fbpx
Αλέξης Πανσέληνος Η ΚΡΥΦΗ ΠΟΡΤΑ Εκδόσεις Μεταίχμιο

«Η κρυφή πόρτα» του Αλέξη Πανσέληνου

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου Η ΚΡΥΦΗ ΠΟΡΤΑ, που θα κυκλοφορήσει στις 25 Φεβρουαρίου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Αλέξης Πανσέληνος Η ΚΡΥΦΗ ΠΟΡΤΑ Εκδόσεις Μεταίχμιο

ΠΑΣΧΙΖΩ ΚΑΙ ΙΔΡΟΚΟΠΩ για κάτι που κανένας δεν μου ζήτησε!

Ο Ευγένιος έσπρωξε πέρα το διπλωτό τραπεζάκι με τις ριγωμένες κόλες σκόρπιες γύρω από μια νέα σελίδα, γραμμένη μισή, και το στιλό διαρκείας κύλησε πάνω της ώσπου η ακίδα στο καπάκι να το σταματήσει.

Ο ήλιος πλησίαζε το σημείο του μεσημεριού, έμπαινε λοξά και ζωγράφιζε στο πάτωμα τις γρίλιες. Από το παράθυρο φαίνονταν δυο πολυκατοικίες. Για την ακρίβεια, τα τελευταία ρετιρέ με τα μπαλκόνια, τις γλάστρες, τις πάνινες πλιάν που έβγαιναν σαν έφτιαχνε ο καιρός, και τις τέντες, άλλες κατεβασμένες, άλλες τραβηγμένες.

Η παλιά αστική γειτονιά είχε γεμίσει φοιτητές, άγνωστα πρόσωπα που κρατούσαν τα διαμερίσματα για λίγο, τα άφηναν σε ένα ή δύο χρόνια, και γέμιζαν οι ιδιοκτήτες με ενοικιαστήρια τις εισόδους και τους τοίχους. Κάποια έμεναν εκεί για πάντα, αφού κανείς δεν σκοτιζότανε να τα αφαιρέσει. Για τους παλιούς κατοίκους, όσους απόμεναν, η παρακμή δεν ήταν τόσο ορατή, καθώς συνέτρεχε με τη δική τους. Γερνούσαν στην ίδια μεριά της πόλης όπου κάποτε ήτανε νέοι. Και τον Ευγένιο ελάχιστα τον ενοχλούσε η μετάλλαξή της από αληθινή γειτονιά σε κέντρο διερχομένων. Του άρεσε που κάθε τόσο πρόβαλλαν στα απέναντι παράθυρα πρόσωπα νέα.

Καθημερινά δούλευε για ώρες και το τραπεζάκι του ήταν φορτωμένο με λεξικά, μολύβια και στιλό. Χρησιμοποιούσε κόλες ριγωμένες, γιατί ελεύθερη η γραφή του κατέρρεε· οι ρίγες την κρατούσαν σε μια ευθεία παρήγορη που του έδινε την αίσθηση πως και η δουλειά του προχωρούσε αντίστοιχα. Το καλοκαίρι έγραφε μισοντυμένος, τις πιο πολλές φορές άπλυτος. Μόνο αν χρειαζόταν να βγει για ψώνια έριχνε κάτι πρόχειρο, που αμέσως το ξανάβγαζε επιστρέφοντας.

Έβγαινε σπάνια πια. Θέατρο είχε χρόνια να δει, στον κινηματογράφο αραιά και πού, ταβέρνες μόνο αν έβρισκε παρέα, κοινωνικές σχέσεις ελάχιστες διατηρούσε, από την εποχή που όλοι οι δικοί του είχαν πεθάνει (τελευταία η μητέρα του) και είχε χωρίσει με την Ηρώ.

Οι πιο συχνές του επαφές ήταν ο Στέφανος, παλιός συνάδελφος από το υπουργείο, και η κυρία Βεατρίκη, υπεύθυνη ενός εκδοτικού οίκου για τον οποίο ο Ευγένιος μετέφραζε βιβλία που ξαφνικά εκτινάσσονταν στη δημοσιότητα και ο ίδιος έβρισκε τα περισσότερα από κακά έως αδιάφορα. Δύο μόνο δικά του έργα είχε εκδώσει ίσαμε τότε. Είχαν αρέσει σε ένα περιορισμένο, «υποψιασμένο», όπως το έλεγε, κοινό, αλλά δεν πούλησαν ποτέ πέρα από μια πρώτη έκδοση των χιλίων διακοσίων (το δεύτερο ούτε καν τόσα). Ο εκδότης αρνιότανε πεισματικά να βγάλει κάτι νέο δικό του. Αντίθετα καλοδεχόταν τις μεταφράσεις του, που ξεχώριζαν για το στιλ και τη γλώσσα τους, και του πλήρωνε ένα μικρό ποσό στην αρχή και τα υπόλοιπα στην παράδοση.

