fbpx
«Κάτω από την ίδια στέγη» του Αναστάση Βιστωνίτη

«Κάτω από την ίδια στέγη» του Αναστάση Βιστωνίτη

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΚΑΤΙ ΧΑΡΤΙΑ προχθές, ἔπεσε στὰ χέρια μου μιὰ φωτογραφία ποὺ ἔβγαλα πρὶν πέντε χρόνια μπροστὰ σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ σπίτια τῶν παιδικῶν μου χρόνων στὴν Κομοτηνή. Εἶχα ξαναγυρίσει ἐκεῖ σὲ κάποια ἐπίσκεψή μου στὴ γενέθλια πόλη, ὅπου τελείωσα τὸ γυμνάσιο. Ὅλα τὰ χρόνια ποὺ μὲ διάφορες ἀφορμὲς ταξίδευα πρὸς τὰ πάνω, ἀπέφευγα ἐπισκέψεις σὲ σπίτια καὶ τοποθεσίες ποὺ εἶχαν κάποια σημασία γιὰ μένα. Καὶ τώρα τελευταῖα ἀκόμη, ὅταν τράβηξα καὶ τὴ φωτογραφία, δὲν ἤξερα τί μὲ παρακίνησε νὰ ἐπισκεφθῶ τὸ παλιό μας αὐτὸ σπίτι, ποὺ βρισκόταν στὴ συνοικία τοῦ σταθμοῦ, κοντὰ στὶς γραμμὲς τοῦ τρένου. Μπουχτισμένος ἀπὸ τὴν ἀνυπόφορη πεζογραφία τῆς ἐφηβείας, γιὰ τὴν ὁποία σπατάλησα, διαβάζοντάς την, πολύτιμο χρόνο σὲ κρίσιμες ἐποχές, ἀπέφευγα κατὰ κανόνα τέτοια προσκυνήματα. Τί σήμαιναν ὅλα τοῦτα γιὰ μένα;

Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ζοῦσα μέσα σὲ σιωπὲς καὶ στὶς σιωπὲς αὐτὲς περιστρέφονταν κόσμοι ποὺ ἀκόμη δὲν τοὺς ἤξερα, ἀνοίγονταν θαύματα ποὺ μὲ κρατοῦσαν μακριὰ ἀπὸ κάθε εἴδους ἀφήματα, οἱ ἀναμνήσεις δημιουργοῦσαν ἐντάσεις, μέσα στὶς πιὸ τρελές μου φαντασιώσεις τὸ μέλλον πρόβαλλε μὲ ἐκρήξεις καὶ λάμψεις καὶ ἡ φωτιὰ τῶν ἐπερχομένων ἔκαιγε τὸ παρελθόν. Μάζευα τὰ ἀποκαΐδια καὶ τὶς στάχτες του σὲ μοναχικὲς καὶ δύσκολες ὧρες. Τὴν ἀγωνία μου δὲν τὴ γνώριζε κανείς. Ὁ ἄνθρωπος, λένε, ποὺ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ προβεῖ σὲ ὁμολογίες δὲν ζεῖ τὰ πράγματα σὲ βάθος. Ὅταν ὁμολογεῖς εὔκολα, σημαίνει πὼς θέλεις πάσῃ θυσίᾳ νὰ τακτοποιήσεις τὶς διαφορές σου μὲ τὸν κόσμο, κι ἐγὼ δὲν εἶχα καμιὰ τέτοια πρόθεση. Ἡ κάθε δική μου ὁμολογία ὁδηγοῦσε καὶ σὲ μιὰ νέα ρήξη.

Πολὺ σύντομα εἶχα καταλάβει ὅτι αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι χτισμένος πάνω σὲ ἐπιχειρήματα καὶ πὼς κερδίζει ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὰ περισσότερα καὶ ξέρει νὰ τὰ χρησιμοποιεῖ καλύτερα. Καθὼς ὅλη μου ἡ προσπάθεια ἐντοπιζόταν στὸν ἀγώνα νὰ ἐκφραστῶ, συνειδητοποίησα πὼς τὸ τίμημα εἶναι ἕνα καὶ μοναδικό: ἐξορία. Ἡ ἀγωνία γιὰ τὴν ἔκφραση σὲ κόβει ἀπὸ τὸ περιβάλλον, σὲ ρίχνει στὸ σκοτάδι καὶ γιὰ νὰ βγεῖς ἀπὸ κεῖ χρειάζεται νὰ προσθέσεις ξανὰ καὶ ξανὰ τὰ ἴδια χρώματα πάνω στὴ μαύρη ὀθόνη. Ἡ λάμψη τοῦ σκοταδιοῦ προαναγγέλλει τὰ ἐπερχόμενα. Καμιὰ εἰκόνα δὲν εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὸ μαῦρο, τὸ ἀπόλυτο χρῶμα ποὺ βάφει τὸ παραπέτασμα τῶν ἰδεῶν. Νὰ τρυπήσω τὸ σκοτάδι, γιὰ νὰ βγῶ στὸ φῶς τινάζοντας τὰ χώματα, συλλέγοντας τὴ σκόνη. Ὅταν, πολλὲς φορές, βουλιάζεις στὸ χειρόγραφό σου, εἶναι σὰν νὰ βουτᾶς στὸν Κάτω Κόσμο καὶ πέφτοντας ἐκεῖ ἀναρωτιέσαι: ποῦ εἶναι τὸ φόρεμα τῆς Περσεφόνης νὰ πιαστῶ, νὰ ξαναβγῶ στὸ φῶς; Ἡ Περσεφόνη δὲν ὑπάρχει, ἀναγκάζεσαι νὰ κάνεις τὴ δουλειὰ τοῦ τυφλοπόντικα.

Τὸ θέμα τῆς ἐν ζωῇ καθόδου στὸν Ἅδη εἶναι ἀπὸ τὰ παλαιότερα στὴν τέχνη καὶ τὸ συναντοῦμε στοὺς μεγάλους δασκάλους. Πέρασε καιρὸς γιὰ νὰ καταλάβω πὼς μέσα στὴ σχετικότητα, ποὺ καθορίζει τὴν ἀτομική μας ζωή, ἡ ἀνάγκη νὰ ἐπιστρέψεις στοὺς τόπους τοῦ παρελθόντος εἶναι μιὰ φθαρμένη μορφὴ τῆς ζωντανῆς καθόδου στὴ χώρα τοῦ Ἅδη.

Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε σχέση μὲ τὸ Καθαρτήριο. Οἱ Καθολικοὶ δημιούργησαν αὐτὸ τὸ μεσοδιάστημα, γιὰ νὰ δώσουν ἑνότητα σ’ ἕναν κόσμο ποὺ ἀλλιῶς θὰ ἔμοιαζε κομμένος στὰ δύο. Σ’ ἐμᾶς τὸ χάσμα ἐμφανίζεται τὴ στιγμὴ τῆς κορύφωσης, τῆς σύγκρουσης καὶ τῆς ρήξης, τοῦ χτυπήματος στὸ σημεῖο κρούσης, ὅπου γεννιέται ὁ σπινθήρας ποὺ βάζει τὴ μεγάλη φωτιά. Δὲν εἶναι ἡ ἑστία καὶ ἡ θέρμη, εἶναι ἡ φλόγα ποὺ καίει ζωὲς καὶ ὑπάρξεις μέσα σὲ δευτερόλεπτα, τὸ σημεῖο πύκνωσης, ὁ χρόνος στὴ μέγιστη ταχύτητά του.

Κοιτάζω τὴ φωτογραφία. Δὲν εἶναι τεκμήριο ζωῆς, καμιὰ φωτογραφία δὲν εἶναι, ἀκόμη καὶ ἡ πιὸ παλιά. Ὅταν κοιτᾶμε φωτογραφίες, στὴν πραγματικότητα παρατηροῦμε σκιές. Τὰ πράγματα ποὺ συγκεντρώνουμε γύρω μας, καὶ θεωροῦμε ὅτι ὑλοποιοῦν τὶς ἀναμνήσεις, εἶναι ἁπλὲς προφάσεις αὐτοῦ ποὺ ζήσαμε καὶ τώρα στέκονται μπροστά μας ὡς αὐταπάτες τῆς ἀναβίωσης, κατασκευὲς τοῦ χρόνου. Ἡ φωτογραφία εἶναι ἴχνος τῆς ἑρμηνείας καὶ τῆς μεταφορᾶς, ἕνα ξέφτι τῆς ματαιοδοξίας. Χωρὶς τὴν ἱστορικὴ πρόφαση, βεβαίως, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ προσεγγίσουμε τὸν χρόνο κι ὅλος ὁ πολιτισμός μας θά ’ταν δίχως νόημα.

Ὁ Ἔλιοτ θέλησε νὰ μιλήσει γιὰ τὸν χρόνο κι ἔγραψε τὰ Τέσσερα Κουαρτέτα ἀνατρέχοντας στὴν παράδοση καὶ χρησιμοποιώντας τοὺς Προσωκρατικούς. Πῶς νὰ μιλήσεις, ἄλλωστε, γιὰ κάτι τόσο γενικό, ἂν δὲν πᾶς στὶς πηγές; Σήμερα τὸ ἐγχείρημα μοῦ φαίνεται ἀποτυχημένο. Ξεκινᾶ μὲ ὁρισμοὺς τοῦ γενικοῦ, ἐμφανίζεται σὲ μιὰ ἐποχὴ ραγδαίου καταμερισμοῦ, ἀλλὰ εἶναι προϊὸν ἀδιεξόδου. Δὲν ὑπάρχει τὸ σημεῖο κρούσης.

Στὴ φωτογραφία ἀποτυπώθηκε ἐκεῖνο ποὺ ὑπῆρξε σὲ μιὰ στιγμή, μέσα στὸν ἐλάχιστο χρόνο ποὺ πέρασε τὸ φῶς στὴ φωτογραφικὴ μηχανή. Φίλος φωτογράφος μοῦ ἔλεγε ὅτι τὰ πάντα εἶναι φῶς, δίχως φῶς θὰ ζούσαμε σ’ ἕναν κόσμο χωρὶς φυσιογνωμία. Ἡ φωτογραφικὴ μηχανὴ εἶναι μιὰ προβολὴ τοῦ ματιοῦ, ἀλλὰ μέσα μου δὲν ἔχω πειστεῖ γιὰ ὅσα μοῦ λέει. Βλέπω τὸ πάθος τοῦ καλλιτέχνη, ποὺ θεοποιεῖ τὸ μέσο του γιὰ νὰ πάρει τὸ καλύτερο δυνατὸ ἀποτέλεσμα, καὶ θυμοῦμαι τὸ πικρὸ σχόλιο τοῦ Μὰν Ρέυ: ἡ φωτογραφία δὲν εἶναι τέχνη.

Κοιτάζω τὴ φωτογραφία – μιὰ μεταφορὰ τοῦ χώρου, ἑνὸς τμήματος τοῦ χώρου. Ἔχει διαστάσεις – ἐνῶ ὁ κόσμος δὲν ἔχει. Συντηροῦμε μέσα μας εἰκόνες χωρὶς περιγράμματα καὶ δύσκολα ἀντιλαμβανόμαστε τὰ πραγματικὰ κενὰ τῶν ἀναμνήσεων, γι’ αὐτὸ κι ἐκεῖ ποὺ κόβεται ἡ συνέχεια μεσολαβεῖ πρῶτα ἡ μετατόπιση κι ἔπειτα ἡ δημιουργία, καὶ πάνω –καὶ πρίν– ἀπὸ αὐτὲς ἡ φαντασία. Ἀναπολεῖς καὶ γράφεις. Τότε διαπιστώνεις, τὴν ὥρα τῆς δουλειᾶς, πὼς αὐτὸς ὁ κόσμος, ποὺ σοῦ τὸν δίδαξαν μὲ ὁρισμένο τρόπο ὡς κάτι ἁπτὸ καὶ συγκεκριμένο, εἶναι ἄμορφος.

Ἡ ἀγωνία τοῦ τεχνίτη ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν προσπάθειά του νὰ δημιουργήσει ροὴ μέσα ἀπὸ τὸ σχῆμα. Εἶναι ροὴ ὁ χρόνος; Τί εἶναι ὁ χρόνος; Ἂν ὁ καλλιτέχνης τὸν ὁρίσει καὶ πειστεῖ γιὰ τὸν ὁρισμὸ ποὺ τοῦ ἔδωσε, ἔχει τελειώσει, δὲν τοῦ μένει τίποτε πιὰ νὰ πεῖ κι ὁ τελευταῖος του λόγος ἀπευθύνεται ὄχι στοὺς ἄλλους ἀλλὰ στὸν ἑαυτό του.

Δίνουμε ὀνόματα στὸν χρόνο, δὲν τὸν ὁριοθετοῦμε, προκειμένου νὰ δραπετεύσουμε ἀπὸ τὸν χρόνο. Ὁ καλλιτέχνης εἶναι ἔγκλειστος. Τὸ ἔργο του περιγράφει τὸ ἱστορικὸ τῆς ἀπόδρασής του, τὸν δρόμο πρὸς τοὺς ἄλλους. Τὸ παλιὸ ὄνειρο στὴν τέχνη: νὰ ἐξαπατήσουμε τὸν χρόνο, γιὰ νὰ βρεθοῦμε στὸ κέντρο τοῦ κόσμου. Νὰ ποῦμε τὰ λόγια ποὺ θὰ μαρμαρώσουν τοὺς φρουρούς, γιὰ νὰ φτάσουμε κοντὰ στὴν πύλη. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἡ ἀπόσταση δὲν εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ ἕνα βῆμα. Ποιά δύναμη ἀκινητοποιεῖ τοὺς μηχανισμοὺς τοῦ ἐγκλεισμοῦ; Τὸ καταληπτικὸ εἶναι καταπληκτικό, δημιουργεῖ τὴ στιγμὴ τοῦ κενοῦ, ὅπου θὰ βροῦμε τὴν εὐκαιρία, πλήρεις καὶ μὲ συνείδηση τοῦ τί κάνουμε, νὰ περάσουμε ἀνάμεσα, νὰ γλιστρήσουμε ἀφήνοντας πίσω μας λόγια ποὺ θέλουν νὰ γίνουν πράξεις, αὐτὰ ποὺ «σταματοῦν» τὸ κλειδὶ στὴν κλειδαριά, γιὰ νὰ κινηθοῦν τὰ ἀκίνητα, νὰ γίνουν τὰ πράγματα κόσμος.

