fbpx
«Πίσω από κλειστές πόρτες» της B. A. Paris

«Πίσω από κλειστές πόρτες» της B. A. Paris

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της B. A. Paris Πίσω από κλειστές πόρτες (μτφρ. Βεατρίκη Κάντζολα Σαμπατάκου) που θα κυκλοφορήσει στις 21 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Bell.

Στο αυτοκίνητο, καθώς γυρίζουμε από τη συνάντησή μας με τη Μίλι, αναφέρω στον Τζακ ότι θα πρέπει να τηλεφωνήσω στην Νταϊάν κάποια στιγμή πριν από την Παρασκευή για να της πω ότι δε θα μπορέσω να βγω για φαγητό μ’ εκείνη και την Έστερ.

«Αντίθετα», μου λέει, «νομίζω ότι πρέπει να πας». Όμως τα λόγια αυτά τα έχει πει πολλές φορές και ξέρω ότι δε σημαίνουν τίποτα. «Άλλωστε έχεις ήδη αναβάλει δύο φορές το ραντεβού σας». Ακόμα κι αυτά τα λόγια δεν αρκούν για να αναπτερώσουν τις ελπίδες μου. Ωστόσο, την Παρασκευή το πρωί, όταν μου λέει να φορέσω το πιο όμορφο φόρεμά μου, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ μήπως έχει φτάσει τελικά η στιγμή που περίμενα. Στο μυαλό μου ξεδιπλώνονται με λαχτάρα όλες οι πιθανές δυνατότητες και πρέπει να θυμίσω στον εαυτό μου όλες τις άλλες φορές που κατέληξα να απογοητευτώ. Ακόμα κι όταν μπαίνω στο αυτοκίνητο και κάθομαι δίπλα στον Τζακ, δεν τολμώ να επιτρέψω στον εαυτό μου να πιστέψει ότι μπορεί να συμβεί. Όταν φτάνουμε στην πόλη, όμως, δεν μπορώ παρά να το πιστέψω πλέον, και αρχίζω να κάνω πυρετωδώς σχέδια, αγωνιώντας μήπως αφήσω την ευκαιρία αυτή να μου γλιστρήσει μέσα από τα χέρια. Μόνο όταν ο Τζακ παρκάρει έξω από το εστιατόριο και βγαίνει έξω συνειδητοποιώ την πλάνη μου.
Η Νταϊάν και η Έστερ κάθονται ήδη στο τραπέζι. Η Νταϊάν γνέφει με το χέρι της κι εγώ πλησιάζω, κρύβοντας κάτω από ένα χαμόγελο την πικρή μου απογοήτευση και νιώθοντας το χέρι του Τζακ στη μέση μου.
«Χαίρομαι τόσο που κατάφερες να έρθεις», λέει η Νταϊάν αγκαλιάζοντάς με. «Τζακ, πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που ήρθες να μας πεις ένα γεια. Είναι η ώρα που παίρνεις κι εσύ το μεσημεριανό σου;»
«Σήμερα το πρωί δούλεψα από το σπίτι», λέει εκείνος.
«Και, μιας και δε χρειάζεται να πάω στο γραφείο μέχρι αργότερα το απόγευμα, είχα την ελπίδα ότι θα μου επιτρέπατε να συμμετέχω κι εγώ στο γεύμα σας, αν και απρόσκλητος –και σε αντάλλαγμα, να σας κεράσω, φυσικά».
«Τότε θα δεχτούμε μετά χαράς τη συντροφιά σου», λέει γελώντας η Νταϊάν. «Είμαι σίγουρη ότι δε θα έχουν πρόβλημα να φέρουν άλλο ένα σερβίτσιο, αφού το τραπέζι είναι για τέσσερις άλλωστε».
«Μόνο που τώρα δε θα μπορέσουμε να σε κουτσομπολέψουμε», αστειεύεται η Έστερ. Καθώς ο Τζακ δανείζεται μια καρέκλα από ένα άλλο τραπέζι, σκέφτομαι ότι, ακόμα κι αν ήθελε να πει κάτι πιο ολέθριο, δε θα τα είχε καταφέρει καλύτερα. Όχι ότι έχει σημασία τώρα πια.
