fbpx
«Άννα» του Νικολό Αμανίτι

«Άννα» του Νικολό Αμανίτι

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Νικολό Αμανίτι Άννα (μτφρ. Δήμητρα Δότση) που θα κυκλοφορήσει στις 31 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
anna eswt

Η Άννα πέρασε το απόγευμά της ραχατεύοντας στο παγκάκι στην πρασιά. Τα χτυπήματα από τη σύγκρουσή της με τον σκύλο άρχισαν να γίνονται αισθητά. Στον γοφό της, που τον είχε χτυπήσει στο αυτοκίνητο, είχε σχηματιστεί μια μελανιά και οι κόμποι των δαχτύλων της είχαν πρηστεί.
Ο Άστορ ήταν κοντά της, κουκουλωμένος με μια κουβέρτα. Του άγγιξε το μέτωπο, ψηνόταν στον πυρετό.
Το κορίτσι ξαναμπήκε στο σπίτι, πήρε τον φακό, ανέβηκε τις σκάλες και διέσχισε τον διάδρομο σταματώντας μπροστά σε μια κλειστή πόρτα. Έβγαλε τα παπούτσια της, άναψε τον φακό, έβγαλε από την τσέπη του σορτς της ένα κλειδί και το έβαλε στην κλειδαριά.

Η φωτεινή δέσμη έπεσε πάνω σε ένα καρό χρωματιστό χαλί και ένα σκονισμένο γραφείο με έναν φορητό υπολογιστή στη μέση. Οι τοίχοι ήταν ντυμένοι με ταπετσαρία με παιδικά σχέδια. Σπίτια, ζώα, λουλούδια, βουνά, ποτάμια κι ένας τεράστιος κόκκινος ήλιος. Το φως εστίασε σε ένα σκουρόχρωμο ξύλινο κομοδίνο, σε μια στοίβα βιβλία, στο ξυπνητήρι, στο αμπαζούρ κι έπειτα σε ένα διπλό κρεβάτι με σιδερένιο κεφαλάρι. Πάνω στο κόκκινο με μπλε κουβερλί υπήρχε ένας σκελετός με τα χέρια σταυρωμένα. Και τα διακόσια έξι οστά που τον απάρτιζαν, από τις φάλαγγες των ποδιών ως το κρανίο, ήταν διακοσμημένα με λεπτά γεωμετρικά σχέδια ζωγραφισμένα με μαύρο μαρκαδόρο. Στο μέτωπο και στα ζυγωματικά υπήρχαν αραδιασμένα δαχτυλίδια και σκουλαρίκια, και στις κόγχες των ματιών φωλιές σπουργιτιών με τα πιτσιλωτά αυγά τους. Οι φλέβες του λαιμού και τα πλευρά ήταν τυλιγμένα με σειρές από μαργαριτάρια και χρυσές αλυσίδες, με κολιέ από αμέθυστο και πολύχρωμους λίθους. Δίπλα στα πόδια, κουλουριασμένος, ήταν ο σκελετός μια γάτας.
Η Άννα κάθισε στο γραφείο, άφησε τον φακό και άνοιξε ένα φαγωμένο τετράδιο. Πάνω στο σκληρό καφετί εξώφυλλο έγραφε: ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ.
Ανοιγοκλείνοντας τα χείλη διάβασε τη στρογγυλή και ακριβολόγο γραφή του που γέμιζε την πρώτη σελίδα.

Λατρεμένα μου παιδιά, σας αγαπώ πάρα πολύ. Σε λίγο η μαμά σας δεν θα υπάρχει πια και θα πρέπει να τα βγάλετε πέρα μόνοι σας. Είστε καλά και έξυπνα παιδιά και είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρετε.
Σ’ αυτό το τετράδιο σας αφήνω μερικές οδηγίες που θα σας βοηθήσουν να αντιμετωπίσετε τη ζωή και να αποφύγετε τους κινδύνους. Να το φυλάξετε προσεκτικά και κάθε φορά που θα έχετε κάποια αμφιβολία, να το ανοίγετε και να το διαβάζετε. Άννα, πρέπει να μάθεις τον Άστορ ανάγνωση, για να το διαβάζει και μόνος του. Ορισμένες συμβουλές θα ανακαλύψετε ότι δεν θα σας είναι χρήσιμες στον κόσμο που θα ζήσετε. Οι κανόνες θα αλλάξουν κι εγώ δυστυχώς μόνο να τους φανταστώ μπορώ. Εσείς θα αναλάβετε να τους διορθώσετε και να μάθετε από τα λάθη που ίσως προκύψουν. Το σημαντικό είναι να χρησιμοποιείτε πάντα το μυαλό σας.