Ἡ φωτογραφία εἰκονίζει ἕνα σπίτι ποὺ δὲν κατοικεῖται, ποὺ κοντεύει νὰ πέσει. Τὰ ἴχνη τῆς ἐγκατάλειψης τὰ διακρίνεις στοὺς γδαρμένους τοίχους καὶ τὰ σπασμένα τζάμια. Ἂν τὸ σπίτι δὲν τὸ θυμόμουν ὅπως ἦταν παλιά, θὰ δημιουργοῦσα μιὰ διαφορετικὴ εἰκόνα ἐπισκευάζοντάς το στὸν νοῦ μου, θὰ ἔκανα ἄλλες ὑποθέσεις γιὰ τὸ πῶς ἔφτασε σὲ τοῦτο τὸ κατάντημα. Σὲ τέτοιες στιγμὲς καταλαβαίνεις πὼς ἐκεῖνο ποὺ ἀποκαλεῖται φωτογραφικὴ μνήμη δὲν ὑπάρχει καὶ πὼς πρόκειται γιὰ παραπλανητικὸ ὁρισμό.

Ἔχω τὴν ἐντύπωση τώρα ὅτι τὸ σπίτι αὐτὸ τὸ ξέρω καὶ τὸ πιὸ φυσικὸ πράγμα στὸν κόσμο εἶναι νὰ πῶ ὅτι τὸ ξέρω, ἀφοῦ κάποτε τὸ ἔζησα. Ξέρω περισσότερα ἀπ’ ὅσα μοῦ δείχνει ἡ φωτογραφία, στὴν ὁποία παρατηρῶ τὸν ἑαυτό μου κι ἀναρωτιέμαι τί πῆγε νὰ κάνει ἐκεῖ. Κι ἔπειτα ἡ βεβαιότητά μου ἀρχίζει νὰ μοῦ φαίνεται ἐξαιρετικὰ ἐπισφαλής. Γνωρίζω αὐτὸ ποὺ θυμοῦμαι, ἀλλὰ δὲν τὰ θυμοῦμαι καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὰ θυμηθῶ ὅλα, ὅσο κι ἂν προσπαθήσω, κι ἀκόμη: αὔριο μπορεῖ νὰ μὴ θυμοῦμαι τὰ σημερινά, ἄλλα θὰ ἔρθουν κι ἄλλα θὰ φύγουν.
«Κάτω από την ίδια στέγη» του Αναστάση Βιστωνίτη

Ὥστε λοιπὸν οἱ ἀναμνήσεις εἶναι ἀπόδειξη πὼς ὑπάρχει ἀπώλεια στὸν χρόνο κι ἀστάθεια στὴ γνώση. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ καλλιτέχνες εἶναι τὰ ὀρφανὰ τῆς μνήμης, καὶ κάθε τόσο βγαίνουν καὶ διαμαρτύρονται ἐναντίον τῶν διαβαθμισμένων πεποιθήσεων, καὶ ἡ ἀπιστία τους εἶναι ἡ ὀδύνη ποὺ τοὺς βασανίζει ὣς τὸν τάφο. Ἀκοῦμε συνεχῶς πόσα κερδίζει κάποιος μπαίνοντας στὰ χρόνια, ἀλλὰ αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀπώλειας. Κερδίζουμε τὴ γνώση τοῦ ποιὰ πράγματα ἔχουμε χάσει, προχωροῦμε συσσωρεύοντας, ὅμως τὸ φορτίο εἶναι μεγάλο, κομμάτια του πέφτουν στὴν πορεία, στρώματα λήθης σωριάζονται στὸν νοῦ ὅπου θὰ ἁπλωθεῖ ὁμίχλη καὶ πάχνη, ἂν δὲν κρατήσουμε ζωντανὴ τὴν ἐσωτερική μας φωνή. Τὸ ξέρει ὁ ποιητὴς πολὺ καλὰ καὶ μᾶς τὸ λέει ξεκάθαρα:

ὅσο γερνῶ τόσο λιγότερο καταλαβαίνω
ἡ πείρα μοῦ ξέμαθε τὸν κόσμο.*

«Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ἀνώφελο πάθος», εἶπε ὁ Σὰρτρ σὲ μιὰ ἔξαρση πάθους. Οἱ σημαντικοὶ δημιουργοὶ κατάφεραν νὰ σωθοῦν μετατρέποντας τὸ πάθος τους σὲ κοινὴ περιουσία. Δὲν ἀρκεῖ νὰ ἀκοῦς τὶς φωνὲς τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ κάνει νὰ σπάσεις τὸ κέλυφος, ἀλλὰ ἡ πορεία στὸ σημεῖο τριβῆς καὶ ρήξης, ἡ δημιουργία τοῦ σπινθήρα.

Μέσα ἀπὸ τὴ φωτογραφία προσπαθῶ νὰ ξαναστήσω τὸ σπίτι ὅπου ἔζησα παιδί. Εἶναι διώροφο, ἔχει ἐσωτερικὴ ξύλινη σκάλα –νὰ πάω πίσω ἀπὸ τὴ φωτογραφία λοιπόν–, κατοικεῖται. Τὸ πρόσωπο στὴν ἐξώπορτα, ὁ ἑαυτός μου πρὶν ἀπὸ πέντε χρόνια, κινεῖται τώρα στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ σπιτιοῦ, ἔχει μικρύνει κατὰ τριάντα χρόνια καὶ τὸ σπίτι μεγαλώνει γύρω του, οἱ τοῖχοι ψηλώνουν, ἡ σχέση μου μὲ τὸν χῶρο ποὺ περικλείουν οἱ τοῖχοι ἔχει ἀλλάξει, ἐδῶ θὰ ψηλώσω σὲ δύο τρία χρόνια κι ἐδῶ θὰ ἀλλάξει ὁ ἦχος κι ὁ ρυθμὸς τῶν βημάτων μου.