«Είμαι βέβαιος ότι έχετε πολύ πιο ενδιαφέροντα θέματα από μένα να συζητήσετε», λέει χαμογελώντας ο Τζακ καθώς με βάζει να καθίσω απέναντι στην Έστερ και κάνοντας νόημα στη σερβιτόρα να φέρει άλλο ένα σερβίτσιο.
«Και η Γκρέις δε θα είχε παρά μόνο καλά πράγματα να πει για σένα έτσι κι αλλιώς, άρα δε θα είχε και πολλή πλάκα», λέει στενάζοντας η Νταϊάν.
«Ω, είμαι σίγουρη ότι θα κατάφερνε να βρει μερικές μικρές ατέλειες». Η Έστερ με κοιτάζει σαν να με προκαλεί. «Έτσι δεν είναι, Γκρέις;»
«Αμφιβάλλω», λέω. «Όπως βλέπεις, ο Τζακ είναι τέλειος από κάθε άποψη».
«Ω, έλα τώρα, δεν μπορεί να είναι τόσο τέλειος! Κάποιο ελάττωμα θα έχει!»
Ζαρώνω τα φρύδια, παριστάνοντας ότι το σκέφτομαι λιγάκι, κι έπειτα κουνώ αρνητικά το κεφάλι. «Όχι. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να βρω κανένα ελάττωμα –εκτός από το ότι μου φέρνει πάρα πολλά λουλούδια, ίσως. Μερικές φορές δε μου φτάνουν τα βάζα».
Δίπλα μου, η Νταϊάν βογκάει. «Αυτό δεν είναι ελάττωμα, Γκρέις». Στρέφεται στον Τζακ. «Μήπως θα μπορούσες να δώσεις στον Άνταμ μερικές συμβουλές για το πώς μπορεί να κακομάθει κάποιος τη γυναίκα του;»
«Μην ξεχνάς ότι η Γκρέις και ο Τζακ είναι ουσιαστικά νιόπαντροι σε σύγκριση με όλους εμάς», επισημαίνει η Έστερ.
«Και δεν έχουν παιδιά ακόμα. Η αβρότητα συνήθως κάνει φτερά όταν σε μια σχέση έρχονται η συνήθεια και τα μωρά». Σταματάει για μια στιγμή. «Συζούσατε αρκετό καιρό πριν παντρευτείτε;»
«Δεν προλάβαμε να συζήσουμε», εξηγεί ο Τζακ. «Παντρευτήκαμε λιγότερο από έξι μήνες αφότου γνωριστήκαμε».
Η Έστερ υψώνει τα φρύδια της. «Μα την πίστη μου, αυτό ήταν γρήγορο!»
«Από τη στιγμή που κατάλαβα ότι η Γκρέις ήταν η γυναίκα της ζωής μου, δεν υπήρχε λόγος να περιμένουμε», λέει ο Τζακ παίρνοντας το χέρι μου.
Η Έστερ με λοξοκοιτάζει με ένα πονηρό χαμόγελο στην άκρη των χειλιών της. «Και δεν ανακαλύψατε κανένα σκελετό κρυμμένο στην ντουλάπα όταν παντρευτήκατε;»
«Ούτε έναν». Παίρνω τον κατάλογο που μου δίνει η σερβιτόρα και τον ανοίγω ανυπόμονα, όχι μόνο γιατί θέλω να σταματήσει η ανάκριση της Έστερ για τη σχέση μου με τον Τζακ, αλλά και επειδή πεινάω. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στο μενού και βλέπω ότι το φιλέτο τους συνοδεύεται από μανιτάρια, κρεμμύδια και τηγανητές πατάτες. Τέλεια.

«Πίσω από κλειστές πόρτες» της B. A. Paris
«Θα παραγγείλει κανείς σας τίποτα έστω και λίγο παχυντικό;» ρωτάει γεμάτη ελπίδα η Νταϊάν.
Η Έστερ κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. «Συγγνώμη. Εγώ θα πάρω σαλάτα».
«Εγώ θα πάρω το φιλέτο», της λέω. «Με πατάτες τηγανητές. Και ίσως και το κέικ σοκολάτας για επιδόρπιο», προσθέτω, ξέροντας ότι αυτό είναι που θέλει ν’ ακούσει.