Η μαμά θα φύγει από αυτόν τον κόσμο εξαιτίας ενός ιού που έχει εξαπλωθεί παντού.
Αυτά είναι όλα κι όλα όσα ξέρω για τον ιό και θα σας τα πω έτσι όπως είναι, χωρίς το παραμικρό ψέμα. Γιατί δεν σας αξίζει κάτι τέτοιο.

Ο ΙΟΣ

1) Όλοι έχουν τον ιό μέσα τους. Άντρες και γυναίκες. Μικροί και μεγάλοι. Τα παιδιά δεν επηρεάζονται γιατί ακόμη κοιμάται μέσα τους.
2) Ο ιός θα ξυπνήσει μέσα σας όταν θα μεγαλώσετε. Άννα, εσύ θα μεγαλώσεις όταν θα δεις σκούρο αίμα να βγαίνει από το πιπί σου. Άστορ, εσύ θα μεγαλώσεις όταν από το πουλί σου, που θα είναι σκληρό, θα βγάλεις ένα λευκό υγρό, το σπέρμα.
3) Εξαιτίας του ιού κανείς δεν μπορεί να κάνει παιδιά.
4) Λίγο καιρό αφού μεγαλώσετε θα αρχίσετε να βγάζετε κόκκινες κηλίδες στο δέρμα σας. Κάποιες φορές εμφανίζονται αμέσως, άλλες φορές παίρνει περισσότερο χρόνο. Όταν ο ιός απλωθεί μέσα στο σώμα, ξεκινά ο βήχας· η αναπνοή γίνεται δύσκολη, πονάνε οι μύες και σχηματίζονται κρούστες στα ρουθούνια και στα χέρια. Ύστερα έρχεται ο θάνατος.
5) Αυτό το σημείο είναι πολύ σημαντικό και θέλω να μην το ξεχάσετε ποτέ. Σε κάποια μέρη του κόσμου υπάρχουν ενήλικες που έχουν επιζήσει και ετοιμάζουν ένα φάρμακο που θα σώσει όλα τα παιδιά. Θα έρθουν πολύ σύντομα και σε εσάς και θα σας κάνουν καλά. Να είστε σίγουροι γι’ αυτό, πιστέψτε με.
Η μαμά θα σας αγαπά πολύ, πάντα, ακόμη κι αν δεν είναι μαζί σας. Όπου και να ’ναι, σας αγαπά πολύ. Το ίδιο και ο μπαμπάς σας. Κι εσείς οι δύο πρέπει να αγαπιέστε, να βοηθάει ο ένας τον άλλον και να μη χωρίσετε ποτέ. Είστε αδέρφια.

Αυτό το κομμάτι, αν και το ήξερε απέξω κι ανακατωτά, το διάβαζε πάντα.
Άνοιξε μια άλλη σελίδα στη μέση του τετραδίου.