Εἶναι ὀδυνηρὸ νὰ διασχίζεις ἀντίστροφα τὸν χρόνο. Ἡ δημιουργία εἶναι ἀντίστροφη κίνηση, ἡ δημιουργία εἶναι ὀδυνηρή, τρέχεις νὰ προλάβεις πόρτες ποὺ κλείνουν πίσω σου. Ἡ ζωὴ κυλᾶ μὲ ἀσυγκρίτως μεγαλύτερες ταχύτητες τὴν ὥρα ποὺ γράφεις, αὐτή, μοῦ φαίνεται, εἶναι καὶ ἡ ἔνταση ποὺ ὑπάρχει τὴν ὥρα τῆς δουλειᾶς: ἂν δὲν ζεῖς τὴν ὥρα ποὺ γράφεις ἐκεῖνο ποὺ γράφεις, δὲν κάνεις τίποτε – πόσες φορὲς τὸ ἐπαναλαμβάνουμε στὸν ἑαυτό μας. Τὸ γράψιμο σοῦ στερεῖ τὴ χαρὰ τῆς ζωῆς γιατὶ εἶναι ζωὴ πολλαπλασιασμένη· εἶναι ἀφόρητο τὸ γράψιμο καὶ ἀνυπόφορη ἡ τέχνη, ἀπαιτοῦν συνεχῶς νὰ εἶσαι ὁ ἑαυτός σου, ἀκόμη κι ἂν μέσα ἀπὸ αὐτὸν ἀνασύρεις τὴν ἄλλη του πλευρά – κι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀντέχει τόσο εὔκολα τὴν εἰλικρίνεια, προσπαθεῖ νὰ ξεφύγει. Ἀκόμη καὶ στὶς πιὸ εὐτυχισμένες του στιγμὲς ὁ τεχνίτης, ποὺ ζεῖ τὴν παραφορά, δὲν μπορεῖ νὰ νιώσει τὴ χαρὰ τῶν πραγμάτων καὶ χρειάζεται νὰ ξαναδεῖ ὅ,τι δημιούργησε ἔξω ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς δημιουργίας, γιὰ νὰ αἰσθανθεῖ τὴν πληρότητα τοῦ ὁλοκληρωμένου. Εἶναι μιὰ πικρὴ καὶ ἀκοινώνητη χαρά.

Ἡ φωτογραφία δὲν ὑπάρχει τώρα πιά. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀρχίζει νὰ κινεῖται ἡ παράσταση, ὁ χρόνος ἀπορροφᾶ τὸ περίγραμμα. Γιατί κοιτᾶμε ὥρα πολλὴ ὅταν θέλουμε νὰ ἐπικοινωνήσουμε καλύτερα μὲ ἕναν πίνακα ζωγραφικῆς; Πρέπει νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὸ ὀρθογώνιο, πρέπει νὰ ξεπεράσουμε τὸ σχῆμα. Γιὰ παρόμοιους λόγους, μεγάλη λογοτεχνία δὲν εἶναι μόνο αὐτὴ ποὺ διαβάζει κανεὶς σιωπηρὰ καὶ κατ’ ἰδίαν, ἀλλὰ κι ἐκείνη ποὺ μπορεῖ νὰ σοῦ τὴ διαβάσει κάποιος ἄλλος καὶ νὰ ἔχει πάνω σου τὴν ἴδια ἐπίδραση. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις τὸ μάτι εἶναι ἡ θύρα τῆς προοπτικῆς.

Καθὼς ἀνοίγω τὴν πόρτα, δὲν ἀκούω τὸ τρίξιμό της, δὲν βλέπω νὰ πέφτουν σκόνες, τίποτε δὲν κινεῖται στὸ ἐσωτερικό, μόνο τὸ φῶς ὑπάρχει καὶ περνάει ἀπὸ τὰ παράθυρα καὶ τὶς ρωγμὲς γράφοντας τὸ δικό του τοπίο. Τὸ φῶς ποὺ μπαίνει ἀπὸ πάνω, ἀπὸ τὸν φεγγίτη, δυναμώνει καὶ ἀδυνατίζει, εἶναι ἕνας ρυθμὸς ποὺ μοιάζει νὰ τὸν συντονίζει τὸ φύσημα τοῦ ἀέρα καθὼς περνάει ἀπὸ τὰ κλαδιὰ τῆς ἀκακίας στὸ ἀπέναντι πεζοδρόμιο. Τὸ μάτι, λένε, συνηθίζει τὸ φῶς ἢ τὸ σκοτάδι, συνηθίζει νὰ βλέπει, ἀλλὰ ὅταν ἀδυνατίζει ἡ εἰκόνα, δυναμώνει ἡ ἔνταση, ἀναπληρώνεις μὲ τὴν ἀκοὴ ὅ,τι ἔχει χαθεῖ ἀπὸ τὴν εἰκόνα, συλλέγεις ἤχους γιὰ νὰ συμπληρώσεις τὰ κενὰ καὶ κάπως ἔτσι δημιουργοῦνται οἱ ἐσωτερικὲς παραστάσεις, αὐτὸς ὁ συμπληρωματικὸς κόσμος, ἡ περιοχὴ τῆς ρέμβης, τῆς ἐνόρασης καὶ τῶν μοναχικῶν στιγμῶν, ὅταν μετεωρίζεσαι ἀνάμεσα στὸν συγκεκριμένο κόσμο καὶ τὴν προοπτική του. Εἶναι ἡ ὥρα τοῦ κενοῦ, καθὼς ἀπὸ τὸ ὑπέδαφος τοῦ χρόνου ἀνατέλλει τὸ θαμπὸ ἄνθος τῶν ὑποθέσεων καὶ νιώθεις νὰ σὲ τυλίγει τὸ λυκόφως τῶν μυστικῶν.

Ἀνεβαίνω τὴν ἐσωτερικὴ σκάλα. Ὅλα κινοῦνται πιὸ ἀργὰ στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ ἐνῶ ἀπ’ ἔξω καταρρέει, ἐσωτερικὰ συνεχίζει νὰ ζεῖ σὲ ἕναν ἄλλο χρόνο. Ἀκόμη καὶ τὸ φῶς κινεῖται πιὸ ἀργὰ ἀπὸ γωνιὰ σὲ γωνιά, σὰν μάτι ποὺ περιστρέφεται προσεκτικὰ σὲ ἕνα δύσκολο καὶ ἀκατοίκητο τοπίο. Ἀκούραστα τὸ φῶς ἀναγνωρίζει καὶ χρωματίζει, χρόνια τώρα, τὸν ἴδιο χῶρο. Ὅπως ἀνεβαίνω τὴ σκάλα, μοῦ φαίνεται πὼς κάποιο ἀντίθετο ρεῦμα μοῦ ἐμποδίζει τὴν κίνηση, σὰν νὰ περνῶ ἀπὸ ἕνα πυκνότερο ὑλικό, ἀπὸ τὴ συσσωρευμένη ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ πέρασαν ἀπὸ δῶ, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ οἱ ἄλλοι ἄφησαν πίσω τους. Ποῦ βρίσκεται τὸ κομμάτι τοῦ δικοῦ μου ἑαυτοῦ, τὸ σκόρπιο ὑλικὸ ποὺ κατοικεῖ ἐδῶ, αὐτὸ τὸ βίωμα ποὺ θαμπώνει, ὁ χρόνος ποὺ μοῦ ἀντιστέκεται, ἡ σκόνη καὶ ἡ φθορά του; Φαίνεται σὰν νὰ θέλω νὰ δώσω ἕνα νόημα στὸ σπίτι, ἀλλὰ ἡ βαθύτερη ἐπιθυμία μου εἶναι νὰ δώσω ἕνα νόημα στὸν ἑαυτό μου, τὸν παλιὸ ἔνοικο. Τώρα ποὺ τὸ περπατῶ παλιώνω κι ἐγὼ μαζί του, κι ἂς εἶναι ἕνα μικρὸ παιδὶ αὐτὸ ποὺ ἀνεβαίνει τούτη τὴν ὥρα τὴν ξύλινη σκάλα.