«Τότε θα πάρω σαλάτα για κυρίως πιάτο, όπως η Έστερ, και κέικ σοκολάτα για επιδόρπιο, όπως εσύ».
«Θα ήθελε κάποια από τις κυρίες κρασί;» ρωτάει ο Τζακ, πάντα ο τέλειος καβαλιέρος.
«Όχι, ευχαριστώ», λέει η Νταϊάν, έτσι κι εγώ, προς μεγάλη μου απογοήτευση, αρκούμαι σε ένα γεύμα χωρίς αλκοόλ, αφού ο Τζακ δεν πίνει ποτέ στη διάρκεια της ημέρας.
«Εγώ θα ήθελα λίγο», λέει η Έστερ. «Αλλά μόνο αν πιείτε μαζί μου εσύ και η Γκρέις».
«Εγώ δε θα πιω», δηλώνει ο Τζακ. «Έχω πολλά να κάνω το απόγευμα».
«Εγώ θα πιω», λέω στην Έστερ. «Προτιμάς κόκκινο ή λευκό;»
Καθώς περιμένουμε να μας σερβίρουν, η συζήτηση στρέφεται στο τοπικό μουσικό φεστιβάλ, που διοργανώνεται κάθε Ιούλιο και προσελκύει κόσμο από μίλια μακριά. Συμφωνούμε ότι, εδώ που μένουμε όλοι, είμαστε αρκετά κοντά για να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε εύκολα το φεστιβάλ και ταυτόχρονα αρκετά μακριά για να μη μας ενοχλούν οι χιλιάδες επισκέπτες που θα κατακλύσουν την πόλη. Η Νταϊάν και ο Άνταμ πάνε πάντα στο φεστιβάλ, αλλά ο Τζακ κι εγώ δεν έχουμε πάει ποτέ και σύντομα η Νταϊάν μας συμπεριλαμβάνει στα σχέδιά της να πάμε όλοι μαζί. Κουβεντιάζοντας για μουσική, μαθαίνουμε ότι η Έστερ παίζει πιάνο και ο Ρούφους κιθάρα. Όταν εξομολογούμαι ότι δεν ακούω καθόλου μουσική, η Έστερ με ρωτάει αν μου αρέσει το διάβασμα και της λέω πως μου αρέσει, αν και διαβάζω ελάχιστα. Συζητάμε για τα βιβλία που μας αρέσουν και η Έστερ αναφέρει ένα νέο μπεστ σέλερ που μόλις κυκλοφόρησε και μας ρωτάει αν το έχουμε διαβάσει. Αποδεικνύεται ότι δεν το έχει διαβάσει καμιά μας.
«Θα ήθελες να σου το δανείσω;» με ρωτάει καθώς η σερβιτόρα φέρνει τις παραγγελίες μας.
«Ναι, σε παρακαλώ». Είμαι τόσο συγκινημένη που προσφέρθηκε να δανείσει το βιβλίο της σ’ εμένα και όχι στην Νταϊάν, που ξεχνιέμαι.
«Θα περάσω να σου το αφήσω σήμερα το απόγευμα», προθυμοποιείται. «Τις Παρασκευές δεν έχω μαθήματα».
Τώρα όμως θυμάμαι. «Ίσως χρειαστεί να το αφήσεις στο γραμματοκιβώτιο. Αν είμαι στον κήπο, που είναι το πιθανότερο, δε θ’ ακούσω το κουδούνι».
«Θα ήθελα να δω τον κήπο σου κάποια φορά», λέει με ενθουσιασμό. «Ιδίως μετά το σχόλιο του Τζακ ότι έχεις μεγάλο ταλέντο στην κηπουρική».
«Δεν είναι ανάγκη να μπεις στον κόπο να το φέρεις», λέει ο Τζακ, αγνοώντας έξυπνα τον οφθαλμοφανή υπαινιγμό που μόλις έκανε η Έστερ. «Η Γκρέις μπορεί ν’ αγοράσει και μόνη της το βιβλίο».
