν σ’ έναν ατέρμονο κύκλο χωρισμών και επανασυνδέσεων. Όταν η γυναίκα βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμά της, η αστυνομία πήγε κατευθείαν στον Μπλέιν. Ο τύπος παραδέχτηκε ότι λογομάχησε με τη Χέρντμαν πάνω σε μία κρίση ζήλιας, αλλά δεν τη μαχαίρωσε. Θέλετε να μάθετε την κατάληξη της ιστορίας; Δεν κατάφεραν να αποδείξουν το παραμικρό. Αναγκάστηκαν να τον αφήσουν».

Κάποια στιγμή ο Τεντ κάθισε. Δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από εκείνες τις φωτογραφίες. Ο Λιντς γύρισε σελίδα. Υπήρχαν κάποιες μεγεθυσμένες λεπτομέρειες: το πρησμένο μάτι της Αμάντα, βαθιά κοψίματα στο στήθος, μώλωπες παντού.

«Αθώος;» ρώτησε σαστισμένος ο Τεντ.

«Ο μπάσταρδος φρόντισε να μην τη χτυπήσει με τις γροθιές του, και φυσικά δεν βρέθηκε το όπλο του εγκλήματος. Αποτυπώματά του βρέθηκαν παντού στο σπίτι, κανένα όμως στο πτώμα».

«Ουσιαστικά όμως ομολόγησε αφού παραδέχτηκε τον καβγά».

«Η υπεράσπιση υποστήριξε ότι η ομολογία έγινε υπό πίεση, το οποίο εν μέρει ίσχυε, και κατάφερε να το αποδείξει. Το τέχνασμα που χρησιμοποίησε για να τον αθωώσει ήταν το ιατροδικαστικό πόρισμα σχετικά με την ώρα του φόνου. Ο πραγματογνώμονας της εισαγγελίας την προσδιόρισε μεταξύ επτά και δέκα το βράδυ. Στο χρονικό αυτό διάστημα πολλοί μάρτυρες κατέθεσαν ότι είδαν τον Μπλέιν σε ένα μπαρ της κακιάς ώρας, το Μαύρο Σομπρέρο. Φαίνεται φρόντισε να τον δουν όσο το δυνατόν περισσότερα μάτια· παρουσίασαν πάνω από τριάντα αξιόπιστους μάρτυρες και, επιπλέον, πλάνα απ’ τις κάμερες του χώρου στάθμευσης».

Ο Τεντ ξεφύλλισε τις σελίδες. Είδε κάποιες ακόμα φωτογραφίες του πτώματος και μερικά σκόρπια αποσπάσματα αντιγράφων πειστηρίων.

«Καταλάβατε τι έγινε, έτσι, Τεντ;»

Ο Τεντ, πράγματι, είχε αρχίσει να καταλαβαίνει.

«Πώς ξέρετε ότι τη σκότωσε ο Μπλέιν;»

«Η οργάνωση που εκπροσωπώ έχει πληροφοριοδότες μέσα στο ποινικό σύστημα. Δεν αναφέρομαι σε κακοποιούς· προτιμάμε να αποφεύγουμε τα πάρε δώσε μαζί τους. Μιλάμε για δικηγόρους, δικαστές ή δικαστικούς επιμελητές που ξέρουν πότε μια υπόθεση βρομάει. Εμείς αναλαμβάνουμε μόνο να… διαλύσουμε τις αμφιβολίες. Στην περίπτωση του Μπλέιν, η εξήγηση είναι υπερβολικά απλή, παρότι είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο τύπος απλώς στάθηκε τυχερός. Προσλάβαμε έναν εμπειρογνώμονα να μας εξηγήσει πώς μπορεί να έγινε ένα τόσο μεγάλο σφάλμα στον προσδιορισμό της ώρας του φόνου. Μας είπε ότι εξαρτάται από τη θερμοκρασία του σώματος, την οποία παίρνουν όταν το βρίσκουν. Η καμπύλη θερμοκρασίας του σώματος είναι γνωστή και–»

«Γνωρίζω τη διαδικασία» τον διέκοψε ο Τεντ. «Βλέπω και εγώ CSI».

Ο Λιντς γέλασε.

