fbpx
«Αμαρτωλή Πόλη» του Μάνου Κοντολέων

«Αμαρτωλή Πόλη» του Μάνου Κοντολέων

Προδημοσίευση από το cross-over μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων Αμαρτωλή Πόλη, που θα κυκλοφορήσει στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2016 από τις Εκδόσεις Πατάκη.

«Αμαρτωλή Πόλη» του Μάνου Κοντολέων

ΑΠΟ ΤΟΤΕ που ήταν ακόμα αγόρι, πάντα όμορφο θα τον έλεγες τον Κλεάνθη... Πιο σωστά, όχι όμορφο ακριβώς, μα καλοφτιαγμένο. Όχι! Ακόμα πιο σωστά –κι άλλωστε
αυτό το επίθετο ταιριάζει σε ένα αγόρι που θα γίνει έφηβος και μετά άντρας– θα τον χαρακτήριζες ελκυστικό.
Ναι, ελκυστικός!
Ένα καστανό αγοράκι με σπαστά μαλλιά – στην αρχή σχεδόν χρυσαφιά, μετά σκουρύνανε και πήρανε τις αποχρώσεις του κάστανου.
Στις ίδιες αποχρώσεις και τα μάτια του – ίσως λίγο πιο μελιά.
Μα, έτσι κι αλλιώς, γεμάτα από ένα εκφραστικό βλέμμα.
Η ματιά του Κλεάνθη έκανε –μα από τότε που ήταν μικρό αγόρι!– να λένε οι φιλενάδες της μάνας του: «Μωρέ τιμάτια αυτά που έχει ο γιος σου! Καρδιές θα κάψει!».
Κανείς δε θα σκεφτότανε ποτέ –σάμπως το σκέφτεται κανείς κάτι τέτοιο και για τον κάθε άνθρωπο που συναντά και που το βλέμμα του έχει μια ξεχωριστή χροιά, ας πούμε
άλλου κάτι το γλυκό, άλλου κάτι το μελαγχολικό, το τρυφερό ενός τρίτου, μα και κάποιων άλλων με βλέμματα σκληρά, μοχθηρά, ζηλιάρικα βλέμματα–, ναι, κανείς δε σκέφτεται να ψάξει γιατί κάθε βλέμμα έχει το δικό του στίγμα. Από πού, άραγε, να πηγάζει η γλύκα και από πού ο φθόνος;
Δε δίνουμε και τόση σημασία στο μήνυμα που περιέχουν τα βλέμματα των άλλων. Το δικό μας βλέμμα απλά έτσι αδιάφορο προσπερνά το παιχνίδισμα των ματιών των
συνανθρώπων μας.
Αδιάφορο. Και μόνο χαρακτηρίζουμε – «Εκφραστικά θλιμμένο!». Ή έστω σχολιάζουμε – «Μα λες και σε καρφώνει!».
«Τι μάτια είναι αυτά που έχει ο γιος σου!» λέγανε οι φιλενάδες της μητέρας του Κλεάνθη.
Κι εκείνη καμάρωνε.
Ο ίδιος αδιαφορούσε. Μικρός, κι έτσι καλά καλά δεν καταλάβαινε τι ήταν αυτό πάνω του που άρεσε τόσο στις κυρίες που μπαινοβγαίνανε στο σπίτι τους. Αυτός –τότε, στα μικράτα του– περισσότερο λαχτάραγε να τον αρπάζουν και να τον κρατούνε μέσα στην αγκαλιά τους και να μεθάει από το άρωμα της καθεμιάς τους.
Περίεργο –ναι, έτσι του φαινότανε· περίεργο– που κάθε σώμα είχε τη δικιά του μυρωδιά. Και που όταν αυτό απομακρυνότανε ή αποχωρούσε, αυτή την οσμή την έπαιρνε μαζί του.
Αδιάφορο αν δυο γυναίκες ήταν μελαχρινές και είχαν το ίδιο χρώμα ματιών. Το άρωμα της μιας, διαφορετικό από της άλλης.
Περίεργο.
Και μια μέρα –εκεί γύρω στα οκτώ πρέπει να ήταν– γύρισε και είπε στον πατέρα του πως τα πορτρέτα που ζωγράφιζε αυτός δεν ήταν και κάτι το πολύ σημαντικό.
«Μπα; Και από πού έβγαλες αυτό το συμπέρασμα;» Ο πατέρας του –γνωστός ζωγράφος και πορτρετίστας– γέλασε. Δεν είχε παρεξηγήσει τον αυθορμητισμό του μοναχογιού και μοναχοπαιδιού του.
«Γιατί εγώ όταν οι κυρίες αυτές έρχονται για να τις ζωγραφίσεις, μυρίζω το άρωμά τους. Μα όταν φεύγουν και μένει μόνη της η ζωγραφιά που τους φτιάχνεις, η μυρωδιά
εξαφανίζεται...» είχε εξηγήσει ο μικρός, και ο γνωστός ζωγράφος έστρεψε το κεφάλι προς την τζαμαρία του ατελιέ του και ενώ κοιτούσε τις τριανταφυλλιές του κήπου, μουρμούρισε: «Πεπερασμένη η κάθε Τέχνη...».
Πεπερασμένη, λοιπόν, η Τέχνη.