«Μα δεν είναι πρόβλημα». Η Έστερ κοιτάζει επιδοκιμαστικά τη σαλάτα της. «Θεέ μου, φαίνεται υπέροχη».
«Θα πάμε, μάλιστα, να το αγοράσουμε αμέσως μετά το φαγητό. Το βιβλιοπωλείο του Σμιθ είναι ακριβώς μετά τη γωνία».
«Μόνο τις Παρασκευές δεν εργάζεσαι;» ρωτώ την Έστερ θέλοντας ν’ αλλάξω θέμα.
«Και τις Τρίτες. Μια από τις άλλες δασκάλες κι εγώ μοιραζόμαστε τις ώρες».
«Πώς θα μ’ άρεσε να το έκανα κι εγώ αυτό!» λέει αναστενάζοντας μελαγχολικά η Νταϊάν. «Είναι δύσκολο να έχεις μια δουλειά πλήρους απασχόλησης όταν έχεις παιδιά. Αλλά δε θα ήθελα με τίποτα να εγκαταλείψω εντελώς τη δουλειά μου, πράγμα που είναι η μόνη επιλογή, αφού η εταιρεία μου δεν έχει ακουστά την επιμερισμένη απασχόληση».
Η Έστερ με κοιτάζει. «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι δε σου λείπει η δουλειά σου. Θέλω να πω, είχες μια συναρπαστική δουλειά πριν παντρευτείς».
...................................
Η διαρκής ανάγκη να αποκρούω τα σχόλιά της μου τεντώνει τα νεύρα τόσο, που σκέφτομαι να παραλείψω το επιδόρπιο, κάτι που κανονικά δε θα έκανα ποτέ. Όμως αν δεν πάρω επιδόρπιο, δε θα πάρει ούτε η Νταϊάν και, επειδή η Έστερ μόλις ανακοίνωσε ότι έχει χορτάσει και δεν κατεβαίνει κάτω τίποτ’ άλλο, αυτό σημαίνει ότι το γεύμα θα τελειώσει πολύ γρήγορα. Σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά, αλλά τελικά ο πειρασμός του κέικ σοκολάτα είναι πολύ μεγάλος. Πίνω άλλη μια γουλιά κρασί, ελπίζοντας είτε να αποσοβήσω τις νέες ερωτήσεις της Έστερ είτε να στραφεί για λίγο η προσοχή της στην Νταϊάν.
Λες και διάβασε τη σκέψη μου, να που ρωτάει την Νταϊάν για το γιο της. Οι διατροφικές του συνήθειες είναι ένα από τα αγαπημένα θέματα συζήτησης της Νταϊάν, έτσι παίρνω μια ανάσα καθώς η κουβέντα περιστρέφεται γύρω απ’ το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να καταφέρνει κανείς τα παιδιά να τρώνε λαχανικά που δεν τους αρέσουν. Ο Τζακ ακούει με προσοχή, σαν να τον ενδιαφέρει πραγματικά το θέμα, και στη σκέψη μου ξανάρχεται η Μίλι. Ανησυχώ πώς θα το πάρει αν δεν μπορέσω να πάω να τη δω το Σαββατοκύριακο, επειδή μου είναι ολοένα πιο δύσκολο να της δικαιολογώ τις απουσίες μου. Παλιότερα δε θα μου περνούσε ποτέ από το νου να ευχηθώ να ήταν διαφορετική απ’ ό,τι είναι. Τώρα όμως, εύχομαι να μην είχε το σύνδρομο Ντάουν, να μην ήταν εξαρτημένη από μένα και να μπορούσε να ζήσει τη ζωή της αντί να πρέπει να μοιράζεται τη δική μου.
Με προσγειώνει απότομα στην πραγματικότητα η φωνή της Νταϊάν, που παραγγέλνει το επιδόρπιό μου. Η Έστερ με ρωτάει πού ταξίδευε το μυαλό μου και της λέω ότι σκεφτόμουν τη Μίλι. Η Νταϊάν ζητά να μάθει αν την έχουμε δει πρόσφατα και της απαντώ ότι την είδαμε την περασμένη Κυριακή, όταν ο Τζακ μας έβγαλε έξω για ένα θαυμάσιο γεύμα. Περιμένω να με ρωτήσουν αν θα την επισκεφθούμε ξανά αυτό το Σαββατοκύριακο, αλλά καμιά τους δεν το κάνει, έτσι δεν ξέρω τι να περιμένω.