«Μπαίνω κατευθείαν στο θέμα λοιπόν. Όταν επισκεφτήκαμε τον τόπο του εγκλήματος, καταλάβαμε. Κάτω από το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της Αμάντα Χέρντμαν, που τώρα είναι ακατοίκητο, υπάρχει ένα επαγγελματικό πλυντήριο. Ο κεντρικός αγωγός εξαερισμού βρίσκεται ακριβώς κάτω από το σημείο όπου βρέθηκε το πτώμα. Συνεπώς, κράτησε το σώμα ζεστό, επιβραδύνοντας την απώλεια θερμοκρασίας».

«Δηλαδή ο τύπος τη σκότωσε νωρίτερα».

«Ακριβώς. Κάπου έξι με οκτώ ώρες πριν. Ο φόνος δεν έγινε βράδυ αλλά το μεσημέρι, προτού ο Μπλέιν πάει στο μπαρ».

«Και πώς δεν ξανάνοιξε η υπόθεση;»

«Είχαν πλέον εφεσιβάλει και επικυρώσει την απόφαση στο δικαστήριο. Εμείς δεν κατηγορούμε το δικαστικό σύστημα· προτιμάμε την εκδοχή ότι όλο και κάποιος μπάσταρδος θα εκμεταλλεύεται τα κενά που παρουσιάζει. Βέβαια συμβαίνει και το αντίστροφο, δυστυχώς. Εδώ όμως δεν πρόκειται για εξίσωση, τι λέτε;»

Ο Τεντ δεν χρειαζόταν να ακούσει τίποτα άλλο.

«Και θέλεις τώρα εγώ να σκοτώσω τον Μπλέιν, σωστά;»

Ο Λιντς έδειξε την τέλεια οδοντοστοιχία του.

«Καλά το έλεγα εγώ πως είστε έξυπνος άνθρωπος».



3

Στάθηκε μπροστά στο ψυγείο. Υπήρχε μια φωτογραφία της Χόλι που είχε ξεχάσει να βγάλει, στηριγμένη με ένα μαγνητάκι σε σχήμα μήλου. Τα κορίτσια τής είχαν προσθέσει ένα γυαλιστερό πλαίσιο από γκλίτερ. Η Χόλι έβγαινε τρέχοντας από τη θάλασσα, με ένα κόκκινο μπικίνι που για ένα μεγάλο διάστημα υπήρξε το αγαπημένο του Τεντ. Γελούσε, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι και τα μακριά ξανθά μαλλιά της να ανεμίζουν. Τη στιγμή που τραβήχτηκε η φωτογραφία, το ένα της πόδι κρυβόταν πίσω από το γόνατο και το μοναδικό σημείο στήριξης έμοιαζε να αναιρεί τους βασικούς κανόνες ισορροπίας.

Η φωτογραφία ήταν πολύ καιρό εκεί. Ο Τεντ την περιεργάστηκε ξεχνώντας γιατί είχε έρθει στην κουζίνα. Έπιασε τη φωτογραφία απ’ τη γωνία και την τράβηξε. Άκουσε σχεδόν το γέλιο της Χόλι και αμέσως μετά το κλάμα της, διακεκομμένο από σπαρακτικές κραυγές, στην πόρτα του γραφείου… Πώς μπορούσε να της το κάνει αυτό;

Άνοιξε το πρώτο συρτάρι που βρήκε μπροστά του και έριξε τη φωτογραφία πλάι σε κάτι άγνωστα σε αυτόν σύνεργα.