Μα ο μικρός Κλεάνθης –αγόρι τότε με όνειρα πολλά και με το πείσμα ενός παιδιού που δε θέλει να χάνει ό,τι τον έχει ευχαριστήσει– αποφάσισε να βρει πού πήγαινε και φώλιαζε η μυρωδιά των φιλενάδων της μητέρας του.
Και κάποια στιγμή το ανακάλυψε. Ήταν τότε που μια από αυτές φεύγοντας είχε ξεχάσει το μαντιλάκι της πάνω στη μαξιλάρα μιας πολυθρόνας.
Ένα μικρό, ολόλευκο κομμάτι πανιού που όμως είχε μέσα του φυλαγμένο το άρωμα εκείνης που μέχρι πριν από λίγο το κρατούσε.
Και τότε ο Κλεάνθης ανακάλυψε ποια συλλογή ήθελε να φτιάξει. Όχι – μήτε γραμματόσημα, μήτε αυτοκινητάκια αντίκες, μήτε αυτοκόλλητα...
Άρχισε να μαζεύει μικρά αντικείμενα που συνήθως είχαν μαζί τους οι κυρίες που μπαινοβγαίνανε στο σαλόνι του σπιτιού του.
Μαντιλάκια, αναπτήρες, ταμπακέρες, θήκες κραγιόν... Τέτοια μικροπράγματα...
Χωνότανε στην κρεβατοκάμαρα των γονιών του, εκεί όπου στο διπλό κρεβάτι αφήνανε οι φιλενάδες της μητέρας του παλτά και τσάντες, κι έχωνε τα μικρά δάχτυλά του
στις τσέπες, με τα ίδια αυτά δάχτυλα άνοιγε τις τσάντες και... Ψαχούλευε, πασπάτευε, ψηλαφούσε, να ανακαλύψει αναζητούσε κάτι μικρό που όμως μέσα του θα είχε φυλακισμένη μια οσμή.
Πάντα κάτι θα υπήρχε. Πάντα με κάτι θα εμπλούτιζε τη συλλογή του. Ασήμαντα, μισοξεχασμένα – σπασμένο μολυβάκι ή κάποιο τσιμπιδάκι για τα φρύδια, σχεδόν άδειο μπουκαλάκι με μανόν, μισοάδειο κουτάκι με τσίχλες – όλα τους όμως νοτισμένα με το άρωμα της κατόχου τους.
Κι αυτός τα άρπαζε με το θράσος του συλλέκτη, τα παράχωνε σε ένα μικρό μπαούλο κάτω στο υπόγειο. Και του άρεσε –όχι συχνά· μια φορά την εβδομάδα, ίσως και κάθε δέκα μέρες– να τρέχει και να το ανοίγει. Και από το μπαουλάκι ξεχυνότανε ένα μείγμα μυρωδιών, όλες οι οσμές ανακατωμένες όπως ανάκατα σωριαζόντουσαν όλα εκείνα τα μικροαντικείμενα.
Όχι, δεν τα έκλεβε – καθησύχαζε τις τύψεις του. Και θεωρούσε τον εαυτό του δημιουργό ενός μουσείου.
Ήταν ένας γνήσιος συλλέκτης.
Και κράτησε αυτό το πάθος του έως τα χρόνια της εφηβείας του.