Τα βιβλία που μετέφραζε τα διάλεγε πάντα η κυρία Βεατρίκη. Εκείνη παρακολουθούσε ξένα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες και έκανε τις επαφές για τα δικαιώματα με τους εκδοτικούς οίκους. Ήταν μια γυναίκα ψηλή, γύρω στα πενήντα, που μονίμως φορούσε κομμένα γυαλιά. Τα μαλλιά της, φυσικά ξανθά, είχανε πάρει να ασπρίζουν αλλά δεν τα έβαφε. Τα μάζευε σε κότσο και τον συγκρατούσε με ένα μολύβι που πρόβαλλε σαν κατάρτι. Με τον Ευγένιο ήταν ιδιαίτερα ευγενική και φιλική. Μιλούσε τρεις γλώσσες και διάβαζε τέσσερις – με τα γερμανικά. Λίγα ήταν γνωστά γι’ αυτήν. Σίγουρα είχε δουλέψει στο Υπουργείο Εξωτερικών. Αλλά κανείς δεν ήξερε αν ήταν στο Διπλωματικό Σώμα και είχε υπηρετήσει στις πιο σημαντικές πρεσβείες του κόσμου, όπως ήθελαν μερικές φήμες, ή αν ήταν μια απλή υπάλληλος.

Ο Ευγένιος πάντως είχε παράπονο γιατί ποτέ δεν τον συμβουλεύτηκαν για τα βιβλία που του έδιναν να μεταφράσει. Η κυρία Βεατρίκη διατηρούσε το προνόμιο για τον εαυτό της. Καταλάβαινες βέβαια πως, στην περίοδο της φοβερής κρίσης που είχε χτυπήσει την αγορά, οι εκδότες θα είχανε δικαιωματικά τον πρώτο λόγο, διαλέγοντας ό,τι φαντάζονταν πως θα έκανε μεγαλύτερες πωλήσεις.

Η υπαλληλική του καριέρα στο Δημόσιο είχε λήξει με πρόωρη έξοδο όταν ήταν πενήντα ετών. Ήταν κάτι για το οποίο μετάνιωσε – και είχε επιταχύνει το διαζύγιο με την Ηρώ. Η γυναίκα του, που εξακολούθησε να εργάζεται στο υπουργείο, είχε τουλάχιστον σταθερό μισθό. Ήταν ντροπή να τον τρέφει και να τον ντύνει εκείνη. Πίσω από τα οικονομικά, κρυβόταν η δυσαρμονία των χαρακτήρων τους που σοβούσε χρόνια και είχε γράψει και το τέλος του γάμου αυτού. Η Ηρώ έβγαινε έξω με τις παρέες της σχεδόν καθημερινά, ο Ευγένιος, από την εποχή που πήρε σύνταξη, έμενε στο σπίτι, μετέφραζε, ψώνιζε, μαγείρευε και παραμόνευε την επιστροφή της, τα ξημερώματα, στο κρεβάτι που είχε να δει τους έρωτές τους κάπου δυο χρόνια πριν πάρουν την απόφαση να χωρίσουν. Επειδή το σπίτι που έμεναν ήταν δικό της, αναγκάστηκε να μετακομίσει και μετέφερε τα λιγοστά πράγματα που του ανήκαν, κυρίως ρούχα, κάμποσα από τα βιβλία του –αν και όχι όλα– και δίσκους, στο σπίτι της μητέρας του, που με τον θάνατό της την ίδια χρονιά είχε αδειάσει και ήταν διαθέσιμο.

Ένα αίσθημα αποτυχίας τον κατέλαβε. Κλείστηκε στον εαυτό του –ακόμα και από τον ίδιο του τον εαυτό– απομακρύνθηκε από όλους τους παλιούς του φίλους και τους κοινούς γνωστούς. Ως δικαιολογία πρόβαλε τη μετάφραση – μια δουλειά που τον κούραζε και τον γέμιζε άγχος, αλλά τον άφηνε να ελπίζει πως κάποια στιγμή θα κατάφερνε να τελειώσει και να εκδώσει ένα νέο, δικό του βιβλίο, ξανακερδίζοντας έτσι την προσοχή του κοινού, μικρού έτσι κι αλλιώς, που σίγουρα τον είχε ξεχάσει ολωσδιόλου.