Στο μίνι μπαρ είχαν μείνει δύο μπίρες. Έπιασε τα μπουκάλια με το ένα χέρι από τον λαιμό και κλότσησε με το πόδι του την πόρτα του ψυγείου. Έμεινε εκεί μια στιγμή να πάρει ανάσα. Ο Λιντς τον περίμενε στο καθιστικό. Η ιδέα ενός ποτού είχε προκύψει αυθόρμητα, τώρα όμως μετάνιωνε. Ο Τεντ χρειαζόταν χρόνο να σκεφτεί κατ’ ιδίαν, γιατί όταν ο παράξενος επισκέπτης τού πρότεινε το σχέδιό του, αν μη τι άλλο του άρεσε. Δεν ήταν οπαδός της αυτοδικίας –όχι τουλάχιστον με την αυστηρή έννοια του όρου–, παρόλο που πίστευε ότι ο κόσμος θα ήταν πολύ καλύτερος χωρίς παράσιτα σαν τον Μπλέιν. Του έλειπε το κίνητρο για να σκοτώσει και δεν ήταν οπαδός της θανατικής ποινής – ή τουλάχιστον αυτό δήλωνε όταν τον ρωτούσαν. Κάποιες φορές, στο πεδίο βολής, όταν ο χάρτινος στόχος μετατοπιζόταν κι εκείνος προσπαθούσε να σημαδέψει στο δόξα πατρί, φαντασιωνόταν ότι κατατρόπωνε έναν από αυτούς τους κακούς που είχαν διαπράξει κάποια φρικαλεότητα ή μια ακατονόμαστη πράξη. Ο Τεντ κούνησε το κεφάλι του. Ο Λιντς μπορεί να μην ήταν πωλητής με τη στενή έννοια της λέξης, ήξερε όμως να πατήσει το κατάλληλο κουμπί ώστε ο Τεντ να σκεφτεί σοβαρά την προσφορά του.

Το βλέμμα του παρέμενε καρφωμένο στο μαγνητάκι σε σχήμα μήλου. Τώρα που η φωτογραφία της Χόλι βρισκόταν εκτός του οπτικού του πεδίου, μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Η πρόταση του Λιντς ήταν όντως δελεαστική. Το βασικό του επιχείρημα ήταν ότι, αν ο Τεντ ξεπάστρευε τους κακούς, η Χόλι και τα κορίτσια θα τον θεωρούσαν ήρωα, και όχι δειλό.

Επέστρεψε στο δωμάτιο με την παράλογη ελπίδα ότι δεν θα έβρισκε κανέναν. Είτε γιατί ο Λιντς θα είχε φύγει στο μεταξύ είτε γιατί, ακόμα χειρότερα, η συνάντηση αυτή θα ήταν αποκύη­μα της φαντασίας του.

Ο Λιντς όμως βρισκόταν εκεί, με τους δύο φακέλους μπροστά του. Σηκώθηκε να πάρει το μπουκάλι που του πρόσφερε ο Τεντ και τον ευχαρίστησε με ένα νεύμα. Κατέβασε μια γερή γουλιά.

«Πώς το μάθατε;» ρώτησε ο Τεντ και ξανακάθισε.

«Για την αυτοκτονία;»

Ο Τεντ έγνεψε καταφατικά.

«Η Οργάνωση έχει τον τρόπο της, Τεντ. Δεν ξέρω αν είναι φρόνιμο να τον μοιραστώ μαζί σου».

«Μα είναι το ελάχιστο που οφείλεις από τη στιγμή που μου ζητάς να σκοτώσω κάποιον».

Ο Λιντς το ξανασκέφτηκε.

«Αυτό σημαίνει πως δέχεστε την πρότασή μας;»

«Δεν σημαίνει απολύτως τίποτε. Για την ώρα, θέλω να μου πεις πώς το μάθατε».

«Σύμφωνοι». Ο Λιντς κατέβασε άλλη μια γουλιά και άφησε το μπουκάλι πάνω στο τραπέζι. «Βασικά επιλέγουμε τους υποψήφιους με δύο τρόπους. Ο πρώτος, αν και μας εξασφαλίζει περισσότερους, έχει αποδειχτεί ο λιγότερο αποτελεσματικός. Δυστυχώς. Βασίζεται στη βοήθεια έμπιστων ψυχολόγων, οι οποίοι μας εφιστούν την προσοχή ως προς τους εν δυνάμει υποψήφιους· είναι βέβαια μια παρατυπία που τόσο οι επαγγελματίες όσο και εμείς παραχωρούμε στους εαυτούς μας, παρότι γνωρίζουμε πως παραβιάζεται εν μέρει το απόρρητο του ασθενούς. Ωστόσο δεν πιέζουμε κανέναν. Εμφανιζόμαστε όπως τώρα εγώ στο σπίτι σας και κάνουμε την πρότασή μας. Αν δεν γίνει αποδεκτή από τον υποψήφιο, εξαφανιζόμαστε χωρίς να αφήσουμε το παραμικρό ίχνος. Στην περίπτωσή σας, βέβαια, οφείλω να αναγνωρίσω πως η είσοδός μου υπήρξε κάπως βεβιασμένη. Νόμιζα ότι... τέλος πάντων, ότι έφτασα κάπως αργά».