Ὅταν εἶσαι παιδὶ καὶ τίποτε δὲν ἔχει ἀκόμη μέσα σου διαβαθμιστεῖ, ὅταν δὲν ἔχουν προλάβει νὰ σοῦ διδάξουν τὸν κόσμο ποὺ ἀνοίγεται μπροστά σου, ὅλα μεταβάλλονται τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ σχηματίζονται. Θέλεις νὰ ἀλλάξεις τὰ πάντα γιατὶ ἐπιθυμεῖς νὰ κερδίσεις τὰ πάντα, ὄχι γιὰ νὰ βρεῖς τὴ δική σου θέση μέσα στὸ περιβάλλον, ἀλλὰ γιὰ νὰ εἰσπράξεις τὸν κόσμο στὸ σύνολό του. Μαθαίνεις, πολὺ ἀργότερα, πὼς ἐκεῖνο ποὺ περιμένουν οἱ ἄλλοι ἀπὸ σένα εἶναι νὰ ἐνσωματωθεῖς, δὲν καταλαβαίνεις, στὴν ἀρχή, ὅτι προσπαθοῦν νὰ σοῦ ὁρίσουν χῶρο καὶ καθήκοντα, νομίζεις ὅτι μαθαίνεις τὸν κόσμο, ἀλλὰ σιγὰ σιγὰ ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι ἔχεις γίνει θύμα τῶν ὁρισμῶν καὶ πὼς κάποια στιγμὴ θὰ πρέπει νὰ διαλέξεις.

Τὸ παιδὶ ποὺ περπατάει μέσα στὸ σπίτι αὐτὸ ἔχει τὰ μάτια τοῦ ἐνήλικα. Δὲν πρόκειται γιὰ πραγματικὸ παιδὶ ἀλλὰ γιὰ προβολὴ παλιῶν εἰκόνων στὴν ὁποία ἀπουσιάζει τὸ αἴσθημα τοῦ καινούργιου καὶ τῆς ἀνακάλυψης, κι ὅ,τι ἁπλώνεται μπροστά του δὲν εἶναι ἕνα τοπίο ποὺ ἄλλαξε ἀλλὰ μιὰ φθαρμένη σκηνογραφία, ἕνα κιτρινισμένο ἀποτύπωμα τοῦ χρόνου.

Τὸ κίτρινο εἶναι τὸ χρῶμα τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἀπώθησης. Ποτέ μου δὲν ἔνιωσα νοσταλγία καὶ τὰ σχετικὰ κοιτώντας παλιὲς κιτρινισμένες φωτογραφίες. Ἀντὶ νὰ ἀναπολῶ, νὰ νοσταλγῶ καὶ νὰ χαμογελῶ –τάχα μου γιατὶ συνέλαβα τὸν χρόνο–, ἔβλεπα στὴ φωτογραφία τὸ ὀξὺ τοῦ χρόνου ποὺ ρημάζει ζωές· καμιὰ αὐταπάτη, καμιὰ μέθη τοῦ παρελθόντος δὲν μὲ κυρίεψε ποτέ, τὰ ἀπομεινάρια τῆς πραγματικῆς καὶ τελειωμένης ζωῆς, σὰν φαγητὸ ποὺ χάλασε, μοῦ ἄλλαζαν τὴ διάθεση – πάντοτε ἀντιδροῦσα σὲ αὐτά, ποτέ μου δὲν κατάλαβα τί θὰ πεῖ συλλεκτικὴ μανία, τί ἀποτελοῦν καὶ τί ἀντιπροσωπεύουν αὐτὰ τὰ σκουπίδια τοῦ χρόνου. Σκουπίδια, ὑπολείμματα, ἀντίγραφα, ραγισμένες εἰκόνες, παλιὰ γραμματόσημα, ραγισμένες καρέκλες ποὺ κρατιοῦνται σὲ σκοτεινὰ δωμάτια μὲ τὸ ξύλο τους σαρακοφαγωμένο, ἀνώφελα τρίμματα...

Ὑπάρχουν πράγματα ποὺ ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ πολλὲς φορὲς καὶ σὲ διαφορετικὲς ἐποχές. Ἄντεξαν στὸν χρόνο, συνηθίζουν νὰ λένε. Εἶμαι σχεδὸν σίγουρος πὼς οἱ κάτοχοί τους, ἀπὸ δεύτερο χέρι, δὲν πρέπει νὰ ἔνιωσαν καμιὰ πραγματικὴ χαρὰ ὅταν τὰ χρησιμοποιοῦσαν. Τὰ πράγματα εἶχαν πάρει τὴ ζωὴ κά­ποιων ἄλλων καὶ τὴν κουβαλοῦσαν μαζί τους, ποτὲ δὲν ἀνῆκαν οὐσιαστικὰ στοὺς καινούργιους κατόχους τους. Ἡ καρέκλα ὅπου κάθισε κάποιος ἄλλος, τὸ γραμματόσημο ποὺ ἔστειλε κάποιος ἄλλος... Σὲ σκονισμένα ράφια καὶ συρτάρια οἱ συλλέκτες νομίζουν ὅτι κρατᾶνε ζωές, ἀλλὰ τὴ ζωὴ δὲν τὴ βαλσαμώνεις, ὅ,τι κρατᾶς καὶ κατέχεις εἶναι τὸ ὁμοίωμά της.

Βαλσαμώνουμε τὸ παρελθόν, γιὰ νὰ ἐπιβραδύνουμε τὴ ροὴ τοῦ χρόνου. Δημιουργήσαμε ἕναν πολιτισμὸ ποὺ καθημερινὰ ἐπιταχύνεται, θέλουμε νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν ἐπιτάχυνση, κοιτώντας πίσω προσπαθοῦμε νὰ παρατείνουμε τὴ δική μας ζωή, κι ὅσο καταρρέει τὸ πάθος, ὅσο περνάει ὁ καιρός, λιγοστεύει ἡ ἔκσταση καὶ προσπαθοῦμε νὰ κάνουμε χειροπιαστὲς τὶς ἀναμνήσεις, νὰ ἐξαπατήσουμε τὴ λησμονιὰ ποὺ μᾶς ἔχει στὸν κατάλογό της, νὰ μὴν πέσουμε στὸ ρῆγμα τοῦ ἀναπόφευκτου.