«Πρέπει να ανυπομονεί να έρθει να μείνει μαζί σας», λέει η Έστερ καθώς καταφθάνουν τα επιδόρπια.
«Πράγματι», συμφωνώ.
Ο Τζακ χαμογελάει. «Κι εμείς ανυπομονούμε».
«Πώς της φαίνεται το σπίτι;»
Απλώνω το χέρι στο ποτήρι μου. «Η αλήθεια είναι ότι δεν το έχει δει ακόμα».
«Μα δεν έχετε ένα χρόνο που έχετε μετακομίσει;»
«Ναι, αλλά θέλαμε να είναι όλα τέλεια πριν το δει», εξηγεί ο Τζακ.
«Εμένα μου φάνηκε τέλειο όταν το είδα», παρατηρεί η Έστερ.
«Το δωμάτιό της δεν είναι έτοιμο ακόμα, αλλά με διασκεδάζει πολύ η προετοιμασία του, έτσι δεν είναι, αγάπη μου;» Νιώθω με φρίκη τα δάκρυά μου να αναβλύζουν και σκύβω βιαστικά το κεφάλι, ξέροντας ότι τα μάτια της Έστερ είναι καρφωμένα επάνω μου.
«Τι χρώμα θα είναι;» ρωτάει η Νταϊάν.
«Κόκκινο», λέει ο Τζακ. «Είναι το αγαπημένο της χρώμα». Μου κάνει νόημα δείχνοντας το γλυκό μου. «Φάε, αγάπη μου».
Παίρνω το κουτάλι μου ενώ αναρωτιέμαι πώς θα τα καταφέρω.
«Φαίνεται υπέροχο», λέει η Έστερ. «Μήπως μπορώ να σε πείσω να το μοιραστούμε;»
Διστάζω, παριστάνοντας την απρόθυμη, αλλά μέσα μου αναρωτιέμαι γιατί μπαίνω στον κόπο να παίζω θέατρο, αφού δεν μπορώ να ξεγελάσω τον Τζακ. «Πάρε μόνη σου», της λέω, προσφέροντάς της το πιρούνι μου.
«Ευχαριστώ». Κόβει ένα κομμάτι κέικ. «Ήρθατε με διαφορετικά αυτοκίνητα εσύ κι ο Τζακ;»
«Όχι, ήρθαμε μαζί».
«Τότε μπορώ να σε πετάξω εγώ στο σπίτι, αν θέλεις».
«Δε χρειάζεται, θα αφήσω εγώ την Γκρέις στο σπίτι πριν πάω στο γραφείο», λέει ο Τζακ.
«Μα δε θα κάνεις κύκλο έτσι;» ρωτά συνοφρυωμένη η Έστερ. «Μπορείς να πάρεις τον αυτοκινητόδρομο για το Λονδίνο κατευθείαν από δω. Θα την πάω εγώ στο σπίτι, Τζακ, πραγματικά δεν έχω πρόβλημα».
«Είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, αλλά πρέπει να πάρω κάποια έγγραφα από το σπίτι πριν συναντήσω έναν πελάτη αργότερα». Κάνει μια μικρή παύση. «Κρίμα που δεν τα πήρα μαζί μου, αλλιώς θα σε άφηνα ευχαρίστως να πας εσύ την Γκρέις στο σπίτι».
«Άλλη φορά, τότε». Η Έστερ στρέφεται προς το μέρος μου. «Γκρέις, ίσως θα μπορούσαμε να ανταλλάξουμε τηλέφωνα. Θα ήθελα να σας καλέσω όλους για δείπνο, αλλά πρέπει να συνεννοηθώ πρώτα με τον Ρούφους, για να δω πότε μπορεί. Έχει να πάει σε ένα επαγγελματικό ταξίδι στο Βερολίνο και δεν είμαι σίγουρη πότε θα είναι ελεύθερος».
«Φυσικά». Της δίνω τον αριθμό του τηλεφώνου του σπιτιού μας και τον περνάει στο κινητό της.