«Με παρακολουθούσες;»

«Όχι ακριβώς. Φτάνοντας στο σπίτι του υποψηφίου συνήθως ρίχνω μια ματιά στο διαμέρισμά του. Στην περίπτωσή σας ξέραμε ότι η σύζυγος και τα παιδιά έλειπαν ταξίδι, ανά πάσα στιγμή όμως μπορεί να προκύψει κάποιος απρόσμενος συγγενής ή φίλος, ή ακόμα και κάποιος σκύλος αλλεργικός στις επισκέψεις. Έκανα τον γύρο του σπιτιού για να βεβαιωθώ ότι είναι όλα εντάξει, όταν είδα από το παράθυρο του γραφείου σας τι ετοιμαζόσασταν να κάνετε».

«Τώρα κατάλαβα. Δηλαδή όντως με παρακολουθούσατε».

«Λυπάμαι. Προσπαθούμε να επεμβαίνουμε το λιγότερο δυνατόν».

«Και ο άλλος τρόπος επιλογής ποιος είναι;»

«Α, ναι. Κοιτάξτε, Τεντ, υπάρχουν πολλά άτομα υποχρεωμένα στην Οργάνωση, που αισθάνονται δηλαδή ότι κατά κάποιον τρόπο χρωστάνε. Ένα μέρος αυτής της ομάδας είναι και αρκετοί από τους επαγγελματίες τους οποίους προανέφερα. Σε γενικές γραμμές όμως, πρόκειται για–»

«Άτομα που σχετίζονται με τα θύματα». Ο Τεντ έδειξε τους φακέλους.

Ο Λιντς ήταν μάλλον άτομο που προτιμούσε τα μισόλογα παρά τις άμεσες αναφορές. Για κλάσματα του δευτερολέπτου μια έκφραση δυσαρέσκειας διαγράφηκε στο πρόσωπό του.

«Έτσι είναι» παραδέχτηκε τελικά, αποφασισμένος να ξεκαθαρίσει το ζήτημα. «Επιτρέψτε μου τώρα να σας εξηγήσω τι περιέχει ο άλλος φάκελος».

Ο Λιντς άφησε κατά μέρος τον φάκελο του Μπλέιν και άνοιξε έναν άλλον, πολύ πιο λεπτό. Στην πρώτη σελίδα φιγουράριζε η έγχρωμη φωτογραφία ενός άντρα όρθιου στο κατάστρωμα ενός σκάφους. Πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα, φορούσε σωσίβιο και κρατούσε ένα καλάμι ψαρέματος με ένα τεράστιο ψάρι.

«Αυτός πάλι ποιος είναι;»

«Ονομάζεται Γουέντελ, θα έχετε ακούσει να μιλούν γι’ αυτόν. Είναι πολύ γνωστός επιχειρηματίας».

«Δεν τον ξέρω».

«Καλύτερα έτσι».

Ο Τεντ άφησε τη φωτογραφία. Ο φάκελος περιλάμβανε μερικές ακόμα δακτυλογραφημένες σελίδες και κάτι σχεδιαγράμματα με διευθύνσεις. Ελάχιστες πληροφορίες σε σχέση με τον άλλον.

«Ποιον καθάρισε ο επιχειρηματίας; Τη σύζυγο;»

Ο Λιντς χαμογέλασε.

«Ο Γουέντελ δεν έχει σύζυγο. Και δεν σκότωσε κανέναν. Δεν είναι σαν τον Μπλέιν, αλλά σαν εσάς».

Ο Τεντ σήκωσε τα φρύδια.