Στὸ πάνω πάτωμα ὑπάρχουν τρία δωμάτια. Ἀνοίγω τὴν πόρτα ποὺ ὁδηγεῖ στὸ σαλόνι. Ἀπὸ τὰ δύο παράθυρα ποὺ βλέπουν στὸν δρόμο μπαίνει σχεδὸν σπάταλο τώρα τὸ φῶς καὶ σχηματίζει δυὸ μεγάλα ὀρθογώνια στὸν ἀπέναντι τοῖχο. Ἀπὸ τὸ ταβάνι κρέμεται ἕνα γυμνὸ καλώδιο τοῦ ἠλεκτρικοῦ, πεταμένα πράγματα στὸ πάτωμα.

Κοιτάζω τὸ φῶς ποὺ ἡ γύμνια τὸ πολλαπλασιάζει καὶ τοῦ προσδίδει μιὰ ὠμότητα. Κοιτάζω τὸ φῶς σὲ ὀρθογώνια, δυὸ φανταστικὰ παράθυρα στὸν ξεφτισμένο τοῖχο. Στέκομαι στὸ παράθυρο καὶ ἡ σκιά μου προβάλλεται στὸ ὀρθογώνιο. Μιὰ σκοτεινὴ φιγούρα χωρὶς χαρακτηριστικά. Τὸ φῶς δημιουργεῖ τὰ χρώματα ἀλλὰ τὸ ἴδιο δὲν ἔχει χρῶμα. Ἡ σκιά μου δὲν ἔχει χρῶμα, σχηματίζει ἕνα περίγραμμα ποὺ μπορεῖ νὰ μεγαλώνει ἢ νὰ μικραίνει καθὼς ἀλλάζω θέσεις μπροστὰ στὸ παράθυρο, πίσω μπρός, κι εἶναι σὰν νὰ κινοῦμαι μέσα στὸν χρόνο, νὰ ἀλλάζω σχῆμα χωρὶς νὰ ἔχω ὕλη, σὰν νὰ προσθέτω καὶ νὰ ἀφαιρῶ χρόνια ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου.

Τὸ φῶς μοῦ φανερώνει τὴ σκιὰ ποὺ περιέχω καθὼς τὸ ἔχω μπρὸς στὰ μάτια μου, ἀλλὰ μὲ χτυπάει στὴν πλάτη. Κοιτώντας τὴ σκιὰ εἶναι σὰν νὰ προβάλλω μπρὸς στὰ μάτια μου τὴν ἐσωτερική μου εἰκόνα καὶ νιώθω πὼς ὅσες φορὲς ἔχω μιλήσει γιὰ τὴν εἰκόνα αὐτή, τὴν ἔχω ὁ ἴδιος δημιουργήσει. Πρόκειται γιὰ ἁπλὸ περίγραμμα καὶ ἡ ἐσωτερική του περιγραφὴ μοιάζει μὲ παιχνίδι. Εἶναι ἁπλὴ ἡ σκιά, ἀλλὰ στὴν ἁπλότητα περιέχεται τὸ δράμα. Ἂν κοιτάξω τὴν πηγὴ τοῦ φωτός, δὲν βλέπω τὴ σκιά μου. Ἔχουμε μάτια γιὰ νὰ βλέπουμε καὶ νὰ θυμούμαστε, χωρὶς τὰ μάτια ὅμως δὲν θὰ καταφέρναμε νὰ ξεχνοῦμε.

Προσπαθῶ νὰ ἀναγνωρίσω τὸν χῶρο. Νομίζουμε πὼς ἀναγνωρίζουμε εὐκολότερα χώρους, πράγματα καὶ πρόσωπα ὅταν ἔχουν διατηρηθεῖ. Πιστεύουμε πὼς μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν μποροῦμε νὰ συντηρήσουμε τὶς πρῶτες αἰσθήσεις καὶ ξεχνοῦμε πὼς ἡ ἀνάμνηση στὴν περίοδο τῆς ἐνηλικίωσης προηγεῖται τῆς αἴσθησης καὶ τὴν ἀλλάζει. Ἔπειτα ἔρχονται ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδηση, ποὺ δὲν ἀναπαλαιώνουν, ἀλλὰ μεταποιοῦν.

Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία πὼς σκέφτεσαι τὴν ὥρα ποὺ δημιουργεῖς, σκέφτεσαι ὅμως πολὺ πιὸ γρήγορα, διανύεις πολὺ μεγαλύτερα διαστήματα, ὁ νοῦς προσπαθεῖ νὰ προλάβει τὸ χέρι, τὸ χέρι ἀγωνίζεται νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ταχύτητα τῆς σκέψης, τὸ αἴσθημα πολλαπλασιάζει τὴ σκέψη κι ἐπιταχύνει τὶς διεργασίες τοῦ νοῦ, ἡ δουλειὰ εἶναι ἐξαντλητική, ἀπαιτεῖ τὴν ἐπιστράτευση τεράστιων δυνάμεων, τὸ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο.

Κανένας χῶρος ἀπὸ ὅσους ζήσαμε καὶ τοὺς ἐγκαταλείψαμε δὲν μᾶς εἶναι, στὴν πραγματικότητα, γνώριμος. Τὸ παιχνίδι τῶν ἀναμνήσεων περιέχει μεγάλο ποσοστὸ ἀπάτης. Δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴ δουλειὰ τοῦ ἀρχαιολόγου, ὁ ὁποῖος στήνει ἕνα σκηνικὸ πίσω ἀπὸ τὴν καταγραφὴ καὶ τὴν παράθεση τῶν ὑπολειμμάτων ποὺ ἔχει ἀνακαλύψει καὶ ταξινομήσει. Ὁ ἀρχαιολόγος ἀναδημιουργεῖ τὴν παράσταση μέσα ἀπὸ τὰ ἐρείπιά της, γι’ αὐτὸ καὶ μπροστὰ στὰ ἀρχαιολογικὰ μνημεῖα ὁ νοῦς καὶ τὸ αἴσθημα λειτουργοῦν συμπληρωματικά. Ὁ ἀρχαιολόγος εἶναι ὁ παλαιοπώλης τοῦ χρόνου. Τὰ φαντασιακὰ χάσματα δὲν σὲ πηγαίνουν πίσω, φέρνεις τὸ παρελθὸν μπροστὰ γιατὶ σοῦ εἶναι ἄγνωστο, κι ὅ,τι ἔχει καταστρέψει ὁ καιρὸς τὸ ἀναπληρώνει ἡ φαντασία, ποὺ ἐνσωματώνει τὴ γνώση στὰ ἐρείπια ποὺ βρίσκονται μπροστά σου. Ἔτσι γίνονται ὄμορφα τὰ ἐρείπια – ὄμορφα γι’ αὐτὸ ποὺ τοὺς λείπει. Ἀλλὰ πρόκειται γιὰ ζωὴ ποὺ δὲν τὴν ἔζησες.