«Και το κινητό σου;»
«Δεν έχω».
Δεν πιστεύει στ’ αυτιά της. «Δεν έχεις κινητό;»
«Όχι».
«Γιατί όχι;»
«Δεν το θεωρώ απαραίτητο».
«Μα δεν υπάρχει άνθρωπος, από δέκα έως ογδόντα ετών, που να μην έχει κινητό!»
«Ε, λοιπόν, εγώ δεν έχω», λέω διασκεδάζοντας –άθελά μου– με την αντίδρασή της.
«Το ξέρω, είναι απίστευτο, έτσι;» λέει η Νταϊάν. «Προσπάθησα να την πείσω να αγοράσει ένα, αλλά δεν ενδιαφέρεται».
«Μα πώς μπορεί να σε βρει κανείς όταν βγαίνεις έξω;» απορεί η Έστερ.
Σηκώνω τους ώμους. «Δεν μπορεί».
«Και δεν είναι κακό αυτό», λέει πικρόχολα η Νταϊάν. «Δεν υπάρχει περίπτωση να πάω για ψώνια και να μη μου τηλεφωνήσει ο Άνταμ ή κάποιο από τα παιδιά για να μου ζητήσουν να τους φέρω κάτι ή να με ρωτήσουν πότε θα γυρίσω. Ούτε κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές έχω βρεθεί στο ταμείο του σουπερμάρκετ παλεύοντας να φορτώσω όλα τα ψώνια μου σε τσάντες ενώ παράλληλα προσπαθώ να λύσω από το τηλέφωνο κάποιο πρόβλημα που προέκυψε στο σπίτι».
«Μα τι θα κάνεις αν παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα;» επιμένει η Έστερ, πασχίζοντας ακόμα να καταλάβει.
«Ο κόσμος τα κατάφερνε μια χαρά και πριν ανακαλυφθούν τα κινητά», της επισημαίνω.
«Ναι, στο Μεσαίωνα». Στρέφεται στον Τζακ. «Τζακ, κάνε μου τη χάρη και αγόρασε ένα τηλέφωνο στη γυναίκα σου, για τ’ όνομα του Θεού!»
Ο Τζακ ανοίγει τα χέρια καρτερικά. «Θα της αγόραζα με μεγάλη χαρά. Αλλά ξέρω ότι δε θα το χρησιμοποιούσε ποτέ».
«Δεν το πιστεύω αυτό. Είμαι σίγουρη ότι θα το χρησιμοποιεί μόλις αντιληφθεί πόσο πρακτικό είναι».
«Ο Τζακ έχει δίκιο, δε θα το χρησιμοποιούσα», επιβεβαιώνω.
«Σε παρακαλώ, πες μου ότι έχεις υπολογιστή τουλάχιστον».
«Και βέβαια έχω».
«Μπορείς, τότε, να μου δώσεις την ηλεκτρονική σου διεύθυνση;»
«Φυσικά. Είναι Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.».
«Αυτή δεν είναι η διεύθυνση του Τζακ;»
«Είναι και δική μου».
Σηκώνει το κεφάλι της και με κοιτάζει παραξενεμένη. «Δεν έχεις δική σου διεύθυνση;»
«Για ποιο λόγο; Ο Τζακ κι εγώ δεν έχουμε μυστικά μεταξύ μας. Και, όταν μου στέλνουν μέιλ, συνήθως είναι για να μας προσκαλέσουν σε δείπνο ή κάτι άλλο που αφορά και τον Τζακ επίσης, έτσι είναι ευκολότερο αν βλέπει κι εκείνος τα μηνύματα».
«Ιδίως αφού η Γκρέις συχνά ξεχνάει να με ενημερώσει», λέει ο Τζακ χαμογελώντας μου τρυφερά με κατανόηση.