«Κι αυτός θα έβαζε τέλος στη ζωή του» εξήγησε ο Λιντς. «Κι αυτός, όπως κι εσείς, ξέρει τι πόνο και ερωτηματικά σημαίνει αυτό για τα αγαπημένα σας πρόσωπα. Η συμφωνία είναι η εξής, Τεντ: Σκοτώνετε τον Μπλέιν ανακουφίζοντας έτσι και δικαιώνοντας την οικογένεια της Αμάντα Χέρντμαν και εμείς, σε αντάλλαγμα, σας επιτρέπουμε να γίνετε μέρος της αλυσίδας, της οποίας ο Γουέντελ αποτελεί ήδη έναν κρίκο, κι εσείς τον επόμενο».

Ο Τεντ συλλογίστηκε μια στιγμή. Το ’πιασε αμέσως.

«Αφού σκοτώσω τον Μπλέιν, πρέπει να σκοτώσω και τον Γουέντελ;»

«Ακριβώς. Το ξέρει ήδη, και σας περιμένει. Όπως θα περιμένετε και εσείς μετά, εδώ στο σπίτι σας, τον επόμενο κρίκο της αλυσίδας. Σκεφτείτε το, Τεντ. Σκεφτείτε τη διαφορά για την οικογένειά σας όταν ανακαλύψει πως ένας άγνωστος μπήκε στο σπίτι σας και σας πυροβόλησε, σε αντίθεση με την αυτοκτονία...»

«Μη συνεχίζεις».

«Ξέρω, τα έχετε σκεφτεί όλα» είπε ο Λιντς αγνοώντας το αίτημα του Τεντ «ότι η αυτοκτονία είναι προτιμότερη από την εξαφάνιση χωρίς ίχνη. Τώρα όμως έχετε τη μοναδική ευκαιρία να σας επιτεθεί κάποιος και να σας θυμούνται ως θύμα μιας κακιάς στιγμής. Σκεφτείτε πόσο πιο απλό θα είναι για τις κόρες σας να το ξεπεράσουν. Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, αλλά πολλά παιδιά, ιδιαίτερα όταν είναι μικρά, ποτέ δεν καταφέρνουν να ξεπερ–»

«Αρκετά! Κατάλαβα».

«Και τι έχετε να πείτε;»

«Θα ήθελα να το σκεφτώ λίγο. Ο Γουέντελ δεν έβλαψε κανέναν».

«Ελάτε τώρα, Τεντ. Το έχω κάνει άπειρες φορές αυτό. Αφού ξέρετε την απάντηση. Η συμφωνία δεν ευνοεί μόνο εσάς, αλλά και τον Γουέντελ, ο οποίος αυτή τη στιγμή σάς περιμένει στο εξοχικό του για να εκπληρώσετε την τελευταία του επιθυμία».

«Γιατί δεν το κάνετε μόνοι σας;»

Ο Λιντς δεν έχασε την αυτοκυριαρχία του. Το χαμόγελό του φανέρωνε ότι, πράγματι, όπως και ο ίδιος παραδέχτηκε, είχε πρωταγωνιστήσει αρκετές φορές στην πρώτη πράξη της πειθούς. Ήξερε πώς να απαντήσει σε κάθε ερώτημα. Η συμμετοχή του ήταν όπως ενός τηλεπωλητή που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να ακολουθεί ένα προδιαγεγραμμένο σενάριο.

«Εμείς είμαστε οι καλοί της ιστορίας, Τεντ. Πιστεύουμε ότι όποιος σκοτώνει πρέπει να τιμωρείται. Εμείς απλά φέρνουμε σε επαφή όσους κατάφεραν να ξεγελάσουν το σύστημα με άτομα πρόθυμα να θυσιάσουν τη ζωή τους για μια ιδέα. Και επιλέξαμε εσάς. Είναι η ευκαιρία σας. Πολύ φοβάμαι, η τελευταία».

Ο Τεντ χαμήλωσε το βλέμμα του. Από την τσέπη του παντελονιού του εξείχε το σημείωμα που είχε βρει στο γραφείο. Ούτε καν θυμόταν πώς βρέθηκε εκεί. Το έβγαλε και το ξεδίπλωσε, μακριά από τον Λιντς, που τον παρατηρούσε με προσδοκία σε αναμονή της οριστικής του απάντησης.

ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΟΥ ΔΙΕΞΟΔΟΣ, διάβασε.

Ο Λιντς ουσιαστικά είχε μόλις χρησιμοποιήσει τα ίδια λόγια.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.