Τὸ μνημεῖο εἶναι μνήμη ἁπτὴ καὶ κυρίως συλλογική, δὲν πιστοποιεῖ καὶ δὲν δοξάζει ἁπλῶς τὸ παρελθόν, εἶναι ἡ σταματημένη φθορά, ἡ δόξα τοῦ μεταθανάτου. Τὸ νὰ ξαναζήσεις ὅμως ἀκρωτηριασμένη τὴν προηγούμενη ζωή σου γεννᾶ πικρὰ αἰσθήματα, παρεμβαίνει πάντα κάποιος ἄλλος, ἔρχεται τὸ ἄλλο, στὴν οὐσία τὸ ἄλλο εἶναι ποὺ σχηματοποιεῖται, αὐτὸ ποὺ εἶσαι καταστρέφει ἐκεῖνο ποὺ ἤσουν, ἡ φθορά, μᾶς λένε, δὲν εἶναι παρὰ μιὰ μορφολογικὴ ἀλλαγή, ἀλλὰ πῶς νὰ δεχτεῖς κάτι τέτοιο ὅταν ἡ φθορὰ σὲ σημαδεύει καὶ σὲ συνοδεύει; Πολλοὶ προσπαθοῦν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸ παρελθόν τους, νὰ δραπετεύσουν ἀπὸ τὴ σκιά, νὰ τὴν ἀφήσουν νὰ ἀπορροφηθεῖ ἀπὸ τὸ σκοτάδι, ὅμως αὐτὸ τὸ σκοτάδι βρίσκεται πίσω τους, ὅπου ἀρνοῦνται νὰ κοιτάξουν, κι ὡστόσο παραμένει κολλημένο στὴν πλάτη τους. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος βλέπει στὸ σκοτάδι.

Μοῦ ἔρχονται στὸν νοῦ τὰ πράγματα ποὺ ὑπῆρχαν στὸν χῶρο, ἐκεῖνα τουλάχιστον ποὺ κρατοῦσαν μιὰ σταθερὴ κι ἀμετακίνητη θέση ἐδῶ, κι ὕστερα τὰ πρόσωπα. Τὰ πράγματα δίνουν τὴ φυσιογνωμία, τὰ πρόσωπα δημιουργοῦν τὴν κίνηση καὶ ἡ ζωὴ ποὺ ἀποκτοῦν οἱ χῶροι εἶναι σμίκρυνση τῆς μεγάλης κίνησης ποὺ ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς, χωρὶς τὰ ἀτομικὰ περιστατικά μας. Ἀλλὰ ὁ νοῦς διατηρεῖ τὰ περιγράμματα καὶ σχηματίζει γενικὲς εἰκόνες, ὁ νοῦς εἶναι περιγραφικός, τὸ ἐργαλεῖο ποὺ συνθέτει τὶς ἀναμνήσεις. Μέσω τῆς σύνθεσης συνειδητοποιοῦμε τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, μέσα ἀπὸ τὴ σύνθεση καταλαβαίνουμε πόση ζωὴ ἔχει περάσει ἀπὸ πάνω μας, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀναμνήσεις εἶναι τόσο κουραστικὲς μερικὲς φορές.

Ὁ χῶρος γεμίζει τώρα ἀπὸ ἕνα ὑλικὸ ποὺ δὲν ὑπάρχει, πῶς ἀλλιῶς ὅμως νὰ οἰκειοποιηθεῖς κάτι ποὺ δὲν σοῦ ἀνήκει πιά, πῶς νὰ δημιουργήσεις νέους συσχετισμούς, ποῦ νὰ δεῖς ἐκεῖνο ποὺ ἤσουν κάποτε, αὐτὸ ποὺ εἶσαι τώρα. Ἡ ἐπιμονὴ εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς χειρότερες ἀρρώστιες τῆς μνήμης, ἡ ἀσταμάτητη καὶ βασανιστικὴ ἐπαναφορὰ ποὺ συνεχῶς σοῦ ἐπαναλαμβάνει ὅτι ὑπῆρξες καὶ ξαναϋπῆρξες, ποὺ σημαίνει ὅτι πέρασαν καὶ θὰ ἔρθουν κι ἄλλοι ἀπὸ δῶ, ἔστω κι ἂν αὐτὸ τὸ σπίτι πέσει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν χρόνων ἢ καταποντιστεῖ μὲς στοὺς συλλογισμούς σου, ἔστω κι ἂν συνεχίσει νὰ ὑπάρχει σὰν ναυάγιο μέσα στὸ κοντινὸ ἢ μακρινό σου μέλλον – ἀδιάφορο.

Κάποια πρόσωπα περνοῦν μπροστά μου καὶ δίπλα μου ἀλλὰ χωρὶς καμιὰ ἐσωτερικὴ τάξη. Ὁ χῶρος ὁρίζει τὸ πέρασμα, ἀναγνωρίζω τὰ πρόσωπα σὲ σχέση μὲ τὰ πράγματα, ἡ ἔκφραση τῶν πραγμάτων μοῦ δίνει τὸν χαρακτήρα τῶν προσώπων, ἡ ἐπίπλωση, τὰ ἀντικείμενα ποὺ δὲν ὑπάρχουν τώρα, ὄχι οἱ ἁφὲς καὶ ἡ ἐπαφὴ μὲ τὰ πράγματα, ἀλλὰ μιὰ σχέση σχεδὸν γεωμετρική, μιὰ κατανομὴ τῶν πραγμάτων, ποὺ σχεδιάζει καὶ τὴν κίνηση τῶν προσώπων.

Ξαναγυρίζω ἄθελα στὸ πλαίσιο, στοὺς χώρους ποὺ διαμορφώνουμε, στὴν προσπάθεια νὰ δημιουργήσουμε ρυθμούς, ποὺ εἶναι ἀπὸ τὰ βασικὰ γνωρίσματα τῆς ἀτομικῆς ζωῆς, καὶ νιώθω πὼς πέφτω σὲ διαθέσεις, γιατὶ δὲν μπορῶ νὰ αἰσθανθῶ ἐκεῖνο ποὺ μοιάζει νὰ μοῦ συμβαίνει: πὼς ξαναζῶ –κατὰ κάποιον τρόπο– ἀπὸ δεύτερο χέρι ἕνα μέρος τῆς προηγούμενης ζωῆς μου. Ἐνῶ καταλαβαίνω πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ξαναγίνω ὁ ἴδιος ἄνθρωπος, τὴν ἴδια στιγμὴ ἀδυνατῶ νὰ προσδιορίσω τί ἔχει ἀλλάξει σ’ ἐμένα, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη δὲν θέλω νὰ καλύψω τὰ κενὰ οὔτε καὶ νὰ ἀρχίσω νὰ διαπιστώνω αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο, ποὺ μεσολάβησε. Ἀφήνω μετέωρα τὰ μεσοδιαστήματα, προκειμένου νὰ μὴν καταργήσω τὴ λεπτὴ κι εὔθραυστη σχέση ποὺ τούτη τὴ στιγμὴ μοῦ προσφέρει ἡ σύμπτωση.