Ο ΠΥΡΕΤΟΣ

Η θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος είναι συνήθως 36,5. Αν είναι παραπάνω, τότε έχουμε πυρετό. Αν έχουμε από 37 έως 38 δεν είναι σοβαρό. Αν έχουμε παραπάνω, τότε πρέπει να πάρουμε φάρμακα. Για να μετρήσετε τον πυρετό, πάρτε ένα θερμόμετρο. Υπάρχει ένα στο δεύτερο συρτάρι της κουζίνας. Είναι γυάλινο, γι’ αυτό προσέξτε μη σας πέσει, γιατί θα σπάσει. (Υπάρχει κι ένα πλαστικό, αλλά δουλεύει με μπαταρία και δεν ξέρω πόσο καιρό θα κρατήσει). Να το βάζετε στη μασχάλη σας και να περιμένετε πέντε λεπτά. Εάν δεν έχετε ρολόι, μετρήστε μέχρι το 500 αργά και κοιτάξτε πού σταματάει η ασημένια γραμμή. Αν έχετε πάνω από 38, έχετε πυρετό και πρέπει να πάρετε κάτι φάρμακα που τα λένε αντιβιοτικά. Πρέπει να τα παίρνετε για τουλάχιστον μία εβδομάδα, δύο φορές την ημέρα. Υπάρχουν πολλά αντιβιοτικά: Augmentin, Amoxil, Bioclavid, Cefepime. Τα έχω βάλει μαζί με τα άλλα φάρμακα στο πράσινο έπιπλο. Όταν τελειώσουν, ψάξτε να βρείτε άλλα σε φαρμακεία ή σε σπίτια. Αν δεν βρείτε τα ίδια, κοιτάξτε τις οδηγίες μέσα στο κουτί τους. Κάπου γράφει την ενεργό τους ουσία: αν βρείτε μια λέξη που τελειώνει σε «-ίνη», αυτή είναι η σωστή. Αμοξυκιλλίνη, κεφαζολίνη, τέτοιου είδους λέξεις. Και να πίνετε πολλά υγρά.

Η Άννα έστρωσε τα μαλλιά της πίσω από τα αυτιά κι έκλεισε το τετράδιο.
Το γυάλινο θερμόμετρο είχε σπάσει. Το άλλο, το πλαστικό, δεν δούλευε πια. Τα αντιβιοτικά που είχε αφήσει η μαμά στο ντουλάπι τα είχαν φάει τα ποντίκια. Το φαρμακείο Μινέρβα στο Καστελαμάρε είχε καεί, όπως και όλη η περιοχή.
Έπρεπε να τα βγάλει πέρα χωρίς θερμόμετρο. Ο Άστορ έκαιγε ολόκληρος, είχε σίγουρα πάνω από 38, αλλά ήταν αργά για να αρχίσει να ψάχνει φάρμακα· έπρεπε να περιμένει να ξημερώσει.
Ξανάβαλε το τετράδιο στη θέση του, βγήκε από το δωμάτιο και κλείδωσε την πόρτα.

Έξω ο ήλιος είχε χαθεί πίσω από το δάσος και επικρατούσε άπνοια.
«Έλα, Άστορ, πάμε πάνω».
Το αγόρι την ακολούθησε με σκυφτό κεφάλι, μισόκλειστα μάτια και κρεμασμένα χέρια.
Το δωμάτιό τους στον επάνω όροφο ήταν λίγο πιο συγυρισμένο από το υπόλοιπο σπίτι. Δεν υπήρχαν υπολείμματα φαγητού, μονάχα σωροί από ρούχα, παιχνίδια και μπουκάλια σε όλα τα σχήματα και τα μεγέθη. Δυο συρταριέρες ήταν καλυμμένες από έναν στάσιμο καταρράκτη λιωμένου κεριού που είχε τρέξει από εκατοντάδες κηροπήγια. Ο τοίχος, πίσω, ήταν κατάμαυρος από την κάπνα.
Η Άννα σκέπασε τον αδερφό της και του έδωσε να πιει υγρά· εκείνος τα ξέρασε όλα.
Επέστρεψε στον κάτω όροφο. Στο πράσινο έπιπλο, όπως ακριβώς θυμόταν, δεν είχε μείνει τίποτα εκτός από ποντικοκούραδα. Φαντάστηκε στρατιές εμπύρετων ποντικιών να ροκανίζουν τα χάπια και να γίνονται καλά.
Στο σαλόνι βρήκε ένα κουτί Crescina. Έγραφε ότι περιείχε κυστεΐνη, λυσίνη και γλυκοπρωτεΐνη, τρεις λέξεις σε «-ίνη», όμως δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα αν ήταν αντιβιοτικό. Στο φυλλάδιο έλεγε επίσης ότι ήταν συμπλήρωμα διατροφής, κατάλληλο για άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, το οποίο ενδείκνυται για τη θεραπεία της τριχόπτωσης. Μπορεί του αδερφού της να μην του έπεφταν τα μαλλιά, κακό πάντως δεν θα του έκανε. Βρήκε και μερικά υπόθετα Panadol. Ό,τι έπρεπε για τον πυρετό και τον πονοκέφαλο.
Έδωσε στον Άστορ να πιει ένα χάπι Crescina και έβγαλε κι ένα υπόθετο.