Κλείνοντας πια τα δεκαπέντε του χρόνια, αποφάσισε να σταματήσει να συλλέγει αντικείμενα γυναικών και να στραφεί προς τις ίδιες που τα κατείχαν. Μέσα του είχαν ξυπνήσει –με τρόπο ολοκάθαρο– οι απαιτήσεις της σάρκας.
Η συλλογή κάπου ξεχάστηκε. Κάποια στιγμή εξαφανίστηκε, όπως συνήθως εξαφανίζονται ό,τι ως παιδιά οι άνθρωποι μαζεύουν.
Μα η εκτίμηση για τα μικροαντικείμενα δε χάθηκε. Έγινε στοιχείο της προσωπικότητάς του και να το πώς και το γιατί ο νεαρός Κλεάνθης αντί να στραφεί προς πανεπιστημιακές σπουδές, προτίμησε να γίνει διακοσμητής. Γνώριζε πολύ καλά την αξία των μικρών αντικειμένων που στολίζουν την καθημερινότητά μας.
Μα είχε μάθει και να λατρεύει τις οσμές. Την κάθε οσμή.
Τη μυρωδιά των λουλουδιών· της θάλασσας· των καρπών, των φρούτων. Τη μυρωδιά των φαγητών, των γλυκών, των ποτών. Τις μυρωδιές της εξοχής μα και της πόλης.
Τις μυρωδιές των ανθρώπων – στο τέλος αποφάσισε αυτές να αναζητά.
Μπήκε σε διάφορες ομάδες – σε μια χορωδία όπου ανακάλυψε τις οσμές των λαρυγγισμών και των κόρο· σε γήπεδα που τον ζάλιζαν οι μυρωδιές της αναίμαχτης μάχης· σε φοιτητικές συντροφιές να μυείται στο πώς φτιάχνονται τα μυρωδικά της νεότητας· εντός κομματικών συγκεντρώσεων όπου τρόμαξε από την αποφορά των αποστεωμένων συνθημάτων.
Όμως όλα αυτά εμπειρίες – μυρωδιές των ανθρώπων.
Μαθαίνεις να κυκλοφορείς εκεί όπου: μόσχος, μοσχάνθη, κανέλα, δυόσμος... Οι ευχές της κοκκινομάλλας γιαγιάς του όταν ρευότανε.
Και τη Σόνια, πάντως, κάπως έτσι τη διάλεξε – γιατί μύριζε όμορφα.
Ερωτεύτηκε τη μυρωδιά της.
Μα οι οσμές εξασθενούν κι αυτές – όπως ο έρωτας.
Πολύ πριν το διαζύγιό τους, ο Κλεάνθης δε μύριζε τίποτε όταν η γυναίκα του βρισκότανε κοντά του. Μήτε και ανακάλυπτε την ύπαρξη της παρουσίας της από τις μυρωδιές που μπορεί τυχόν να είχε αφήσει στη σάλα, στην κρεβατοκάμαρα, στο ασανσέρ.
Κι όταν, αργότερα, είχε πλέον βυθιστεί στην κατάθλιψη, χαιρότανε να οσμίζεται την μπόχα του άπλυτου σώματός του – μόνο με αυτή τη μυρωδιά ευχαριστιότανε.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.