Περνώντας στὸ δωμάτιο ποὺ κάποτε ἦταν δικό μου, δίπλα ἀκριβῶς στὸ σαλόνι, ὁ χῶρος μοῦ φαίνεται πιὸ κοντινός, μιὰ νεκρὴ οἰκειότητα ἀνεπαίσθητα μὲ ἀγγίζει, ἀλλὰ πουθενὰ δὲν ἀναγνωρίζω στοιχεῖα ὅτι ἀπὸ δῶ πέρασαν καὶ κάποιοι ἄλλοι. Αὐτὸς ὁ γερασμένος χῶρος δὲν ἔχει κρατήσει τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχαν ἀφήσει ὅσοι πέρασαν κι ἐγκαταστάθηκαν στὸ σπίτι. Μοιάζω ἀνίκανος νὰ μυρίσω τὴν ξένη ζωή, γι’ αὐτὸ στέκομαι καὶ κοιτάζω τὶς ραγισματιὲς στὰ παλιὰ σανίδια τοῦ πατώματος καὶ τὴ σκόνη στὶς γωνίες ποὺ φτάνει τὸ φῶς, σὰν νὰ ἀποτελοῦν τὰ μόνα πειστήρια τῆς ἡλικίας καὶ τῆς ζωῆς ποὺ πέρασε ἀπὸ τοῦτο τὸ ἐρείπιο.

Στὰ πρόθυρα τῆς κατάρρευσής του, τὸ σπίτι ἐπιστρέφει στὴ γύμνια του. Ἔχω μπροστά μου ἕνα φάσμα τῆς φθορᾶς, μιὰν ἀπόδειξη χωρὶς ἀξία.

Βγαίνοντας ἀπὸ τὴν ἐξώπορτα μοῦ φαίνεται σὰν νὰ ξαναμπαίνει ὁ ἑαυτός μου, ὅπως τὴν πρώτη φορά, ὅταν μετακομίσαμε ἐδῶ, καὶ τὸ παιδὶ ποὺ χάνεται στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ σπιτιοῦ κλείνοντας πίσω του τὴν πόρτα εἶναι σὰν νὰ κατεβάζει ἕνα παραπέτασμα πίσω ἀπὸ τὴν ὁμίχλη τῶν περασμένων, κρύβοντας ἕνα τοπίο σχεδὸν ἀπαγορευμένο.

Ξανακοιτάζω τὴ φωτογραφία μπροστά μου, σὲ ἕναν ἄλλο χῶρο πιά, καὶ καμιὰ σκέψη δὲν μὲ κατέχει. Τὰ πράγματα ξαναγυρνοῦν στὸ ἐπίπεδο, στὸ σχῆμα πού, ἐνῶ σὲ πλαισιώνει, ταυτόχρονα σὲ ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴ βασανιστικὴ αἴσθηση τοῦ βάθους. Ἡ φωτογραφία μπορεῖ καὶ σμικρύνει τὴ ζωή, κι ἐμεῖς, ὅταν τὴ χρησιμοποιοῦμε, τρέφουμε τὴν αὐταπάτη ὅτι κρατᾶμε στὰ χέρια μας κάποιο τεκμήριο τοῦ βίου μας. Σπανίως σκεφτόμαστε πὼς ἀποτελεῖ ἀπόδειξη γιὰ τοὺς ἄλλους κι ὄχι γιὰ μᾶς, ὅταν τὴ δείχνουμε σὲ φίλους καὶ γνωστοὺς νὰ πάρουν μιὰ γεύση τῆς ζωῆς ποὺ ἀδυνατοῦμε νὰ ξαναζήσουμε. Αὐτὸν τὸν ἀδύνατο βίο, συνήθως, τὸν ἀποκαλοῦμε νοσταλγία.

Δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ συμβατικὸ ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ παρατηροῦν οἱ ἄλλοι τὰ τεκμήρια τῆς ζωῆς μας. Κανεὶς δὲν θυμᾶται φωτογραφίες τῶν ἄλλων. Οἱ φωτογραφίες δὲν εἶναι πράγματα ποὺ τὰ «βλέπει» κανείς. Θυμούμαστε μόνο τὶς φωτογραφίες ἐκεῖνες μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀναγνωρίζουμε κάτι περισσότερο ἀπὸ ἀποτυπώσεις: τὴν προβολὴ τῶν αἰσθημάτων μας, ποὺ δὲν εἶναι μιὰ σχέση οἰκειότητας ἀλλὰ μιὰ ταυτοπροσωπία. Γινόμαστε ἐμεῖς οἱ φωτογράφοι καὶ συναντοῦμε τὸν παρατηρητὴ σὲ ὅσα ἐκπέμπει τὸ ἀντικείμενο. Δὲν ξέρουμε ἂν αὐτὸ ποὺ ἐκπέμπεται ὑπάρχει στ’ ἀλήθεια καὶ δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει νὰ τὸ μάθουμε.

Ὅπως τὸ κάνουμε ἀσυναίσθητα μερικὲς φορές, γυρίζω τὴ φωτογραφία ἀνάποδα, σὰν νὰ προσπαθῶ νὰ διαβάσω ἕνα χειρόγραφο κι ἀπὸ τὶς δύο ὄψεις τοῦ χαρτιοῦ. Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀπὸ πίσω, δὲν ἔχω γράψει κὰν τὴν ἡμερομηνία ποὺ τὴν τράβηξα.

 

* Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ad libitum» (Τρία ποιήματα μὲ σημαία εὐκαιρίας).

 

Ὁ «Ἔνοικος» γράφτηκε στὸ Σικάγο τὸ 1986 καὶ τὸν συμπεριέλαβα στὸ βιβλίο μου Φάσματα φθορᾶς, ποὺ κυκλοφόρησε τὸ 1994 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Καστανιώτη. Τὸ 2008 παρουσιάστηκε μεταφρασμένος στὰ ἀγγλικὰ ἀπὸ τὸν Τζέφρυ Κὸξ στὴ διεθνὴ συνάντηση συγγραφέων στὶς Λεῦκες τῆς Πάρου, ποὺ διοργανώθηκε ἀπὸ τὸ International Writing Program τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ἄιοβα σὲ συνεργασία μὲ τὸ Ἵδρυμα Fulbright, καὶ στὴ συνέχεια δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ 91st Meridian.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.