«Αυτό μπαίνει στον ποπό».
Εκείνος την κοίταξε δύσπιστος. «Μια φορά έβαλα έναν μαρκαδόρο στον ποπό μου και δεν μου άρεσε. Μήπως να το φάω καλύτερα;»
Η Άννα ανασήκωσε τους ώμους. «Το ίδιο θα ’ναι».
Το αγόρι μασούλησε το υπόθετο με μια γκριμάτσα, κι ύστερα στριφογύρισε στα σκεπάσματα ανατριχιάζοντας.
Η αδερφή του άναψε ένα κερί, ξάπλωσε δίπλα στον αδερφό της κοιτάζοντας το ταβάνι και τον αγκάλιασε, προσπαθώντας να τον ζεστάνει. «Θες να σου πω μια ιστορία;»
«Ναι».
«Ποια;»
«Μια ωραία».
Ο νους της Άννας πήγε στο βιβλίο με τα παραμύθια που της είχε χαρίσει η μαμά τους. Το αγαπημένο της μιλούσε για τον άμοιρο Ψαρο-Νικόλα. «Η ιστορία αυτή είναι από την εποχή που είχαμε βασιλιά, δεν υπήρχε το Έξω και οι Μεγάλοι ζούσαν ακόμη. Τότε στη Σικελία υπήρχε ένα αγόρι που το έλεγαν Ψαρο-Νικόλα και κολυμπούσε στα βάθη της θάλασσας σαν ψάρι».
Ο Άστορ της έσφιξε το χέρι. «Η θάλασσα είναι όλη από νερό;»
«Ναι, είναι αλμυρό, δεν πίνεται. Ο Ψαρο-Νικόλας ήταν τόσο καλός που κολυμπούσε μέχρι τον βυθό, εκεί που είναι σκοτεινά και δεν φαίνεται τίποτα. Κι εκεί κάτω έβρισκε τους θησαυρούς των βυθισμένων πλοίων και τους έφερνε στην επιφάνεια. Είχε γίνει τόσο διάσημος που ο βασιλιάς αποφάσισε να τον περάσει από μια δοκιμασία».
«Γιατί;»
«Επειδή οι βασιλιάδες είναι εκείνοι που αποφασίζουν για τα πάντα. Ο βασιλιάς, λοιπόν, έριξε στο νερό ένα χρυσό κύπελλο και ο Ψαρο-Νικόλας τού το έφερε αμέσως πίσω. Τότε ο βασιλιάς ζήτησε να οδηγήσουν το πλοίο του στα ανοιχτά, έβγαλε το στέμμα του και το πέταξε στη θάλασσα. “Για να δούμε αν θα τα καταφέρεις κι εδώ”, του είπε. Ο Ψαρο-Νικόλας βούτηξε και έμεινε για ώρα στον βυθό. Στο μεταξύ, ενώ στο πλοίο έκαναν προπόσεις...»
«Τι πάει να πει πρόποση;» μουρμούρισε ο Άστορ με τον αντίχειρα στο στόμα.