Η Έστερ μας κοιτάζει συλλογισμένη. «Είστε πραγματικά αυτοκόλλητοι εσείς οι δυο, έτσι; Λοιπόν, αφού δεν έχεις κινητό, υποθέτω ότι θα πρέπει να καταφύγεις στο στυλό και το χαρτί για να σημειώσεις τα νούμερά μου. Έχεις στυλό;»
Ξέρω ότι δεν έχω. «Δεν είμαι σίγουρη», λέω σκοπεύοντας να προσποιηθώ ότι ψάχνω να βρω. Κάνω να πάρω την τσάντα μου, που είναι κρεμασμένη στην πλάτη της καρέκλας μου, αλλά η Έστερ με προλαβαίνει και μου τη δίνει.
«Πανάλαφρη είναι η τσάντα σου. Άδεια είναι;»
«Δε μ’ αρέσει να κουβαλώ πολλά πράγματα μαζί μου», της λέω και, ανοίγοντας την τσάντα μου, ρίχνω μια ματιά μέσα.
«Όχι, λυπάμαι, δεν έχω στυλό».
«Δεν πειράζει, θα σημειώσω εγώ τα νούμερά σου». Ο Τζακ βγάζει το κινητό του. «Έχω ήδη το τηλέφωνο του σπιτιού σας, Έστερ, από τον Ρούφους, επομένως δώσε μου μόνο τον αριθμό του κινητού σου».
Καθώς του τον λέει, προσπαθώ απεγνωσμένα να τον απομνημονεύσω, αλλά μπερδεύομαι προς το τέλος. Κλείνω τα μάτια προσπαθώντας να θυμηθώ τα τελευταία ψηφία, αλλά μου είναι αδύνατον.
«Ευχαριστώ, Έστερ», λέει ο Τζακ. Ανοίγω τα μάτια και βλέπω την Έστερ να με κοιτάζει περίεργα. «Θα το γράψω στην Γκρέις μόλις πάμε σπίτι».
«Ένα λεπτό –είναι 721 ή 712 στο μέσο;» Η Έστερ ζαρώνει το μέτωπό της. «Ποτέ δεν μπορώ να το θυμηθώ. Τα τελευταία ψηφία είναι εύκολα –9146– αλλά τα μεσαία τα ξεχνώ διαρκώς. Μπορείς να το ελέγξεις, Νταϊάν;»
Η Νταϊάν βγάζει το δικό της κινητό και βρίσκει τον αριθμό της Έστερ. «712 είναι», λέει.
«Α, ναι –07517129146. Το έγραψες, Τζακ;»
«Ναι. Θέλει καμιά σας καφέ;»
Όχι, η Νταϊάν πρέπει να γυρίσει στη δουλειά και η Έστερ δε θέλει καφέ. Ο Τζακ ζητάει το λογαριασμό και η Νταϊάν και η Έστερ εξαφανίζονται στην τουαλέτα. Θα ήθελα να πάω κι εγώ μαζί τους, αλλά δεν μπαίνω στον κόπο να τις ακολουθήσω. Μόλις ο Τζακ πληρώνει το λογαριασμό, χαιρετάμε τις φίλες μας και κατευθυνόμαστε προς το πάρκινγκ.
«Λοιπόν, το ευχαριστήθηκες, τέλεια γυναικούλα μου;» ρωτάει ο Τζακ ανοίγοντάς μου την πόρτα.
Αναγνωρίζω μία από τις ερωτήσεις-παγίδα του. «Όχι και τόσο».
«Ούτε καν το επιδόρπιο που φάνηκες να θέλεις τόσο;» Ξεροκαταπίνω. «Όχι τόσο όσο περίμενα».
«Είσαι τυχερή τότε που σε βοήθησε η Έστερ να το φας, έτσι δεν είναι;»
«Θα το είχα φάει έτσι κι αλλιώς», του λέω.
«Και θα μου είχες στερήσει μια τόσο μεγάλη ευχαρίστηση;» Ένα παγωμένο ρίγος διατρέχει το σώμα μου. «Οπωσδήποτε».
Υψώνει τα φρύδια του. «Διαβλέπω μια αναβίωση του μαχητικού σου πνεύματος; Χαίρομαι γι’ αυτό. Για να σου πω την αλήθεια, είχα αρχίσει να βαριέμαι». Με κοιτάζει με ύφος που δείχνει ότι το διασκεδάζει. «Έλα, λοιπόν, Γκρέις, εμπρός! Περιμένω».

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.