Τα πολιτιστικά των εφημερίδων συχνά τον ανέφεραν, πάντα όμως ως «άριστο μεταφραστή», πράγμα που τον στεναχωρούσε περισσότερο από όσο τον κολάκευε. Με τις εύφημες μνείες δεν βγάζεις το ψωμί σου και ο Ευγένιος ασφυκτιούσε οικονομικά όλα τα τελευταία χρόνια, από το ’10 και μετά, χωρίς ελπίδα να αλλάξει η κατάσταση, εκτός αν αυτό γινόταν σε βάρος της υγείας του, που και πάλι το κέρδος θα ήτανε ελάχιστο – αν τελείωνε δύο βιβλία, ας πούμε, στον χρόνο που χρειαζόταν για το ένα.

Η μετάφραση είναι ακόμα πιο κουραστική όταν αυτό που μεταφράζεις δεν σου προσφέρει αναγνωστική απόλαυση. Ο Ευγένιος είχε προσέξει ότι τις σπάνιες φορές που αυτό συνέβαινε, η δουλειά του δυσκόλευε κι άλλο, γιατί τα βιβλία που του την πρόσφεραν ήταν πιο απαιτητικά και πιο δύσκολα από εκείνα που τον άφηναν αδιάφορο.

Αν και τον βάραινε αυτή η σιωπή μέσα στο σπίτι, όμως δεν θα ήθελε για τίποτα στον κόσμο αυτό να αλλάξει. Γύριζε συχνά στον νου του η συζήτηση ανάμεσα στον Πιερ και στον Αντριέι Μπαλκόνσκι, από το Πόλεμος και Ειρήνη, όπου ο ένας πρίγκιπας, ο πιο έμπειρος στη ζωή από τους δύο, προτρέπει τον άλλον να μην παντρευτεί ποτέ. «Ποτέ, μα ποτέ να μην παντρευτείς, φίλτατέ μου. Να μην παντρευτείς ίσαμε τη στιγμή που θα πεις μέσα σου πως έκανες ό,τι μπορούσες, κι ίσαμε τη στιγμή που θα ᾽χεις πάψει ν’ αγαπάς τη γυναίκα που διάλεξες, ίσαμε τη στιγμή που θα την έχεις δει ξεκάθαρα. Γιατί αλλιώς θα γελαστείς σκληρά κι ανεπανόρθωτα. Να παντρευτείς γέρος, ολότελα άχρηστος... Γιατί αλλιώς θα χαθεί κάθε καλό κι ανώτερο που έχεις μέσα σου, θα σκορπιστούν όλα σε μικρολογίες. Αν περιμένεις απ’ τον εαυτό σου κάτι στο μέλλον, θα νιώθεις στο κάθε σου βήμα πως για σένα τέλειωσαν όλα, κλείσανε όλα, εκτός απ’ το σαλόνι, όπου θα στέκεσαι στην ίδια βαθμίδα μ’ έναν αυλικό λακέ και μ’ έναν ηλίθιο...»

Αυτά τα λόγια του πρίγκιπα Αντριέι του είχανε καρφωθεί στο μυαλό πριν ακόμη χωρίσουν με την Ηρώ και πάλι τώρα που, μόνος, ένιωθε συχνά τη σιωπή στο σπίτι ανυπόφορη και αφιλόξενα τα κρύα σεντόνια του κρεβατιού. Όχι, δεν θα παντρευόταν ξανά. Αυτό ήταν σίγουρο, αμφιβολία δεν χωρούσε και, σε μεγάλο βαθμό, η απροθυμία του να βγαίνει οφειλόταν στον φόβο πως μπορεί να γνώριζε κάποια γυναίκα και να έμπλεκε. Σήμερα, βέβαια, ο γάμος δεν είναι τόσο απαραίτητος κοινωνικά, ένα σωρό άνθρωποι συστήνονται, «ο σύντροφός μου», «η σύντροφός μου», και όλοι ξέρουμε τότε πως έχουμε μπροστά μας ένα από κείνα τα ζευγάρια που παλιότερα λέγαμε ότι ζουν στην αμαρτία. Η ηλικία του ήταν από μόνη της μια εξασφάλιση. Γυναίκες ελεύθερες, δέκα και δεκαπέντε χρόνια πιο μικρές, όπως θέλει το έθιμο τη διαφορά ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα, δεν υπήρχαν πολλές για τις οποίες θα μπορούσε να νιώσει ενδιαφέρον. Η κυρία Βεατρίκη, στον εκδοτικό οίκο, ίσως ήταν η πιο κατάλληλη από την άποψη των κοινών τους ενδιαφερόντων, αλλά ήταν ελάχιστα μικρότερή του και εκτός αυτού η σκέψη ενός ερωτικού μπλεξίματος μαζί της τον απωθούσε. Δεν ήταν σίγουρος αν ερμήνευε σωστά την ξεχωριστή γλύκα στη φωνή της όταν του μιλούσε.