«Ότι τσουγκρίζουν τα μπουκάλια. Ενώ στο πλοίο έκαναν προπόσεις, το αγόρι επέστρεψε με το στέμμα. Ο βασιλιάς όμως και πάλι δεν ήταν ευχαριστημένος. Έβγαλε το πολύτιμο δαχτυλίδι που φορούσε και το πέταξε σε ένα σημείο τόσο βαθύ που το σχοινί τελείωνε προτού καν η άγκυρα αγγίξει τον βυθό. “Αντέχεις, Νικόλα;” τον ρώτησε ο βασιλιάς με ένα ειρωνικό χαμόγελο. “Φυσικά, Μεγαλειότατε”, είπε ο Ψαρο-Νικόλας. Πήρε βαθιά ανάσα και βούτηξε. Όλοι στο πλοίο κοίταζαν τη σκούρα μπλε θάλασσα. Δεν ήξεραν ότι το καράβι τους επέπλεε σαν φελλός σε μια λακκούβα τόσο μα τόσο βαθιά που εάν πετάξεις μια πέτρα, θα φτάσει στον πάτο την επόμενη μέρα. Σ’ εκείνο το αιώνιο σκοτάδι ζούσαν πλάσματα που κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν είχε δει ή φανταστεί ποτέ. Μακρουλά διάφανα φίδια, φωτεινές γλώσσες μεγάλες σαν χωράφια με κολοκύθες, χταπόδια με τόσο μακριά πλοκάμια που μπορούν να αγκαλιάσουν ολόκληρο σπίτι. Τον περίμεναν για δυο μέρες. Ύστερα ο βασιλιάς, μ’ ένα χασμουρητό, πρόσταξε τους ναύτες του: “Πάμε πίσω στο παλάτι. Πέθανε”. Εκείνη τη στιγμή ο Ψαρο-Νικόλας βγήκε μέσα από τη θάλασσα. Ήταν κατάχλωμος. Στο χέρι του κρατούσε το δαχτυλίδι του βασιλιά. “Μεγαλειότατε, πρέπει να σας πω κάτι σημαντικό. Μόλις κατέβηκα στον βυθό, είδα ότι η Σικελία στηρίζεται σε τρεις κολόνες. Η μία όμως είναι χιλιοσπασμένη και σε λίγο καιρό θα καταρρεύσει...”». Η Άννα περιεργάστηκε τον αδερφό της, που με τη βαριά του ανάσα εξακολουθούσε να βυζαίνει το δάχτυλό του. «“Η Σικελία θα βουλιάξει μες στη θάλασσα”. Ο βασιλιάς το σκέφτηκε λίγο. “Ξέρεις τι θέλω από σένα, αγαπητέ μου Ψαρο-Νικόλα; Να κατέβεις αμέσως εκεί κάτω και να κρατάς το νησί μας”. Το αγόρι κοίταξε τον ήλιο, τον ουρανό, όλα τα πράγματα που δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά στη στεριά και είπε: “Μάλιστα, βασιλιά μου”. Πήρε μια ανάσα τόσο βαθιά που ρούφηξε τον αέρα, τα σύννεφα και τα ξερά φύκια της παραλίας και βούτηξε. Από εκείνη την ημέρα δεν ξανανέβηκε. Αυτό ήταν. Η ιστορία μου τελείωσε».
Ο Άστορ κοιμόταν με το κεφάλι κρεμασμένο μπροστά.
Η Άννα σκέφτηκε εκείνον τον άμοιρο που καθόταν ολομόναχος στον πάτο της θάλασσας και κρατούσε το νησί. Φαντάστηκε τον εαυτό της να κατεβαίνει κοντά του σαν δύτης και να του διηγείται ότι ο βασιλιάς του πέθανε, όπως και όλη του η αυλή, και ότι η Σικελία ανήκε πλέον μόνο στα παιδιά.
Έφαγε μερικά φασόλια και πήρε το μπουκάλι με το αμάρο που είχε βρει στο φυτώριο. Το πλησίασε στη φλόγα του κεριού. Στην ετικέτα υπήρχε μια θυμωμένη χωρική που είχε το ένα χέρι στη μέση και με το άλλο κρατούσε ένα καλάθι με βότανα.
Φτυστή η δασκάλα μας η Ριγκόνι.
Κι εκείνη την ίδια στάση έπαιρνε όποτε επικρατούσε πανικός στην τάξη.
Το δοκίμασε. Ήταν τόσο γλυκό που έσφιξε τα δάχτυλα των ποδιών της.
Ορισμένα πράγματα των Μεγάλων δεν τα καταλάβαινε. Γιατί το έλεγαν αμάρο, αφού ήταν γλυκό;
Συνέχισε να πίνει ώσπου ένιωσε τα βλέφαρά της να βαραίνουν. Έξω από το παράθυρο, εκατομμύρια αστέρια στιγμάτιζαν τον ουρανό σαν πιτσιλιές λευκής μπογιάς και τα τζιτζίκια τερέτιζαν. Όταν θα κρύωνε ο καιρός, θα έφευγαν. Δεν είχε δει ποτέ της τζιτζίκια, αλλά για να κάνουν όλο αυτό τον πάταγο θα πρέπει να ήταν πολύ μεγάλα.

Ξύπνησε αγκαλιά με τον αδερφό της. Ήταν τόσο ιδρωμένοι που είχαν κάνει μούσκεμα το στρώμα. Άναψε τον φακό και τον πλησίασε στον Άστορ. Το πρόσωπό του ήταν βυθισμένο στο μαξιλάρι κι έτριζε τα δόντια του.
Πήρε το μπουκάλι με το νερό από το πάτωμα και ήπιε μέχρι που γέμισε το στομάχι της. Έξω τα πάντα ήταν ασάλευτα, μονάχα το κάλεσμα από ένα νυχτοπούλι και η βαριά ανάσα του Άστορ έσπαγαν τη σιωπή.
Σηκώθηκε και κάθισε στο μπαλκονάκι, απολαμβάνοντας τη δροσιά. Πέρα από τα σκουριασμένα κάγκελα, πέρα από τις μαύρες σκιές των δέντρων, απλωνόταν η καμένη, βουβή απεραντοσύνη του κάμπου.
Ένα πουλί φώναζε πιιιι πιιιι από τη συκιά, πίσω από την αποθήκη. Πάντοτε ήταν μικρή αυτή η συκιά, όμως τα τελευταία δύο χρόνια είχε μεγαλώσει και τα κλαδιά της τώρα πια σέρνονταν στο έδαφος.
Θυμήθηκε τότε που η μαμά είχε δέσει εκεί τα σχοινιά της κούνιας, αλλά ο μπαμπάς την προειδοποίησε ότι οι συκιές είναι δέντρα που σε ξεγελάνε γιατί σπάνε εύκολα.
Τώρα που το ξανασκεφτόταν όμως δεν ήταν απολύτως σίγουρη. Ίσως τελικά κάπου να το είχε διαβάσει ότι οι συκιές σε ξεγελάνε ή να το είχε δει στον ύπνο της. Συχνά οι αναμνήσεις γίνονται ένα με τα διαβάσματα, με τα όνειρά μας· ακόμα κι εκείνες για τις οποίες ήταν σίγουρη, με τον καιρό ξέβαφαν σαν νερομπογιές μέσα σ’ ένα ποτήρι νερό.
Ξανασκέφτηκε το Παλέρμο. Το διαμέρισμά τους απ’ όπου φαινόταν ένα γραφείο γεμάτο κόσμο μπροστά από οθόνες. Θυμόταν ασήμαντα πράγματα. Την ασπρόμαυρη σκακιέρα που σχημάτιζαν τα πλακάκια στο σαλόνι. Το τραπέζι της κουζίνας με την τρύπα όπου έβαζαν μια βέργα για να ανοίγουν φύλλο. Την απλώστρα με τις σκουριασμένες γωνίες. Μα τώρα πια δεν θυμόταν καθόλου το πρόσωπο του παππού Βίτο και της γιαγιάς Μένα. Η αλήθεια είναι πως όλα τα πρόσωπα των Μεγάλων ξεθώριαζαν, πνίγονταν στην καθημερινότητά της. Οι γέροι είχαν άσπρα μαλλιά, κάποιοι άντρες άφηναν μούσι, οι γυναίκες έβαφαν τα μαλλιά τους, μπογιάτιζαν το δέρμα τους και φορούσαν αρώματα. Το βράδυ κάθονταν στα μπαρ και έπιναν ένα ποτήρι κρασί. Υπήρχαν πολλοί σερβιτόροι. Στα εστιατόρια του Παλέρμο σερβίριζαν μελιτζάνες με παρμεζάνα στο φούρνο και σπαγγέτι.
Η μαμά στο τέλος μίσησε το Παλέρμο, επειδή οι κάτοικοι της πόλης δεν ήθελαν να μπουν σε καραντίνα. Η Άννα θυμόταν πως, προτού καν φτάσει η Κόκκινη στο Καστελαμάρε, είχε σταματήσει να τη στέλνει στο σχολείο. Είχαν κλειστεί στο σπίτι με ένα σωρό προμήθειες σε τρόφιμα στοιβαγμένες στην κουζίνα και στο σαλόνι.
Ένα βράδυ ήρθε ο μπαμπάς με τη Mercedes του. Το αυτοκίνητο γλίστρησε στο μονοπάτι του κήπου, έπεσε πάνω στα παγκάκια και άρχισε να χτυπάει ασταμάτητα η κόρνα του. Ο μπαμπάς βγήκε από μέσα σαν ζωντανός νεκρός, δεν έμοιαζε ο εαυτός του. Ο ιός τού είχε ρουφήξει το πρόσωπο, τα μάτια του ήταν πρησμένα και όλο το σώμα του ήταν γεμάτο σημάδια. Σύρθηκε μέχρι την πόρτα, μόνο που η μαμά δεν τον άφησε να μπει. «Φύγε, φύγε! Είσαι μολυσμένος!» του ούρλιαζε.