Το ενδιαφέρον του –αν αισθανόταν κάποιο– ήταν για γυναίκες πολύ μικρότερες, που τραβούσαν την προσοχή του τις λίγες φορές που ξεμύτιζε από το διαμέρισμα· κάποια από τις φοιτήτριες της γειτονιάς στο μίνι μάρκετ δυο τρία νούμερα του δρόμου πιο κάτω ή τα κοριτσόπουλα που έβλεπες να κατηφορίζουν την Ασκληπιού προς το κέντρο. Τέτοιες γυναίκες δεν θα γύριζαν να κοιτάξουν έναν μεσήλικα με παντελόνι φόρμας και σαγιονάρες, όσο εμφανίσιμος και αν ήταν – και είναι η αλήθεια πως δεν ήταν διόλου άσχημος άντρας ο Ευγένιος.

Στην πραγματικότητα είχε εξορίσει τον έρωτα από τη ζωή του. Τα γειτονικά μπαλκόνια και τα παράθυρα ήταν ο νέος κοινωνικός του περίγυρος. Παρατηρούσε τους απέναντι όπως κοιτάμε τα έργα στην τηλεόραση. Χαλάρωνε έτσι· και παρακολουθώντας πότε τη μοναχική κυρία του απέναντι ρετιρέ που έβγαινε και καθόταν κάτω από τη λάμπα του τοίχου να διαβάσει, πότε το ζευγάρι με το τρίχρονο κοριτσάκι που έτρωγαν με την τηλεόραση να παίζει χωρίς κανείς να την προσέχει, και άλλοτε τη φοιτητοπαρέα, στον τέταρτο της γωνιακής πολυκατοικίας, επί της Σμολένσκη, κορίτσια όλα, που βολτάριζαν ξυπόλυτα στο παρκέ, γυμνάζονταν σε ένα στρώμα ή κάθονταν στο μπαλκόνι με τους φίλους τους, ο Ευγένιος χάζευε τη ζωή των άλλων και ξεχνούσε τη μιζέρια της δικής του.

Κοίταξε απέναντι μια τελευταία φορά μέσ’ από την αραιωμένη γρίλια, τεντώθηκε με τα χέρια ενωμένα πάνω από το κεφάλι και έπειτα έριξε ένα κουρασμένο βλέμμα στο γραφείο του. Δεν θα εργαζόταν άλλο σήμερα. Αυτή η μετάφραση είχε αρχίσει με σοβαρές ελπίδες για γρήγορη πληρωμή, αλλά την τελευταία φορά που το ανέφερε στον εκδότη κατάλαβε πως τα περισσότερα βιβλία που είχανε προγραμματιστεί για τη φετινή άνοιξη θα έμεναν για το φθινόπωρο, περιμένοντας να ξεκαθαρίσει η κατάσταση στην παγωμένη μήνες τώρα αγορά. Για χρήματα συνεπώς δεν μπορούσε να γίνει λόγος πριν από τον Σεπτέμβριο – και πάλι υπολογίζοντας με αισιοδοξία. Μπορεί και Οκτώβριο. Μπορεί και καθόλου, αν έπαιρνες τους απαισιόδοξους υπολογισμούς του επιχειρηματία πιο σοβαρά.

Κάτω από το βιβλίο που μετέφραζε, πλακωμένοι, έστεκαν οι λογαριασμοί των τελευταίων δύο μηνών – απλήρωτοι και χωρίς σοβαρή προοπτική να πληρωθούνε σύντομα. Εντάξει, η ΔΕΗ δεν θα σου έκοβε το ρεύμα για εκατόν είκοσι ευρώ, ούτε η ΕΥΔΑΠ για δεκαεννέα, ούτε η εταιρεία τηλεφωνίας τη σύνδεση για το οφειλόμενο πάγιο συν πέντε ή δέκα τηλεφωνήματα, όσα είχε κάνει τον τελευταίο μήνα. Αλλά το καλοκαίρι όλα διαλύονται, και στη χώρα που ζούμε, σκεφτόταν ο Ευγένιος, διαλύονται περισσότερο απ’ όσο συνήθως, οι επιχειρήσεις κλείνουν, ο κόσμος φεύγει, η πόλη αδειάζει και χρήματα δεν έρχονται από πουθενά όταν καίγεσαι και τα περιμένεις.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.