Εκείνος χτυπούσε και με τις δυο γροθιές του. «Θέλω να δω τα παιδιά. Μια στιγμή. Άσε με να τα δω μια στιγμή μόνο».
«Φύγε αποδώ. Θες να μας σκοτώσεις;»
«Μαρία Γκράτσια, άνοιξέ μου, σε παρακαλώ».
«Για όνομα του Θεού, φύγε. Αν θες το καλό των παιδιών σου, φύγε αμέσως». Η μαμά σωριάστηκε στο πάτωμα, κλαίγοντας. Εκείνος μπήκε πάλι τρεκλίζοντας στη Mercedes του κι έμεινε εκεί, με το κεφάλι πεσμένο προς το παρμπρίζ και το στόμα ορθάνοιχτο.
Η Άννα, σκαρφαλωμένη στην πλάτη του καναπέ, τον κοίταζε από το παράθυρο. Η μαμά έκλεισε τις κουρτίνες, την πήρε αγκαλιά και την έβαλε στο κρεβάτι μαζί με τον Άστορ. Περίμενε να της πει κάτι, μόνο που τελικά έμειναν και οι τρεις βουβοί.
Την επόμενη μέρα ο μπαμπάς πέθανε. Η μαμά τηλεφώνησε και ήρθαν να τον πάρουν.
Θα μπορούσε να τον χαιρετήσει, να μείνει στο πλευρό του, όμως η μητέρα της δεν ήξερε ακόμη ότι τα παιδιά δεν αρρωσταίνουν.
Λίγο μετά ήρθε και η σειρά της.
Από εκείνη την περίοδο τής είχαν μείνει συγκεχυμένες εικόνες. Η μαμά που έγραφε όλη μέρα με τον αγκώνα στο τραπέζι, μισόγυμνη. Η μαμά που γέμιζε το τετράδιο με τα Σημαντικά Πράγματα. Τα μακριά ξανθά της μαλλιά που έπεφταν σαν τζίβες, βρόμικα, στο πρόσωπό της και της το έκρυβαν. Οι λεπτοί της αστράγαλοι. Τα μακριά της πόδια. Τα δάχτυλα των ποδιών της να πιέζονται στο πάτωμα. Η βαθουλωτή καμπύλη της κοιλιάς της που φαινόταν πίσω από την ξεκούμπωτη διάφανη ρόμπα της. Οι κόκκινες κηλίδες στον λαιμό και στα πόδια. Οι πέτσες στα χέρια και στα χείλη. Η μαμά που δεν έλεγε να σταματήσει να βήχει.
Είχε περάσει πολύς καιρός, κι όμως όταν η Άννα τη σκεφτόταν, ήταν τόσο έντονη η νοσταλγία που ένιωθε, λες και κατακρημνιζόταν σε μια τρύπα από την οποία δεν θα μπορούσε ποτέ πια να ξαναβγεί.
***
Η μέρα έστειλε στον ουρανό μια στρατιά από λευκά σύννεφα.
Ο Άστορ δεν ήταν τόσο ζεστός, αλλά δεν ένιωθε ακόμη καλά. Τα μεγάλα σαστισμένα του μάτια καταλάμβαναν όλο του το πρόσωπο, σαν κλωσόπουλο. Μόλις η Άννα του έδινε κάτι να πιει, εκείνος ξέρναγε κίτρινη χολή.
Την κοιτούσε εξαντλημένος, πιάνοντας το στομάχι του. «Με πονάει εδώ».
«Πάω να βρω φάρμακα. Όσο πιο νωρίς φύγω, τόσο πιο νωρίς θα γυρίσω».
«Θα έρθω μαζί σου».
«Αφού το ξέρεις ότι δεν γίνεται. Θες να σε αρπάξουν τα τέρατα του καπνού;»
Το αγόρι κούνησε το κεφάλι. «Να μην πας ούτε εσύ».
«Θα σου φέρω δώρο».
«Δεν θέλω».
Η Άννα κούνησε το κεφάλι. «Δεν γίνεται αυτό».
Ο Άστορ έστριψε μουτρωμένος το κεφάλι του από την άλλη.
«Τι θα ’λεγες αν πρώτα παίζαμε Χριστούγεννα;»
Τα αγόρι γύρισε αστραπιαία από την άλλη, κατενθουσιασμένο. «Χριστούγεννα; Αλήθεια;»
«Φυσικά».
«Θα ’χω και δώρο;»
«Εννοείται».
«Δηλαδή να κρυφτώ;»
«Κρύψου».
Ο Άστορ κουκουλώθηκε κάτω από την κουβέρτα. Η Άννα άνοιξε το δωμάτιο της μαμάς και από ένα συρτάρι του γραφείου έβγαλε το cd Player. Ύστερα φόρεσε το καπέλο του Άγιου Βασίλη και κάτι κόκκινες μπότες. Με βαριά καρδιά, πήρε έναν λούτρινο σκαντζόχοιρο που είχε κρύψει πάνω σε ένα έπιπλο, για να μην τον φτάνει ο Άστορ. Της τον είχε χαρίσει η γιαγιά Μένα για τη γιορτή της. Ο Άστορ το ήθελε από πάντα, όμως εκείνη αρνιόταν πεισματικά να του το δώσει. Το πακετάρισε σε χαρτί εφημερίδας.
«Θα έρθεις; Εγώ είμαι έτοιμος!» φώναξε ο Άστορ.
Η Άννα πάτησε το play και ένα τραγούδι ακούστηκε στη διαπασών.
Όταν έπαιζαν τα Χριστούγεννα έβαζε το The Ghetto του Τζορτζ Μπένσον. Δεν ήξερε γιατί. Ίσως επειδή ένιωθε τον ρυθμό του να την παρασύρει ή ίσως πάλι επειδή είχε βρει το cd δίπλα σε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, σε ένα φαστφουντάδικο.
Άρχισε μεμιάς να χορεύει. Χόρευε κουνώντας τον πισινό της δεξιά κι αριστερά, με τα χέρια στη μέση, το κεφάλι πίσω μπρος σαν περιστέρι που τσιμπολογά τα σποράκια του. Ο αδερφός της ήταν σαν ένας παλλόμενος λοφίσκος κάτω από την κουβέρτα. Πέρασε πλάι του τραγουδώντας, πήδηξε πάνω σε μια καρέκλα και μέτρησε δείχνοντάς τον με το δάχτυλό της: «Ένα... Δύο... Τρία. Πάμε για Γκέτο! Σειρά σου».
Η κουβέρτα πετάχτηκε στον αέρα και ο Άστορ άρχισε να κουνιέται. Χρησιμοποιούσε πολύ τους καρπούς του και κάθε τόσο χτυπούσε με τα χέρια το κεφάλι του. Έτσι ένιωθε εκείνος τον δικό του χριστουγεννιάτικο χορό.
Η Άννα αισθάνθηκε ανακουφισμένη. Αφού χόρευε, πάει να πει ότι δεν ήταν και τόσο χάλια. Ίσως να υποκρινόταν για να την κρατήσει στο σπίτι. Όμως είχε ακόμη εμετούς.
«Το δώρο μου! Δώσε μου το δώρο μου».
Η Άννα εμφάνισε το πακέτο και το έδωσε στον αδερφό της. «Καλά Χριστούγεννα».
Ο Άστορ έσκισε το περιτύλιγμα και κοίταξε το λούτρινο παιχνίδι. «Δικό μου; Αλήθεια;»
«Ναι, δικό σου».
Τα δύο αδέρφια ξεκίνησαν και πάλι να χορεύουν, ενώ ο Τζορτζ Μπένσον έλεγε πως εκεί ήταν το γκέτο.

Η Άννα έβαλε στο σακίδιο ένα μπουκάλι νερό, μια κονσέρβα αρακά, ένα κουζινομάχαιρο, μερικές γεμάτες μπαταρίες κι ένα διπλό cd του Μάσιμο Ρανιέρι.
Έτοιμη.
Αποχαιρέτησε τον Άστορ, που είχε μείνει στο κρεβάτι με το καινούργιο του παιχνίδι, κι έφυγε.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.